24.3 C
Athens
Κυριακή, 17 Αυγούστου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Επιλεκτικές και ανιστορικές αναγνώσεις του αντιφασιστικού μετώπου, του Αλέκου Αναγνωστάκη

 

Πρόκειται για την έκθεση – και μάλιστα απόρρητη – της αντιτρομοκρατικής με ημερομηνία «Μάρτιος 2025» και τίτλο «Παρούσα κατάσταση του ακροδεξιού χώρου στην Ελλάδα».

Η σαγήνη των μαύρων ιδεών της ακροδεξιάς

Στην έκθεση περιγράφονται έξι (6) ακροδεξιές ομάδες (Ιερός Λόχος 2012, Propartia, Εθνικιστική Νεολαία Θεσσαλονίκης, Μέτωπο Νεολαίας Χρυσής Αυγής, Hellenic Existence), με σαφή νεοναζιστικό προσανατολισμό. Επισημαίνεται επίσης πως «οι συλλήψεις κατά το παρελθόν μελών εξτρεμιστικών οργανώσεων και η πρωτόδικη καταδίκη των ηγετικών μελών της Χρυσής Αυγής είχαν οδηγήσει – έστω και προσωρινά – στην κάμψη του ακροδεξιού εξτρεμισμού στη χώρα». Ωστόσο πλέον «οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον εθνικιστικό ακροδεξιό χώρο έχουν αυξηθεί αν και οι περισσότερες είναι ολιγομελείς»

Φυσικά το ζήτημα της ακροδεξιάς σε όλους τους χρωματισμούς της δεν οριοθετείται και δεν ορίζεται από τις πρακτικές ορισμένων ολιγομελών οργανώσεων.

 

Η σαγήνη των μαύρων ιδεών  της Άκρας Δεξιάς διαχέεται στο υπόλοιπο φάσμα του συντηρητικού πολιτικού χώρου και της οριστικά μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας (ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ) και επιστρέφει ανακατασκευασμένη στη κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι ο ακροδεξιός λόγος να διαμορφώνει ευνοϊκό κλίμα για την αποδοχή ολοένα και αυταρχικότερων πολιτικών επιλογών. Υπό μια έννοια νομιμοποιεί τις κυβερνητικές μεθόδους και νομιμοποιείται από αυτές.

Η σαγήνη των μαύρων ιδεών  της Άκρας Δεξιάς αναβιώνει σε σημαντικές πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής των νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών (δηλαδή σοσιαλ – νεοφιλελεύθερων) κομμάτων.

Η γενικευμένη κήρυξη των απεργιών σε παράνομες, οι διώξεις συνδικαλιστών και απεργών (π.χ. προσφάτως στην εκπαίδευση), η αστυνομολαγνεία, η απάνθρωπη στάση απέναντι στη χιτλερικής έμπνευσης γενοκτονία των Παλαιστινίων, η μαύρη ρητορεία γύρω από το μεταναστευτικό και η αντιμετώπιση των μεταναστών, οι συμμαχίες στρατηγικού χαρακτήρα με το Ισραήλ και τα πιο στρατοκρατικά καθεστώτα της περιοχής (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αίγυπτος), η πρωτοφανής κήρυξη πολέμου σε βάρος της Ρωσίας μέσω δηλώσεων κυβερνητικών παραγόντων στην tv, κ.α. μας βάζουν στον πειρασμό να σκεφτούμε μήπως οι περιπτώσεις Πλεύρη, Βορίδη και Γεωργιάδη εκφράζουν κάτι περισσότερο από τον εαυτό τους. Και μας υποβάλλουν την ανήσυχη σκέψη μήπως συνιστούν εμπράγματη αναζήτηση μελλοντικών ακροδεξιών μορφών κοινωνικού ελέγχου από κέντρα που στηρίζουν και την νεοφιλελεύθερη και την παραδοσιακή Δεξιά.

