Σε τροχιά Δύσης, ΣΥΡΙΖΑ, Podemos και «Πέντε Αστέρια
Ο ΣΥΡΙΖΑ , όπως και οι Podemos στην Ισπανία και τα «Πέντε Αστέρια» στην Ιταλία, ήταν παιδιά της πρωτοφανούς λιτότητας (ακόμη και της απόλυτης, της ονομαστικής μείωσης του λαϊκού εισοδήματος), της γενικευμένης εμπορευματοποίησης – ιδιωτικοποίησης και της κατεδάφισης θεμελιωδών εργασιακών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, κατακτημένων με αγώνες και θυσίες, που συνόδευαν την αστική πολιτική διαχείρισης της κρίσης του 2008 – 2015.
Με την ίδρυση του, το 2004, ως εκλογική συμμαχία αριστερών μεταρρυθμιστικών και ριζοσπαστικών κομμάτων και οργανώσεων και την επανίδρυση του το 2012 ως ενιαίο κόμμα, με πρόεδρο τον νεαρό Αλέξη Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από ζυμώσεις, προσθήκες, αποχωρήσεις και συνεργασίες, εκτοξεύεται πρώτο κόμμα στις εθνικές εκλογές του 2015 (Ιανουάριο και Σεπτέμβριο) και παρέμεινε στην κυβέρνηση ως το 2019, με ακροδεξιό στήριγμα τον Καμένο.
Την ίδια περίοδο, το ανάλογο φαινόμενο «ΣΥΡΙΖΑ – Τσίπρας – εκλογική εκτόξευση», εμφανίζεται στην Ισπανία με τους Podemos και τον νεαρό διανοούμενο Πάμπλο Ιγκλέσιας, και στην Ιταλία με τα «πέντε Αστέρια» υπό τον Beppe Grillo.
Τα πολιτικά αυτά σχήματα βασίστηκαν σε ένα «σχίσμα»: από τη μια πλευρά, η «πολιτική ελίτ» που επωφελείται συνολικά από την κρίση αλλά και προσωπικά από τη διαφθορά, και από την άλλη, ο «απλός λαός» που δεν άντεχε τη φτωχοποίηση και ήθελε θετικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Οι τρείς αυτοί πολιτικοί σχηματισμοί της νότιας Ευρώπης έταξαν κοινωνικά αναγκαίες, «εύκολες» κατ’ αυτούς λύσεις για την οικονομία και για την ανανέωση του πολιτικού συστήματος. Κινητοποιήθηκαν – όπως κινητοποιήθηκαν – ενάντια στις πολιτικές λιτότητας εκφράζοντας με τον τρόπο και την πολιτική που εκφράζει η σοσιαλδημοκρατία λαϊκές προσδοκίες εκμεταλλευόμενοι το κενό που άφηνε η πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων. Ο Τσίπρας, ο Ιγκλέσιας και ο Πέπε Γκρίλο αναδείχτηκαν, πρόσκαιρα ως αποδείχτηκε, χαρισματικές τηλεοπτικές φιγούρες που προκαλούν φρενίτιδα ενθουσιασμού στη γαλαρία.
Τα νεόκοπα αυτά κόμματα υποσχέθηκαν επίσης να είναι δημοκρατικά όργανα βάσης για τους πολίτες: Να μην αποφασίζουν οι κομματικοί εκπρόσωποι, αλλά με ανοιχτές και άμεσες ψηφοφορίες σε διαδικτυακές πλατφόρμες να καθορίζονται οι πολιτικές του κόμματος.
Παραλλαγή αυτής της «δημοκρατίας» είναι η εκλογή του προέδρου και της Κεντρικής Επιτροπής με άμεση ψηφοφορία. Καθώς όμως δεν υπάρχει συγκροτημένο σώμα εκλεκτόρων και καθώς δεν διαμορφώνονται, συλλογικά και δημοκρατικά οι πολιτικοί στόχοι, στην ουσία οδηγούνται στην άρνηση της δημοκρατίας δια της επίκλησης της.
