10.1 C
Athens
Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Συνηθισμένες πολιτικές σε ασυνήθιστες πολιτικές καταστάσεις, του Αλέκου Αναγνωστάκη

 

Εκεί, στην κορύφωση της κινηματογραφικής πλοκής, ανάμεσα σε ασυνήθιστους διαδρόμους και μπροστά στο απρόσμενο με το οποίο ο αμερικανός σκηνοθέτης Μάικλ Μαν θέτει αντιμέτωπο τον πρωταγωνιστή στην ταινία Insider, ο Αλ Πατσίνο πετά περίλυπος τη γνωστή ατάκα προς τον αυστραλό συμπρωταγωνιστή του Ράσελ Κρόου: «Συνηθισμένοι άνθρωποι σε ασυνήθιστες καταστάσεις».

Το ίδιο, «συνηθισμένες πολιτικές σε ασυνήθιστες πολιτικές καταστάσεις» θα μπορούσε κάποιος , όχι άδικα, να ισχυριστεί πως χαρακτηρίζει τις πολιτικές εξελίξεις αλλά και την πολιτική δράση της μαχόμενης Αριστεράς τα τελευταία χρόνια.

Τα ασυνήθιστα πολιτικά ζητήματα

Αλλά ποια είναι τα ασυνήθιστα πολιτικά ζητήματα με τα οποία βρέθηκε και βρίσκεται αντιμέτωπη η μαχόμενη Αριστερά;

Η βαθιά οικονομική κρίση του 2010 – 14 και η επακολουθήσασα υγειονομική κρίση με τις δραματικές επιπτώσεις της στην οικονομία οδήγησαν το πολιτικό σύστημα στην πρωτοφανή καθίζηση της ΝΔ (στο 18,5%! το Μάη του 2012) και στην εξαΰλωση του ΠΑΣΟΚ το 2015 (4,68% και 13 έδρες, 7ο κόμμαστη Βουλή).

Η απότομη καθίζηση των βασικών αστικών κομμάτων, δεν είναι κάτι που συμβαίνει όπως πάντα και όπως συνήθως.

Στην ίδια περίοδο επίσης (2010 – 2015) εξ αιτίας πρωτίστως των οξυμένων κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων αλλά και της λαϊκής παρέμβασης συντελούνται αλλαγές στη συνείδηση της άρχουσας τάξης που χάνει σε ένα όχι αμελητέο βαθμό σε ελκτική πολιτική δύναμη και εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Το αποτέλεσμα είναι τριπλό:

  • H χαλαρή, λεγόμενη, ψήφος με αποτέλεσμα την εμφάνιση και εξαφάνιση κομμάτων
  • H αποσύνθεση, του αστικού πολιτικού συστήματος σε πληθώρα αστικών «κομμάτων»
  • H διαρκώς αυξανόμενη αποχή (από το 29,05% το 2009 στο 43,84% – πραγματική 38% – το 2015).

Αυτή η πολιτική κατάσταση δεν είναι κάτι συνηθισμένο.

Σε αυτή λοιπόν την πρωτότυπη περίοδο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που καρπώνεται όλο σχεδόν το υπόλοιπο τμήμα (αυτό που δεν ακολούθησε την αποχή) της λαϊκής δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης.

Γιατί έγινε αυτό;

Γιατί οι δυνάμεις κομμουνιστικής αναφοράς έμειναν στάσιμες;

Πως γίνεται να υπερηφανεύονται, ορισμένες δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς και το ΚΚΕ, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι ασκούν σωστή και ανηλεή πολιτική σε βάρος του ρεφορμισμού και ταυτόχρονα οι δυνάμεις του ρεφορμισμού (και της αποχής) να ενδυναμώνουν διαρκώς;

Επιπλέον, τι σχέση έχει με την πραγματικότητα η αίσθηση που διατηρεί η κάθε μαχόμενη αριστερή πολιτική δύναμη για τον εαυτό της, ότι αυτή κυρίως ασκεί την ορθή και αναγκαία πολιτική αντιμετώπισης των ρεφορμιστικών και ευκαιριακών (οπορτουνιστικών) πολιτικών δυνάμεων κατακεραυνώνοντας τους υπόλοιπους και την ίδια περίοδο ο συγκεκριμένος ΣΥΡΙΖΑ, όσο δεξιότερα πήγαινε τόσο να ενισχύεται;

