- Εισαγωγή Είναι πολλοί αυτοί που αναρωτιούνται σε ποιο κόσμο ζούμε σήμερα. Πολλοί λιγότεροι, όμως, είναι εκείνοι που πιστεύουν πως αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός και ακόμα λιγότεροι όσοι τολμούν να θέλουν και να πράττουν για να τον αλλάξουν. Σ’ αυτούς τους τελευταίους απευθύνεται κυρίως αυτό το άρθρο.
Παρακάτω τίθενται ορισμένα ερωτήματα σχετικά με τη διαλεκτική των κατηγοριών Ταξική Πάλη – Εθνική Ενότητα καθώς επίσης και για την σημαντικότερη ίσως έκφανση του διπόλου που είναι το Εθνικό Ζήτημα. Θα ισχυρισθούμε αρχικά ότι η κατηγορία Εθνική Ενότητα, αν και πραγματική, ως άμεση παράσταση στη κοινή συνείδηση, αποτελεί επίφαση της πραγματικότητας και ως εκ τούτου μια ψευδή πραγματικότητα.
Αν προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε περισσότερο στην συγκεκριμένη έννοια και στο περιεχόμενό της θα διαπιστώσουμε ότι αυτό αντιφάσκει σε ό,τι πράγματι συμβαίνει: ας απευθύνουμε, για παράδειγμα, το ερώτημα: εθνική ενότητα προς τι; Θα διαπιστώσουμε πως η λεγόμενη ούτως εθνική ενότητα δεν αποσκοπεί στην εκπλήρωση των συμφερόντων όλης της κοινωνίας αλλά μόνο ενός μικρού μέρους της, της αστικής τάξης και ιδιαίτερα των πιο ισχυρών μερίδων της αν και η ίδια ισχυρίζεται πως ενεργεί στο όνομα των καθολικών κοινωνικών συμφερόντων. Στο βαθμό, μάλιστα, που αυτή η επίφαση εκπληρώνεται αποτελεί τη νέα αποξένωση του ανθρώπου, την σύγχρονη παγκόσμια κοινωνική αλλοτρίωση.
Μια σειρά από συγκυρίες και γεγονότα – όχι υποχρεωτικά και αναγκαία – έχουν επιβάλει την σαφή προτεραιότητα της κατηγορίας Εθνική Ενότητα έναντι του ταξικού ανταγωνισμού και της κατηγορίας Ταξική Πάλη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το προφανές εδώ είναι πως έχουμε ένα δίπολο, το οποίο κινείται εντός του καπιταλιστικού συστήματος, με ανταγωνιστικά και ασυμφιλίωτα χαρακτηριστικά.
Όσο και αν ψάξει κανείς στα κείμενα των Marx και Engels δεν πρόκειται να ανιχνεύσει στοιχεία αυτής της διάταξης και προτεραιότητας, η οποία διαμορφώθηκε αργότερα, περίπου στις αρχές του εικοστού αιώνα. Στη διαμόρφωση αυτής της προτεραιότητας συνέβαλαν με διάφορους τρόπους και στοχαστές, πολιτικοί και φιλόσοφοι που κατά τα άλλα συγκαταλέγονται στους διαμορφωτές του σύγχρονου μαρξισμού.
Αναζητώντας τις πηγές και τις ρίζες αυτού του παγκόσμιου συμβάντος τις συναντούμε αρχικά στις θεωρητικές επεξεργασίες των ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς (Bernstain, Kautsky κ.ά.) και στην πολιτική τους πριν και κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου∙ η καθιέρωση, όμως, της συγκεκριμένης προτεραιότητας – κατά ένα παράξενο παιχνίδι της μοίρας – έγινε από την ηγεσία της Τρίτης Διεθνούς υπό τον I. Stalin, όταν το λάβαρο του ρωσικού πατριωτισμού – εθνικισμού (ασφαλώς ζήτημα διαφορετικής ποιότητας από την εξεταζόμενη Εθνική Ενότητα) υψώνεται ως αποτελεσματική πολιτική άμυνας απέναντι στον ιμπεριαλισμό και στον επελαύνοντα ναζισμό. Δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας εργασίας η κριτική εκείνου του γεγονότος αλλά η συνέχεια του, όταν η πολιτική αυτή των μπολσεβίκων υπό τον Stalin γενικεύεται και κυριαρχεί στις πολιτικές των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Ευρώπης και σαν άμεση συνέπεια της, η συγκεκριμένη προτεραιότητα (η οποία παίρνει διαφορετικές μορφές κάθε φορά) να εδραιώνεται στη συνείδηση όχι μόνο των ηγετών αλλά και των μαζών των κομμουνιστών. Μια πρώτη ερμηνεία του φαινομένου, χωρίς όμως να είναι και επαρκής μπορεί να αποδοθεί στον δογματισμό που έχει την τάση να απολιθώνει στρατηγικές, πολιτικά συνθήματα και τακτικές – που στο παρελθόν μπορεί να ήταν ορθά – και να τα μεταφέρει άκριτα στο παρόν και στο μέλλον.
Οι συνέπειες αυτής της προτεραιότητας εκδηλώνονται με τραγικό τρόπο στην ήττα της ελληνικής Αντίστασης από τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό. Οι παλινωδίες των ηγετών του ΚΚΕ, σαν αποτέλεσμα της αδυναμίας ανάγνωσης της οπωσδήποτε δύσκολης διαλεκτικής της σχέσης Ταξικής Πάλης και Εθνικής Ενότητας, όταν η δεύτερη εμφανίζεται με πιο περίπλοκη μορφή, όπως αυτή της παγκόσμιας συμμαχίας ενάντια στον Άξονα, σε συνδυασμό και με άλλους δραστικούς παράγοντες, οδηγούν στην οδυνηρή ήττα του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, κατά την δεκαετία 1940 – 1950.
Η παρακολούθηση και η ανάλυση της διαλεκτικής αντίθεσης Ταξική Πάλη – Εθνική Ενότητα πριν την εκδήλωση των τυχόν συναφειών μεταξύ τους απαιτεί την ξεχωριστή θεωρητική διαχείριση κατηγοριών όπως: Κοινωνικές Τάξεις, Ταξική Πάλη, Έθνος, Εθνική Ενότητα, Πατρίδα, Πατριωτισμός, Εθνικισμός και ενδεχομένως και κάποιων άλλων πλευρών που θα εμφανιστούν στην πορεία αυτής της μελέτης. Προφανώς η διεξοδική μελέτη όλων αυτών των κατηγοριών είναι αδύνατη μέσα στα όρια ενός άρθρου. Υποχρεωτικά θα περιοριστούμε σε μια επισκόπηση ορισμένων από αυτές.
- Σχετικά με το Έθνος
Παρά το γεγονός της ύπαρξης εθνικών αισθημάτων κατά τη μακρά περίοδο των εθνοτικών διαμορφώσεων, το έθνος δεν είναι κάτι που δημιουργήθηκε εγγενώς και με εσωτερικό τρόπο “αλλά ήταν ένα τεχνητό κατασκεύασμα. Δεν αποτελούσε απλώς ιστορική καινοτομία, μολονότι ενσάρκωνε τα γνωρίσματα που είχαν ή νόμιζαν ότι είχαν κοινά τα μέλη μερικών παμπάλαιων ανθρώπινων κοινοτήτων έναντι των «ξένων» . Στην πραγματικότητα έπρεπε να κατασκευαστεί. Από εδώ απορρέει η κρίσιμη σημασία των θεσμών που μπορούσαν να επιβάλλουν την εθνική ομοιομορφία, δηλαδή κυρίως του θεσμού του κράτους και ειδικότερα της κρατικής εκπαίδευσης, της επαγγελματικής απασχόλησης στον κρατικό μηχανισμό και (στις χώρες που καθιέρωσαν την υποχρεωτική στράτευση) της στρατιωτικής θητείας.” [1] Η κατασκευή που υποστηρίζει ο Hobsbawm αλλά και πολλοί άλλοι ερευνητές –και όχι μόνο οι ενταγμένοι στον ευρύτερο χώρο της μαρξιστικής σκέψης αλλά και σ΄ αυτόν της φιλελεύθερης σκέψης– μπορεί να λάβει ένα πλήθος ερμηνειών οι οποίες κυμαίνονται από αυτή της απλής εργαλειακής λειτουργίας σε μια σειρά εθνικά κράτη μέχρι τις πιο εσωτερικές και οργανικές «κατασκευές» όπου οι εθνότητες-μειονότητες προσχώρησαν εθελοντικά σε μια, σχετικά μακρά, διαδικασία εθνικής αφομοίωσης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τον τελευταίο και καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το Κράτος, ο κρατικός μηχανισμός, για την ακρίβεια, που ομογενοποιεί και επιβάλλει την «εθνική ενότητα».
Θα προσπαθήσουμε παρακάτω, με συνοπτικό τρόπο, να δώσουμε σε γενικές γραμμές την ιστορική πορεία και εξέλιξη της οντότητας Έθνος.