Στη δίνη πολύ σοβαρών προβλημάτων
Σύντομα εμφανίστηκαν φυσικά αρκετά προβλήματα:
Πρώτον, τα κόμματα αυτά, που είχαν στόχο να καταλάβουν την εξουσία – την οποία εξουσία την ταύτιζαν με την κυβέρνηση – δεν δημιούργησαν μια βιώσιμη δομή βασισμένη σε οργανωτική βάση. Λειτούργησαν αποκλειστικά ως «μηχανές προεκλογικής εκστρατείας» και κατανάλωσαν μηδαμινή ενέργεια στην οικοδόμηση σχέσεων με τα συνδικάτα και τις κοινωνικές οργανώσεις. Η εκλογική επιτυχία τους έγινε σε βάρος της πραγματικής κοινωνικής «αγκύρωσης». Κι έτσι αντί της δημοκρατίας της βάσης, επικράτησε η λατρεία της προσωπικότητας, οι πολιτικές μεθοδευμένης ασάφειας, πολλαπλών αναγνώσεων, αναβλητικότητας, χωρίς καινούργιες ιδέες και τελικά η μετάλλαξη αρχηγών και οργανώσεων σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση.
Δεύτερο, ειδικά στην Ελλάδα, η γιωργο – παπανδρεϊκή χυδαιότητα του «όποιος λάχει με ένα δίευρο εγγράφεται μέλος και εκλέγει τον αρχηγό και την Κ.Ε.», οδήγησε στο να εγγράφονται στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ κάθε καρυδιάς καρύδι, πολίτες αξιόλογοι αλλά και λούμπεν, αγωνιστές αλλά ξεφωνημένοι τύποι της εργοδοσίας και της κυβέρνησης, χουλιγκάνοι αλλά και ευγενικές προσωπικότητες.
Σε αυτό το φόντο, οι μεν «πολίτες», δίχως θεσμοθετημένες υποχρεώσεις και κατοχυρωμένα δικαιώματα (πλην της ψήφου) ψηφίζουν, εκλέγουν και χάνονται. Η δε ηγεσία, με την εκλογή της, δρα πλέον ανεξέλεγκτα, δρα ως μια καρικατούρα υπό την κυριαρχία ενός σύγχρονου (δήθεν) παντοδύναμου και αλαζόνα «οδηγού» και της «αυλής» του. Αυτό το μοντέλο κόμματος – καρικατούρας είναι αποκλειστικά made in Greece.
Τρίτο, οι σχηματισμοί αυτοί πρόωρα εγκαταλείπουν βαθμιαία τους ριζοσπαστικούς τους στόχους. Στην Ισπανία οι Ποδέμος εγκαταλείπουν το δίπολο Αριστερά-Δεξιά για να προωθήσουν μια διαφορετική διαχωριστική γραμμή: Από τη μια μεριά «η κάστα», από την άλλη «οι άνθρωποι». Από τη μια μεριά «εκείνοι», από την άλλη «εμείς». Το ανάλογο κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείποντας επιδέξια το «αριστεροχώρι!» (περιφρονητική αναφορά του Τσίπρα για τη μέχρι τότε υπάρχουσα Αριστερά και την ιστορία της, Μάης του 2016), αντικαθιστά το στόχο της αριστερής κυβέρνησης με την «προοδευτική διακυβέρνηση» προκειμένου να απευθυνθεί – έτσι ήλπιζε- σε ευρύτερα ακροατήρια.
