Εκδόσεις Ήτορ, Αθήνα 2019
Η αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τον Λούκατς, που παρατηρείται σήμερα σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ, δεν έχει φτάσει ακόμη δυστυχώς στη χώρα μας, παρά μόνο σε εξαιρετικά ελλιπή και ανεπαρκή βαθμό. Τα κύρια έργα του Λούκατς παραμένουν αμετάφραστα στα ελληνικά. Μερικά μικρά βήματα κατά τα τελευταία 1-2 χρόνια, όπως η κυκλοφορία από τις εκδόσεις Τόπος μιας συλλογής των κύριων κειμένων του της δεκαετίας του 1920 και ενός κεφαλαίου του Η Ιδιοτυπία του Αισθητικού, ή, μερικά χρόνια νωρίτερα, του κεφαλαίου της Οντολογίας για τον Χέγκελ από τις εκδόσεις Ηριδανός, ελάχιστα βελτιώνουν τη γενική εικόνα. Ακόμη χειρότερα, αρκετές από τις έτσι κι αλλιώς ελλειμματικές παλιότερες εκδόσεις έχουν εξαντληθεί. Όσον αφορά τέλος το σχολιασμό του έργου του Λούκατς, αν εξαιρέσουμε ένα βιβλίο του Κ. Καβουλάκου από τις εκδόσεις Τόπος, που πιάνει κύρια την προμαρξιστική και μεταβατική περίοδό του, λίγα πράγματα θα μπορούσε να αναφερθούν.
Από αυτή την άποψη, το σχετικά πρόσφατα, στα τέλη του 2019, κυκλοφορημένο βιβλίο του Νίκου Φούφα, Η Κριτική της Πραγμοποίησης στο Πρώιμο Έργο του Γκέοργκ Λούκατς, συνιστά αναμφισβήτητα μια χρήσιμη προσθήκη στη φτωχή ελληνική βιβλιογραφία για τον Λούκατς. Το βιβλίο αποτελεί μια επεξεργασμένη εκδοχή της μεταδιδακτορικής διατριβής του συγγραφέα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας της Παντείου. Εστιάζει στην κεντρική προβληματική της πραγμοποίησης η οποία, αναπτυγμένη στο κύριο δοκίμιο του Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, «Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου», σηματοδότησε τη μετάβαση του Ούγγρου στοχαστή στο μαρξισμό. Η διατριβή του Φούφα συζητά, όπως δηλώνεται στην εισαγωγή (σελ. 15), το πρώτο κεφάλαιο του δοκιμίου, «Το φαινόμενο της πραγμοποίησης», βασιζόμενη σε μια αρκετά πλούσια βιβλιογραφία.
Αυτό και μόνο το περιστατικό, σε συνδυασμό με την επιμελή προσέγγιση του θέματος από τον συγγραφέα, αρκεί για να προσδώσει ένα πραγματικό ενδιαφέρον στο εγχείρημά του. Αυτό όχι μόνο γιατί προσεγγίζει μια καίρια πτυχή της σκέψης του Λούκατς, αλλά και γιατί ο τρόπος που την προσεγγίζει απηχεί το πνεύμα πολλών νέων ριζοσπαστικών, προσανατολισμένων στο μαρξισμό διανοούμενων που έλκονται σήμερα από τον Λούκατς: από τη μια μεριά, η αίσθηση ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός του Λούκατς μπορεί να συνεισφέρει ουσιωδώς στη θεμελίωση μιας σύγχρονης μαρξιστικής παράδοσης και κουλτούρας σε κάθε χώρα· από την άλλη, η αίσθηση της παγκόσμιας κυριαρχίας του αστισμού κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και μάλιστα στις πιο απεχθείς μορφές του, και της ανάγκης να εξευρεθούν κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία για την ερμηνεία της και την εύρεση ενός σωστού πρακτικού προσανατολισμού.
Όπως συνέβηκε και στο παρελθόν σε μεταβατικές στιγμές του κινήματος, μια τέτοια κατάσταση παρακινεί σε αναζητήσεις οι οποίες, σε ένα πρώτο στάδιο, μαζί με γόνιμα, εποικοδομητικά στοιχεία, περιλαμβάνουν και μονομέρειες, υπερβολές και ελλείψεις. Και τα δυο θα βρεθούν στο βιβλίο του Φούφα, σε μια αναλογία που ενώ από τη μια το καθιστά προωθητικό, από την άλλη καθιστά επίσης χρήσιμο να επισημανθούν οι αδυναμίες του. Ο Φούφας εκθέτει ευσυνείδητα την προβληματική του δοκιμίου για την πραγμοποίηση, ώστε η ανάλυσή του μας δίνει αρκετές αφορμές για να συζητήσουμε τις καίριες πτυχές της, όσο αυτό είναι δυνατό στο πλαίσιο μιας βιβλιοκριτικής.