Η θέση που θα υποστηρίξουμε είναι, ότι «αυτό» που εμφανίζεται με τον πλέον καθαρό τρόπο στον καπιταλισμό και ονομάζεται έθνος και, στην αδιάσπαστη σχέση με το καπιταλιστικό κράτος, [2] δημιουργεί το εθνικό κράτος, είναι μια οντότητα η οποία απορρέει από τις παραγωγικές σχέσεις και την ιστορική τους διαμόρφωση. Η οντότητα αυτή, με ποιοτικά διαφορετικές μορφές από αυτή του έθνους, – εθνοτικές ας τις ονομάσουμε συμβατικά – προϋπήρχε του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Οι προαστικές εθνοτικές μορφές παρουσιάζουν ασυνέχειες στην εξέλιξή τους προς τις εθνικές μορφές, η δε τελική εξέλιξη είναι αβέβαια και κυρίως τυχαία ως προς τα χαρακτηριστικά που τελικά θα λάβει. Η τυχαιότητα είναι το κύριο στοιχείο στο προτσές της εξέλιξης, η δε τελική κατάληξη μιας εθνικής διαμόρφωσης ή ενός εθνικού μορφώματος ενδεχομένως να είναι ουσιαστικά αποσυνδεμένη τελείως ή σε μεγάλο βαθμό από τις προηγούμενες εθνοτικές μορφές.
Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως η οντότητα έθνος και οι διάφορες προηγούμενες εθνοτικές μορφές δεν ταυτίζονται με την ίδια την κοινωνία με την οποία συνδέονται αλλά αποτελούν ένα από τα στοιχεία της ποιότητας αυτής της κοινωνίας, παρά το γεγονός ότι η ίδια η οντότητα θέλει να μας κάνει να πιστεύουμε πως αποτελεί αυτή την ουσία του κοινωνικού και κρατικού σχηματισμού. Ανάλογα με τον τρόπο εξέλιξης και διαμόρφωσης αυτής της οντότητας ως ποιοτικού στοιχείου μιας κοινωνίας και ενός κρατικού σχηματισμού, η εθνική ποιότητα διαφέρει∙ για παράδειγμα, η ποιότητα έθνος στη Γαλλία είναι βαθύτερη από την αντίστοιχη των ΗΠΑ και αυτών από αυτής του Σουδάν.
Η οντότητα έθνος πρέπει να θεωρείται πάντα σε μια διαλεκτική εξέλιξη που η κίνησή της περικλείει τις αντιφάσεις της, τις διαφοροποιήσεις που λογικά συμβαίνουν και, τέλος, τη δόμηση και την αποδόμησή της∙ παρά το γεγονός ότι, αν είναι μια φορά δύσκολο να διακρίνουμε τώρα την αρχή της είναι δύο φορές πιο δύσκολο να διακρίνουμε το τέλος της.
Συνοπτικά και, αναγκαστικά σχηματικά διατυπωμένη, η εξέλιξη της οντότητας έθνος μέσα από μια μεγάλη ποικιλία εθνοτικών μορφών εμφανίζεται προς το τέλος μιας μεγάλης ιστορικής περιόδου των γενών και των φυλών. Είναι μια περίοδος κατά την οποία το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρωτόγονο με πολύ δύσκολες τις συνθήκες παραγωγής και αναπαραγωγής. Το τέλος αυτής της περιόδου επιτρέπει τη συνομάδωση «φυλών που αυτοαναγνωρίζονταν σε μια κοινή καταγωγή, διέθεταν μερικούς θεσμούς […] κοινή γλώσσα, μια κουλτούρα λίγο πολύ κοινή, στο πλαίσιο της οποίας εμφανιζόταν μια κοινή θρησκεία (δηλαδή μια κοινή ιδεολογία)». [3]
Η συγκρότηση της εθνότητας είναι μια διαδικασία κατά την οποία κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσια της κοινότητας ή των κοινοτήτων και, σταδιακά, αναπτύσσεται ένας πρώτος εθνικός χώρος, ένας σχετικά ενιαίος προεθνικός χώρος με στοιχεία εθνικής αγοράς, η πιο αναπτυγμένη μορφή που γνωρίζει η υπερφυλετική κοινωνία στο σύνολό της. [4]
Οι πρωταρχικές αυτές εθνότητες δε χαρακτηρίζονται από κάποια ομοιογένεια, απεναντίας η ποικιλομορφία είναι αυτό που, μάλλον, τις σημαδεύει. Περισσότερο συνεκτικές ή με πολύ χαλαρούς δεσμούς ή και διηρημένες, συνυπάρχουν σε ένα έδαφος περισσότερο ή λιγότερο κλειστό, σε μια εποχή κατά την οποία οι μεταναστεύσεις και οι μετακινήσεις ευρύτερων εθνοτικών ομάδων γενικά είναι ο κανόνας. Οι πρώτες αυτές εθνότητες, οι οποίες αναπτύσσονται πάνω σε μια γεωργική ή ποιμενική παραγωγική βάση, έχουν αναπτύξει ιεραρχίες στο εσωτερικό τους, που δημιουργήθηκαν στη βάση των οικονομικών πλεονασμάτων, εντοπίζονται ωστόσο και οριζόντιοι συνεκτικοί δεσμοί, οι οποίοι στηρίζονται στη γλωσσική, θρησκευτική – ιδεολογική, πολιτισμική κοινότητα ή συγγένεια και τέλος σε μια πρώτη θεσμική, προκρατική ενότητα.
Η παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η ανάδυση κρατών ή κρατικών μορφωμάτων, στο πλαίσιο των ανατολικών – ασιατικών κοινωνικών σχηματισμών ή των αρχαίων δουλοκτητικών κοινωνιών και στη συνέχεια των φεουδαρχικών κοινωνικών συστημάτων, διαδραματίζουν έναν πολύ ιδιαίτερο, αλλά και σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση των εθνοτήτων και των εθνών. Το σύνολο, πάντως, αυτών των κρατών – είτε πρόκειται για μεγάλες αυτοκρατορίες είτε για μικρότερα κράτη είτε για πόλεις-κράτη – διαφέρουν ριζικά από τα εθνικά κράτη που δημιουργούνται αργότερα πάνω στη βάση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κράτη αυτά αποτελούνται κατά βάση από μια εθνότητα, όπως η αρχαία Αίγυπτος ή το εβραϊκό κράτος της αρχαιότητας ή ακόμα και οι αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη, πρέπει εντούτοις να διαφορισθούν ξεκάθαρα από τα σχηματιζόμενα πολύ αργότερα εθνικά καπιταλιστικά κράτη.
Η μεγάλη αυτή ιστορική περίοδος, που κράτησε πάνω από πέντε χιλιετίες, είναι μια ιστορία μεγάλων μετακινήσεων και μεταναστεύσεων, κατακτητικών ή όχι, μεγάλων ή τεράστιων κρατικών σχηματισμών σε όλο τον πλανήτη, οι οποίοι λειτούργησαν καταλυτικά στη διαδικασία γένεσης, ανάπτυξης και καταστροφής εθνοτήτων και ολόκληρων πολιτισμών. Οι επιμέρους ιστορικές και γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, χαρακτηρίζονται από μεγάλες αναταράξεις και ριζικές αλλαγές, που φέρνουν τα πάνω κάτω στους εθνοτικούς χώρους.
Οι μεγάλες αυτοκρατορίες, όπως η Ρωμαϊκή, στη μακρά κατακτητική τους πορεία καταστρέφουν αρχέγονους πολιτισμούς και πολλά έθνη εξαφανίζονται. Οι Εβραίοι μεταβάλλονται σε μια εθνότητα χωρίς ενιαίο χώρο και διασπείρονται όπου γης. Οι αρχαίοι Έλληνες φυλετικά παύουν να υφίστανται, κληροδοτούν όμως, εν μέρει, γλώσσα και πολιτισμό στους μεταγενέστερους Ταυτόχρονα, συγκροτούνται νέες εθνότητες-προέθνη με πιο ισχυρούς οικονομικούς, πολιτισμικούς και χωρικούς δεσμούς. Οι νέες μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες (Χριστιανισμός και Μουσουλμανισμός) δημιουργούν με τη σειρά τους νέα ισχυρά δεδομένα στις επερχόμενες κρατικές, θρησκευτικές και εθνοτικές οντότητες.
- Καπιταλισμός. Το εθνικό Κράτος Η δημιουργία ή η συγκρότηση των εθνών στην κλασική μορφή, αυτή δηλαδή που πρωτοεμφανίστηκε στη Δυτική Ευρώπη, βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με αυτή του Κράτους, η θεμελίωσή τους όμως ανάγεται στην καπιταλιστική λειτουργία: παραγωγή και διευρυμένη αναπαραγωγή, παραγωγικές σχέσεις και καταμερισμός εργασίας και οπωσδήποτε η κυκλοφορία του κεφαλαίου. Η μεγάλη ποικιλία των μορφών εθνικών συγκροτήσεων που συνδέονται με τις ιδιαιτερότητες των επιμέρους καπιταλιστικών σχηματισμών μας οδηγεί στην αναζήτηση όλων αυτών των ιδιαιτεροτήτων σε κάθε εθνικό Κράτος. Ωστόσο, χωρίς να γενικεύσουμε και να αγνοήσουμε τις εθνικές ιδιαιτερότητες, συνοπτικά μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες πλευρές αυτής της γενικής καπιταλιστικής λειτουργίας. Η δημιουργία και στη συνέχεια η ανάπτυξη και η επέκταση μιας εσωτερικής εθνικής αγοράς ασφαλώς είναι μια τέτοια πλευρά, όχι μόνο στην περίοδο εγκαθίδρυσης και ανάπτυξης των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων αλλά και αργότερα στην ώριμη περίοδο των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών. Παρά το γεγονός ότι η εθνική εσωτερική αγορά δεν αποτελεί ούτε τον μοναδικό αλλά ούτε και τον γενικό παράγοντα θεμελίωσης για όλα τα έθνη-κράτη, ωστόσο η προστασία της εσωτερικής εθνικής αγοράς μέσω των κρατικών-εθνικών συνόρων λειτούργησε για μεγάλα χρονικά διαστήματα ως πνεύμονας για την ανάπτυξη του κάθε φορά εθνικού καπιταλισμού και της αντίστοιχης κυρίαρχης μερίδας της αστικής τάξης∙ να θυμίσουμε εδώ τη δασμολογική προστατευτική πολιτική η οποία επικράτησε σχεδόν σε όλα τα κράτη για αρκετές δεκαετίες, ενώ και σήμερα το δόρυ του προστατευτισμού προβάλλει σαν οχυρό άμυνας της εθνικής εσωτερικής αγοράς των ΗΠΑ, άλλοτε προπύργιο και φάρο του οικονομικού φιλελευθερισμού και της διεθνοποίησης.