Το κόμμα των πέντε αστέρων ενώ το Μάρτη του 2018 κατέκτησε την πρώτη θέση στην ιταλική πολιτική σκηνή (2η πολιτική δύναμη μετά τη κεντροδεξιά συμμαχία) με το 31% των ψήφων, στη συνέχεια ολοένα μετατοπίζεται μειούμενο προς το λεγόμενο κέντρο. Το 2019 επιδιώκει συνεργασίες δίχως όρια (συγκυβερνά πότε με την ακροδεξιά και πότε με το δημοκρατικό κόμμα) και πορεύεται δίχως κεντρικούς στόχους ενάντια στο κεφάλαιο, στα όρια του πολιτικά φαιδρού. Παρουσίασε την συμμαχία του με άλλα 4 κόμματα, το «Αγροτικό Κτηνοτροφικό Κόμμα Ελλάδας!», το «Τζίβι Ντιν» (Κροατία), το Λίικε Νιτ (Φινλανδία) και το «Κουκίζ ‘15» (Πολωνία). Το αποτέλεσμα ήταν στις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου το κόμμα να λάβει 17,07% και να διολισθήσει στην τρίτη θέση. Παρόλα αυτά συνεχίζει να μετατοπίζεται προς την μεταλλαγμένη σοσιαλ – νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, να εγκαταλείπει και αυτούς τους πρώτους ριζοσπαστικούς του στόχους. Να περιορίζεται εντός ενός ήπιου «ευρωσκεπτικισμού», να φλερτάρει με τις αντιλήψεις τις αποανάπτυξης και μιας θολής και ασαφούς αντί – παγκοσμιοποίησης
Αναμασούν θεωρίες του Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ
Οι Ποδέμος όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτίστως και δευτερευόντως ο Beppe Grillo που ήταν τελείως του αφρού, δανείζονται από τις θεωρίες του γνωστού αργεντινού πολιτικού αναλυτή και πανεπιστημιακού Ερνέστο Λακλάου (δάσκαλος και του Βαρουφάκη) και της Σαντάλ Μουφ. Λακλάου και Μουφ θεωρούν ότι, κατά τη διάρκεια περιόδων σημαντικής κρίσης, υπάρχουν ποικίλες δυσαρέσκειες, ενίοτε χωρίς σχέση μεταξύ τους (έως και αντιφατικές). Δυσαρέσκειες που πηγάζουν από ετερογενή στρώματα της κοινωνίας και ότι μια κοινά αποδεκτή πολιτική οντότητα, ένα κοινά αποδεκτό πολιτικό κόμμα ή μέτωπο, θα μπορούσε να κατορθώσει να τις ενοποιήσει προκειμένου να ανατρέψει όχι ένα σύγχρονο υπεραντιδραστικό πολιτικό ρεύμα απόλυτα εναρμονισμένο με το παρόν και το μέλλον του σημερινού παραγινωμένου καπιταλισμού αλλά ένα δήθεν απαρχαιωμένο καθεστώς. Εξ ου και οι κενού περιεχομένου όροι και μηδενικής πολιτικής αξίας χρήσης (περί «τεχνοφεδουαρχίας» κ.α.) που χρησιμοποιούν ο Βαρουφάκης και λοιποί ως προσδιοριστικούς όρους για τη σύγχρονη κοινωνία.
Στην ουσία αναμασούν θεωρίες περί της «ανανεωμένης επανεκκίνησης του καπιταλισμού».
Ο Λακλάου, επιπλέον, θεωρεί πως ο Μαρξισμός δεν αποτελεί κατάλληλο εργαλείο για την ανάλυση του σύγχρονου κόσμου – πράγμα που δεν αποδέχονται ακόμη και αστοί ή και σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί και επιστήμονες – και κάτω από αυτή τη θεώρηση ασκεί κριτική και πολεμική στον Μαρξ.
Υπό αυτή την επίδραση οι ηγέτες των Ποδέμος Ιγκλέσιας, Ερεχόν και Χουάν Κάρλος Μονεντέρο, (από τους ιδρυτές και καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης), υπογραμμίζουν πως «Η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και η αποσάθρωση της κοινωνικής βάσης των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων συνοδεύτηκαν από τον συμβολικό αποκλεισμό των μαρξιστικών ερμηνευτικών πλαισίων και του κομμουνιστικού φαντασιακού».