Φυσικά η όσμωση – ενίοτε και η συγκατοίκηση – ανάμεσα στην παραδοσιακή συντηρητική παράταξη και την ακροδεξιά σε όλες σχεδόν τις αποχρώσεις (ακροδεξιοί, εθνικιστές, φασίστες, ναζί) δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Πατριάρχης σε αυτή την πολιτική ήταν ο «εθνάρχης» Κωνσταντίνος Καραμανλής τόσο πριν την χούντα όσο και μεταπολιτευτικά. Στέγαζε, τότε, πολιτικά επώνυμους πολιτικούς της μαύρης δικτατορίας (λες και ο Βορίδης εξακτινίζεται στο διηνεκές), τα επονομαζόμενα  «σταγονίδια» της χούντας.

Η ακροδεξιά παγκόσμια – και στην Ελλάδα – γιγαντώνεται μετά την κυβερνητική πολιτική που εφαρμόστηκε από τα πρώην σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Τα κόμματα αυτά, με υψηλά  τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν απέτυχαν απλά να εφαρμόσουν το πρόγραμμα τους  αλλά υλοποίησαν σκληρά νεοφιλελεύθερα προγράμματα με αποτέλεσμα το σύνθημα «ούτε Αριστερά ούτε Δεξιά», που αποτελεί το μότο της ακροδεξιάς, να βρίσκει ευήκοα αυτιά.

Η κατάσταση αυτή, φέρνει ξανά στην επιφάνεια  τα ζητήματα του φασισμού και του αντιφασιστικού μετώπου (Α.Μ.) στην εποχή μας.

Μια ιστορική σύσκεψη

Ο φασισμός, κατά τον μεσοπόλεμο, ήταν πρωτίστως  ένα ισχυρό πολιτικό ρεύμα – απάντηση στο άλλο μεγάλο και ισχυρό ρεύμα της εποχής, στο ρεύμα του κομμουνισμού. Ο φασισμός επιχείρησε να γοητεύσει – και γοήτευσε – εκατομμύρια πολιτών από όλα ανεξαίρετα τα στρώματα και τάξεις τα οποία περιδινούνταν στο ζοφερό κλίμα της δεκαετίας του 1930 στη Γερμανία. Εκατομμύρια άνθρωποι ήταν άνεργοι και πάμπτωχοι  ενώ επί μία δεκαετία η χώρα βρισκόταν σε πολιτική αναστάτωση .

Προ της οικονομικής κρίσης του 29 το ναζιστικό κόμμα βρίσκεται στο περιθώριο, το 1924 λαμβάνει μόλις το 3% των ψήφων. Οκτώ χρόνια όμως αργότερα, στις εκλογές του 1932, το ποσοστό που καταλαμβάνει εξακοντίζεται  στο 33% (!) των ψήφων. Ο Χίτλερ διορίζεται καγκελάριος.

Τότε, τη διετία 1933-35 το ναζιστικό κόμμα διασφαλίζει τη σιδηρά συμμαχία με το μεγάλο κεφάλαιο την οποία περιγράφει με εξαίρετο τρόπο στο βιβλίο του ο Έρικ Βιγιάρ  (Eric Vuillard) «Ημερήσια Διάταξη» (εκδόσεις Πόλις).

«Στα άνετα σαλόνια του Ράιχσταγκ εξελίσσεται η μυστική σύσκεψη είκοσι τεσσάρων βαρόνων της γερμανικής βιομηχανίας με υψηλόβαθμους αξιωματούχους του ναζιστικού καθεστώτος.

