Εισαγωγή
Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) αποτελεί τον θεμέλιο λίθο κάθε συστήματος δημόσιας υγείας, με κύριους στόχους την πρόληψη, την έγκαιρη διάγνωση και την ολοκληρωμένη φροντίδα των πολιτών. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η ΠΦΥ αντιμετωπίζει χρόνια δομικές ελλείψεις, υπό-χρηματοδότηση και εμμονές σε νοσοκεντρικά μοντέλα, με επιπτώσεις που εντείνονται σε περιόδους κρίσεων, όπως η πανδημία COVID-19. Το παρόν άρθρο εξετάζει τα κύρια προβλήματα της ΠΦΥ, προτείνει ένα εναλλακτικό μοντέλο και αναλύει τη σχέση της Αριστεράς με την υπεράσπιση δημόσιας υγείας.
Τα Προβλήματα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στην Ελλάδα.
Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (ΠΦΥ) στην Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά ελλείμματα, τα οποία επηρεάζουν τόσο την ποιότητα όσο και την προσβασιμότητα των υπηρεσιών. Κεντρικό πρόβλημα αποτελεί η χρόνια υπο-χρηματοδότηση, καθώς μόνο το 5% του προϋπολογισμού του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) διατίθεται για ΠΦΥ, έναντι 15-20% σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό οδηγεί σε ανεπαρκείς υποδομές, ιδιαίτερα σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές, όπου η έλλειψη κέντρων υγείας αυξάνει την εξάρτηση από τα νοσοκομεία, με αποτέλεσμα τη συστηματική υπερφόρτωσή τους.
Η έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού επιδεινώνει περαιτέρω την κατάσταση. Σύμφωνα με έρευνες του Κ.Ε.Π.Υ καταγράφηκε η άμεση ανάγκη για προσλήψεις 5.000 επιπλέον ιατρών και 5.000 νοσηλευτών (χωριστά από την ανάγκη για άμεση μονιμοποίηση 11.000 ήδη ενεργών υγειονομικών βραχύχρονης απασχόλησης και χωριστά από τα κενά που δημιουργούνται κάθε μέρα λόγω των παραιτήσεων ή συνταξιοδοτήσεων προσωπικού λόγω εργασιακής εξουθένωσης), ώστε να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Ωστόσο, οι ασταθείς/ελαστικές συμβάσεις εργασίας και οι δύσκολες συνθήκες εργασίας αποθαρρύνουν νέους επαγγελματίες, περιορίζοντας τη δυνατότητα ενίσχυσης του συστήματος.
Ταυτόχρονα, αυξάνονται οι κυβερνητικές πιέσεις για ιδιωτικοποίηση της Π.Φ.Υ, με πολλές δημόσιες δομές να μεταβιβάζονται σε ΜΚΟ ή ιδιωτικούς φορείς. Παράλληλα, όπως αναφέρεται στον ελληνικό τύπο, η κυβερνητική πολιτική της Ν.Δ επικεντρώνεται στο να ενισχύσει τη δημιουργία “παραρτημάτων” ιδιωτικών κλινικών, γεγονός που εγείρει αμφιβολίες για το μέλλον του δημόσιου συστήματος υγείας και την ισότιμη πρόσβαση σε αυτό.
Επιπλέον, το ελληνικό σύστημα υγείας εμφανίζει σοβαρές ελλείψεις στον τομέα της πρόληψης και της προαγωγής της υγείας. Η ΠΦΥ στην Ελλάδα εστιάζει κυρίως (και ανεπαρκώς) στη θεραπευτική φροντίδα, παραμελώντας προγράμματα εποπτείας χρόνιων παθήσεων και προστασίας ευαίσθητων ομάδων. Η πανδημία του COVID-19 αποκάλυψε αυτές τις ελλείψεις, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για μια πιο ολιστική προσέγγιση που θα ενισχύσει την πρόληψη και θα μειώσει την πίεση στα νοσοκομεία.