Όπως ήδη έχουμε πει απαιτείται σε κάθε περίπτωση συγκεκριμένη μελέτη του κάθε εθνικού κράτους και της κάθε εθνικής οντότητας, πραγματικής ή όχι. Δεν υπάρχει κάποιος γενικός και άκαμπτος κανόνας ο οποίος θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση.
Για παράδειγμα, αν στην Ευρώπη του 19ου αιώνα η γλώσσα έπαιξε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάδυση ή κατασκευή των εθνικισμών, στη διαφοροποίηση από τον κατακτητή ή καταπιεστή και στην περαιτέρω μορφοποίηση του έθνους-Κράτους, την ίδια περίοδο, στην περίπτωση της Αμερικανικής Ηπείρου και των εκεί πολύ σημαντικών απελευθερωτικών εθνικιστικών κινημάτων, τα εθνικά κινήματα και τα σχηματιζόμενα κράτη, για μια σειρά λόγους, δεν έχουν γλωσσικές διαφορές με τον ομοεθνή ουσιαστικά κατακτητή. Αυτό ισχύει για όλη την ήπειρο –ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό, Λατινική Αμερική κ.λπ.
Επίσης, σε μια σειρά χώρες, όπως αυτές της σημερινής Αφρικής, ο ρόλος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι αυτός που αποκλειστικά επέβαλλε τη διαδικασία αυτή, στη βάση παλαιών διοικητικών διαχωρισμών της αποικιοκρατίας και της κρατικής συγκρότησης – βλέπε τις ευθείες γραμμές των συνόρων. Τη διαδικασία αυτή θα τη χαρακτηρίζαμε ως «εξωτερική», πράγμα που καθόρισε και τη μεγάλη αστάθεια πολλών από τους εκεί κρατικούς σχηματισμούς. Σε αντίθεση, στην αμερικανική ήπειρο, ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων ήταν μικρότερος, αν και όχι αμελητέος, ενώ ο αναπτυγμένος επαναστατικός εθνικισμός των τοπικών αρχουσών τάξεων τελικά επιβάλλεται στη διαδικασία σχηματισμού των κρατικών σχηματισμών.
Στην Ευρώπη τα πράγματα είναι ασφαλώς πιο πολύπλοκα∙ υπάρχει μια ολιγομελής ομάδα μεγάλων κρατών – εθνών, που σε κάποια περίοδο θα συγκροτήσουν την κυριαρχική ομάδα των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και αργότερα η Γερμανία) και μαζί τους μια δεύτερη ομάδα χωρών, σχετικά αναπτυγμένων οικονομικά, αλλά όχι μεγάλων και ιδιαίτερα ισχυρών σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Τέλος, ως ξεχωριστή τρίτη ομάδα μπορεί να θεωρηθεί αυτή που η εθνοκρατική της συγκρότηση επήλθε ως αποτέλεσμα της αποσύνθεσης και της τελικής διάλυσης της Οθωμανικής και της Αυστριακής Αυτοκρατορίας.
Στην τελευταία αυτή ομάδα χωρών, παρά το γεγονός ότι αναπτύχθηκαν εθνικά κινήματα που αποσκοπούσαν στον σχηματισμό ανεξάρτητων κρατών, η δημιουργία τους ήταν αποτέλεσμα συμφωνιών των μεγάλων και αργότερα ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Στην ανάλυση του Anderson η διάδοση των εντύπων (εφημερίδων, βιβλίων –ιδιαίτερα το μυθιστόρημα), του «έντυπου καπιταλισμού» όπως τον αποκαλεί, αποτελεί τον 18ο και 19ο αιώνα μια γραμμή αφύπνισης των συνειδήσεων των αρχουσών κοινωνικών ομάδων που θα ηγηθούν των εθνικών κινημάτων καθώς και της συγκρότησης μιας «φαντασιακής», όπως την αποκαλεί ο ίδιος, εθνικής συνείδησης.
Ο Gellner, όπως και ο Anderson άλλωστε, δέχεται ως απαραίτητη προϋπόθεση της εθνογένεσης το πέρασμα από τις αγροτικές στις βιομηχανικές κοινωνίες (στην πραγματικότητα αν και αμφότεροι αποτάσσουν τον… σατανά Marx, ντροπαλά ή στα κρυφά, υιοθετούν τη μαρξιστική αναγκαιότητα της ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του καθοριστικού ρόλου του Κράτους στη διαδικασία της συγκρότησης του έθνους-Κράτους). Ένα σημαντικό εργαλείο στην ανάλυση του Gellner είναι ο μηχανισμός της εκπαίδευσης ως λειτουργία διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης όπως αυτός αναπτύσσεται από το καπιταλιστικό κράτος στην περίοδο των βιομηχανικών κοινωνιών. Κατά τον Gellner‘‘Το μονοπώλιο της νόμιμης εκπαίδευσης γίνεται τώρα πιο σημαντικό, πιο κεντρικό από το μονοπώλιο της νόμιμης βίας’’.[5]
Η σύντομη αναφορά στους δύο προηγούμενους ανθρωπολόγους αποσκοπεί στην επισήμανση κάποιων λειτουργικών παραγόντων στη διαδικασία της εθνογένεσης, όπως η εκπαίδευση –μαζί με τον ρόλο των ιθυνόντων ακαδημαϊκών ως βασικών κρατικών λειτουργών και διανοουμένων–, ο λεγόμενος «έντυπος καπιταλισμός» (με άλλα λόγια η διάδοση του Τύπου και του βιβλίου γενικότερα) στη δημιουργία μιας μαζικής εθνικής συνείδησης.
Για παράδειγμα, η περίπτωση της ιστοριογραφίας στην αποτύπωση του «φαντασιακού» της αφύπνισης και στη συνέχεια της μαζικής του διάδοσης ανήκει ολοκληρωτικά στις διαμορφωτικές λειτουργίες της εθνικής συνείδησης. Αν και υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στα διάφορα κράτη σχετικά με το ποσοστό εργαλειοποίησης της ιστοριογραφίας –εδώ το πρωτείο ανήκει συνήθως στις πιο μικρές κρατικές οντότητες, οι οποίες έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να αποδείξουν το «βάθος της ιστορικής τους συνέχειας»– ωστόσο, μάλλον θα είναι μάταιη η αναζήτηση κάποιου έθνους-Κράτους όπου η αντικειμενικότητα στο συγκεκριμένο ζήτημα να τίθεται ως απαρασάλευτος κανόνας και, εννοείται πάντα, με τις ευλογίες της επίσημης κρατικής ιστορικής «επιστήμης». Και για να μην αναφερθούμε στις ιλαρές περιπτώσεις των βαλκανικών ιστοριογραφιών, αυτές οι καταστάσεις συναντώνται συχνά και στις χώρες της καθαγιασμένης ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας∙ ο Anderson πάλι, γράφει: ‘‘Τα αγγλικά εγχειρίδια ιστορίας προσφέρουν το διασκεδαστικό θέαμα ενός σπουδαίου Πατέρα του Έθνους τον οποίο κάθε σχολιαρόπαιδο μαθαίνει να αποκαλεί Γουλιέλμο Κατακτητή. Αυτά τα παιδιά δεν μαθαίνουν όμως ότι ο Γουλιέλμος δεν μιλούσε αγγλικά, κάτι που δεν ήταν δυνατό ούτως ή άλλως, αφού η αγγλική γλώσσα δεν υπήρχε εκείνη την εποχή. Επίσης δεν εξηγούν «κατακτητής τίνος;» Γιατί η μόνη κατανοητή σύγχρονη απάντηση θα έπρεπε να είναι «κατακτητής των Άγγλων», η οποία θα μετέβαλε τον παλιό Νορμανδό άρπαγα σε έναν πιο πετυχημένο πρόδρομο του Ναπολέοντα και του Χίτλερ.’’[6]
Η γενίκευση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και στις ΗΠΑ, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, και η ωρίμανσή τους στα μεγάλα κράτη της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία κ.α.) σήμανε τη διάλυση των αυτοκρατοριών μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την άνοδο των εθνικισμών. Το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών, μέσα από διαφορετικούς δρόμους, διαμορφώνονται ως εθνικά κράτη.
Στον εκτός Ευρώπης παγκόσμιο γεωγραφικό χώρο, μια σειρά κρατικές και εθνικές διαμορφώσεις έγιναν με τυχαίο και κυρίως μεταβαλλόμενο τρόπο, καθώς οι διεθνείς συνθήκες και οι εκάστοτε συσχετισμοί δυνάμεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις καθόρισαν τα εθνικά σύνορα.