Στόχος, να «περάσουν από το ταμείο» – πράγμα που έγινε – για να χρηματοδοτήσουν την άνοδο και τη σταθεροποίηση στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και του αποτρόπαιου αρχηγού του. Είμαστε στον «παράδεισο της βιομηχανίας και των χρηματοοικονομικών», μαζί με τους Krupp, Opel, Siemens, Telefunken, Agfa, IG Farben…

Ανάμεσα στα άλλα, ο πρόεδρος του Ράιχσταγκ Χέρμαν Γκέρινγκ υπογραμμίζει στη σύσκεψη πως «αν το ναζιστικό κόμμα πάρει την πλειοψηφία,  οι εκλογές αυτές θα είναι οι τελευταίες των δέκα επόμενων χρόνων και μάλλον –προσθέτει γελώντας– των εκατό επόμενων χρόνων.

Ένα βουητό επιδοκιμασίας απλώθηκε στον χώρο, σημειώνει ο Βιγιάρ. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν θόρυβοι από πόρτες και ο νέος καγκελάριος (σ.σ. ο Χίτλερ) μπήκε, επιτέλους, στο σαλόνι. Άκουσαν. Τα πιο ουσιώδη συνοψίζονται στα εξής: έπρεπε να μπει τέλος σε ένα αδύναμο καθεστώς, να απομακρυνθεί η κομμουνιστική απειλή, να διαλυθούν τα συνδικάτα και να επιτραπεί σε κάθε εργοδότη να γίνει φύρερ στην επιχείρησή του.

«Η πλειονότητα των προσκεκλημένων κατέβαλε αμέσως μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μάρκα. Ο Γκούσταφ Κρουπ έδωσε ένα εκατομμύριο, ο Γκέοργκ φον Σνίτσλερ τετρακόσιες χιλιάδες…

Αυτή η σύσκεψη της 20ής Φεβρουαρίου 1933, την οποία μπορεί να δει κανείς σαν μοναδική στιγμή της εργοδοτικής ιστορίας, σαν αδιανόητο συμβιβασμό με τους ναζί, δεν είναι για τους Κρουπ, τους Οπελ, τους Ζίμενς τίποτα περισσότερο από ένα σύνηθες συμβάν της επιχειρηματικής ζωής, μια κοινή πρόσκληση για καταβολή κεφαλαίων.

Όλοι θα επιβιώσουν και μετά την πτώση του καθεστώτος και θα χρηματοδοτήσουν στο μέλλον και άλλα πολιτικά κόμματα, ανάλογα με τις επιδόσεις τους. […] Οι 24 αυτοί δεν λέγονται ούτε Σνίτσλερ ούτε Βιτσλέμπεν ούτε Σμιτ, όπως θέλει να μας κάνει να πιστεύουμε το ληξιαρχείο. Λέγονται Basf, Bayer, Agfa, Opel, IG Farben, Siemens, Allianz, Telefunken. Με αυτά τα ονόματα τους ξέρουμε. Και τους ξέρουμε, μάλιστα, πολύ καλά. Είναι εδώ, μαζί μας, ανάμεσά μας. Είναι τα αυτοκίνητά μας, τα πλυντήριά μας, τα απορρυπαντικά μας, τα ξυπνητήρια μας…»

Το σήμερα και τα περί της επανόδου του  φασισμού και αντιφασιστικού μετώπου

Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες η Κομμουνιστική Διεθνής (Comintern) στο 7ο Συνέδριο της, το 1935, αλλάζει πολιτική και αντί της μέχρι τότε εκτίμησης πως η σοσιαλδημοκρατία είναι το δεξί χέρι του φασισμού, αποφασίζει τη δημιουργία «αντιφασιστικών μετώπων» ώστε να αντιμετωπιστεί πολιτικά ο κίνδυνος επιβολής φασιστικών καθεστώτων σε ολόκληρη την Ευρώπη και να αλλάξει προς το καλύτερο η ζωή των λαών.

Το συνέδριο διήρκησε 27 ολόκληρες ημέρες.( Μόσχα, 25 Ιούλη – 21 Αυγούστου 1935)

Τότε λοιπόν και έτσι άλλαξε τελείως η πολιτική απέναντι στους σοσιαλδημοκράτες, τότε τέθηκε το ζήτημα του αντιφασιστικού μετώπου ως άμεση απάντηση στον ανερχόμενο φασισμό..