Οι ελλείψεις δεν περιορίζονται μόνο στο προσωπικό, αλλά εκτείνονται και στον εξοπλισμό, τις υποδομές και ακόμη και στα βασικά φάρμακα. Ασθενείς και εργαζόμενοι αναφέρουν πιεστικές και ανθυγιεινές συνθήκες, με ελλείψεις σε κρίσιμο φαρμακοτεχνικό εξοπλισμό. Η έλλειψη διαφάνειας στη διαχείριση των πόρων εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη χρήση των διαθέσιμων κονδυλίων, ενώ τακτικές καταγγελίες για αδικαιολόγητες απουσίες ιατρών δείχνουν μια κουλτούρα ατιμωρησίας που επιβαρύνει περαιτέρω το σύστημα.
Παράλληλα, αναφέρονται περιπτώσεις όπου ιδιώτες ιατροί καλούνται να καλύψουν κενά, χωρίς όμως να υπάρχει σαφής διαδικασία επιλογής ή διαφάνεια στις συμβάσεις. Αυτό δημιουργεί αμφιβολίες για πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων και ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο η δημόσια υγεία εξυπηρετείται ή υποβαθμίζεται σε όφελος ιδιωτικών συμφερόντων.
Η έλλειψη κοινωνικών ελέγχων και προσπάθεια της πολιτείας να επιβάλει αποτελεσματικούς μηχανισμούς βιοεξουσίας και διαχείρισης της ζωής και του θανάτου οδηγούν σε μια κατάσταση όπου οι πολίτες πληρώνουν το βαρύ τίμημα.
Συνολικά, η βελτίωση της ΠΦΥ στην Ελλάδα απαιτεί ολοκληρωμένες παρεμβάσεις: επάρκεια χρηματοδότησης, ενίσχυση του προσωπικού, διαφάνεια στη διαχείριση των δομών υγείας και μετατόπιση της εστίασης από τη θεραπευτική στην προληπτική φροντίδα. Μόνο μέσα από μια συστημική αναδιάρθρωση μπορεί να εξασφαλιστεί ένα αποτελεσματικό και δίκαιο σύστημα υγείας για όλους τους πολίτες.
Πώς πρέπει να λειτουργεί η ΠΦΥ: Ένα Εναλλακτικό Μοντέλο
Η αναδιάρθρωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΠΦΥ) στην Ελλάδα απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση που θα ενσωματώσει αποκεντρωμένες δομές, επαρκές προσωπικό, προληπτικές υπηρεσίες και βιώσιμη χρηματοδότηση. Βασικό στοιχείο αυτού του μοντέλου είναι η δημιουργία Τοπικών Ολοκληρωμένων Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ) σε κάθε δήμο. Αυτά τα κέντρα θα λειτουργούν με ομάδες πολυδύναμων επαγγελματιών, συμπεριλαμβανομένων γιατρών, νοσηλευτών και κοινωνικών λειτουργών, εξασφαλίζοντας ότι οι υπηρεσίες υγείας είναι προσβάσιμες και προσαρμοσμένες στις ανάγκες της κάθε κοινότητας. Η αποκέντρωση αυτή θα μειώσει την υπερφόρτωση των νοσοκομείων και θα φέρει την υγειονομική περίθαλψη πιο κοντά στους πολίτες.