Ο σχηματισμός και η συγκρότηση του εθνικού κράτους των ΗΠΑ (ανάλογα παραδείγματα αποτελούν και χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία), όπου σε ένα τεράστιο γεωγραφικό χώρο, περιφραγμένο και κατακτημένο μέσω γενοκτονίας των αυτοχθόνων, συνέρρευσαν εκατομμύρια Ευρωπαίοι διαφορετικών εθνοτήτων και μέσα σε μια σύντομη ιστορική διάρκεια μερικών δεκαετιών απέκτησαν την αμερικανική εθνικότητα, αποτελεί αδιαμφισβήτητη ένδειξη ότι ο χαρακτήρας αυτής της ιστορικά εξελισσόμενης και αναπτυσσόμενης οντότητας του έθνους είναι δευτερογενής, τις περισσότερες φορές δεν έχει «εσωτερικό» χαρακτήρα και δημιουργείται ή επιβάλλεται πάντα μέσω του Κράτους. Αν και είναι πολύ διαδεδομένος ο μύθος πως το έθνος προηγείται του κράτους δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι εφόσον παραμερισθούν τα «ιστορικά» κατασκευάσματα και υπάρξει μια συστηματική και αντικειμενική εξέταση της ιστορίας των σύγχρονων κρατών σε κάθε περίπτωση θα αποδειχθεί το αντίθετο.
Μια πολύ «αγαπημένη» και συνήθης πλευρά αυτού του μύθου είναι εκείνη της συνέχειας και των απαρχών του έθνους που έρχεται από τα βάθη της ιστορίας. Ωστόσο, η καθαρότητα αυτού του μύθου είναι αμφισβητήσιμη∙ το Κράτος μέσα από τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς –εκπαίδευση, οικογένεια, μέσα ενημέρωσης, ένοπλες δυνάμεις και μηχανισμούς ασφαλείας, ακαδημαϊκές «αυθεντίες»– έχει δημιουργήσει ένα εθνικό αφήγημα, εκλεπτυσμένο ή όχι, το οποίο κάτω από κάποιες προϋποθέσεις (οικογενειακές παραδόσεις, πολιτικές συγκυρίες, εντάσεις στις διεθνείς σχέσεις) ικανοποιεί μεγάλο μέρος των πολιτών, ιδιαίτερα όταν αυτό δεν αντιπαρατίθεται στην ταξική πάλη. Αυτή η ιδεολογική επένδυση, που είναι εύστροφη και πολυώνυμη, αποκαλείται, αναλόγως και των περιστάσεων, εθνικισμός, πατριωτισμός, εθνοκεντρισμός, σωβινισμός κ.λπ. και καλύπτει μια πολύ ευρεία γκάμα του ιδεολογικού και πολιτικού φάσματος.
- Ταξική Πάλη και Εθνική Ενότητα
Το πέρασμα από τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής στον καπιταλισμό συνοδεύεται, στην κλασική του εξέλιξη, όπως έγινε στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, από αλλαγές στον χαρακτήρα του παραγωγού που παράγει το πλεόνασμα –υπεραξία στη συνέχεια– όπως επίσης και στον χώρο μέσα στον οποίο κινείται. Ας δούμε, αρχικά, τι συμβαίνει στον χώρο μέσα στον οποίο ελεύθερα κινείται ο απαλλοτριωμένος παραγωγός∙ τα εθνικά σύνορα αποτελούν κάποιο όριο γι’ αυτόν, τις περισσότερες φορές το τελευταίο. Μπορεί να εγκαταλείψει πλέον το χωριό του, δεν είναι δεμένος στη γη του γαιοκτήμονα, είναι σε θέση να βγει έξω, σε κάποιες περιπτώσεις, και από τα όρια της επαρχίας του αλλά είναι μάλλον αδύνατο να διαβεί τα σύνορα. Εξάλλου το Κράτος με τους μηχανισμούς του έχει τη δυνατότητα να ελέγχει αυτό τον περιφραγμένο από τα εθνικά σύνορα χώρο.
Στην Αγγλία, τον 16ο αιώνα, στον καιρό της βασιλείας του Ερρίκου Η’, του Εδουάρδου ΣΤ’ και της Ελισάβετ, η αιματηρή νομοθεσία ενάντια στους περιφερόμενους απαλλοτριωμένους παραγωγούς, που τους έλεγαν αλήτες και επαίτες, τους καταδιώκει με μαστίγωμα, πυρωμένο σίδερο και κρεμάλες μέσα σ’ αυτόν τον περιφραγμένο «εθνικό» χώρο. Αυτό το αποκηρυγμένο απ’ όλους μελλοντικό προλεταριάτο δεν μπορεί να απορροφηθεί –με την ίδια ταχύτητα που εξοβελίζεται από τη γη του στους δρόμους– από μια ανερχόμενη βιοτεχνία. Εξ άλλου είναι αδύνατο όλοι αυτοί οι δεμένοι με τους ρυθμούς της υπαίθρου και της γης άνθρωποι να συνηθίσουν αμέσως τους αυστηρά πειθαρχημένους ρυθμούς της μισθωτής εργασίας.[7]
Τα κλειστά σύνορα διαμορφώνουν τον χώρο όπου το κεφάλαιο, η αστική τάξη και η κρατική εξουσία, εκτός από την προστασία των παραγομένων εμπορευμάτων από ξένους ανταγωνιστές, αναλαμβάνουν να διαμορφώσουν τους όρους της νέας μισθωτής εργασίας που η μελλοντική εργατική τάξη θα πρέπει να τους συνηθίσει ως αυτονόητους φυσικούς όρους της εργασίας της, όταν πλέον τον ρόλο του μαστίγιου θα έχει αντικαταστήσει η πείνα.
Στη συνέχεια, αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν όλα αυτά θα παύσουν να υπάρχουν ως περιττά, τη θέση τους θα πάρει η επαγγελματική εκπαίδευση, όπου μαζί με την ειδίκευση της εργασιακής δύναμης θα διαμορφώνεται και το αντίστοιχο εθνικό φρόνημα, καθώς οι μάζες του συγκροτούμενου προλεταριάτου μαζί με τους αγρότες επανδρώνουν τους ένοπλους κρατικούς μηχανισμούς (στρατός, αστυνομία, πολιτοφυλακή κ.λπ.).
Από μια άλλη πλευρά τώρα, από αυτή του απαλλοτριωμένου παραγωγού που έχει ενταχθεί πλέον στον στρατό της μισθωτής εργασίας, σταδιακά διαμορφώνεται και κυριαρχεί ο χαρακτήρας του ελεύθερου εργάτη, ο οποίος αρχίζει να αναγνωρίζει στους ταξικούς του συντρόφους μια ορισμένη συναδελφικότητα, που κάποτε συνοδεύεται από ανταγωνιστικότητα, μια αλληλεγγύη που πολλές φορές αποκτά τα χαρακτηριστικά ταξικότητας και σταδιακά της ταξικής ενότητας. Διαμορφώνονται και κάποιοι εργατικοί θεσμοί μαζί και οι σχετικές οργανώσεις, ας τα ονομάσουμε αρχικά έτσι, τα οποία ευνοούν και οργανώνουν σε ένα ανώτερο επίπεδο όλα τα παραπάνω. Αρχίζει, λοιπόν, να διαμορφώνεται από γενιά σε γενιά, αυτό που είναι γνωστό ως ταξική συνείδηση. Όλα αυτά συνιστούν μια ισχυρή κοινωνική δύναμη που, εν δυνάμει ή και πραγματικά, αμφισβητεί την αστική εξουσία. Η ταξική πάλη είναι παρούσα. Θα ήταν περίεργο αν η άλλη πλευρά έμενε με σταυρωμένα τα χέρια:
“Στο μέτρο που η πρόοδος της νεότερης βιομηχανίας ανάπτυσσε, πλάταινε και βάθαινε την ταξική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, στο ίδιο μέτρο η κρατική εξουσία έπαιρνε όλο και περισσότερο το χαρακτήρα μιας εθνικής εξουσίας του κεφαλαίου για την καταπίεση της εργατικής τάξης, μιας κοινωνικής δύναμης οργανωμένης για την κοινωνική υποδούλωση, το χαρακτήρα μιας μηχανής ταξικής κυριαρχίας».[8] Απέναντι λοιπόν στην ταξική συσπείρωση του προλεταριάτου η αστική τάξη αντιτείνει την εθνική ενότητα. Η εθνική ενότητα θα πρέπει να λειτουργήσει ως μια αδιάσπαστη συγκολλητική ουσία που κρατάει αρραγές το έθνος. Με τον τρόπο αυτό το Κράτος περιενδύεται τον τίτλο του εθνικού Κράτους. Χωρίς αυτήν ο βασιλιάς είναι γυμνός. Η εθνική ενότητα συγκροτεί, οικοδομεί οργανικά την ηγεμονία της αστικής τάξης ή καλύτερα των πιο ισχυρών μερίδων της.
Ο Marx, ήδη, στην Κριτική της Εγελειανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου αντιτείνει στην επιβολή της κυριαρχίας της αστικής τάξης που επικαλείται την εθνική ενότητα, την ηγεμονία του προλεταριάτου. Αυτή η αντιπαράθεση διατηρεί και σήμερα ακέραια τη σημασία της.