Ένα πρώτο ερώτημα που θα τεθεί εδώ αφορά στη μαρξιστική νομιμότητα της έννοιας της πραγμοποίησης. Οπωσδήποτε ο Μαρξ χρησιμοποιεί στο Κεφάλαιο την παρεμφερή έννοια του φετιχισμού του εμπορεύματος και επίσης την προερχόμενη από τα νεανικά έργα του έννοια της αποξένωσης/αλλοτρίωσης. Από μια τυπολατρική σκοπιά όμως θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η έννοια της πραγμοποίησης απουσιάζει από το έργο του και ότι στη χρήση και την κατανόησή της από τον Λούκατς υπολανθάνει ένα ιδεαλιστικό περιεχόμενο.
Ο Φούφας υποστηρίζει σε όλη τη μελέτη του, και σωστά, τη μαρξιστική γείωση της προβληματικής του Λούκατς. Στο αρχικό μέρος παραθέτει χωρία από τα νεανικά έργα του Μαρξ, αλλά και από τα Grundrisse, κ.ά., όπου χρησιμοποιείται ο ένας από τους δυο όρους του Λούκατς για την πραγμοποίηση, Versachlichung και Verdinglichung, συγκεκριμένα ο πρώτος. Αναφέρεται σε αυτή τη σύνδεση επίσης στο Κεφάλαιο, όπου ο Μαρξ παρατηρεί ρητά ότι «το εμπόρευμα και πολύ περισσότερο το εμπόρευμα ως προϊόν του κεφαλαίου περιέχει ήδη την πραγμοποίηση των κοινωνικών καθορισμών της παραγωγής» (σελ. 17-20).
Σε αυτά θα μπορούσε να προστεθεί μια ακόμη σημαντική παρατήρηση του Μαρξ σε ένα ανέκδοτο μέρος του Κεφαλαίου: «Το κεφάλαιο χρησιμοποιεί εργασία. Ήδη αυτή η σχέση στην απλότητά της σημαίνει την προσωποποίηση των πραγμάτων και την πραγμοποίηση των προσώπων». Και σε ένα άλλο σημείο προσθέτει ότι μέσω της καθολίκευσης της κεφαλαιοκρατικής σχέσης εκπληρώνεται «η μετάθεση των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας σε εμπράγματες ιδιότητες του κεφαλαίου»[1].
Για τον Μαρξ, λοιπόν, η πραγμοποίηση είναι μια διαδικασία ριζωμένη όχι μόνο στο εμπόρευμα και την εμπορευματική σχέση, αλλά στην ίδια τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας στην παραγωγή. Υποδηλώνει το γεγονός ότι υπό τον καπιταλιστικό καταμερισμό η εργασία αποσπασματικοποιείται και υφίσταται κατάτμηση σε μια σειρά επαναλαμβανόμενων, στερεότυπων λειτουργιών, γεγονός που της προσδίδει την εμφάνιση ενός «πράγματος», μιας τυποποιημένης επαναληπτικότητας και όχι της δραστηριότητας ενός ενσυνείδητου υποκειμένου, παράγοντας παραπέρα αντίστοιχες πρακτικές και μορφές συνείδησης οι οποίες διαπερνούν το σύνολο των διαδικασιών και των σχέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο αναλυμένος από τον Μαρξ φετιχισμός του εμπορεύματος, στον οποίο αυτό που είναι μια οικονομική σχέση μεταξύ ανθρώπων εμφανίζεται ως μια σχέση μεταξύ πραγμάτων, των ανταλλασσόμενων εμπορευμάτων, αποτελεί μόνο μια περίπτωση αυτού.