Ανεπίστρεπτη και ανεπίτρεπτη πολιτική διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την πενταετή διακυβέρνηση και την περαιτέρω μετάλλαξη του που προωθεί ανυποχώρητα και τελεσίδικα η υπό τον Κασελάκι ηγετική ομάδα, έχει ήδη μετατραπεί σε «δημοκρατική παράταξη» αμερικάνικου τύπου, σε αρχηγικό κόμμα με συμβούλους και παρατρεχάμενους του αρχηγού – Βοναπάρτη που αποφασίζει για τα πάντα.

Εξ ου και οι παραιτήσεις, αλλά και οι ραγδαίες εξελίξεις (παραίτηση προέδρου και μελών) ακόμη και στο Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς το οποίο ουδέποτε επισκέφθηκε ο νυν πρόεδρος (φαίνεται πως ο νέος «δημοκρατικός ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ανάγκη θεωρίας που να μυρίζει κάτι τις, έστω, Αριστερά),

Αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ έχει από καιρό μετακινηθεί ολοκληρωτικά σε Νατοϊκές και «ευρωπαϊκές» Θέσεις.

Είναι εν ανασυγκροτήσει πυλώνας του συστήματος.

Αυτή η αυτοαποκαλούμενη Αριστερά είναι τερατογένεση μιας εποχής που έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα για τον κόσμο της εργασίας. Τις ρίζες της έχει στο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ που γεννήθηκε από την παλιά ΕΑΡ, σε ισχυρές δυνάμεις από το ΚΚΕ και ορισμένες πολιτικές οργανώσεις του εξωκοινοβούλιου. Χρησιμοποιείται δε από την αστική πολιτική για να συγκροτεί και να εκτυλίσσει μια κανιβαλική επίθεση σε βάρος των σύγχρονων κολασμένων και μάλιστα στην εποχή ακριβώς που παράγεται αμύθητος πλούτος, τρόφιμα ικανά να θρέψουν πολλές φορές τον πληθυσμό της γης, τεχνολογίες που μπορεί να μετατρέπουν την εργασία σε δημιουργία. Αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν, από αυτή του τη θέση, επιδιώκει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποδυνάμωση – πολιτική και οργανωτική – των πολιτικών δυνάμεων εργατικής αναφοράς και σύγχρονης κομουνιστικής στόχευσης.

Οι δυνάμεις στο εσωτερικό του που δεν διέρρηξαν τους δεσμούς τους με την ιδέα της κοινωνίας της ισότητας, της ειρήνης, της δημοκρατίας, πολύ περισσότερο οι δυνάμεις που επιδιώκουν ένα άλλο ανθρωποκεντρικό κοινωνικό σύστημα όπως και να το λένε αυτό, είναι η ώρα – καιρό τώρα – να πάρουν τις αποφάσεις τους.

Διαφορετικά, η συνέχιση στον ίδιο δρόμο, σημαίνει όχι μόνο ενσωμάτωση αλλά και πολιτική μετάλλαξη με άγνωστη κατάληξη.

Ήδη αγωνιστές υποστηρίζουν το αναπόφευκτο της συνύπαρξης με το ΝΑΤΟ, τη στρατηγικής σημασίας συμμαχία με τα πλέον στρατοκρατικά καθεστώτα της περιοχής, (το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα ΗΑΕ), υποστηρίζουν το θατσερικό τερατούργημα του συνταξιοδοτικού των Τσίπρα, Κατρούγκαλου, Αχτσιόγλου, Πετρόπουλου, τον καθορισμό του βασικού μισθού από τον υπουργό εργασίας(!) κ.α.

Από αυτόν λοιπόν τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα ξεπηδούν και συνεχίζουν να ξεπηδούν δυνάμεις που δρουν όπως δρουν.

Από το εσωτερικό του έχουν ξεπηδήσει, προς ώρας, τέσσερα διαφορετικά πολιτικά σχήματα: Η ΛΑΕ το 2015, το ΜΕΡΑ 25 το 2018, η Νέα Αριστερά και το «Κόσμος» το 2024, που θα κατέβει στις ευρωπαϊκές εκλογές με σκοπό να ενταχθεί στην ευρωομάδα των Πρασίνων.

