Να απολογηθώ. Όταν έμαθα την έκδοσή αυτού του βιβλίου είχα δυσπιστία. Πως ένας σοβαρός μελετητής ασχολείται με ένα φαινόμενο τόσο επικαιρικό. Και πότε πρόλαβε;
Και ξεκίνησα να το διαβάζω με δεδομένη την άρνησή μου, με σκοπό να το ξεπετάξω σε μια δυό μέρες.
Αλλά δεν έγινε έτσι. Χρειάστηκε να το διαβάσω προσεκτικά, να κρατήσω σημειώσεις, να επιστρέψω σε κάποιους συλλογισμούς, να το αναλογιστώ και να διαπιστώσω, εν τέλει, πως μου άνοιξε ορίζοντες στη σκέψη και την ερμηνεία των πρόσφατων εξελίξεων στο ΣΥΡΙΖΑ, και όχι μόνο . Οπότε, το συμπέρασμα είναι πως κάθε άλλο παρά «αρπαχτή» είναι.
Το βιβλίο του Ξενοφώντα Κοντιάδη, Το «φαινόμενο» Κασσελάκη», το μεσσιανικό προσωπείο της μεταδημοκρατίας (εκδόσεις Καστανιώτη) συγκροτεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη για την κατάσταση των κοινωνιών μας, σε μια εποχή που η Δημοκρατία βρίσκεται σε έλλειψη, τα πολιτικά κόμματα, των αριστερών συμπεριλαμβανομένων, βιώνουν βαθειά κρίση και οι συλλογικές εκφράσεις και εκδηλώσεις, οι αξίες και οι στόχοι τους, έχουν σημειώσει θεαματική υποχώρηση. Σε μια κατακερματισμένη κοινωνία και κοινωνική συνείδηση, το πολιτικό και το κοινωνικό υποχωρεί μπροστά στο ατομικό, σηματοδοτώντας τη νίκη, ή έστω επιβολή, της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και σκέψης (συνείδησης), με αντίστοιχη υποχώρηση των συλλογικών οραμάτων.
Μεταδημοκρατία και μεταπολιτική ονομάζει τα φαινόμενα, όπου «σε νέους μηχανισμούς αντιπροσώπευσης αναδείχθηκαν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι δημοσκοπήσεις και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, παλιά και νέα». Υπογραμμίζοντας πως και τα κοινωνικά κινήματα και «κατεξοχήν τα φαινόμενα κοινωνικής εξέγερσης» παίρνουν νέες μορφές, «αντανακλούν την έκπτωση των παραδοσιακών αντιπροσωπευτικών θεσμών, την απαξίωση των πολιτικών κομμάτων, αλλά και την αδυναμία των νέων μηχανισμών κοινωνικής εκπροσώπησης να καλύψουν το δημοκρατικό έλλειμμα».
Η περιγραφή αυτής της μεταμοντέρνας εποχής, «μεταδημοκρατικής» και «μεταπολιτικής», είναι ιδιαίτερα ακριβής και ενδιαφέρουσα.
Αυτή ακριβώς η εποχή αποτελεί το κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να επιτυγχάνονται σχέδια και να επιβάλλονται πρόσωπα τύπου Κασσελάκη.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να βγάλει τον αναγνώστη του από το πλαίσιο των θεωριών συνωμοσίας και να τον εντάξει σε μια λογική που καταλαβαίνει την κοινωνική πραγματικότητα, με τις ταξικές και άλλες συγκρούσεις της, ως το έδαφος στο οποίο βλασταίνουν τέτοια φαινόμενα.
Όπως γράφει: «Η παρακμή ενός κόμματος δεν είναι η κύρια αιτία για να εισχωρήσει η μεταπολιτική κενότητα , αλλά ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας από μεταλλάξεις της πολιτικής στον εικονιστικό κόσμο».
Νομίζω πως αυτή είναι μια δέουσα προσέγγιση, η οποία διευκολύνει τη μελέτη και την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων και διδαγμάτων, για όσους θέλουν να βλέπουν την πολιτική ζωή με τα μάτια του παρόντος.
Ο συγγραφέας δεν συμμερίζεται συνομωσιολογικές ερμηνείες στην ανάδειξη Κασσελάκη, σημειώνει ωστόσο πως «Η κατασκευή “στρατηγικών προσωπείων ” έχει εξελιχθεί σε αυτοτελές πεδίο διεπιστημονικής έρευνας και εφαρμογών τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, με έμφαση στη λεγόμενη “κουλτούρα του διαδικτύου”». Και περιγράφει τα χαρακτηριστικά της κατασκευής Κασσελάκη .
«Κάποιος θα μπορούσε με λίγη φαντασία (και χωρίς φαντασία θα σχολιάζαμε!) να ισχυριστεί ότι ο Κασσελάκης επιλέχθηκε ακριβώς προκειμένου “να ταυτιστεί” με μια συγκεκριμένη περσόνα που ενδεχομένως είχε προκατασκευαστεί, με μια δημόσια εικόνα που συστηματικές έρευνες είχαν καταλήξει ότι είναι ελκυστικές για το συγκεκριμένο κοινό.