Κρίσιμη προϋπόθεση για την επιτυχία των ΤΟΜΥ είναι η ενίσχυση και η σταθερότητα του προσωπικού. Αυτό απαιτεί μόνιμες προσλήψεις, την κατάργηση των βραχυπρόθεσμων συμβάσεων, και συνεχή επαγγελματική εκπαίδευση με έμφαση στην κοινωνική υγεία. Μόνο με έναν σταθερό και καλά εκπαιδευμένο κλάδο υγείας μπορεί να εξασφαλιστεί η ποιότητα και η συνέπεια των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Πέρα από τη θεραπευτική φροντίδα, το νέο μοντέλο ΠΦΥ πρέπει να εστιάσει στην πρόληψη και την προαγωγή της υγείας. Αυτό περιλαμβάνει την εισαγωγή εθνικών προγραμμάτων εμβολιασμών, ψυχικής υγείας και διατροφικής εκπαίδευσης, τα οποία θα υλοποιούνται μέσω συνεργασίας μεταξύ δήμων, κέντρων υγείας και μη κερδοσκοπικών φορέων. Η ενσωμάτωση κοινωνικών υπηρεσιών στην ΠΦΥ θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση των αιτίων που συχνά οδηγούν σε χρόνιες ασθένειες, όπως η φτώχεια, η κοινωνική απομόνωση και η έλλειψη ενημέρωσης.
Για να είναι όλα αυτά βιώσιμα, απαιτείται επαρκής χρηματοδότηση. O προϋπολογισμός της ΠΦΥ πρέπει να αυξηθεί στο 15% των συνολικών δαπανών του ΕΣΥ, ώστε να φτάσει σε επίπεδα ανάλογα με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παράλληλα, πρέπει να καταργηθούν οι «out-of-pocket» (ατομικές για κάθε πολίτη) δαπάνες για ευάλωτες ομάδες, ώστε η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη να μην εξαρτάται από την οικονομική ικανότητα του καθενός.
Συνολικά, αυτό το εναλλακτικό μοντέλο ΠΦΥ συνδυάζει αποκέντρωση, επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό, προληπτικές στρατηγικές και δίκαιη χρηματοδότηση. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να μετατραπεί από ένα υποβαθμισμένο τμήμα του συστήματος υγείας σε έναν πυλώνα πρόληψης, ισότητας και αποτελεσματικότητας, ικανό να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού.
Γιατί οφείλει η Αριστερά να υπερασπιστεί σκληρά για τη Δημόσια ΠΦΥ;
Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (ΠΦΥ) αποτελεί ζωτικό πεδίο κοινωνικής αντιμετώπισης, όπου η Αριστερά καλείται να παίξει καθοριστικό ρόλο. Στο επίκεντρο αυτής της δράσης βρίσκεται η αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς η δημόσια ΠΦΥ εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα σε εργαζόμενους, άνεργους και μετανάστες. Η σταθερή πολιτική ιδιωτικοποίησης, που εντείνεται τα τελευταία χρόνια, συνιστά απειλή για τα κοινωνικά δικαιώματα, μετατρέποντας την υγεία σε εμπόρευμα και όχι σε βασική ανθρώπινη ανάγκη.
Αυτή η υπεράσπιση αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο της αντίστασης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αποδυναμώνουν συστηματικά το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Το νομοσχέδιο για τους προσωπικούς βοηθούς αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικής που υποβαθμίζει το δημόσιο σύστημα. Αντίθετα, η Αριστερά οφείλει να προωθήσει μια εναλλακτική νομοθετική ατζέντα, που θα περιλαμβάνει τη δημιουργία Εθνικού Προγράμματος ΠΦΥ με κριτήρια δημόσιας διαφάνειας, την απόλυτη απαγόρευση εξωτερικών συμβάσεων με ΜΚΟ και τη σύσταση Εθνικού Οργανισμού ΠΦΥ με συμμετοχή εργαζομένων και πολιτών σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων.
Η σημασία αυτής της προσπάθειας ενισχύεται από τη δυναμική της συλλογικής δράσης. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των γιατρών και υγειονομικών, όπως αυτές που καταγράφει, αποδεικνύουν ότι η υπεράσπιση της ΠΦΥ μπορεί να μετατραπεί σε κεντρικό αίτημα ευρύτερων κοινωνικών κινημάτων. Αυτή η συλλογική ενέργεια δεν αφορά μόνο την προστασία του ΕΣΥ, αλλά συνιστά ευρύτερη πάλη για την επανάκτηση της δημόσιας υγείας ως κοινωνικού αγαθού. Η Αριστερά, με τη συστημική της προσέγγιση και την ιστορική της εμπειρία σε κοινωνικές πάλες, καλείται να συντονίσει αυτές τις δυνάμεις προκειμένου να αναδείξει την ΠΦΥ ως θεμέλιο λίθο ενός πραγματικά δίκαιου και λειτουργικού συστήματος υγείας.