Κάτι τέτοιο δεν έχει ξανασυμβεί σε πολιτικό σχηματισμό.

Πώς βρέθηκαν τόσες και όλες αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις στον ΣΥΡΙΖΑ;

Και γιατί παρ’ όλες τις μετατοπίσεις προς τα δεξιά παραμένει ακόμα ένας τέτοιος όγκος πολιτών στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και γιατί όσοι αποχωρούν δεν πλησιάζουν πολιτικά τις προς τα αριστερά του υπαρκτές δυνάμεις;

Νομιμοποιούνται αυτά τα ερωτήματα να τίθενται;

Οι πολιτικές εξελίξεις δείχνουν πως η μειωμένη ελκτική δύναμη και η έλλειψη αυτοπεποίθησης στο εσωτερικό της αστικής πολιτικής και των επιτελείων της εξακολουθούν να ισχύουν και να ορίζουν συμπεριφορές.

Αν εξ αιτίας αυτού του λόγου (ασθενής σχετικά ελκτική πολιτική δύναμη άρα χαλαρή ψήφος), την περίοδο 2009 – 2017 συγκροτήθηκαν μια σειρά «ανάλαφρα» σχήματα (ΔΗΜΑΡ, ΠΟΤΑΜΙ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Κόμμα Κεντρώων), τα οποία στη συνέχεια διασκορπίστηκαν στον αχανή γαλαξία του ανισορροπούντος πολιτικού σύμπαντος επειδή οι αντιθέσεις (και) στην ελληνική κοινωνία είναι τόσης έντασης και τέτοιας ποιότητας, τώρα το φαινόμενο επανέρχεται με νέους όρους.

Εξ ου η γρήγορη φθορά της ΝΔ, η στασιμότητα του ΠΑΣΟΚ και η νέα βεντάλια αστικών κομμάτων (Λοβέρδος, Κόκκαλης), η διαρκής ενίσχυση της ακροδεξιάς αλλά και της αποχής.

Θα επαναληφθεί λοιπόν η ίδια φαρσοκωμωδία;

Θα συγκροτούνται αστικά κόμματα – κομήτες, θα συνεχίσει να ενισχύεται η ακροδεξιά και η αποχή και ταυτόχρονα θα συνεχίζει η στασιμότητα της αριστεράς εργατικής στόχευσης και σύγχρονης κομμουνιστικής επαγγελίας;

Κι εμείς;

Η ιστορική φάση που περνάμε είναι ασυνήθιστη και ιδιαίτερα κρίσιμη.

Ως γνωστό σε κάθε ιστορική φάση άρα και στη σημερινήδιαμορφώνονται πολυποίκιλες «ιδιαίτερες πολιτικές συγκυρίες», δηλαδή διαφορετικά επεισόδια κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, εναλλαγές, γεγονότα της πάλης των τάξεων με πολυάριθμες εκδοχές, απρόβλεπτες ταχύτητες και επιπτώσεις στον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων.

Στη σημερινή ιστορική φάση έχουν πρωταρχική και αποφασιστική θέση το ζήτημα του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας – ΝΑΤΟ, ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, το ζήτημα της φτώχειας, το ζήτημα της γενικότερης πολιτιστικής αναμέτρησης απέναντι στην σκοταδιστική εκστρατεία του κεφαλαίου (στην αναγέννηση ενός νέου εργατικού διαφωτισμού), το ζήτημα της Δημοκρατίας γενικότερα και το θέμα της ακροδεξιάς.

Η ραγδαία άνοδος της Ακροδεξιάς ειδικά εξελίσσεται σε ζήτημα βαρύτητας.

Η σύγχρονη Ακροδεξιά σε όλες τις εκφάνσεις της επιτίθεται στην «παγκοσμιοποίηση», την οποίο σκόπιμα ταυτίζει με τον εργατικό διεθνισμό και καπηλεύεται την έννοια της πατρίδας προκειμένου να συγκροτηθεί και να προωθήσει την απάνθρωπη πολιτική της για να προστατευθεί «εθνικά» το εγχώριο κεφάλαιο από τον ανταγωνισμό.