Αλλά από τότε ο καπιταλισμός άλλαξε με ασυνέχειες και άλματα μέσα στην εκμεταλλευτική του συνέχεια.

Οι ίδιες οι Γερμανικές εταιρείες, που τότε στήριξαν τον Χίτλερ, στην εποχή μας έχουν γιγαντωθεί τόσο που συγκρινόμενες με τον εαυτό τους του μεσοπολέμου, αυτές (του μεσοπολέμου) να μοιάζουν με μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Αλλά αν η εμφάνιση κατά το 17ο αιώνα του μονοπωλίου, γενικά, σήμανε – και σήμανε όντως – την ποιοτική ενίσχυση της πολιτικής και ιδεολογικής βίας σε βάρος των εκμεταλλευομένων, το σύγχρονο γιγαντωμένο πολυεθνικό πολυκλαδικό μονοπώλιο αποτελεί ποιοτική βαθμίδα ενίσχυσης αυτής της πολιτικής και ιδεολογικής βίας. Αν το μονοπώλιο σήμανε όντως τη βίαιη πολιτική αξιοποίηση της τότε τεχνολογικής και οικονομικής υπεροχής του και των τότε επιστημονικών καινοτομιών σε βάρος της εργασίας και παράλληλα απέναντι στους ανταγωνιστές, το σύγχρονο πολυεθνικό, πολυκλαδικό μονοπώλιο αποτελεί ποιοτική βαθμίδα ενίσχυσης αυτής της αξιοποίησης. Απαιτεί και ωθεί σε αλλαγές ποιότητας στο ρόλο της αστικής πολιτικής και του κράτους ως «αντιδραστική ουσία», ως παράγοντες κοινωνικής εκμετάλλευσης. Αποτελεί την υλική βάση ώστε το σημερινό κράτος και η πολιτική όχι να αποδυναμώνονται και να υποβαθμίζονται, αλλά αντίθετα να ενισχύονται και να αντιδραστικοποιούνται όσον αφορά την καθοριστική ταξική πλευρά τους και να αποδυναμώνουν τον όποιο κοινωνικό τους, μέχρι πρότινος, ρόλο.

Αν μάλιστα, παρακολουθήσει κανείς τις εξελίξεις σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, θα δει πως στην κορυφή των κρατούντων επικρατούν ολοένα και πιο αχαλίνωτες  και έκλυτες  ορέξεις

Σε αυτή τη νέα κατάσταση  εντοπίζεται μήτρα που γέννησε το νεοφασισμό και την ακροδεξιά.

Τώρα όμως το ισχυρό κομμουνιστικό ρεύμα, στο οποίο ήταν απάντηση εκείνο τον καιρό ο φασισμός, δεν υπάρχει.  Ωστόσο ο νεοφασισμός. αποτελεί απάντηση στη χαμένη αξιοπιστία των νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Αποτελεί απάντηση στην αποθέωση του ατομισμού στη σημερινή συνειδητά θρυμματισμένη κοινωνία σε αντίθεση με την τότε διάλυση του ατόμου στη μάζα που προωθούσε ο φασισμός του μεσοπολέμου.

Αλλά καθώς η πολιτική απάντηση και της σύγχρονης ακροδεξιάς δεν ξεφεύγει ουσιαστικά και τελικά από τα πολιτικά πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού σε ό,τι αφορά την εργασία, τη δημοκρατία και τα δημόσια αγαθά είναι φανερό πως μοιραία κάποια στιγμή και ο κύκλος της κάθε φορά υπάρχουσας ακροδεξιάς θα κλείνει προς ιστορικά ανέκδοτες αυταρχικότερες διακυβερνήσεις. Κι έτσι ο  κόσμος θα οδεύει προς ολοένα και πιο ακραίες και πρωτόγνωρες ιστορικά καταστάσεις.