Οι Ποδέμος αλλά και ο Πέπε Γκρίλο επιπλέον αντιμετωπίζουν στην πράξη τις αντιπαραθέσεις στη Βουλή και τις τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις ως «σημαντικότερες από τις αντιπαραθέσεις του δρόμου», με το επιχείρημα ότι στην εποχή της κοινωνίας της πληροφορίας «οι άνθρωποι στρατεύονται περισσότερο στα μέσα ενημέρωσης απ’ όσο στα κόμματα». Εν ολίγοις έκαναν και κάνουν όλα όσα η Αριστερά έλεγε πως δεν έπρεπε να γίνονται.
«Τώρα καταλαβαίνω ορισμένα πράγματα γύρω από το διαδίκτυο, και πιο συγκεκριμένα ότι το διαδίκτυο αποτελεί τη μοναδική μας σωτηρία!».
Beppe Grillo, οπισθόφυλλο του βιβλίου του Tutto il Grillo che conta
Και συνεχίζουν μια πτωτική πορεία και εσωτερική αναταραχή. Οι Anticapitalistas, μια σοβαρή αριστερή συνιστώσα, διαλύει τη συμμαχία με τους Ποδέμος, ο Ερεχόν, πρώην υπ’ αριθμόν δύο του κόμματος, τους εγκαταλείπει για να ιδρύσει άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, πιο μετριοπαθείς.
Ο Beppe Grillo αποσύρεται από το προσκήνιο, πρόεδρος αναλαμβάνει ο Τζουζέπε Κόντε κάτι σαν ο Μακρόν της Ιταλίας.
Και η καθοδική πορεία συνεχίζεται.
Τα καλά του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή.
Η ιδιαίτερη οξύτητα των εξελίξεων στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα όμως η μετάλλαξη και η καθοδική πολιτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύονται από ιδιαίτερα οξυμένες αντιπαραθέσεις.
Ο λόγος είναι πως η χώρα είναι η μοναδική στην Ευρώπη που ο λαός δέχτηκε τέτοιας έντασης, βάθους, διάρκειας και ποιότητας αντιλαϊκή επίθεση από την ελληνική και ευρωπαϊκή ελίτ με την σφραγίδα τελικά του ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις οξυνόμενες λαϊκές ανάγκες, γεννά εσωτερικές διαμάχες υψηλής έντασης.
Μεγάλης βαρύτητας λόγος είναι επίσης η ιδιαιτερότητα των γεωπολιτικών εξελίξεων.
Οι Αμερικάνοι επιφυλάσσουν στην Ελλάδα ρόλο «ευρωπαϊκού Ισραήλ».
Στη Μέση Ανατολή οι Αμερικάνοι συντηρούν με τεχνητή αναπνοή ένα κράτος – αμερικάνικη βάση για τις γεωπολιτικές τους ιμπεριαλιστικές ανάγκες στην περιοχή. Αλλά οι εξελίξεις με βάση τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας είναι ραγδαίες, βαθύτερες και στρατηγικότερες. Ένα τέτοιο κράτος – στρατιωτική βάση έχουν επομένως ανάγκη και στα Βαλκάνια με δυνατότητες ευρέων δράσεων. Το κράτος αυτό για τους Αμερικάνους είναι η Ελλάδα.
Και γι’ αυτό επιχειρούν να ελέγξουν πλήρως το πολιτικό σύστημα (εδώ ακόμη και τον Κωστάκη Καραμανλή παρακολουθούσαν και όχι μόνο).
Ο Μητσοτάκης είναι ο μοναδικός μεταπολιτευτικός πρωθυπουργός που δήλωσε πως «η Ελλάδα είναι προβλέψιμος σύμμαχος». Πρωτοφανής στα διπλωματικά χρονικά δήλωση που αποτελεί άρνηση της πολιτικής του Κ. Καραμανλή αλλά και του εθνικιστικού ρεύματος Σαμαρά, άρνηση της πολιτικής γενικότερα.