Αλλά γι’ αυτή την καπηλεία βρίσκει πρόσφορο έδαφος.

Η συντριπτική μερίδα της αγωνιζόμενης Αριστεράς υποτιμά – έχει από καιρό εγκαταλείψει – το ζήτημα της πατρίδας στο όνομα του διεθνισμού ενώ μια μικρή μερίδα καταφεύγει σε έναν πατριωτισμό δίχως όρια.

Και οι δυο λογικές αφήνουν ένα τεράστιο κοινωνικοπολιτικό κενό για την ακροδεξιά η οποία με επιτυχία το καλύπτει.

Θα συνεχιστεί το ίδιο βιολί;

Θα συνεχιστεί το ίδιο βιολί παρόλο που «η βαθιά αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο τους, η επίγνωση ότι η κοινή ιστορία επιδρά στις συμπεριφορές στο παρόν, τα κοινά ήθη και έθιμα, η διαπίστωση ότι μόνο η μητρική γλώσσα μπορεί να δώσει και να εκφράσει ολικά ό,τι πιο μεγαλειώδες αλλά και ό,τι πιο «μικρό» περικλείει ο ψυχικός κόσμος ενός λαού, συγκροτούν τη θέση υπέρ ενός «λαϊκού πατριωτισμού» που θα αναπτύσσει έναν σύγχρονο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα». (Από την απόφαση για τη στρατηγική του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου)

Θα συνεχιστεί το ίδιο βιολί παρόλο που αυτή καθ’ αυτή η έννοια της «πατρίδας» για τις λαϊκές δυνάμεις αποκτά άλλη διάσταση, (λαϊκή, όπως αναδείχτηκε στην Παρισινή Κομμούνα, στην ρωσική, κινέζικη, κουβανική επανάσταση, αλλά και στο ΕΑΜ και στον ΔΣΕ) και επιπλέον παρόλο που ο σημερινός κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου δημιουργεί μια κατά πολύ ανώτερη διεθνοποίηση της μισθωτής εργασίας και γι’ αυτό και στην εποχή μας, αναδεικνύεται η δυνατότητα για μια βαθύτερη διεθνή συνεργασία των λαών ως βασική πλευρά μιας σύγχρονης εργατικής πολιτικής.

Όλα τα παραπάνω αναφέρονται όχι γιατί μπορεί κανείς να «αρχειοθετήσει» με βάση την μηχανιστική μέθοδο κάποιου πολιτικού μπίζνες πλαν τις πολλαπλές και ενίοτε απρόβλεπτες – μέσα και από τους τυχαίους παράγοντες – παλινδρομικές κινήσεις και δυνατότητες των εσωτερικών και διεθνών εξελίξεων.

Αναφέρονται για να υπογραμμίζουν την ανάγκη η εργατική πολιτική να πλουτίζεται. Να συνδυάζει με τέχνη –την τέχνη της πολιτικής – τους σχετικά αυτοτελείς στόχους των «τακτικών» αναμετρήσεων που έχουν «πρωταρχική αποφασιστική» θέση στην τρέχουσα πάλη για εργατικές και φιλολαϊκές κατακτήσεις με τον καθοριστικό τελικά ρόλο των στρατηγικών επιδιώξεων.

Αλλά οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις μιας εργατικής πολιτικής αρχίζουν μόνο από τη στιγμή που οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις δημιουργούν ένα πρώτο αλλά ουσιώδες ρήγμα στη συνείδηση της κοινωνίας και των διαφόρων τάξεων μέσα σ’ αυτήν. Και μάλιστα τέτοιο ρήγμα ώστε ικανός όγκος του προλεταριάτου να αρχίζει να αναζητά μαζικά μια διέξοδο, όχι στη βάση της κάποιας βελτίωσης της τρέχουσας πολιτικής αλλά ενάντια της. Τότε, η μικροαστική τάξη θα είναι σε μια κατάσταση που θα χαρακτηρίζεται από την ασταθή στροφή των ελπίδων της προς το προλεταριάτο και την έλλειψη εμπιστοσύνης σ’ όλα τα παραδοσιακά αστικά κόμματα. (Τέτοια κατάσταση δημιουργήθηκε τη χαμένη πλέον περίοδο2010 – 2015).

