9 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

«ΕΛΕΝΗ» του Ευριπίδη, σε μετάφραση Παντελή Μπουκάλα και Σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, της Όλγας Μοσχοχωρίτου


 

Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας

Ελένη, του Γιώργου Σεφέρη

Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τί μη θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;

«Ο Ευριπίδης ήταν ένας ποιητής ο οποίος πειραματιζόταν με τη φόρμα της τραγωδίας με διάφορους τρόπους. Όταν γνωρίζουμε πόσο καινοτόμος υπήρξε στα δράματά του, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι έγραψε ένα δράμα σαν την Ελένη. Είναι φανερό ότι έχει απομακρυνθεί με τα δράματά του και τα πιο τραγικά, από το τραγικό πνεύμα του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Όταν είναι γνωστό ότι, ενώ ήταν σύγχρονος του Σοφοκλή, ζούσε σε μια άλλη, πιο προχωρημένη εποχή, δεν πρέπει να μας ξενίζει μια τραγωδία σαν την Ελένη, η οποία, χωρίς να παρεκκλίνει από τους βασικούς κανόνες της τραγικής τέχνης, πρωτοτυπεί τόσο πολύ και στον μύθο και στην πλοκή, ανοίγοντας νέους ορίζοντες για την περαιτέρω ανάπτυξη της τραγωδίας. Η κούραση από τον παρατεταμένο πόλεμο και η απογοήτευση από τις καταστροφές και τις δυσκολίες είχαν γεννήσει στο αθηναϊκό κοινό μια επιθυμία για έργα φυγής και διασκέδασης.

Σε αυτό το κλίμα ο Ευριπίδης, πιθανότατα για να διασκεδάσει το κουρασμένο αθηναϊκό κοινό, έγραψε μια σειρά από διασκεδαστικά έργα, που με σημερινούς όρους δεν θα τα ονομάζαμε τραγωδίες, αλλά κωμικοτραγωδίες ή ρομαντικά παραμυθοδράματα. Ένα από αυτά είναι και η Ελένη, που παρουσιάστηκε το 412 π.Χ., η Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις και ο Ἴων, που ανήκουν πάνω – κάτω στην ίδια περίοδο. Στα έργα αυτά ο Ευριπίδης επανέρχεται στην ανάμειξη του κωμικού με το δραματικό στοιχείο. Στην Ελένη υπάρχει επίσης και το στοιχείο της περιπέτειας, του παραμυθιού και του εξωτισμού: η ηρωίδα βρίσκεται αιχμάλωτη ή αποκλεισμένη σε μια μακρινή, βάρβαρη χώρα με περίεργα έθιμα (στην Αίγυπτο) και ο ήρωας (ο Μενέλαος) καταφτάνει εκεί και καταστρώνει μαζί της ένα περιπετειώδες σχέδιο για να τη σώσει. Και στα τρία δράματα υπάρχει αίσιο τέλος και αφθονούν οι κωμικές νότες και η ειρωνεία στην παρουσίαση των προσώπων. Παράλληλα όμως αντιπροσώπευαν γι’ αυτόν ένα τολμηρό δραματουργικό πείραμα: με τέτοια έργα δοκίμαζε τις αντοχές και τα όρια της τέχνης του, ερευνούσε μέχρι πού μπορούσε να φτάσει στην ανάμειξη του τραγικού με το κωμικό και στη διασταύρωση διαφορετικών δραματικών ειδών.

Εξάλλου είναι αξιοσημείωτο ότι στην Ελένη τουλάχιστον ο πόλεμος παραμένει ευδιάκριτα στο φόντο. Η Ελένη δεν πήγε πότε στην Τροία (αντί για αυτήν ήταν ένα είδωλο), ο πόλεμος όμως έγινε μια χάρη της. Τώρα οι πολεμιστές επιστρέφουν κουρασμένοι, βρίσκουν την αληθινή Ελένη στην Αίγυπτο και διαπιστώνουν ότι πολέμησαν χωρίς πραγματική αιτία- ένας στοχασμός ιδιαίτερα δυσοίωνος το 412 π.Χ., με την Αθήνα να βρίσκεται στη δίνη ενός αδιέξοδου πολέμου, τον οποίο γίνεται όλο και πιο φανερό ότι δεν μπορεί να κερδίσει» (“Το κωμικό στοιχείο στην Ελένη του Ευρυπίδη” Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία της Ιωάννας Δ. Ρογκάκου).