Η Ταξική Πάλη για την ηγεμονία του προλεταριάτου απέναντι στην Εθνική Ενότητα της αστικής τάξης συγκροτούν τα δύο άκρα της εξελισσόμενης διαλεκτικής αντίφασης των ταξικών καπιταλιστικών κοινωνιών, οι οποίες για πολλές δεκαετίες είδαν την εξέλιξη αυτής της αντίφασης να τις μετατρέπει σε θέατρο σκληρών συγκρούσεων ανάμεσα στην αστική τάξη και το εθνικό κράτος από την μια μεριά και το προλεταριάτο από την άλλη. Ο ρόλος του εθνικού πόλου στη διαλεκτική εξέλιξη της αντιφατικής ενότητας μιας ταξικής καπιταλιστικής κοινωνίας, παρόλη την ιδεολογική του σκλήρυνση και την επιφαινόμενη ιδεολογικοπολιτική του κυριαρχία με την αδιαμφισβήτητη ισχυρή συνέργεια του κρατικού μηχανισμού και των ιδεολογικών του μηχανισμών, παραμένει, ωστόσο, δευτερεύων έναντι του ταξικού πόλου.
Όπως έχουμε πει και προηγούμενα το έθνος είναι μια οντότητα που αφορά, μαζί με άλλα στοιχεία, την ποιότητα και όχι την ουσία του κρατικού σχηματισμού, η αυτονομία του είναι αμφισβητούμενη. Το όλο προτσές δημιουργίας του έθνους αλλά και των συνεχών αλλαγών στα σύνορά του συνδέεται με τις διεθνείς αντιπαραθέσεις, τους αντίστοιχους συσχετισμούς δυνάμεων και τις διπλωματικές συμφωνίες που επακολουθούν. Το ίδιο το έθνος, ακόμα και στο βαθμό που αυτό σταθεροποιείται και ομογενοποιείται δεν αποτελεί μια στατική οντότητα. Στην εξέλιξή του, μέχρι την καπιταλιστική κοινωνία, αρχικά διακατέχεται από μια «ανησυχία» καθώς οι ταξικές διαφορές διαμορφώνονται στην εξέλιξή τους σε ταξικές αντιθέσεις και στη συνέχεια σε ταξικό ανταγωνισμό, στην ταξική πάλη, ανάμεσα στις κύριες τάξεις στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο, χωρίς να εκλείπουν οι επιμέρους δευτερεύουσες κοινωνικές αντιθέσεις. Η υλική ουσία των σύγχρονων κοινωνιών και κατ’ επέκταση και των κρατικών σχηματισμών αποτελείται κατά βάση από τις κοινωνικές τάξεις και τις οικονομικές σχέσεις πάνω στις οποίες αυτές συγκροτήθηκαν και βασίζονται. Αυτή η υλική κοινωνική ουσία διαπερνάται από τις αντιφάσεις των επιμέρους στοιχείων της, είναι αγεφύρωτες και ταυτόχρονα προκαλούν την κίνησή της, την κοινωνική εξέλιξη.
Η ίδια η έννοια της εθνικής ενότητας ακόμα και αν την αποσυνδέσουμε από την δευτερογενή και κατ’ επίφαση πραγματικότητα του έθνους δεν αντανακλά, όπως έχουμε ήδη γράψει, πραγματική ενότητα συνολικών κοινωνικών συμφερόντων αλλά μόνο αυτών της κυρίαρχης τάξης σε αντίθεση με την ταξική ενότητα της εργατικής τάξης και τον ασυμφιλίωτο χαρακτήρα του ταξικού ανταγωνισμού.
Ωστόσο, αν έχουμε διάθεση αρχικά να αναγνωρίσουμε το όλο πρόβλημα και στη συνέχεια να διεισδύσουμε στην διαλεκτική αυτής της αντιφατικής ενότητας – και όχι να επαφιεθούμε απλά στις θέσεις των κλασικών – χρειάζεται, κατ’ αρχήν, να θέσουμε προς εξέταση κάποιες πλευρές της αμεσότητας της παράστασης του έθνους η οποία είναι κυρίαρχη στην απλή συνείδηση. Ποιες είναι αυτές:
α) η παράσταση του πράγματος, εδώ του Έθνους, της «κοινότητας» των συμφερόντων των ομοεθνών, «θεωρείται ως το ίδιο το Πράγμα και δημιουργεί τις ιδεολογίες, δεν είναι μια φυσική ιδιότητα των πραγμάτων και της πραγματικότητας αλλά η προβολή των πραγμοποιημένων ιστορικών συνθηκών στη συνείδηση του υποκειμένου». [9]
β) η έννοια της ταξικής πάλης ως ανταγωνισμός ασυμβίβαστων συμφερόντων αποτελεί την αλήθεια της κεφαλαιοκρατικής κοινωνικής δομής. Η ταξική πάλη είναι θεμελιωμένη στη κοινή συνείδηση, ωστόσο η κοινωνική κατηγορία τάξεις και ιδιαίτερα αυτή της εργατικής τάξης βρίσκεται στο στόχαστρο των κυρίαρχων ιδεολογικών μηχανισμών.
γ) η ίδια η λέξη ενότητα είναι γοητευτική και υπερέχει της σύγκρουσης∙ η ίδια η Αριστερά προβάλει την ενότητα της Αριστεράς στην πολιτική ως λύση για κάθε πρόβλημα παρά τα κατά καιρούς οδυνηρά παθήματα. Αυτή η γοητεία, φενακισμός στην πραγματικότητα, η οποία έχει μια φυσική προέλευση στη βάση των συνθηκών που δημιουργεί η οντότητα Έθνος, συντελεί με την σειρά της στη δημιουργία της ιδεολογίας της Εθνικής Ενότητας.
- Και πάλι για το «Εθνικό Ζήτημα»
Ο αντιφατικός και συγκρουσιακός χαρακτήρας των ταξικών καπιταλιστικών κοινωνιών δημιούργησε έντονες αντιθέσεις, και όχι μόνο θεωρητικές, μέσα στις τάξεις των ίδιων των μαρξιστών. Το εθνικό ζήτημα, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, αποτελεί μια από τις ουσιαστικές πλευρές της αντίφασης Εθνική Ενότητα – Ταξική Πάλη και οι θεωρητικές διαφορές γύρω από αυτό συνδέονταν αρχικά, κυρίως, με την άνοδο των εθνικών κινημάτων και τη διεκδίκηση από μέρους τους της εθνικής ανεξαρτησίας. Στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ου αιώνα –στη νέα ιμπεριαλιστική εποχή– και λίγα χρόνια αργότερα, η αντιπαράθεση των ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς με τον Lenin γύρω από το ζήτημα της «υπεράσπισης της πατρίδας», όπως αποκαλούσαν οι σοσιαλσωβινιστές τη θέση τους για συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο, οξύνουν τις αντιθέσεις και διασπούν το εργατικό κίνημα.
Η δημοσίευση των θέσεων του Lenin για το εθνικό ζήτημα είχε τη μορφή πολεμικής κυρίως απέναντι στους Πολωνούς σοσιαλδημοκράτες και ιδιαίτερα στην R.Luxemburg, αλλά επίσης και ενάντια στο άλλο άκρο, στον σοσιαλσωβινισμό της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και στον K.Kautsky. Οι θέσεις αυτές περιλαμβάνονται στα άρθρα του Lenin: Κριτικά Σημειώματα πάνω στο Εθνικό Ζήτημα (Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1913), Για το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών (Απρίλης- Ιούνης 1914), Θέσεις για την Σοσιαλιστική Επανάσταση και το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών (Γενάρης-Φλεβάρης 1916) και Τα Αποτελέσματα της Συζήτησης για την Αυτοδιάθεση (Ιούνης 1916). Δημιουργείται έτσι, στη διάρκεια αυτής της τριετίας, ένα επεξεργασμένο θεωρητικό πλαίσιο των προγραμματικών θέσεων του κόμματος των Μπολσεβίκων, σε μια περίοδο που η Δεύτερη Διεθνής και οι ηγέτες της τότε κυρίαρχης τάσης της σοσιαλδημοκρατίας, μέσα από ένα ντελίριο σοσιαλπατριωτισμού, αποφασίζουν να οδηγήσουν χιλιάδες εργάτες να γίνουν τροφή στα κανόνια του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Όλη αυτή η θεωρητική εργασία του Lenin, η οποία συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια μέχρι τον θάνατό του, με τη μορφή πλέον της πρακτικής εφαρμογής από τη θέση της κυβερνητικής εξουσίας της Σοβιετικής Ένωσης, κατέχει μιαν ανεκτίμητη αξία ως διαλεκτική επεξεργασία των συγκεκριμένων συνθηκών της νέας εποχής του ιμπεριαλισμού και της συνάφειάς τους με τις επεξεργασίες και τις τοποθετήσεις του Marx και του Engels που έγιναν τον προηγούμενο αιώνα.