Τώρα όμως τα μικροαστικά κυρίως στρώματα (αλλά και εργατικά) στρέφονται προς την ακροδεξιά και την αποχή.

Πως θα αντιστραφεί το βέλος των πολιτικών εξελίξεων; Πως θα γίνει αυτό;

Στην Ελλάδα όπως σε όλα τα αναπτυγμένα κράτη ή «κοινωνία των πολιτών» έχει γίνει μια δομή πολυσύνθετη και ανθεκτική στις καταστροφικές «επιδρομές» της οικονομίας (κρίσεις, υφέσεις κ.λπ.). Το εποικοδόμημα της σημερινής κοινωνίας είναι σαν το σύστημα των χαρακωμάτων στον πόλεμο τα οποία ορίζουν και καθορίζουν την ανθεκτικότητα του συστήματος.

Ως εκ τούτου απαιτείται ένας αποφασιστικός, διαρκής και ανυποχώρητος πολιτικός αγώνας.

Εν ολίγοις η σημερινή εποχή είναι κάτι ασυνήθιστο.

Εκτός των άλλων είναι επαναστατική ακριβώς επειδή και οι «πιο μετριοπαθείς» εργατικές διεκδικήσεις (π.χ. ωράριο εργασίας, κοινωνικά επιδόματα κ.α.) είναι ασυμβίβαστες με την αδιατάραχτη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς και κοινωνίας, και γι’ αυτό η πάλη γι’ αυτές τις διεκδικήσεις δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται σε σκληρή πάλη κατά την οποία η ανάγκη για στρατηγικές απαντήσεις θα έρχεται στο προσκήνιο.

Γι’ αυτό εξάλλου ο συλλογικός χαρακτήρας και το περιεχόμενο των εργατικών αισθημάτων είναι ο πιο σημαντικός υποκειμενικός όρος, είναι ένα απ’ τα πιο σημαντικά μέτρα για την ωρίμανση της κατάστασης.

Σήμερα πραγματοποιείται ένας ριζικός μετασχηματισμός στην έκτα­ση, την ποιότητα και τις μορφές απόσπασης απλήρωτης δουλειάς από τους άμεσους παραγωγούς, που τεί­νει να προωθεί και να απαιτεί έναν αντίστοιχο ριζικό μετασχηματισμό της ταξικής πάλης και του συνολικού εργατικού κινήματος.

Η εντεινόμενη τάση του κεφαλαί­ου να ανεβάζει την παραγωγική δύ­ναμη της εργασίας για να φτηναίνει τα εμπορεύματα, και με το φτήνεμα των εμπορευμάτων να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη αυξάνοντας τον κλεμμένο χρόνο του (σχετική υπεραξία) δεν μπορεί πλέον να έχει την α­παιτουμένη απόδοση χωρίς μια ρι­ζική αναβάθμιση και της απόλυτης υπεραξίας (επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, εντατικοποίηση, δεύτερη δουλειά, χωρίς αύξηση της παραγω­γικότητας).

Η μονιμοποίηση και η σταθερότητα της εργασίας καταργούνται για να προωθηθεί η μονιμοποίηση και η σταθερότητα της τάσης σφετερι­σμού του αναγκαίου χρόνου εργα­σίας για την αναπαραγωγή του ερ­γάτη και της οικογένειας του.

Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν εκείνο που δεν μπορεί να γίνει είναι να απαντώνται κορυφαία θέματα όπως συνήθως και με αποκλειστικά με βουλησιαρχικό τρόπο, με τα ‘‘θέλω’’.

Το ζήτημα δεν είναι πρωτίστως τι θέλουμε, και τι θα προτιμούσαμε, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα πώς θα αξιοποιηθούν όλες οι πραγματικές, οι υλικές δυνατότητες που διαμορφώνονται εκεί στην πραγματική κίνηση της ταξικής πάλης ώστε το εργατικό και λαϊκό κίνημα με την κατάλληλη τακτική να εκμεταλλεύεται τις δυσκολίες της αστικής τάξης και να βυθίζει σε πιο βαθιά κρίση τις αστικές δυνάμεις και το σύστημα κυριαρχία τους αξιοποιώντας και την παραμικρή δυνατότητα.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