Αυτά περίπου θα διαβάσει κανείς στη σχετική βιβλιογραφία για αυτήν την «τραγικωμωδία» και οφείλω να πω ότι ανεβαίνοντας προς το Αρχαίο Θέατρο, σκεφτόμουν πως σχεδόν ποτέ δεν είχα παρακολουθήσει μια παράσταση της «Ελένης» που να με έπειθε.

Και τέλος πάντων περισσότερο μ’ ακολουθούσε ο στίχος του Σεφέρη για τον περιττό πόλεμο, για το ότι χύθηκε τόσο αίμα «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη», όπως επίσης και κείνος ο στίχος «τ’ είναι θεός, τί μη θεός και τί τ’ ανάμεσό τους», παρά η σκηνική εικόνα των γελοίων, φθαρμένων πρώην ηρώων της Τροίας, του Μενέλαου και των συντρόφων του, που έφταναν στην Αιγυπτιακή γη και συναντούσαν την πραγματική Ελένη.

Θέλω να πω ότι το βαθύ αντιπολεμικό έργο του Ευριπίδη, που ειρωνεύεται θεούς και βασιλιάδες, το στηριγμένο όχι στα Ομηρικά Έπη αλλά στην ποίηση του Στησιχόρου, κάπου «έχανε» στην σκηνική του αποτύπωση, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πλήθος εγνωσμένων σκηνοθετών.

Έτσι, κάπως «μαγκωμένη» αποφάσισα να παρακολουθήσω την παραγωγή του ΚΘΒΕ, της οποίας η περυσινή περιοδεία στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου αναβλήθηκε λόγω των καταστροφικών πυρκαγιών.

Προσωπικά κίνητρό μου φυσικά αποτελούσε η υπογραφή του Βασίλη Παπαβασιλείου αλλά και η συμμετοχή πλήθος άξιων συντελεστών και η σοβαρότητα του ΚΘΒΕ.

Και πράγματι δεν έπεσα έξω.

Διότι όπως μόνον ένας συγγραφέας που γνωρίζει πολύ καλά τη φόρμα του είδους που καλλιεργεί, μπορεί και να την ανατρέπει συνεχώς (όπως ο Ευριπίδης), έτσι, μόνον κι ένας σκηνοθέτης που γνωρίζει πολύ καλά τη φόρμα του Αρχαίου Δράματος (Τραγωδίας και Κωμωδίας), μπορεί να την ανατρέπει, σεβόμενος διαρκώς την αναγκαιότητά της.

Και αυτή ήταν η ανατρεπτική, ιλαρή,  φρέσκια, εμπνευσμένη, ποιητική, αντιφατική, «κωμικοτραγική Ελένη» του. Μια ισορροπία σε τεντωμένο σκοινί.

Σ’ ένα σκηνικό σαν παιδικό χωριό με απομιμήσεις πυραμίδων, φοινικόδεντρων, επιχρυσωμένων τούβλων – παιγνιδιών και  το χώμα της ορχήστρας να παραπέμπει σε έρημο, ο Βασίλης Παπαβασιλείου με τον ρέοντα λόγο του Παντελή Μπουκάλα που δε φοβάται το κωμικό να εναλλάσσεται με το ποιητικό, τοποθετεί την Εμιλυ Κολιανδρή ως Ελένη να τραγουδάει τα βάσανά της  σα να βρίσκεται σε θίασο μπουρλέσκ, να σχεδιάζει την απόδρασή της με τον ενδεή , γελοίο Μενέλαο, (έξοχος ο Θέμης Πάνου), ακροβατώντας όπως προείπαμε ανάμεσα στο δράμα και το γέλιο (ή το γελοίο), παρασύροντας κι εμάς το κοινό στην απόλαυση!!!