Η θεωρητική εξέταση των λενινιστικών θέσεων για το εθνικό ζήτημα θα εκτεθεί πάνω στη βάση της εξέλιξης της αντίφασης ανάμεσα στον πόλο της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και σ’ αυτόν της «εθνικής ενότητας» της αστικής τάξης. Η αδήριτη ανάγκη μιας συνοπτικής πραγμάτευσης του όλου ζητήματος μας υποχρεώνει να την περιορίσουμε γύρω από δύο άξονες∙ αυτοί είναι: πρώτον, το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του κάθε έθνους στην αυτοδιάθεση, τη θέση αυτού του δικαιώματος και τη σχέση του με την ουσία της προλεταριακής επανάστασης καθώς και τον γνήσιο πολιτικό πραγματισμό που αναδεικνύει η εσωτερική συνάφεια αυτών των δύο διαδικασιών∙ δεύτερον, την αποκατάσταση μιας ουσιαστικής διαλεκτικής συνέχειας στη βάση των διαφορετικών ιστορικών περιόδων ανάμεσα στις θέσεις των Marx – Engels και σε εκείνες του Lenin, σε πείσμα του πλήθους των απόψεων «μαρξιστών», οι οποίοι αποδεχόμενοι, συνήθως με επιφυλάξεις, τις θέσεις του Lenin, διαπιστώνουν τις «ιδεαλιστικές» και λαθεμένες απόψεις των Marx και Engels στα περισσότερα διεθνή ζητήματα.[10]
Αρχικά, σχετικά με το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, ο Lenin, θέτει το ζήτημα με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ‘‘Συνεπώς, αν θέλουμε να καταλάβουμε τη σημασία της αυτοδιάθεσης των εθνών, χωρίς να παίζουμε με νομικούς ορισμούς, χωρίς «να σοφιζόμαστε» αφηρημένους ορισμούς, μα εξετάζοντας τους ιστορικο-οικονομικούς όρους των εθνικών κινημάτων, θα φτάσουμε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα: ότι με την έννοια αυτοδιάθεση των εθνών εννοούμε τον κρατικό χωρισμό τους από ξένα σύνολα, εννοούμε το σχηματισμό αυτοτελούς εθνικού κράτους’’[11]
Το δικαίωμα ενός έθνους να αποφασίζει για τον σχηματισμό ενός αυτοτελούς κράτους που θα το απαλλάξει από την καταπίεση ενός άλλου έθνους είναι απόλυτο, επόμενα το προλεταριάτο γενικά πρέπει πάντα να το συμπεριλαμβάνει στο πρόγραμμά του. Ειδικότερα για την εργατική τάξη κρατών που, όπως η τσαρική Ρωσία, περιλαμβάνει στη σύνθεσή της πολλούς άλλους λαούς, πέρα από το κυρίαρχο έθνος, τους μεγαλορώσους, είναι απαραίτητο να απαντήσει στο ερώτημα: «Μπορεί ένας λαός να είναι ελεύθερος όταν καταπιέζει άλλους λαούς;» Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι ένα όχι.
Παρά το γεγονός ότι η απάντηση αυτή έχει έναν ανθρωπιστικό χαρακτήρα, ωστόσο, το ιδιαίτερο βάρος της βρίσκεται κυρίως στην πλευρά των συμφερόντων της επανάστασης, όπως αυτά προκύπτουν κάθε φορά και όπως ακριβώς οι Marx και Engels έβλεπαν αυτά τα ζητήματα∙ αυτή είναι η σκοπιά κάτω από την οποία ο Lenin με συγκεκριμένο τρόπο έκανε τις πολιτικές του εκτιμήσεις. Το σύνθημα για την αυτοδιάθεση είναι σύνθημα ζύμωσης όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος και εξετάζεται κάθε φορά στις συγκεκριμένες συνθήκες: ‘‘Αν δεν βάλουμε και δεν συμπεριλάβουμε στη ζύμωσή μας το σύνθημα για το δικαίωμα του αποχωρισμού, θα παίξουμε το παιχνίδι όχι μονάχα της αστικής τάξης, μα και των φεουδαρχών και του απολυταρχισμού του έθνους που καταπιέζει’’. Και αμέσως πιο κάτω: ‘‘Αναγνωρίζουμε το δικαίωμα αποχωρισμού σε όλους. Κρίνουμε κάθε συγκεκριμένο ζήτημα αποχωρισμού από μιαν άποψη που αποκλείει κάθε ανισοτιμία , κάθε προνόμιο, κάθε αποκλειστικότητα’’.[12]
Ο Lenin δεν δεσμεύεται, εκ των προτέρων, για μια συγκεκριμένη θέση της σοσιαλδημοκρατίας σχετικά με επιμέρους ζητήματα που τυχόν θα προκύψουν και γι’ αυτό, «οι αστοί καταπιεστές (μεγαλορώσοι κυρίως) και η αστική τάξη των καταπιεζόμενων εθνών απαιτούν ένα συγκεκριμένο ναι ή όχι», κατηγορώντας τον για αοριστία. Η από τα πριν δέσμευση της εργατικής τάξης σ’ αυτή την απαίτηση της αστικής τάξης θα σήμαινε πως το προλεταριάτο θα έπρεπε να δεσμευθεί με απόλυτο τρόπο σε μια «γραμμή» υποστήριξης της «εθνικής ενότητας» πάνω από τα συμφέροντα της τάξης, αγνοώντας την εξέλιξη της κύριας αντίφασης ανάμεσα σ’ αυτή και στην αστική τάξη. ‘‘Πρέπει να απαντάμε με «ναι ή όχι» στο ζήτημα του αποχωρισμού κάθε έθνους; Αυτό μοιάζει σαν πολύ «πραχτική» διεκδίκηση. Στην πραγματικότητα όμως είναι ανόητη, θεωρητικά μεταφυσική και στην πράξη οδηγεί στην υποταγή του προλεταριάτου στην πολιτική της αστικής τάξης. Η αστική τάξη βάζει πάντα στην πρώτη γραμμή τις εθνικές της διεκδικήσεις. Τις βάζει απόλυτα. Για το προλεταριάτο οι διεκδικήσεις αυτές υποτάσσονται στα συμφέροντα της ταξικής πάλης. Θεωρητικά δεν μπορεί να εγγυηθεί από πριν αν ο αποχωρισμός ενός δοσμένου έθνους, είτε η ισότιμη θέση του με ένα άλλο έθνος, θα ολοκληρώσει την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Για το προλεταριάτο έχει σημασία και στις δύο περιπτώσεις να εξασφαλίσει την ανάπτυξη της τάξης του. Για την αστική τάξη έχει σημασία να δυσκολέψει αυτή την ανάπτυξη, παραμερίζοντας τα καθήκοντα αυτής της ανάπτυξης μπροστά στα καθήκοντα του έθνους «της». Γι’ αυτό το προλεταριάτο περιορίζεται στην αρνητική, σα να λέμε, διεκδίκηση να αναγνωριστεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, χωρίς να δίνει εγγύηση σε κανένα έθνος, χωρίς να αναλαβαίνει υποχρεώσεις να δώσει τίποτα σε βάρος άλλου έθνους.’’[13]
Είναι φανερό νομίζω για τον αναγνώστη πως η όλη πραγμάτευση του εθνικού ζητήματος από τον Lenin έχει άμεσο πολιτικό χαρακτήρα με κριτήριο τα συμφέροντα του προλεταριάτου και της επανάστασης, τα οποία σαν εσωτερικό τους στοιχείο συμπεριλαμβάνουν σαν μερικότερα στοιχεία τα ζητήματα της αστικοδημοκρατικής μετεξέλιξης ή και επανάστασης, της αυτοδιάθεσης των λαών, των δημοκρατικών δικαιωμάτων κ.ά. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Lenin παραπέμπει την επίλυση όλων αυτών των ζητημάτων στην επανάσταση ή στον σοσιαλισμό. Το αντίθετο θα λέγαμε∙ αυτός ο ισχυρισμός μας ενισχύεται περισσότερο από το γεγονός ότι όλη η προηγούμενη συζήτηση και πολεμική απευθύνονταν περισσότερο προς τους Πολωνούς σοσιαλδημοκράτες, που αρνούνταν ακριβώς αυτή τη διαλεκτική των δημοκρατικών δικαιωμάτων, και ιδιαίτερα της αυτοδιάθεσης, παραπέμποντάς τα ουσιαστικά στο σοσιαλισμό.
Ο Lenin, όπως αρκετές φορές σημειώνει στα συγκεκριμένα άρθρα, αλλά και αλλού, πιστεύει ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού, που για τη συγκεκριμένη ομάδα χωρών (Ρωσία, Πολωνία, Βαλκάνια και άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες) είναι προοδευτικό φαινόμενο, μπορεί να λύσει αρκετά αστικοδημοκρατικά προβλήματα – ένα από αυτά είναι και το εθνικό ζήτημα.
Ωστόσο, το πολιτικό του ταλέντο και ο γνήσιος προλεταριακός πραγματισμός του δεν του επιτρέπουν να τρέφει αυταπάτες. Γνωρίζει πως η αστική τάξη των καταπιεζόμενων χωρών είναι η ηγέτιδα δύναμη της πάλης για την αυτοδιάθεση του συγκεκριμένου έθνους∙ ακόμα και πριν την κατάκτηση της κρατικής ανεξαρτησίας αυτή η συγκεκριμένη τάξη καταπιέζει πολλές φορές άλλες μικρότερες εθνότητες, αλλά το σημαντικότερο είναι πως μετά την κατάκτηση της κρατικής ανεξαρτησίας, όχι σπάνια, προσπαθεί να επεκτείνει τα κρατικά σύνορα στη βάση ενός εθνικιστικού και απροσδιόριστου, συνήθως, «αλυτρωτισμού». Από το 1913 μέχρι και το 1917, για παράδειγμα, οι Μπολσεβίκοι μάχονται για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης της Πολωνίας, η οποία στερείται κρατικής οντότητας και ανήκει στην τσαρική αυτοκρατορία∙ το 1918, με την παρέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Γαλλίας και της Αγγλίας, η Πολωνία γίνεται ανεξάρτητο κράτος με αστική κυβέρνηση και, αμέσως μετά, συμμετέχει στην ένοπλη επέμβαση των ιμπεριαλιστών ενάντια στη νεαρή σοβιετική εξουσία∙ το 1912 και 1913, ο Lenin πάλι υπογραμμίζει τον προοδευτικό χαρακτήρα του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου που οδήγησε στο γκρέμισμα των μεσαιωνικών αντιδραστικών παραγωγικών σχέσεων στα Βαλκάνια και άνοιξε τον δρόμο για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Μόλις λίγα χρόνια αργότερα, 1916 -1922, η εξαρτημένη ελληνική άρχουσα τάξη ωθούμενη από τις δυνάμεις της Αντάντ συμμετέχει στον ιμπεριαλιστικό Παγκόσμιο Πόλεμο, στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις ενάντια στη σοβιετική Ρωσία και τέλος εκστρατεύει ενάντια στο νεοδημιουργημένο ανεξάρτητο τουρκικό κράτος.