Η διαφάνεια και ο δημοκρατικός έλεγχος θα δημιουργηθούν συμβουλευτικά όργανα με συμμετοχή του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, των ασθενών και των τοπικών κοινοτήτων, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται συλλογικά και να υπάρχει επίβλεψη στη διαχείριση των πόρων. Η κατάργηση της αδιαφάνειας στις διαδικασίες προμηθειών και η δημιουργία ενός συστήματος δημόσιας επιθεώρησης θα μείωνε τη διαφθορά και θα εξασφάλιζε ότι τα κονδύλια χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά. Επιπλέον, θα εφαρμοστούν μέτρα κατά της ατιμωρησίας, με αυστηρότερους ελέγχους στις απουσίες και τις εφημερίες, ώστε να εξαλειφθούν πρακτικές όπως η καταγγελλόμενη «καταδρομική» παρουσία (ιδιωτών και «πονηρών» δημόσιων) γιατρών.
Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας ως Σοσιαλιστικό Επίδικο στην πορεία προς το Σοσιαλισμό.
Η ανασυγκρότηση και ο εκσυγχρονισμός των δημόσιων δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) στην Ελλάδα αποτελεί επιτακτική ανάγκη, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες έρευνες και αναλύσεις στον τομέα της υγείας.
Η ΠΦΥ στην Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, όπως η ανισοκατανομή του υγειονομικού προσωπικού, η υποβάθμιση του ρόλου των οικογενειακών γιατρών και η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης. Η πανδημία ανέδειξε τις αδυναμίες του συστήματος, με αποτέλεσμα την ανάγκη για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στην παροχή υπηρεσιών υγείας.
Η εμπειρία των “χαμένων χειρουργικών επεμβάσεων” (θύμα αυτών και ο αγαπημένος φίλος και σύντροφος Σπύρος Κότσια, όπως και χιλιάδες συμπολίτες μας), όπως έχει καταγραφεί, δείχνει ότι η αποκεντρωμένη και προληπτική φροντίδα μπορεί να αποτρέψει πολλές περιπτώσεις που καταλήγουν σε νοσοκομεία. Αυτό υποστηρίζει τη δημιουργία ιατρείων γειτονιάς και κινητών μονάδων που θα φέρνουν τις υπηρεσίες υγείας κοντά στους πολίτες, ειδικά σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές. Όπως επισημαίνουν και πολλές Ιατρικές Σχολές της χώρας (όσες διατηρούν ακόμα κάποιο επίπεδο συνείδησης κοινωνικής και όχι χρηματοοικονομικής) η σημασία της κοινωνικής προσέγγισης, αυτές οι δομές πρέπει να ενσωματώνουν και κοινωνικές υπηρεσίες, δημιουργώντας έτσι ολοκληρωμένα κέντρα κοινότητας που θα αντιμετωπίζουν τόσο τις ιατρικές όσο και τις κοινωνικές αιτίες των προβλημάτων υγείας.
Η ενίσχυση των Κέντρων Υγείας, των Περιφερειακών Ιατρείων, των κινητών μονάδων και των ιατρείων γειτονιάς είναι κρίσιμη για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες και αγροτικές περιοχές. Με σκοπό τη δημιουργία ενός κόμβου πληροφοριών και άμεσης κοινωνική παρέμβασης. Η στελέχωση αυτών των δομών με επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, καθώς και η εξασφάλιση των απαραίτητων υποδομών και εξοπλισμού, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αποτελεσματική λειτουργία τους.