Νέος στο όριο της ωριμότητας, με ωραίο πρόσωπο και σμιλεμένο παράστημα, πολύγλωσσος, με εξαιρετικά αγγλικά, αυτοδημιούργητος, εύπορος αλλά όχι νεόπλουτος, απλός και άμεσος, στην προσωπική επικοινωνία, φιλόζωος, γκέι αλλά όχι “προκλητικά” ομοφυλόφιλος, που δεν διστάζει να δηλώσει δημόσια και να επισημοποιήσει την ταυτότητά του φύλου του, μια περσόνα τόσο ιδιαίτερη ώστε ορισμένοι να αμφιβάλλουν αν είναι αληθινή».
Η ανάδειξη Κασσελάκη, λοιπόν, δεν είναι αποτέλεσμα της δράσης ενός κλειστού πολιτικού κέντρου, δεν προέκυψε καν από τον κομματικό μηχανισμό ή καλύτερα από το κομματικό όργανο. Δεν είναι πραξικόπημα.
Είναι ακριβώς όμως ένα είδος πραξικοπήματος που ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά αυτής της μεταμοντέρνας εποχής, πρόκειται, όπως γράφει, για «μια “συστημική συνωμοσία” με ευρύτερους στόχους ως προς τη διείσδυση, τον έλεγχο ή τη μεταβολή των υφιστάμενων πολιτικών θεσμών».
«Μέσα σε είκοσι μέρες συντελέστηκε μια ιλιγγιώδης μεταστροφή προς ένα μεταπολιτικό, μεσσιανικό» μοντέλο».
Αν μπορώ να διατυπώσω μια επιφύλαξη είναι πως ο συγγραφέας δίνοντας το βάρος στην περιγραφή των κοινωνικών όψεων, υποσκιάζει τη σημασία και το ρόλο των μηχανισμών, κυρίως κρυφών και υπερατλαντικών, στην πολιτική ζωή και συγκεκριμένα στην ανάδειξη του Κασσελάκη. Όπως και των πολιτικών και κοινωνικών σημασιών που η ανάδειξη αυτή έχει για τους ολιγαρχικούς μηχανισμούς και τα συμφέροντα.
Σε μια εποχή που η πολιτική υποτιμάτα έτσι, όπου τα κόμματα υποβαθμίζονται, η λαϊκή συμμετοχή δαιμονοποιείται, οι δημοκρατικοί θεσμοί υποχωρούν (ή και αποχωρούν), η δράση εξελίσσεται όλο και περισσότερο πίσω από κλειστές πόρτες, σε μελετητές και αναλυτές, υπηρεσίες και μηχανισμούς αδιαφανείς. Εκεί κατασκευάζονται και τα φαινόμενα. Προφανώς σε αντιστοίχιση με την κοινωνική πραγματικότητα. Η οποία είναι και αυτή, κατά ένα μέρος προϊόν ιδεολογικών και πολιτισμικών μηχανισμών και παρεμβάσεων. Σε μια διαρκή αλληλοτροφοδότηση. Και εν συνεχεία η επιλογή και ανάδειξη των ηγετών με τη σειρά της συντελεί στην ενθάρρυνση και διεύρυνση των φαινομένων της «μεταπολιτικής».
Το πλαίσιο είναι: αναλύουμε την πραγματικότητα, παρεμβαίνουμε σε αυτήν, προσαρμοζόμαατε στις ανάγκες της, αναδεικνύουμε εκείνους που θα ανταποκριθούν, και οι οποίοι συντελούν στις αλλαγές που θέλουμε. Με αφετηρία και κριτήριο αυτό το θέλω-θέλουμε. Το θέλουμε δεν είναι πια ενός κοινωνικού συνόλου ή καλύτερα ενός μεγαλύτερου ή μικρότερου μέρους, είναι μιας στενής ολιγαρχικής ομάδας η οποία εμφανίζεται να εκπροσωπεί τα συμφέροντα μεγαλύτερων συνόλων προκειμένου να εξασφαλίζει συμμάχους.
Όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας το φαινόμενο-πείραμα Κασσελάκη είναι μοναδικό στον κόσμο, όμως οι σχετικοί πειραματισμοί είχαν αποτελεσματικές επιδράσεις και αναδείξεις πολιτικών ηγετών σε ανάλογες περιπτώσεις, όπου η επιβολή προσώπων χωρίς πρόσωπο, δηλ. χωρίς παρελθόν, κοινωνικό και πολιτικό βάθος, γνώση και χαρακτήρα, μερικές φορές και ανοήτων , δεν επηρεάζει καθόλου την πολιτική ισορροπία και ισχύ, το αντίθετο, διευκολύνει και την απαξίωσή της πολιτικής συμμετοχής και δράσης και τη ανεμπόδιστη διακυβέρνηση από τα κλειστά κέντρα.