Oι άνθρωποι όταν μιλούν για τον Βαν Γκογκ δεν μνημονεύουν μια αυτοκτονία, αλλά ένα συγκλονιστικό έργο, προϊόν μιας συγκλονιστικής ζωής. Παραγνωρίζουν και τη μελαγχολία ολόκληρης της εποχής.
Ο Βαν Γκογκ, γέννημα των επαναστάσεων του 1848 και του μεγάλου ρεύματος του ρεαλισμού στην τέχνη που ήρθε ως συνέχεια και συνέπειά τους, συνταραγμένος από τις ιδέες της κοινωνικής απελευθέρωσης έθεσε ως σκοπό της ζωής του το ευαγγελικό κήρυγμα και το σοσιαλισμό στους μεταλλωρύχους του Βελγίου. «Το χέρι ενός εργάτη είναι καλύτερο από το χέρι του Απόλλωνα του Μπελβεντέρε», έγραφε. Και λίγο καιρό μετά: «Δεν γνωρίζω καλύτερο ορισμό της τέχνης από αυτόν: Η τέχνη είναι ο άνθρωπος που ενώθηκε με τη φύση· η φύση, η πραγματικότητα, η αλήθεια με ένα νόημα, με μιαν αντίληψη, με ένα χαρακτήρα που βγαίνει στην επιφάνεια και εκφράζεται από τον καλλιτέχνη».
Είναι 30 χρονών, στην πιο δημιουργική και επαναστατική περίοδο της ζωής του.
Σχολιάζει για τους περίφημους πια Πατατοφάγους: «Θέλησα συνειδητά να αποδώσω την ιδέα αυτών των ανθρώπων που, κάτω από τη λάμπα, τρώνε τις πατάτες βάζοντάς τες στο πιάτο με τα ίδια εκείνα χέρια που δούλεψαν τη γη. Ο πίνακάς μου λοιπόν εξυψώνει τη χειρωνακτική δουλειά και την τροφή που οι ίδιοι μόνοι τους κέρδισαν τόσο τίμια».
Με αυτόν τον ενθουσιασμό για την εργατική τάξη, την επανάσταση και την τέχνη αποφασίζει το 1886 να πάει στο Παρίσι, την πόλη της Κομμούνας και των μεγάλων καλλιτεχνικών αναζητήσεων. Όμως είναι ήδη μια εποχή που έχει συντελεστεί η ήττα. Η Κομμούνα έχει συντριβεί και οι καλλιτέχνες έχουν γυρίσει στις ατομικότητές τους. Λίγο πριν φύγει για την πόλη των φώτων γράφει στον αδελφό του:
«Βρισκόμαστε στο τελευταίο τέταρτο ενός αιώνα που θα τελειώσει με μια μεγάλη επανάσταση. Σίγουρα εμείς δεν θα γνωρίσουμε τους καλύτερους καιρούς, τον καθαρό αέρα και όλη την αναγεννημένη μετά από την μεγάλη λαίλαπα κοινωνία. Ένα όμως πράγμα έχει σημασία: να μην εξαπατηθούμε από την ψευτιά της δικής μας εποχής ή τουλάχιστον να μη φτάσουμε μέχρι το σημείο να διαφύγουν από την προσοχή μας οι απαίσιες, πνιγηρές, καταπιεστικές ώρες που προηγούνται της καταιγίδας. Βλέπεις; Αυτό που παρηγορεί είναι ότι δεν πρέπει να προχωράς πάντα με τα δικά σου αισθήματα, αλλά να μπορείς να εργάζεσαι και να συνεργάζεσαι με μια ομάδα».
Η πραγματικότητα ήταν τόσο πνιγηρή, η ατμόσφαιρα της ήττας τόσο αφόρητη και η μοναξιά των καλλιτεχνών τόσο εκκωφαντική που η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του δεν μπόρεσε να αντέξει. Οι «απαίσιες, πνιγηρές, καταπιεστικές ώρες που προηγούνται της καταιγίδας» τον συνέθλιψαν. Τέσσερα χρόνια μετά, σε ηλικία 37 ετών, έδωσε τέλος στη ζωή του.
Ωστόσο, οι άνθρωποι όταν μιλούν για τον Βαν Γκογκ δεν μνημονεύουν μια αυτοκτονία, αλλά ένα συγκλονιστικό έργο, προϊόν μιας συγκλονιστικής ζωής. Λησμονούν ακόμα και την εποχή που προιωνιζόταν την ευφορία της μπελ επόκ, τότε που ο καπιταλισμός παρουσιαζόταν δυναμικός κι ανίκητος. Παραγνωρίζουν και τη μελαγχολία ολόκληρης της εποχής. Από εκεί λένε ξεπήδησαν τα μεγάλα καλλιτεχνικά και ιδεολογικά-πολιτικά ρεύματα που κυριάρχησαν στην τέχνη και στη ζωή τον εικοστό αιώνα.
Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων που ζουν σε τέτοιες εποχές.
Εδώ, σήμερα, δεν αποπειρώμαι να μεταφέρω την παρηγοριά της Ιστορίας. Κι εμείς, εδώ, σήμερα, δεν μιλάμε για ένα ιδανικό που τέλειωσε αλλά επιμένουμε να το υπερασπιζόμαστε, δημιουργώντας την ποίηση της αυταπάτης που το διατηρεί ζωντανό στους μικρούς μας κύκλους. Αντίθετα, μιλάμε για το αναγκαίο και γι’ αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Γνωρίζοντας πως οι ιδέες δεν είναι παρά ανθρώπινες προεκτάσεις στο μέλλον, που οι ρίζες τους βρίσκονται στο παρελθόν και το παρόν. Γι’ αυτό δεν θέλουμε «να εξαπατηθούμε από την ψευτιά της δικής μας εποχής» ή να αφήσουμε να μας διαφύγουν «οι απαίσιες, πνιγηρές καταπιεστικές ώρες που προηγούνται της καταιγίδας», πιστεύοντας ακόμα πως «δεν πρέπει να προχωράς πάντα με τα δικά σου αισθήματα, αλλά να μπορείς να εργάζεσαι και να συνεργάζεσαι…».
Κι επειδή χρειάζεται μια ουσιαστικότερη και βαθύτερη εξερεύνηση της κοινωνικής ζωής. Κι επειδή χρειάζεται πάντα να διατηρούνται «οι φωλιές νερού μέσα στις φλόγες». Κι επειδή θέλουμε να συμβάλουμε στην υπόθεση του κομμουνισμού της νέας ιστορικής εποχής. Είμαστε εδώ. Ευτυχώς, όχι μόνοι, αλλά μαζί, ουσιαστικά μαζί, με τόσους άλλους επώνυμους και ανώνυμους ανθρώπους που αναζητούν και προσπαθούν σε αυτή τη «ρωγμή του χρονού» για μια σύγχρονη και βαθύτερη συλλογικότητα.
Στο κάτω-κάτω, όπως λένε και οι Κινέζοι: «μην καταριέσαι τη νύχτα, άναψε ένα κερί».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΑΜΝΑΚΗΣ