Η βράβευση του Ντύλαν αποτελεί δικαίωση για τη λογοτεχνία του μη τυπωμένου βιβλίου, για το δημοφιλές που δεν ειναι ευτελές.
Από το πρωί, νιώθει κανείς ότι το Νόμπελ Λογοτεχνίας ξανάγινε θέμα συζήτησης σε κύκλους πέρα των λογοτεχνικών. Αποδόθηκε στον Μπόμπ Ντύλαν. Οι πολέμιοί του, υπερασπιζόμενοι συνήθως έναν κλειστό και, εν τέλει, εξουσιαστικό ορισμό περί υψηλής Λογοτεχνίας, αντιδρούν στο γεγονός πως ένας τραγουδοποιός και μάλιστα της ποπ κουλτούρας μπορεί να μπει στην ίδια λίστα με τον Καμύ, τον Χέμινγουει ή τον Μπέκετ. Οι υπέρμαχοί του -οπαδικώ τω τρόπω- πανηγυρίζουν δικαιωμένοι που το είδωλο της νεότητάς τους συγκαταλέγεται στα «σοβαρά» ονόματα της Λογοτεχνίας. Οι πρώτοι αισθάνονται μειωμένοι, οι δεύτεροι κορδώνονται.
Πρώτα-πρώτα, το Νόμπελ Λογοτεχνίας ποτέ δεν ήταν η αντικειμενική απόδειξη της όποιας λογοτεχνικής αξίας. Για όσους το πήραν και το άξιζαν υπάρχουν άλλοι τόσοι και περισσότεροι που δεν το πήραν ενώ το άξιζαν περισσότερο. Παρ’ όλα αυτά, το Νόμπελ ήταν πάντα μια ένδειξη για την κίνηση του λογοτεχνικού κανόνα και σε επίπεδο θεωρίας.
Δείκτης της αστικής λογοτεχνικής κριτικής
Ταυτόχρονα, ανάμεσα στις γραμμές διαβάζοντας, τα Νόμπελ Λογοτεχνίας έδειχναν την τάση και της κριτικής και της κίνησης της δυτικής σκέψης. Το ’30 βραβεύτηκε πολύ θέατρο -κολλητά Πιραντέλο και Ευγένιος Ο’ Νηλ- ενώ μεταπολεμικά οι βραβεύσεις ανοίγονται γεωγραφικά, σε μια πορεία αποαποικιοποίησης της δυτικής σκέψης. Κοντολογίς, το Νόμπελ δεν είναι δείκτης της λογοτεχνικής αξίας, αλλά δείκτης της αστικής λογοτεχνικής κριτικής.
Στη φετινή βράβευση στεκόμαστε στο γεγονός πως, για πρώτη φορά, βραβεύτηκε τραγουδοποιός. Άστοχο. Δεν βραβεύτηκε η μουσική του αλλά η ποιητική του. Δεν κρίθηκαν οι μελωδίες και οι αλληλουχίες των συγχορδιών του. Κρίθηκαν -και βραβεύτηκαν- οι στίχοι του. Ας τον αντιμετωπίσουμε λοιπον ως ποιητή.
Με λογοτεχνικούς όρους μιλώντας, η ποιητική του διακρίνεται -σε όλες της φάσεις της πενηνταπεντάχρονης διαδρομής της- από κάποιες σταθερές αρχές. Λίγα κείμενα κατάφεραν να περιγράψουν με τόση ακρίβεια, χρονογραφική σχεδόν, την σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ στο δεύτερο μισό του 20ου και στην αυγή του 21ου αιώνα. Η μετάβαση από το ατομικό στο συλλογικό και πάλι πίσω γίνεται αστραπιαία και απολύτως ομαλά στους στίχους του. Τα εκφραστικά μέσα είναι απλά σε βαθμό ένδειας και αυτό οφείλεται στη βαθιά παράδοση του αμερικάνικου λαϊκού τραγουδιού.
Aνάμεσα στο λόγιο και στο λαϊκό
Σε μια περίοδο πολιτικής και ιδεολογικής ρευστότητας, στην ένταση του Ψυχρού πολέμου, στη δύση του Μακαρθισμού, η ποιητική του Ντύλαν κατορθώνει να μετεωρίζεται ισόρροπα ανάμεσα στο λόγιο και στο λαϊκό. Με ενα σημείο στίξης μεταβαίνει από τη λαϊκή στιχουργία των αγροτών στους Ψαλμούς του Δαβιδ, από τα μπλουζ του Δέλτα στην παλλόμενη νεολαία του Γκρήνουιτς Βίλατζ. Υπό αυτή την έννοια η τεχνική του ειναι υποδειγματική.
Οι ίδιες οι αντιφάσεις της προσωπικότητας και του έργου του αντικατοπτρίζουν τη σύγχρονη ιστορία του δυτικού κόσμου. Από τη ριζοσπαστικοποίηση της μεταπολεμικής γενιάς στα προσωπικά αδιέξοδα, από το υπαρξιακό κενό και το κρέμασμα στο θείο στην συντριμένη ωριμότητα και το ατένισμα του γήρατος με μια επιστροφή στις ρίζες όχι της φυλής αλλά της κοινότητας. Παρατηρώντας τα τραγούδια/ποιήματα μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τις λεπτές ιδεολογικές αποχρώσεις που διέρχεται η αμερικανική συνείδηση.
Στο πρώτο του άλμπουμ, 1962, διασκευάζει, ως επί το πλείστον, τη λαϊκή παράδοση των ΗΠΑ. Ωστόσο, το δικό του Song to Woody, φόρος τιμής στον πατριάρχη του ριζοσπαστικού τραγουδιού, Woody Guthrie ορίζει από την αρχή πως όλη του η στιχουργική θα είναι η κραυγή του δυτικού κόσμου προς τον θάνατό του.
Hey hey Woody Guthrie I wrote you a song
About a funny old world that’s coming along
Seems sick and it’s hungry, it’s tired and it’s torn
it looks like it’s dying and it’s hardly been born.
Πενήντα χρόνια αργότερα, στο τελευταίο του άλμπουμ με δικό του υλικό, το Tempest, με το γήρας να είναι ο μεγεθυντικός του φακός, ο Ντύλαν έχει προσωποποιήσει όλη τη σύγχρονή του ιστορική στιγμή. Ένας κόσμος διαλύεται γύρω του αλλά όχι από την προδοτική γερουσία, από τον πόλεμο και τον καπιταλισμό, όπως έλεγε στα είκοσί του, παρά από τα προσωπικά αδιέξοδα, το υπαρξιακό κενό και το βάρος ενός μοναχικού δρόμου. Λέει στο Long and Wasted Years:
I think that when my back is turned,
the whole world behind me burned
It’s been a while,
since we walked down that long, long aisle.
Η βράβευση του Ντύλαν αποτελεί δικαίωση για τη λογοτεχνία του μη τυπωμένου βιβλίου, για το δημοφιλές που δεν ειναι ευτελές και στηρίζει επάνω του εκατομμύρια ψυχούλες. Πρώτη φορά δόθηκε το Νόμπελ όχι σε κάποιον που επηρέασε τη Λογοτεχνία ως γένος αλλά σε κάποιον που της έφερε νέους αναγνώστες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΟΛΑΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