Ο Φούφας εξετάζει στη συνέχεια τη συζήτηση της πραγμοποίησης από τον Λούκατς στο προμαρξιστικό έργο του. Σε ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο (σελ. 21-43) παραθέτει αποσπάσματα από τα πρώτα κιόλας έργα του Ούγγρου φιλοσόφου, συγκεκριμένα την Εξελικτική Ιστορία του Μοντέρνου Δράματος (1909), τη Θεωρία του Μυθιστορήματος (1914-15), κ.ά., στα οποία γίνονται εκτενείς σχετικές αναφορές. Όπως αναλυτικά εκθέτει, ο Λούκατς σε αυτή την περίοδο συζητά την πραγμοποίηση σε ένα «αφηρημένο», πολιτιστικό επίπεδο, εστιάζοντας στην αντίθεση μεταξύ υποκειμένου και κοινωνικής πραγματικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στον αστικό τρόπο ζωής (σελ. 22-23). Μια τέτοια τοποθέτηση του ζητήματος θα χαρακτηριζόταν αργότερα από τον ίδιο τον Λούκατς ως ιδεαλιστική, όχι με την έννοια ότι η αντίθεση αυτή δεν υπάρχει αλλά ότι η πραγμάτευσή της σε αυτό το πλαίσιο αποτυχαίνει να φτάσει στις κοινωνικο-οικονομικές της ρίζες. Ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί ακόμη ότι στην πορεία, για παράδειγμα στη Θεωρία του Μυθιστορήματος, η σχετική προβληματική αποκτά μεγαλύτερο βάρος στη σκέψη του νεαρού Λούκατς, χωρίς να γίνεται κυρίαρχη, και τονίζονται τα κοινωνικά στοιχεία, εντοπιζόμενα στην τυποποίηση, τον εξορθολογισμό και τη συμβατικότητα της ζωής (σελ. 22, 24 κ.ε., 38 κ.ε., κ.ά.). Χαρακτηριστικό της προσέγγισης του Λούκατς σε αυτό το στάδιο είναι ένα ενδιαφέρον παρατιθέμενο απόσπασμα, ήδη από τα 1909:
«Μέσω της καπιταλιστικής οικονομίας, ένα αντικειμενικά αφηρημένο στοιχείο, το κεφάλαιο, γίνεται ο πραγματικός παραγωγός, [ένα στοιχείο] το οποίο δεν βρίσκεται σε καμιά οργανική συνάφεια με την προσωπικότητα του τυχαίου ιδιοκτήτη· πολλές φορές γίνεται μάλιστα περιττό αυτός να είναι καθόλου μια προσωπικότητα (μετοχική εταιρεία)» (σελ. 24).
Παραθέματα όπως αυτό δείχνουν ότι και στο προμαρξιστικό του ακόμη στάδιο ο Λούκατς δεν ήταν καθόλου ένας αφηρημένος διανοητής, με την έννοια που αποδίδεται συνήθως στον όρο «ιδεαλιστής», αλλά ταυτόχρονα καθιστούν πρόδηλα και τα όρια και τους περιορισμούς της ως τότε κοινωνικής κριτικής του. Σε αντιπαράθεση, στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση η ανάλυση πραγματοποιείται πλέον με όρους τάξεων, με διαρκή αναφορά στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, γεγονός που αποτυπώνει το πέρασμα του Λούκατς στο κομμουνιστικό κίνημα και το μαρξισμό.
Στα επόμενα μέρη του βιβλίου, στο Κεφάλαιο 2, το οποίο υποδιαιρείται σε έξι ενότητες, ο Φούφας συζητά τις ουσιώδεις τροποποιήσεις που επιφέρει στην αρχική του θεώρηση ο Λούκατς και τις επιμέρους πτυχές της προβληματικής του για την πραγμοποίηση. Εδώ σημειώνει τη σημασία που αποδίδει πλέον στον Χέγκελ, τη σύνδεση με την ευρύτερη προβληματική της αποξένωσης του νεαρού Μαρξ, καθώς και τη δηλωμένη δέσμευση του Λούκατς στη μαρξιστική ανάλυση του καπιταλισμού (σελ. 44-47). Παρουσιάζει δε και αναλύει στοιχεία όπως η σημασία και οι επιπτώσεις του εξορθολογισμού, της εξειδίκευσης και της ομογενοποίησης των διαδικασιών που διακρίνουν αυξανόμενα την καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής (τεϊλορισμός, φορντισμός, κ.ά.), τόσο πάνω στην ίδια τη διαδικασία παραγωγής, όσο και ευρύτερα στην κοινωνική αναπαραγωγή και τις ιδεολογικές δομές (γραφειοκρατία, επιστημονική εξειδίκευση, υπολογιστικότητα, κοκ). Σε αυτές τις αναλύσεις αναδεικνύει διαρκώς την τονιζόμενη από τον Λούκατς ενδυνάμωση των αλλοτριωτικών στοιχείων τόσο στο πεδίο της ανθρώπινης ύπαρξης όσο και σε εκείνο της συνείδησης στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό.