Για την καρικατούρα αντιφασιστικών μετώπων

Δεν μπορεί επομένως να αντιμετωπιστεί – και μάλιστα νικηφόρα – το σύγχρονο νεοφασιστικό και ακροδεξιό ρεύμα με τα αντιφασιστικά μέτωπα, με τα όπλα του παρελθόντος.

Γι’ αυτό και οποιεσδήποτε προσπάθειες αναβίωσης του αντιφασιστικού μετώπου θα συνιστούν καρικατούρα   δίχως άμεση πολιτική και κοινωνική επίδραση, δίχως ιστορική προοπτική, με χαρακτηριστικά αυτού του είδους της αναβίωσης τον πολιτικαντισμό  και την προχειρότητα. 

Τέτοιες είναι οι προσπάθειες και οι εξαγγελίες δημιουργίας αντιφασιστικών μετώπων τόσο από την αναρχία σε ορισμένους νομούς της χώρας (Αρκαδία, Γιαννιτσά, Καρδίτσα κ.α.), όσο και οι προσπάθειες από το χώρο της Νέας Αριστεράς και σε ορισμένες οργανώσεις της εκτός των τειχών Αριστεράς  Ο Μπίστης  π.χ. επιλέγει σε άρθρο του στις 25.1.2025  «να πούμε καθαρά ότι επιδιώκουμε την συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου με τις δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται στον χώρο της Ριζοσπαστικής και Μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας και της Πολιτικής Οικολογίας. Στόχος μας είναι η κοινή κάθοδος στις επόμενες εκλογές, η ήττα της δεξιάς και της Ακροδεξιάς». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Χαρίτσης.

Προτείνουν εν ολίγοις ένα μέτωπο γύρω από ορισμένα πολιτικά θραύσματα του ΣΥΡΙΖΑ από το οποίο αποκλείουν άλλα, καθώς και οποιαδήποτε δύναμη κομμουνιστικής αναφοράς με στόχο την κυβερνητική εναλλαγή.

Χρησιμοποιούν δηλαδή την Ιστορία κατά το δοκούν. Για να αποδειχθεί άλλη μια φορά πως η  Ιστορία δεν είναι απλά ένας διαρκής και απλός διάλογος με το παρελθόν, είναι σύγχρονο πεδίο μάχης.

Στις μέρες μας το ΚΚΕ επιχειρεί μια επανεκτίμηση της πολιτικής των αντιφασιστικών μετώπων..

Είναι αναγκαίο να υπογραμμιστεί ευθύς εξ αρχής πως η πολιτική του αντιφασιστικού μετώπου ήταν σωστή και αναγκαία. Αποδείχτηκε δε και νικηφόρα σε ό,τι αφορά την αναμέτρηση με το φασισμό.

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποια θα ήταν η έκβαση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου δίχως τα αντιφασιστικά λαϊκά κινήματα παγκοσμίως, το γιουγκοσλάβικο, το ελληνικό, το κινέζικο εθνικοαπελευθερωτικό ένοπλο κίνημα κ.α. τα οποία γέννησε η πολιτική του αντιφασιστικού μετώπου. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποια θα ήταν η έκβαση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου δίχως την απόβαση των τότε συμμάχων στην Ιταλία και στην Νορμανδία κ.α.. Το πιθανότερο είναι οι ναζιστικές και φασιστικές  δυνάμεις του άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Βουλγαρία κ.α.)  να κυριαρχούσαν ακόμη. Το σίγουρο είναι πως ο πόλεμος θα διαρκούσε πολύ περισσότερο με αμέτρητες ανθρώπινες θυσίες και καταστροφές.

Προκαλεί επομένως εντύπωση γιατί μια τέτοια σαφής τοποθέτηση λείπει από τις πολιτικές των κομμάτων εργατικής αναφοράς και κομμουνιστικής στόχευσης (ΚΚΕ, Κομμουνιστική Απελευθέρωση – ΝΑΡ).