Ίδιας ποιότητας πρωτοφανούς ευθυγράμμιση επιχειρούν να επιβάλλουν και στην αντιπολίτευση είτε με φυτευτούς είτε με παρεμβάσεις και κατάλληλες επεξεργασίες πολιτικών.
Τέτοια περίπτωση είναι ο Στέφανος Κασσελάκης.
Κανείς δεν γνωρίζει αν είναι ή όχι «φερτός», εικασίες γίνονται. Ο καθείς όμως μπορεί να διαγνώσει πως οι θέσεις του ευνοούν αντικειμενικά τον αμερικάνικο παράγοντα. Γι’ αυτό και ενισχύεται ποικιλοτρόπως.
Γι’ αυτό και τα «απείρου κάλους» πολιτικά επεισόδια θα συνεχιστούν και θα συνεχίζονται με αβέβαιο προς ώρας αποτέλεσμα και βέβαιο τελικό στόχο τη συγκρότηση, την εύρεση, του άλλου ποδαριού του πολιτικού συστήματος που αδίστακτα «το παίζουνε στο ζάρι» σε στημένη παρτίδα.
Αυτή η κατάσταση σιγά αλλά σταθερά αποκαλύπτει τα όρια της πολιτικής αυτών των νεόκοπων ρευμάτων αλλά και την πραγματική αξία των δήθεν χαρισματικών ηγετών. Ιδεολογικά «ντενεκέδες ξεγάνωτοι», πολιτικά περιορισμένης χρήσης ακολουθητές των Αμερικάνων και της ευρωπαϊκής χρεοκοπούσας ελίτ, περιφέρονται στους προθάλαμους της αστικής πολιτικής με ανθοδέσμες, μισόκλειστα μάτια και χαμόγελα αόριστων υποσχέσεων περιμένοντας τη χρησιμοποίηση τους. Κι έτσι αργά αλλά σταθερά έρχεται η φθορά, αρχίζει η πτώση, το άστρο τους δύει, χάνεται.
Η ίδια κατάσταση στο σύνολο της συντηρεί την προγραμματική επανάπαυση και αυτάρκεια του συρμού, ειδικά γύρω από τον χαρακτήρα της εποχής και την αναγκαία πολιτική τακτική αλλά και γύρω από την ανάγκη για μια μαζική λαϊκή πολιτική γραμμή με στρατηγικό περιεχόμενο.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση, συνδέεται και με την γενικότερη «αμηχανία» και τις παλινδρομικές διαθέσεις των ευρύτερων αγωνιζόμενων δυνάμεων απέναντι στην αντιφατικότητα και την σκληρότητα των αλλεπάλληλων εξελίξεων και στην επίμονη ανακύκλωση απ’ την ρεφορμιστική αριστερά των αδιεξόδων του κινήματος.
Συνδέεται ιδιαίτερα με τη στασιμότητα και την αντικειμενική «κρίση» προγραμματικού προσανατολισμού μέσα στην ευρύτερη αντικαπιταλιστική αριστερά, με την ένταση των πιέσεων για την δορυφοροποίηση και περιθωριοποίηση της, με τη συμπυκνωμένη εκδήλωση των χρόνιων «ελλειμμάτων» της, αλλά και με την ευρύτερη αναζήτηση πιο συνολικών και καινοτόμων πολιτικών απαντήσεων, σε μια ριζική στροφή της ταξικής πάλης.
Αφορούν φυσικά την επιτακτική ανάγκη υπέρβασης της υποτίμησης του ρόλου της επαναστατικής θεωρίας και της επαναστατικής οργάνωσης, αλλά και του ρόλου μιας επαναστατικά ανασυγκροτημένης «υλιστικής διαλεκτικής» στην αντικαπιταλιστική ανάπτυξη και στην κομμουνιστική προοπτική του άμεσου κινήματος.
Κι εδώ κρινόμαστε όλοι μας…