Μη όντας δυνατό να επεκταθούμε σε όλα τα ζητήματα, θα σταθούμε εδώ στο καίριο ερώτημα αν η προβληματική της πραγμοποίησης, όπως την αναπτύσσει ο Λούκατς στο εξεταζόμενο μέρος και γενικά στο αφιερωμένο σε αυτή δοκίμιο του Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, είναι πλήρως μαρξιστική. Ο Φούφας δεν δίνει μια ρητά καταφατική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, τείνει όμως να υπερτονίζει τα μαρξιστικά της στοιχεία και να υποτιμά τις προβληματικές πτυχές, στις οποίες ο ίδιος ο Λούκατς αναφέρθηκε στον «Πρόλογο» του Ιστορία και Ταξική Συνείδηση (1967), καθώς και σε συνεντεύξεις και συζητήσεις προς το τέλος της ζωής του.
Στο ήδη μνημονευμένο μέρος του Κεφαλαίου ο Μαρξ παρουσιάζει το σύνολο των αλλαγών που επιφέρει η «πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο», δηλαδή η βασισμένη στη γενίκευση της σχετικής υπεραξίας τεχνολογική κυριάρχηση του προτσές εργασίας από το κεφάλαιο, κ.λπ., καθώς και τις ποικίλες επιπτώσεις τους (μυστικοποίηση, φετιχισμός του εμπορεύματος, κοκ). Ταυτόχρονα όμως αναφέρεται επίσης στα κοινωνικοποιητικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού και επιμένει πως παρ’ όλες τις βαθιές στρεβλώσεις δεν αίρεται γενικά η πρωταρχικότητα και η ενότητα της εργασιακής διαδικασίας. Σε αυτό το περιστατικό θεμελιώνεται, σύμφωνα με τον ίδιο, η δυνατότητα μιας αποτελεσματικής αντίδρασης στην αποξένωση από τη μεριά του προλεταριάτου, μιας αποτελεσματικής επαναστατικής δράσης για την αλλαγή της κοινωνίας[2]. Στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση αντίθετα ο αντίκτυπος της πραγμοποίησης υπερτονίζεται, σε βαθμό που να κινδυνεύει να εμφανιστεί σαν μια απόλυτα διαπεραστική και καθολική κατάσταση, με συνέπεια οι επαναστατικές προοπτικές του προλεταριάτου, τις οποίες επιδιώκει να αναδείξει ο Λούκατς, να ανάγονται σε κάποια αυθύπαρκτη τάση της συνείδησής του, χωρίς ένα σαφώς καθορισμένο και αναδειγμένο από την ανάλυση αντικειμενικό οικονομικό θεμέλιο.
Για να αναδείξουμε αυτή τη δυσχέρεια, ας παραθέσουμε μια εύστοχη σύνοψη της αντίληψης του Λούκατς από τον συγγραφέα, εστιασμένη πάνω στις συνέπειες της πραγμοποίησης στη συνείδηση της εργατικής τάξης:
«Τα “ελεύθερα” άτομα, οι “ελεύθεροι” εργάτες μέσα στην ακριβώς κατ’ επίφαση ελευθερία και ατομίκευση τους, όπως την αποκαλεί ο μαρξιστής φιλόσοφος, η οποία τείνει να γίνει ενιαία, φτάνουν στο σημείο να θεωρούν πως η καπιταλιστική ιστορική αντικειμενικότητα είναι η απόρροια φυσικών, διιστορικών νόμων. Τουτέστιν, οι εκμεταλλευόμενοι αντιλαμβάνονται την κοινωνική πραγματικότητα ως την απόληξη μίας οιονεί φυσικής κατάστασης. Σύμφωνα με τον Λούκατς, αυτή η συγκεκριμένη κυριαρχία αντανακλάται με αυτόν τον τρόπο στη διαμορφωμένη από την εμπορευματική δομή, συνείδηση των πραγμοποιημένων ατόμων» (σελ. 144).
Και αλλού: «Για τον Λούκατς, το ειδοποιό χαρακτηριστικό της νεωτερικής κοινωνίας είναι ακριβώς η καθολική εξάπλωση της τυπικορθολογικής-υπολογιστικής μορφής αντικειμενικότητας σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής» (σελ. 154).