Αυτό  που συμβαίνει είναι μια συνεχής και υφέρπουσα κριτική στην πολιτική του αντιφασιστικού μετώπου ωσάν αυτή να είναι υπεύθυνη για την δραματικές, μεταπολεμικές, εξελίξεις.  Ωσάν δηλαδή το αντιφασιστικό μέτωπο να ήταν η αιτία που τέθηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο υπό τον ντε Γκώλ οι Γάλλοι αντιφασίστες και κομμουνιστές, υπό τον ντε Γκάσπαρι οι Ιταλοί και οι υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Σκόμπυ οι Έλληνες με προσωρινό ρεγάλο 5-6 υπουργούς και τελικό αποτέλεσμα τη δραματική ήττα της περιόδου 45-50..

Ένα αποδεκατισμένο προλεταριάτο  

Φυσικά δεν ήταν  το αντιφασιστικό μέτωπο που έφταιγε.

Ήταν το διαζύγιο από τις «επαναστατικές χίμαιρες» της τότε ηγεσίας της υπό τον Στάλιν Κομμουνιστικής Διεθνούς. Και πρέπει να αναστοχαστούμε πως επέδρασε γι’ αυτό η νόθευση της κοινωνικής σύνθεσης του ΚΚΣΕ σε βάρος της εργατικής τάξης και ειδικά των επαναστατημένων μπολσεβίκων λόγω των εκατομμυρίων νεκρών σοβιετικών εργατών κατά τους δυο παγκόσμιους πολέμους και τον εμφύλιο μετά  την επανάσταση του Οκτώβρη. Πως επίσης επέδρασαν οι μαζικοί τουφεκισμοί, από την τότε ηγεσία του ΚΚΣΕ, επαναστατών μπολσεβίκων που είχαν παίξει ηγετικό ρόλο στην επανάσταση του Οκτώβρη, ανάμεσα τους τα 98 από τα 139 τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ του κόμματος – δηλαδή το 70% -τα οποία είχαν εκλεγεί στο 17ο Συνέδριό του Κ.Κ. μπ. κατά το 1934.

«Το προλεταριάτο πρέπει να κρατάει ήρεμη, κριτική στάση όχι μόνο απέναντι στην ηθική και το αστικό κράτος αλλά και στο δικό του κράτος και τη δική του ηθική. Πρέπει μ’ άλλα λόγια, να έχει συνείδηση της ιστορικής αναγκαιότητας της ύπαρξής τους αλλά ταυτόχρονα και της εξαφάνισής του», προτρέπει ο περίφημος μπολσεβίκος θεωρητικός του δικαίου Εβγκένι Πασουκάνις. (Πασουκάνις, 1985).

Αλλά τι είδους συνείδηση μπορούσε να έχει ένα αποδεκατισμένο προλεταριάτο;

Και τα δυο λοιπόν – η σοβαρή υποχώρηση της εργατικής φυσιογνωμίας του ΚΚΣΕ και οι πολιτικές δολοφονίες επαναστατών από την τότε ηγεσία – αλλοίωσαν την επαναστατική φυσιογνωμία του ΚΚΣΕ και γέννησαν την καταστροφική πολιτική της συγκυβέρνησης με αστικά κόμματα. Πολιτική που ξεκινά από την περίοδο 45 – 50 από τους Γκότβαλντ, Στάλιν, Ντιμιτρόφ, Ζντάνοφ, Κολάροφ, Κόπλενιγκ, Κουούσινεν, Μανουίλσκι, Μαρτί, Πικ, Τορέζ, Φλορίν και Ερκολι (Τολιάτι),κορυφώθηκε από τους Μπερλίνγκουερ και Μαρσαί και συνεχίζεται ως τα σήμερα με τελευταίο θύμα το πορτογαλικό ΚΚ που καταποντίσθηκε στις πρόσφατες εκλογές μετά την συγκυβέρνηση με τους σοσιαλιστές.

