23.5 C
Athens
Παρασκευή, 13 Σεπτεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Και έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν…, της Όλγας Μοσχοχωρίτου


 

Έβλεπε θολά το διάδρομο του νοσοκομείου να φεύγει πίσω της καθώς την έτρεχαν. Σα σκιές πηγαινοέρχονταν νοσοκόμες, γιατροί, τραυματιοφορείς, καροτσάκια, οροί κρεμαστοί, «οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας» της ήρθαν στο μυαλό, να αυτό το θαύμα θα ήθελε να το είχε δει, όλα τ’ άλλα… Εδώ μια λαδίλα σκέπαζε τους τοίχους και το δάπεδο έσκαγε τόπους, τόπους και από κάτω ξεπρόβαλε θυμωμένο το παλιό μωσαϊκό. Συγγενείς εκλιπαρούσαν λίγη προσοχή στον άνθρωπό τους και δεν ήξερε ότι αυτή δεν είχε συγγενή δίπλα της και το χειρότερο ότι γι’ αυτήν μουρμούραγαν φωναχτά οι νοσηλευτές και οι άλλοι αρμόδιοι, «να την πάμε για μαγνητική εγκεφάλου, νέα γυναίκα, κρίμα… μέρες πούναι».

Ένα βουητό σκέπαζε τ’ αυτιά της, σα μελίσσι σε οργασμό.

Όμως για πρώτη φορά, εδώ και πολύ καιρό αισθανόταν ασφαλής κι ήταν καλά.

Σα να ξέφυγε από έναν εφιάλτη που έβλεπε συνέχεια στον ύπνο της και σαν αυτός ο εφιάλτης να ήταν η ζωή της η ίδια που ολοκληρώθηκε μ’ ένα κρεσέντο από φωνές, πολλές φωνές «δεν έχεις καταλάβει το νόημα του γάμου Μαρία. Είμαστε ένας, ένας άνθρωπος και όχι δύο. Γι’ αυτό δε θα κάνεις του κεφαλιού σου Μαρία. Άκουσες Μαρία;»

Άκουσες Μαρία; Από παιδάκι, αυτό άκουγε διαρκώς να τη ρωτάνε: Άκουσες Μαρία;

«Και έσονται οι δύο εις σάρκαν μία. Άκουσες Μαρία; Το είπε κι ο παπάς Μαρία».

Πρώτο καταγκρεμνίστηκε το ολόφωτο δέντρο, το όλο δικό του. Αυτό που στόλιζε κάθε χρόνο με μπιχλιμπίδια γυάλινα και πορσελάνινα και φυσητά, τα καμάρια του, όπως έλεγε.

Αυτός ο άνιωθος άνθρωπος, φρόντιζε σαν παιδί το χριστουγεννιάτικο δέντρο του. Αλίμονο αν κάποιος πείραζε τα παιγνίδια του.

Κι όμως απ’ αυτό προσπάθησε να κρατηθεί η Μαρία σαν την έσπρωξε κι έπεσε κάτω. Ξάπλωσε στολισμένη με ψεύτικα γκυ και ου, ψεύτικο χιόνι και χριστούληδες θρυμματισμένους, αηβασίληδες ραγισμένους, πολύχρωμα κομματάκια γυαλιού που λαμπύριζαν και μια φάτνη από χαρτί γκοφρέ, καφετιά, τσαλακωμένη. Λυπημένα φωτάκια αναβόσβηναν σαν τρελά και ξαφνικά κάποιος τα τράβηξε από την πρίζα. Χλωμό φως και σκιές επικράτησαν. Πλαστικά αρνάκια βρέθηκαν να βόσκουν μπρούμητα στο χώμα με το δήθεν φυσικό χορταράκι, χάρτινες παναγίτσες πλάγιαζαν με άδειες αγκαλιές κι ένας Ιωσήφ ανάσκελα, έψαχνε ανάμεσα στα χρυσαφιά αστεράκια εκείνο το υπέρλαμπρο που θα οδηγούσε τους Μάγους με τα δώρα στη φτωχιά καλύβα της Μαρίας, θα την έπαιρναν αγκαλιά και θα τη σήκωναν από κείνο το πορφυρό ψευτοπερσικό χαλί πούχαν αγοράσει πέρσι από κάτι κινέζους στη λαϊκή της Κυψέλης.

Πρώτα άκουσε τις βλαστήμιες του και μετά να σπάνε πιάτα και ποτήρια και να πετάγονται καρέκλες στο πάτωμα και τα τασάκια τα Μουράνο, τα χρωματιστά, βυσσινιά και μπλε και εκάιγ, τα καμάρια του γάμου της, να βρίσκουν τις πόρτες και να βαθουλώνουν τους καπλαμάδες κι αυτή στο πάτωμα σε στάση εμβρύου να κλείνει με τα χέρια τ’ αυτιά της και να σφαλίζει τα μάτια. Δεν την ένοιαζαν οι κλωτσιές, ούτε ο πόνος, μόνο να μην βλέπει και να μην ακούει…

Τέλος έφτασαν στ’ αφτιά της σειρήνες περιπολικού και κάποιοι που φώναζαν «Αστυνομία» κλωτσώντας την πόρτα.

Μετά όλα χάθηκαν σε μια κατευναστική σιγή μ’ ένα σβήσιμο των ήχων.

Μέσα στο κουβούκλιο της μαγνητικής, η Μαρία Κατιμερτζή, μεσήλικας πιά, με γνώσεις Λυκείου και με το παιδί που γέννησε φευγάτο για σπουδές στην Εσπερία και σύζυγο το Στέλιο το μάστορα, οικογενειάρχη, άντρα παλιάς κοπής, θρήσκο και συντηρητικό όπως έλεγε με καμάρι, θυμήθηκε το γαμήλιο ταξίδι τους στη Ρώμη και τις νωπογραφίες της Καπέλα Σιξτίνα που τους εξηγούσε η ξεναγός.

Ιδίως της ήρθε ως τελευταία εικόνα εκείνη με τα δύο χέρια που τείνουν να σμίξουν, η εμβληματική της ανθρωπότητας όπως τους έλεγε, εικόνα των χεριών του Θεού και του Αδάμ που σχεδόν βρίσκονται σε επαφή, αυτή η βιβλική κοσμογονική αφήγηση σύμφωνα με την οποία ο Θεός δίνει ζωή στον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο.

Ψευτοϊστορίες, σκέφτηκε.

Αλλά μετά όλα τα σκέπασε ο θόρυβος του μηχανήματος.

Καλύτερα έτσι. Γιατί να τα θυμάται όλα τούτα;

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