Η αναβάθμιση της ΠΦΥ πρέπει να βασίζεται σε ένα σοσιαλιστικό πρόταγμα που θα δίνει έμφαση στην καθολική πρόσβαση, την ισότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη. Αυτό σημαίνει ότι οι υπηρεσίες υγείας πρέπει να είναι διαθέσιμες σε όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, και να παρέχονται με βάση τις ανάγκες του πληθυσμού.
Η ενσωμάτωση των οικογενειακών γιατρών (σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση και σε αντίθεση με τα «ταρατατζουμ» της ΝΔ) στο σύστημα ΠΦΥ είναι ζωτικής σημασίας. Η αναγνώριση του ρόλου τους, η παροχή συνεχούς εκπαίδευσης και η ενίσχυση της επιστημονικής τους υπόστασης θα συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη παροχή πρωτοβάθμιας φροντίδας και στην πρόληψη ασθενειών.
Η χρηματοδότηση της ΠΦΥ πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, με δημόσιες (και όχι «φιλανθρωπικές ιδιωτικές») επενδύσεις σε υποδομές, τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό. Η αξιοποίηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη αυτών των στόχων, υπό την προϋπόθεση ότι οι επενδύσεις θα κατευθυνθούν προς τη δημόσια υγεία και όχι προς την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών.
Η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος ΠΦΥ απαιτεί συνεργασία μεταξύ των διαφόρων επιπέδων της υγειονομικής περίθαλψης, με στόχο την παροχή συνεχούς και συντονισμένης φροντίδας. Η διασύνδεση των δομών ΠΦΥ με τα νοσοκομεία και άλλες υπηρεσίες υγείας θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα του συστήματος.
Η εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προτάγματος στην ΠΦΥ προϋποθέτει τη συμμετοχή της κοινωνίας στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών υγείας. Η ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων και η προώθηση της κοινωνικής λογοδοσίας θα ενισχύσουν τη διαφάνεια και την αποδοτικότητα του συστήματος.
Η ΠΦΥ πρέπει να εστιάζει στην πρόληψη και την προαγωγή της υγείας, με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και την ενίσχυση της ποιότητας ζωής του πληθυσμού. Η ανάπτυξη προγραμμάτων πρόληψης και η προώθηση υγιεινών τρόπων ζωής είναι κρίσιμα στοιχεία για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Η αξιολόγηση «από τα κάτω» και η συνεχής βελτίωση των υπηρεσιών ΠΦΥ είναι απαραίτητες για την εξασφάλιση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος. Αυτή η υιοθέτηση μέσων «παρακολούθησης» και αξιολόγησης από την πλευρά της κοινωνίας θα συμβάλει στην αναγνώριση των προβλημάτων και στην εφαρμογή διορθωτικών μέτρων.
Η ανασυγκρότηση της ΠΦΥ στην Ελλάδα αποτελεί μια πρόκληση που απαιτεί πολιτική βούληση, κοινωνική συμμετοχή και επενδύσεις σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους. Η υιοθέτηση ενός σοσιαλιστικού προτάγματος που δίνει έμφαση στην καθολική πρόσβαση, την ισότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ένα δίκαιο και αποτελεσματικό σύστημα υγείας.
Συμπέρασμα
Η ανασυγκρότηση της ΠΦΥ στην Ελλάδα απαιτεί ριζικές αλλαγές: δημόσιο, καθολικό και αποκεντρωμένο σύστημα, με έμφαση στην πρόληψη και την κοινωνική ευημερία. Η Αριστερά, με βάση τις προτάσεις εργαζομένων και ερευνητών, οφείλει να ενώσει αγώνες υγείας με ευρύτερες αξίες αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Μόνο έτσι θα αντιμετωπιστεί η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας και θα εξασφαλιστεί η πρόσβαση ως θεμελιώδες δικαίωμα.