Εντύπωση προκαλεί πως στις ομιλίες και στην αρθρογραφία της ηγεσίας των κομμάτων κομμουνιστικής αναφοράς αποφεύγεται η ενασχόληση με τα πιο πάνω ζητήματα.

Αντίθετα μάλιστα, υπάρχουν διαρκείς αναφορές και υπομνήσεις πως ο φασισμός είναι γέννημα του καπιταλισμού.

Ναι, ο φασισμός είναι οργανικό στοιχείο και γέννημα του καπιταλισμού.

Αλλά αυτό τι σημαίνει, πως κάθε καπιταλιστικό κράτος είναι και φασιστικό και συνεπώς εξοντώνει ομοφυλόφιλους, ανάπηρους, τσιγγάνους και κομμουνιστές, απαγορεύει τα συνδικάτα κ.λπ.; Αυτό σημαίνει;

Κι αν σήμερα υπάρχουν κράτη και αστικά κόμματα που δεν είναι φασιστικά τότε η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται την καλλιέργεια ψευδαισθήσεων που οδηγούν τους λαούς στην αστική πολιτική; Και μάλιστα στην εποχή μας που ο νεοφιλελευθερισμός ακολουθεί την πλέον απάνθρωπη πολιτική στην ιστορία του και η σοσιαλδημοκρατία έχει οριστικά μετεξελιχθεί σε κλασσικό αστικό κόμμα αρχηγικού χαρακτήρα;

Πόθεν τεκμαίρεται αυτό;

Οι παραπάνω υπομνήσεις συνοδεύονται από την εκτίμηση πως «Στην πραγματικότητα, ο διαχωρισμός (σ.σ. τότε) των κρατών του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος σε φιλοφασιστικά – φιλοπόλεμα και μη συσκοτίζει την αιτία γέννησης και ισχυροποίησης του φασιστικού ρεύματος, που βρίσκεται στον ίδιο τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και στο εσωτερικό της κάθε χώρας».  (ομιλία του Δ. Κουτσούμπα κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στη Γερμανία).

Δηλαδή;

Η συμμαχία, τότε, με τη Μ. Βρετανία, τις ΗΠΑ κλπ συσκότισε τα αίτια γέννησης του φασισμού;

Αυτή η συμμαχία συσκότισε τα αίτια γέννησης του φασισμού ή η ανυπαρξία εκ μέρους της κομμουνιστικής διεθνούς της κατάλληλης και έγκαιρης μετεξέλιξης του αντιφασιστικού μετώπου σε επαναστατικό μέτωπο και μέτωπο εργατολαϊκής  εξουσίας; .

Το ΚΚΕ αποφεύγει να σταθεί στα πιο πάνω γεγονότα.

Αντιθέτως επανέρχεται υποδόρια ή ευθέως  στην εκτίμηση πως η σοσιαλδημοκρατία ήταν δεξί χέρι του Χίτλερ. Αλλά η εκτίμηση αυτή βοήθησε στο να αναχαιτιστεί ο φασισμός; Και ήταν  όντως το δεξί χέρι του φασισμού; Πόθεν συμπεραίνεται αυτό; Κι αν ήταν όντως, τότε γιατί πήγαν σε ενιαίο μέτωπο μαζί τους το 35 και μετά;

Από τα παραπάνω συνάγεται λοιπόν πως το ποιο αντιφασιστικό μέτωπο ζει και  επιδρά  στο  σήμερα αποτελεί  επομένως σπουδαίο επίδικο και επίπονο ζήτημα για την ανάπτυξη και ωρίμανση  της εργατικής πολιτικής.

Κυρίως όμως, η προβληματική γύρω από το αντιφασιστικό μέτωπο επαναφέρει το κορυφαίο θέμα μιας σύγχρονης μετωπικής πολιτικής ως διέξοδο στα σημερινά συνταρακτικά γεγονότα.

Θέμα που θα ακολουθήσει  σε επόμενη αρθρογραφία στο Kommon.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