Με βάση όλα τα παραπάνω ο Lenin ξεκαθαρίζει ότι η εργατική τάξη υιοθετεί απόλυτα το σύνθημα για την αυτοδιάθεση, αλλά αρχικά ως σύνθημα ζύμωσης, και χωρίς να αναλαμβάνει από πριν περαιτέρω δεσμεύσεις. Αυτή την πολιτική εφάρμοσε αργότερα και ως επικεφαλής της σοβιετικής κυβέρνησης.
Ας περάσουμε τώρα στον δεύτερο άξονα της ανάλυσής μας σχετικά με τις θέσεις του Lenin στο εθνικό ζήτημα και της ανάδειξης της διαλεκτικής τους σχέσης με αυτές των Marx και Engels. Ο Lenin υπογραμμίζει πως οι ιδρυτές του μαρξισμού δεν γνώρισαν την εποχή του ιμπεριαλισμού αλλά μια περίοδο (την οριοθετεί ανάμεσα στο 1848 και 1871) κατά την οποία στις διεθνείς σχέσεις ο τσαρισμός αποτελεί το βασικό ανάχωμα κάθε αστικοδημοκρατικής επανάστασης και, επόμενα, τον βασικό αντίπαλο των επαναστατικών κινημάτων.[14]
Στην πραγματικότητα ο Lenin όχι μόνο δεν αμφισβητεί ή διαχωρίζει την θέση του από τον Marx και τον Engels, όπως ισχυρίζεται μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας, αλλά οι θέσεις του για το εθνικό ζήτημα και ειδικότερα για την αυτοδιάθεση των εθνών τους στηρίζουν και διευκρινίζουν με σαφήνεια και στη βάση ιστορικών γεγονότων που διαδραματίσθηκαν αργότερα, πολλά από τα επίμαχα ζητήματα στα οποία, αβασάνιστα αρκετές φορές, έγινε κριτική στους δύο και ιδιαίτερα στον Engels. Στο συγκεκριμένο ζήτημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να υπογραμμίσουμε πως ο Lenin διδάσκεται από τον επαναστατικό πραγματισμό τους, σχετικά με το τι ακριβώς επιβάλλει κάθε φορά το συμφέρον της επανάστασης, είτε αυτή είναι αστικοδημοκρατική είτε σοσιαλιστική.
Ένα από τα ζητήματα για τα οποία οι θέσεις των Marx και Engels αποτέλεσαν αντικείμενο σφοδρής κριτικής, ακόμα και από τους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας (K.Kautsky), σχετίζεται με τις διαφορετικές θέσεις που έπαιρναν οι κλασικοί του μαρξισμού απέναντι στα διάφορα εθνικά κινήματα. Ας δούμε εδώ τις τοποθετήσεις του Lenin: στο πρώτο παράθεμα αναφέρεται στην υποστήριξη από μέρους τους του εθνικού κινήματος των Πολωνών σε αντιπαράθεση με αυτά των Τσέχων και των Νοτιοσλάβων∙ εδώ προέχει όχι μόνο ο αγώνας ενάντια στον τσαρισμό αλλά, και αυτό είναι σημαντικό, ο επαναστατικός αστικοδημοκρατικός αγώνας: “Όπως είναι γνωστό ο Μαρξ ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας της Πολωνίας, από την άποψη των συμφερόντων της ευρωπαϊκής δημοκρατίας στην πάλη της ενάντια στη δύναμη και την επιρροή –μπορούμε να πούμε : ενάντια στη παντοδυναμία και την κυρίαρχη αντιδραστική επιρροή– του τσαρισμού. Η ορθότητα αυτής της άποψης επιβεβαιώθηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο και έμπρακτα το 1849, όταν ο ρωσικός στρατός που αποτελούνταν από δουλοπάροικους κατέπνιξε την εθνικοαπελευθερωτική και επαναστατικοδημοκρατική εξέγερση της Ουγγαρίας[…] Γι’ αυτό και μόνο γι’ αυτό ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν ενάντια στο εθνικό κίνημα των Τσέχων και των Νότιων Σλάβων.’’[15]
Στη συνέχεια ο Lenin αναφέρεται στο επίμαχο ζήτημα των αντιδραστικών λαών και των μικρών εθνών, όπου μας θυμίζει την περίφημη συγκεκριμένη εξέταση της κάθε φορά συγκεκριμένης κατάστασης, και εξηγεί για πιο λόγο τότε, και όχι προφανώς για πάντα, ο Marx και ο Engels χαρακτηρίζουν τους Τσέχους αντιδραστικό λαό, ενώ οι άλλοι λαοί που αναφέρουν ήταν, τότε πάλι, επαναστατικοί.
‘‘Η απλή γνωριμία με όσα έγραψαν οι Μαρξ και Ένγκελς το 1848-1849 θα δείξει στον καθένα που ενδιαφέρεται για τον μαρξισμό και όχι για να τον ξεφορτωθεί, ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς αντιπαράθεταν τότε άμεσα και κατηγορηματικά «ολόκληρους αντιδραστικούς λαούς», που αποτελούσαν «προχωρημένα φυλάκια της Ρωσίας» στην Ευρώπη, στους «επαναστατικούς λαούς», όπως ήταν οι Γερμανοί, οι Πολωνοί και οι Ούγγροι. Αυτό είναι γεγονός. Και το γεγονός αυτό τονίστηκε τότε αναμφισβήτητα σωστά: το 1848 οι επαναστατικοί λαοί πολεμούσαν για την ελευθερία που κύριος εχθρός της ήταν ο τσαρισμός, ενώ οι Τσέχοι κλπ. ήταν πραγματικά αντιδραστικοί λαοί, προχωρημένα φυλάκια του τσαρισμού. Τι μας δείχνει λοιπόν αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα που πρέπει να το εξετάσουμε συγκεκριμένα, αν θέλουμε να μείνουμε πιστοί στο μαρξισμό; Μόνον ότι 1) τα συμφέροντα της απελευθέρωσης ορισμένων μεγάλων και πολύ μεγάλων λαών της Ευρώπης στέκονται πιο ψηλά από τα συμφέροντα του απελευθερωτικού κινήματος των μικρών εθνών∙ 2) ότι η διεκδίκηση της δημοκρατίας πρέπει να παίρνεται σε πανευρωπαϊκή ‒τώρα πρέπει να πούμε παγκόσμια‒ κλίμακα και όχι απομονωμένα.’’[16]
Το ζήτημα των προτεραιοτήτων της επανάστασης απέναντι στα εθνικά κινήματα και στις δημοκρατικές διεκδικήσεις –τα συμφέροντα αυτών των δύο δεν βρίσκονται πάντα σε ομοφωνία‒ είναι το αφετηριακό σημείο για τις θέσεις που κάθε φορά παίρνει ο Marx∙ εδώ ο Lenin προλέγοντας, κατά κάποιο τρόπο, την πολιτική που θα ακολουθήσει ο ίδιος στο σύντομο διάστημα που ηγείται της σοβιετικής κυβέρνησης, γράφει:
[…] Αν επαναληφθεί η συγκεκριμένη κατάσταση που είχε μπροστά του ο Μαρξ την εποχή που η επιρροή του τσαρισμού κυριαρχούσε στη διεθνή πολιτική, αν επαναληφθεί λ.χ. με μια τέτοια μορφή, που κάμποσοι λαοί ν’ αρχίσουν την σοσιαλιστική επανάσταση (όπως το 1848 στην Ευρώπη άρχισαν την αστικοδημοκρατική επανάσταση), κι αν άλλοι λαοί γίνουν οι κύριοι στυλοβάτες της αστικής αντίδρασης – κι εμείς επίσης θα πρέπει να είμαστε υπέρ του επαναστατικού πολέμου εναντίον τους, υπέρ της «κατάπνιξης» τους για να καταστραφούν όλα τα προχωρημένα τους φυλάκια, οποιαδήποτε μικροεθνικά κινήματα κι αν προβάλλονται εδώ[…] Οι διάφορες διεκδικήσεις της δημοκρατίας, μαζί και η αυτοδιάθεση, δεν είναι κάτι το απόλυτο, αλλά ένα μέρος του πανδημοκρατικού (σήμερα: πανσοσιαλιστικού ) παγκοσμίου κινήματος. Μπορεί σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις το μέρος να έρχεται σε αντίθεση με το όλο και να απορρίπτεται. Μπορεί σε κάποια χώρα το δημοκρατικό κίνημα να είναι απλώς όργανο των κληρικών ή χρηματιστικών-μοναρχικών ραδιουργιών των άλλων χωρών∙ τότε εμείς δεν πρέπει να υποστηρίζουμε αυτό το δοσμένο, συγκεκριμένο κίνημα, θα ήταν όμως γελοίο να πετάξουμε γι’ αυτό το λόγο το σύνθημα της δημοκρατίας από το πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας.