Ο Λούκατς ασφαλώς στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση δεν περιορίζεται σε αυτό. Επιμένει ότι η αλήθεια βρίσκεται στην ολότητα και τη διαδικασία, και ότι ενώ η αστική συνείδηση περιορίζεται αναγκαία στην αμεσότητα, η προλεταριακή αντίθετα είναι ικανή να συλλάβει τις μεσολαβήσεις που οδηγούν από το άμεσο (το πεδίο της πραγμοποίησης, όπου το τρέχον δεδομένο εμφανίζεται σαν κάτι πάγιο και αμετακίνητο) στο ιστορικό. Ο Φούφας παραθέτει και συζητά προς το τέλος της μελέτης του τέτοια αποσπάσματα, τα οποία εμφανίζονται κυρίως στο τρίτο μέρος του δοκιμίου του Λούκατς, «Η σκοπιά του προλεταριάτου». «Μια από τις βασικές θέσεις του τρίτου κεφαλαίου», σημειώνει, «συνίσταται στο ότι το προλεταριάτο είναι η μόνη κοινωνική τάξη η οποία μπορεί να διαλύσει τις “φετιχιστικές πραγμοποιημένες μορφές σε διαδικασίες” όπως γράφει ο Λούκατς. Δηλαδή είναι η μόνη κοινωνική τάξη και ιστορική δύναμη, η οποία υπερβαίνει τις αποστεωμένες κοινωνικές μορφές αποκτώντας εποπτεία και γνώση της “συγκεκριμένης ολότητας”» (σελ. 156).
Το ερώτημα όμως είναι, αν στο οικονομικό πεδίο τονιστεί υπέρμετρα η κυριαρχία της πραγμοποίησης, σε βαθμό που να ανυψωθεί σε κάτι το καθολικό, και αγνοηθεί η σύνδεση της οπτικής του προλεταριάτου με τη θεμελιώδη θέση του στην παραγωγή, τότε σε τι θεμελιώνεται η δυνάμει ικανότητά του να συλλάβει το όλο και πώς καταδεικνύεται η δυνατότητα της διαλεκτικής μεθοδολογίας ως γενίκευσης αυτής της οπτικής;
Ο Λούκατς αργότερα, στη μετασταλινική περίοδο, αισθάνθηκε έντονα αυτή την αντινομία του μεταβατικού έργου του και η όλη ώριμη αυτοκριτική του καταλήγει σε αυτό ακριβώς, ότι οι τονιζόμενες στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση επαναστατικές προοπτικές του προλεταριάτου δεν θεμελιώνονται και δεν συγκεκριμενοποιούνται επαρκώς. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι μένουν και μετέωρες, ήταν όμως αυτό το κενό που έκανε τον Λούκατς να τονίζει μετά το 1956 τους περιορισμούς της τότε άποψής του και ότι αυτή δεν μπορεί να θεωρείται πλήρως μαρξιστική, ούτε πολύ περισσότερο να αναγορεύεται, όπως γίνεται συχνά, σε μια κλασική προβληματική ή το σημείο εκκίνησης ενός «αιρετικού» ή άλλου μαρξισμού.
Ο Φούφας αναγνωρίζει σε ορισμένα σημεία αυτή την προβληματικότητα. Σημειώνει για παράδειγμα ότι «ο Λούκατς στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση είναι επηρεασμένος από την Kulturkritik του Ζίμελ πολύ πιο έντονα από την κριτική του καπιταλισμού του Βέμπερ και ακόμη σε μεγαλύτερο βαθμό από τη μαρξική ανάλυση του καπιταλισμού» (σελ. 51), χωρίς όμως να προχωρά παραπέρα, συζητώντας το βάρος και τη συμβατότητα αυτών των επιρροών. Σε αυτό ίσως να επιδρά και η εστίαση του βιβλίου του στο πρώτο μέρος του δοκιμίου για την πραγμοποίηση· μια επαρκής συζήτηση αυτών των προβλημάτων θα έπρεπε να επεκταθεί σε όλο το Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, συνδέοντας τα μεθοδολογικά προτερήματα και τις αδυναμίες του με τις συγκεκριμένες «εφαρμογές» στα κινηματικά ζητήματα της περιόδου.
