Ο Κλέων Γρηγοριάδης έκανε πράξη το στίχο του ποιητή Γιάννη Στίγκα «τη φωνή μου ρε, κι ας μην έχω να φάω».
Κάτι τέτοιες ώρες, με την ανάσα και τον παλμό της κοινωνίας να ακούγεται, ο καθένας δείχνει απο τι μέταλλο ειναι φτιαγμένος. Είναι ώρες που η ανάγκη για μικρούς και μεγάλους ήρωες γίνεται επιτακτική. Και πάντα, τέτοιες στιγμές, βρίσκονται αυτοί οι ήρωες που συμβολίζουν μια συλλογική ανάγκη και συμπυκνώνουν, σε ένα πεντάλεπτο, σε μια κίνηση, σε μια κουβέντα, τα αντανακλαστικά των πολλών.
Οι πράξεις των μεμονωμένων ανθρώπων ποτέ δεν αλλάζουν το μηχανισμό του κόσμου, μπορούν, όμως, όπως ένας κόκκος σκόνης σε ένα άρτιο μηχανικό ρολόι, να επιταχύνουν ή να επιβραδύνουν τη λειτουργία του. Κυρίως ανοίγουν την πόρτα στους πολλούς, τους σκυφτούς και σκοτεινιασμενους. Τους χαρίζουν ένα χαμόγελο, τους σκουντουν φιλικά στον ώμο. Αφού μπορώ εγώ, μπορείς κι εσύ.
Ο ηθοποιός Κλέων Γρηγοριάδης είχε καταγράφει στη συλλογική συνείδηση ως ένας περίπου γόης, κοινωνός των χαρακτηριστικών του -συνήθως- ευτελούς θεάματος που προσφέρει αφειδώς η ιδιωτική τηλεόραση. Λίγο σε κωμικά σήριαλ, λίγο στις καθημερινές σαπουνόπερες, λίγο σε κάποιο πάνελ-πίστα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εμφανίζεται καθημερινά στους τηλεοπτικούς δέκτες και δεν εχει ιδιαίτερα απασχολήσει την κοινή γνώμη με την ιδιωτική ζωή και τη δράση του. Ως τηλεπερσόνα έχει καρπωθεί, και με το παραπάνω, τον τηλεοπτικό χρόνο που του αναλογεί. Χρειάστηκαν μόνο εξίμισι λεπτά τηλεοπτικής παρουσίας -και μάλιστα εκτός ρόλου- για να καταγράψουν τον Γρηγοριαδη στον κατάλογο με τους μικρούς ήρωες που χρειάζεται η εποχή μας.
Με λόγο ήπιο, νηφάλιο αλλά παθιασμένο, αυτός ο δευτεραγωνιστής της «Δικαίωσης», δικαίωσε τον εαυτό του και υψώθηκε στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας. Δεν ήταν μόνο τα όσα είπε, η ανάγκη του να πάρει πολιτική θεση, η αγανάκτηση που έβγαλε απέναντι στη χυδαιότητα των ιδιωτικών καναλιών, όσο η γενναιότητα να τα βάλει δημόσια με τ’ αφεντικά του και μάλιστα prime time. Την ώρα που η Σαράφογλου, ως κακομαθημένο σκυλάκι καναπέ, γάβγιζε για να υπερασπιστεί τον καναπέ και την κυρία της, ο Κλέων δάγκωσε το χέρι που τον ταΐζει γιατί κατάλαβε ότι το ίδιο χέρι τον χτυπάει. Μας χτυπάει όλους. Ως περήφανος κόπρος, έβαλε πάνω και πέρα απ’ όλα την υπεράσπιση της αξιοπρέπειάς του. Της αξιοπρέπειας που, στην περίπτωση των κόπρων, διδάσκει ο δρόμος. Έκανε πράξη το στίχο του ποιητή Γιάννη Στίγκα «τη φωνή μου ρε, κι ας μην έχω να φάω».
Η αποθέωση που γνώρισε, όταν εμφανίστηκε, στη χθεσινή συγκέντρωση στο Σύνταγμα δεν οφείλεται στην πολύχρονη τηλεοπτική του παρουσία, αλλά στα λίγα λεπτά παρουσίας του στο δελτίο ειδήσεων. Εκεί έδειξε το μέταλλό του και, κυρίως, έδειξε στη συλλογική συνείδηση ότι το χέρι που μας ταΐζει δεν πρέπει να το φιλάμε. Απέναντι σε κάθε σφουγγοκωλάριο Γεωργιάδη, θα υπάρχει ένας Γρηγοριάδης να υπερασπίζεται την αξιοπρέπεια και το ήθος του.
Αυτοί οι μικροί άνθρωποι μεγαλώνουν. Στην εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου, αυτής της χυδαίας κυριλοκουμπάρας, όταν οι αγράμματοι πανελίστες κατακρεουργούν τον ελληνικό λόγο και βομβαρδίζουν τις συνειδήσεις με σκουπίδια, έκανε τηλεφωνική παρέμβαση μια κοπέλα, μητέρα δυο παιδιών. Με έναν λόγο μεστό, ζωντανό, παθιασμένο, με άψογα ελληνικά και απολύτως συγκροτημένη σκέψη, έκανε το πάνελ των ηλιθίων να την ακούει σιωπηλό, βάζοντας την ουρά στα σκέλια.
Οι δυο πολιτισμοί, ο δικός μας και ο δικός τους, υπήρχαν ξεκάθαροι σε κάθε κουβέντα αυτής της γυναίκας. Είπε στην Τατιάνα, πως δεν είμαστε απο τον ίδιο κόσμο. Όσο κάνουν τα καλλυντικά της βδομάδας σου, κάνει το γάλα των παιδιών μου για ένα χρονο. Χωρίς να επικαλείται τα πολυφορεμένα τσιτάτα μας, έκανε την πιο βαθειά πολιτική δήλωση, στο δημόσιο λόγο, της περιόδου: «Πλούσιοι και φτωχοί, 50€ από το ΑΤΜ. Εμένα μου φτάνουν για να ζήσω τα παιδιά μου».
Δεν ξέρω ποιοι απο αυτούς τους μικρούς, απαραίτητους ήρωες, θα μείνουν στις επαλξεις μέχρι τέλους. Η ζωή εχει γυρίσματα και οι άνθρωποι ειναι μέσα σ’ αυτά. Ένα, όμως, ειναι σίγουρο: η στιγμή σε καλεί να διαλέξεις με ποιον κόσμο θα πας. Με ποια συμπεριφορά θα κοιμάσαι ήσυχος το βράδυ. Ποια σου κουβέντα θα προστατεύει και θα τιμά τους ανθρώπους που αγαπάς. Όλους τους ανθρώπους.