Ποιες ακριβώς αλλαγές έγιναν στη συγκεκριμένη κατάσταση από το 1848-1871 ως το 1898-1916;[…] Είναι φανερό και αναμφισβήτητο ότι ο τσαρισμός έπαψε να είναι το κύριο φρούριο της αντίδρασης […]Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν έζησαν να δουν τον ιμπεριαλισμό. Τώρα έχει διαμορφωθεί ένα σύστημα μιας χούφτας (5-6 τον αριθμό) «μεγάλων» ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που η καθεμιά τους καταπιέζει ξένα έθνη και η καταπίεση αυτή είναι μια από τις πηγές να αναβάλλεται τεχνητά η πτώση του καπιταλισμού[…] Τότε η δυτικοευρωπαϊκή δημοκρατία, που απελευθέρωνε τα μεγαλύτερα έθνη, ήταν ενάντια στον τσαρισμό που χρησιμοποιούσε για τους σκοπούς της αντίδρασης ορισμένα μικρά εθνικά κινήματα. Τώρα η συμμαχία του τσαρικού ιμπεριαλισμού με τον προχωρημένο κεφαλαιοκρατικό ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, συμμαχία που έχει στη βάση της τη γενική καταπίεση μιας σειράς εθνών από μέρους τους, αντιτίθεται στο σοσιαλιστικό προλεταριάτο’’.[17]
Αν τα πράγματα έχουν έτσι, όπως αναδεικνύονται μέσα από το ίδιο το έργο του Lenin και όχι στη βάση γενικών και αόριστων ερμηνειών, τότε εξαφανίζεται κάθε περιθώριο υποθέσεων περί δήθεν διιστάμενων απόψεων του λενινιστικού έργου για το εθνικό ζήτημα με ορισμένες από τις τοποθετήσεις των Marx και Engels. Αυτό, βέβαια, με την προϋπόθεση πως θα λάβουμε υπόψη μας το γεγονός, το οποίο αναφέρεται από τον Lenin στο τελευταίο παράθεμα∙ οι ιδρυτές του μαρξισμού αναφέρονται βασικά στην περίοδο 1848-1871, ενώ ο ίδιος στην, ποιοτικά διαφορετική, ιμπεριαλιστική περίοδο.
Εκείνο το οποίο μένει και πρέπει κατά την γνώμη μας να σχολιαστεί είναι ο επαναστατικός πολιτικός πραγματισμός που διαπερνά με την ίδια ένταση τις θέσεις για το εθνικό ζήτημα τόσο του Lenin όσο και των Marx και Engels∙ η αποφασιστικότητα με την οποία στέκονται απέναντι στο ζήτημα της προτεραιότητας της επανάστασης σε σχέση με τα διάφορα εθνικά κινήματα που καθοδηγούνται από την αστική τάξη, με διαφορετική ασφαλώς μορφή την περίοδο του ιμπεριαλισμού σε σχέση μ’ αυτά του 19ου αιώνα. Η αποφασιστικότητα αυτή, που ξενίζει πολλούς σχολιαστές του έργου τους, οφείλεται κατά βάση στο ότι οι κλασικοί του μαρξισμού καθοδηγούνται από την 11η Θέση του Marx για τον Φόιερμπαχ, Οι φιλόσοφοι έχουν επιχειρήσει, με διάφορους τρόπους, μόνο να ερμηνεύσουν τον κόσμο∙ για μας η πραγματική πρόκληση είναι πώς θα τον αλλάξουμε. Επόμενα το εθνικό ζήτημα δεν είναι γι’ αυτούς τόσο ένα θεωρητικό ζήτημα όσο κυρίως πολιτικό. Αυτό φυσικά είναι κάτι το αδιανόητο για ορισμένους από τους σχολιαστές τους, με αποτέλεσμα σε όλα αυτά να βλέπουν απολυτότητες, ασυνέπειες και αντιφάσεις.
Τα παραπάνω συμπεράσματα αποκτούν ιδιαίτερη επικαιρότητα στη σημερινή παγκόσμια γεωπολιτική συγκυρία. Αν το παγκόσμιο προλεταριάτο και οι οργανώσεις του εκτιμούν πως το απόλυτο «σκιάχτρο» των λαών και της παγκόσμιας επανάστασης, σήμερα, είναι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, συνεπικουρούμενος από το ΝΑΤΟ και τις δυτικοευρωπαϊκές παλαιότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία κυρίως) μπορεί να εκτιμήσει σαν «προχωρημένα τους φυλάκια» το Ισραήλ και την Ουκρανία και να δράσει ανάλογα. Αν και ούτε η Ρωσία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, ούτε τα θεοκρατικά καθεστώτα και οργανώσεις στο χώρο της Μέσης Ανατολής αποτελούν ιδεολογικό και πολιτικό πρότυπο για τους κομμουνιστές, ωστόσο, είναι φανερό πως η επικράτηση του αμερικάνικου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού θα αποτελέσει μια μεγάλη ήττα για όλους τους λαούς του κόσμου. Αυτό καθορίζει και την παρούσα πολιτική στάση των κομμουνιστικών οργανώσεων, αυτή την στιγμή, χωρίς επιπλέον και εκ των προτέρων δεσμεύσεις για το μέλλον.
[1]. Eric Hobsbawm, Η εποχή του κεφαλαίου 1848-1875, μτφ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 2003, σ. 79
[2] . Υπάρχει μια πλούσια βιβλιογραφία για το Κράτος. Για περισσότερα βλέπε στην εργασία μου, Ο Ελληνικός Καπιταλισμός, εκδ. ΤΟΠΟΣ, Αθήνα, 2022, σελ. 405-468
[3]. Maxime Rodinson, «Le marxisme et la nation», άρθρο στο περιοδικό Persée, Απρίλιος 1968, σελ.143. Το άρθρο σε ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Πολίτης,2003, τεύχη 116 και 117
[4] . ό.π., σελ. 144
5.Ε. Gellner: Έθνη και Εθνικισμός, μτφ. Δ. Λαφαζάνη, εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ.70
[6] . B. Anderson: Φανταστικές κοινότητες, μτφ. Π. Χαντζαρούλα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1997, σελ.294
[7] Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, μτφ. Π. Μαυρομάτης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, τόμος 1ος, σελ.759-762
[8] Κ. Μαρξ: Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 2001, σελ.76
[9]. Κ. Κόσικ: Η Διαλεκτική του Συγκεκριμένου, εκδ. Εργατική Πάλη, Αθήνα, 2017, σελ.14
[10] Αναφέρουμε για παράδειγμα τις σχετικές εργασίες των ιστορικών M. Löwy και R. Rosdolsky. Γράφει ο Löwy, αναφερόμενος στο έργο του Rosdolsky τον οποίο γενικά αντιμετωπίζει πολύ θετικά: ‘‘Συμπερασματικά: αν η αντίληψη περί έθνους την οποία ανέπτυξαν οι Μαρξ και Ένγκελς είναι αόριστη και ατελής, αν η θεωρία του Ένγκελς για τους «μη ιστορικούς λαούς» είναι μια ψευδοϊστορικιστική μεταφυσική εντελώς ξένη προς τον μαρξισμό, τι απομένει από τους στοχασμούς τους πάνω στο εθνικό πρόβλημα;’’ Στη συνέχεια, βέβαια, ο ίδιος αναλαμβάνει… να συμμαζέψει τα κομμάτια των ιδρυτών του μαρξισμού σημειώνοντας μετριόφρονα: ‘‘Εδώ θα προσπαθήσουμε να συνθέσουμε την κλασική μαρξιστική προσέγγιση.’’ Μισέλ Λεβί: Το εθνικό ζήτημα, από τον Μαρξ μέχρι σήμερα, εκδ. Στάχυ, μτφ. Μ. Τζιατζή, Αθήνα 1993, σελ. 47,48
[11] Β. Ι. Λένιν: Κριτικά Σημειώματα για το Εθνικό Ζήτημα, στη συλλογή Το Δικαίωμα των Εθνών για Αυτοδιάθεση, εκδ. ΕΙΡΗΝΗ, Αθήνα 1975, σελ. 57
[12] ό.π., σελ. 72, 73
[13] ό.π., σελ. 70, 71
[14] ‘‘Για τους Marx και Engels δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία στο σημείο αυτό: ο πρωταρχικός και ασυμφιλίωτος εχθρός, ο μέγιστος και έσχατος κίνδυνος είναι η κοινωνικά υπανάπτυκτη, αλλά πολιτικά και διπλωματικά εξαιρετικά δυναμική τσαρική Ρωσία. Κάθε της ενίσχυση ή επέκταση, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ανάσχεση της ευρωπαϊκής επανάστασης και συρρίκνωση των δυνατοτήτων της.’’ Π. Κονδύλης, Εισαγωγή στο K. Marx – F. Engels: H Ελλάδα η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985, σελ. 18. Ωστόσο, η γενικά διεισδυτική και πλήρης εύστοχων παρατηρήσεων Εισαγωγή του Κονδύλη στο συγκεκριμένο έργο, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, αγνοεί πραγματικά ή κατ’ επίφαση την εργασία του Lenin στο εθνικό ζήτημα∙ διατυπώνει έτσι την έωλη άποψη πως εκ μέρους των Μπολσεβίκων ‘‘η αρχή των εθνοτήτων ανατιμήθηκε ουσιαστικά στη σοσιαλιστική αντίληψη – και μάλιστα έφθασε να συνδεθεί άμεσα ή έμμεσα με την ίδια την πραγμάτωση του σοσιαλισμού’’ ό.π., σελ. 35, 36, σημείωση 47
[15] Β. Ι. Λένιν: Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση, σελ. 159
[16] ό.π., σελ. 160
[17] Β. Ι. Λένιν: Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την Αυτοδιάθεση, Ιούνης 1916, σελ. 161