Για να θίξουμε ένα μόνο ακόμη σημείο, το να τονιστεί σε μια μαρξιστική ανάλυση η χειραγωγική-καταστροφική χρήση της επιστήμης, όχι μόνο στην τεράστια πολεμική βιομηχανία που δημιουργεί και συντηρεί ο καπιταλισμός, αλλά και σε όλες τις πτυχές της ειρηνικής, καθημερινής ζωής, και η ένταση αυτής της κατάστασης στα διαδοχικά στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης –αρκεί να αναφερθεί η μαζική παρακολούθηση επί των ημερών μας ή οι καταθλιπτικές, εθιστικές συνέπειες μερικών νέων τεχνολογιών– είναι εντελώς θεμιτό. Αλλά θα ήταν λάθος να εξαχθεί από αυτό ότι η επιστήμη χάνει στην πορεία το απελευθερωτικό δυναμικό της. Η ύπαρξη ενός τεράστιου, αντικειμενικά ριζοσπαστικού κινήματος επιστημονικού διαφωτισμού –πρακτικά όλοι οι κορυφαίοι φυσικοί επιστήμονες στην εποχή μας είναι υλιστές και αθεϊστές, αρκεί να αναφέρουμε εδώ τους Χόκινγκ, Ντόκινς, Γουάινμπεργκ, Φάινμαν, Γκελ Μαν, Κάκου, Λίντε, Τούροκ, Στάινχαρντ, κ.ά.– καταδεικνύει και εδώ την αντιφατικότητα της κατάστασης, την ύπαρξη ανταγωνιστικών τάσεων, που γεννά η ίδια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της γνώσης υπό τον καπιταλισμό. Ο Λούκατς δεν εξάγει πουθενά ρητά ένα τέτοιο λαθεμένο συμπέρασμα στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση (γραμμένο σε μια εποχή που επικρατούσε ως ένα βαθμό ακόμη ένα ιδεαλιστικό πνεύμα μεταξύ των φυσικών επιστημόνων), ορισμένες δηλώσεις του όμως μπορεί να ερμηνευθούν με ένα τέτοιο τρόπο.
Μια πλευρά την οποία δεν συζητά ο συγγραφέας, παρά μόνο αναφέρει παρεκβατικά στην Εισαγωγή, και η οποία θα είχε ενδιαφέρον να φωτιστεί, αφορά στην επίδραση της προβληματικής της πραγμοποίησης στη μαρξιστική και τη μαρξίζουσα αστική διανόηση. Αυτή η απήχηση δεν ήταν ασφαλώς πάντα θετική, με την έννοια ότι υπήρξαν περιπτώσεις όπου οι αδυναμίες του έργου αξιοποιήθηκαν και αξιοποιούνται για να ενισχυθούν υποκειμενιστικής χροιάς τάσεις στο μαρξιστικό χώρο. Οπωσδήποτε, όμως, δεν μπορεί να υποτιμηθεί και το ίδιο το εύρος της φανερώνει, σε μια πλειάδα περιπτώσεων, τη γονιμότητά της. Ενδεικτικά θα μνημονεύσουμε εδώ έναν μόνο από τους αναφερόμενους στην Εισαγωγή συγγραφείς, τον Ζ. Γκαμπέλ, του οποίου η πραγματεία για την ψευδή συνείδηση και η ανάλυσή του ακόμη και ειδικών ζητημάτων της ψυχολογίας είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τον Λούκατς.
Το βιβλίο του Φούφα, διδάκτορα φιλοσοφίας σήμερα στην Πάντειο και συγγραφέα αρκετών ακόμη βιβλίων στα γαλλικά, θα παρουσιάσει ορισμένες δυσκολίες για το μέσο αναγνώστη, ιδιαίτερα αν δεν είναι εξοικειωμένος με τη σχετική φιλοσοφική φιλολογία και ορολογία. Αξίζει όμως να διαβαστεί, σαν μια μελέτη που προωθεί τον προβληματισμό πάνω στη μεταβατική περίοδο του Λούκατς, χωρίς βέβαια να εξαντλεί το θέμα. Από αυτή την άποψη, μια μελλοντική επέκταση, με τη συζήτηση του συνόλου των δοκιμίων του Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, με κορμό τη φιλοσοφική του προβληματική, από τον συγγραφέα θα ήταν ευκταία, όχι μόνο γιατί θα κάλυπτε ένα κενό στη μαρξιστική φιλολογία αλλά θα ήταν και πιο επεξηγηματική για το ευρύτερο, ιδιαίτερα το αριστερό, προοδευτικό κοινό.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.
[1] Κ. Μαρξ, Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής, εκδ. Α/συνέχεια, Αθήνα 1983, σελ. 150, 156.
[2] Κ. Μαρξ, ό.π., σελ. 108, 111, 123, 127, 147 κ.ε.. Επίσης 57 κ.ε. για το προτσές εργασίας.