Επιτέλους. Αποενοχοποιήθηκε στην Επίδαυρο η απόλαυση και το πηγαίο γέλιο του θεατή, ενώ παρακολουθεί Ευριπίδη…

Τα ύστερα του κόσμου…

Παρασυρόμασταν λοιπόν κι εμείς στο γλέντι που στηνόταν στην ορχήστρα, που άλλοτε θύμιζε σκηνές του Κουστουρίτσα (εξαιρετικές οι ενορχηστρώσεις του Γιώργου Δρόσου), και άλλοτε κλασσική τραγωδία, όπως στην ερμηνεία του Α’ στάσιμου, όπου ο χορός δεκαπέντε υπέροχων ερμηνευτριών μας χαρίζει ίσως την ωραιότερη σκηνή της παράστασης, τραγουδώντας τη σύνθεση του Άγγελου Τριανταφύλλου.

Φανταστείτε πως η Κολιανδρή – Ελένη κάθε φορά που έπρεπε , καθώς προχωρούσε, να πατήσει τη «θυμέλη», πήδαγε από πάνω της, για να τηρήσει το παλαιόθεν έθιμο «δεν πατάμε τη θυμέλη», κυριολεκτικά!!!

(Πώς πατούν την ιερά θυμέλη του θεάτρου, ή ο σουρεαλισμός στην Επίδαυρο. Ουσιαστικά το «δεν πατάμε τη θυμέλη, εννοεί πώς  σεβόμαστε τον ιερό χώρο του αρχαίου θεάτρου και δεν εννοεί επί λέξει ότι δεν ακουμπάμε το πόδι μας)

Αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στην ακόμα και επιθεωρησιακού τύπου προσέγγιση (από Τάγκο μέχρι Φλαμένγκο και από λαμέ κοστούμια με ρίγες σαν τσιγγάνικη μπάντα και το κλαρίνο του Γιώργου Μάγγα μαζί, ο χορός με μεσοπολεμικά κοστούμια μπάνιου να λιάζεται διαβάζοντας περιοδικά) με την ποίηση, συνιστά την επιτυχία του Παπαβασιλείου.

«Αηδόνι, αηδόνι μου εσύ,

Της μελωδίας καύχημα

Φυλλωσιές και στων Μουσών τα ξέφωτα

Τραγουδομοιρολόι πλέκεις και αναπέμπεις

Πιο γλυκό, πιο πικρό από κάθε κελάηδημα…

Υπέροχοι στίχοι, όμορφες συναισθηματικές ερμηνείες.

Βέβαια η συνεισφορά του εξαιρετικά συντονισμένου 15μελούς χορού με τα κοστούμια του Αγγελου Μέντη  είναι γενικώς αναμφισβήτητη καθώς και η Αγορίτσα Οικονόμου, που ως μάντισσα Θεονόη,  ξαφνιάζει διαρκώς κινούμενη με θαυμαστή άνεση ανάμεσα στην αρχαία ηρωίδα και μια σύγχρονη χαρτορίχτρα – καφετζού – ή τηλεοπτική  showwoman.

Άξια η Έφη Σταμούλη ως Γερόντισσα αλλά και θετική έκπληξη   ο Άγγελος Μπούρας ως Αγγελιαφόρος Β΄, ένας καλλιεργημένος και σεμνός ηθοποιός που κάθε φορά μας αποδεικνύει την εξέλιξή του.

Είδαμε επιτέλους έναν πλήρη θίασο, γνώστη του είδους και έμπειρο στις απαιτήσεις του χώρου από μία κρατική σκηνή. Δεν είναι τυχαίο πως εισέπραξε το χειροκρότημα 11.000 θεατών, Ελλήνων και ξένων.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