Είναι σίγουρα πολύ καθυστερημένη η παρουσίαση αυτή. Το μεγάλο έργο του Edward Palmer Thomson: The Making of the English Working Class (στη συνέχεια MEWC) κυκλοφορεί ήδη περισσότερο από έξι χρόνια στην ελληνική γλώσσα –σε μια μνημειώδη έκδοση του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, με επιστημονική επιμέλεια και πρόλογο του καθηγητή Αντώνη Λιάκου. Όμως κάλιο αργά παρά ποτέ. Είναι πολλοί και σοβαροί οι λόγοι που επιβάλλουν, νομίζουμε, να γραφτεί αυτό το σημείωμα. Πρώτα απ’ όλα ο φόβος, απόλυτα δικαιολογημένος στους καιρούς που ζούμε, ότι έξω από τον κύκλο των εξειδικευμένων μελετητών της κοινωνικής ιστορίας, ελάχιστοι θα πρόσεχαν μια έκδοση που «κανονικά» έχει θέση μόνο στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Για την υπόθεση της ριζοσπαστικής Αριστεράς όμως αυτό θα ήταν μια σοβαρή απώλεια. Η ιστορική μελέτη του E. P. Thomson είδε το φως στο μακρινό 1963. Έχουν περάσει εξήντα συγκλονιστικά χρόνια που μεταμόρφωσαν δραματικά την όψη του κόσμου. Όμως ο στοχασμός του Thomson αποκτά σήμερα μια δραματική επικαιρότητα που θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε σε δυο τουλάχιστον πτυχές του.
Η πρώτη αφορά την ίδια την αντίληψη περί κοινωνικής τάξης, όπως αυτή έχει εδραιωθεί στο πλαίσιο του «ορθόδοξου» μαρξισμού. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι, σε μια εποχή όπου οι κοινωνικές ανισότητες αποκτούν ιλιγγιώδεις, εξωφρενικές διαστάσεις και ενώ δε λείπουν -πώς θα μπορούσαν;- οι κοινωνικές συγκρούσεις, αποδεικνύεται τόσο δύσκολη η συγκρότηση μιας γνήσιας και αποτελεσματικής εργατικής πολιτικής, τουλάχιστον στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Πώς να φανταστούμε, σε τέτοιες συνθήκες, το υποκείμενό της κοινωνικής χειραφέτησης και τους δρόμους συγκρότησής του; Δεν δίνει βέβαια, ούτε θα μπορούσε, ευθεία απάντηση στα αγωνιώδη αυτά ερωτήματα ο Thomson, προσφέρει όμως μια βάση προβληματισμού, πολύ περισσότερο γόνιμη από άλλες, γνωστές σε μας, θεωρήσεις.
Η δεύτερη προκύπτει αναπάντεχα μέσα από την ίδια την ιστορική αφήγηση του Thomson και συγκεκριμένα από την ανάλυση του λουδισμού, αφορά τη στάση της ανθρώπινης κοινότητας απέναντι στην τεχνολογική πρόοδο, θέμα που σχετίζεται πολλαπλά με τη συγκρότηση ενός απελευθερωτικού προτάγματος στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και των ακατάπαυστων κελευσμάτων για προσαρμογή στην τεχνολογική εξέλιξη.
Δεν είναι βέβαια μόνο αυτά. Είναι όμως αρκετά για να αναμετρηθούμε με τις περισσότερες από οκτακόσιες, μεγάλες πυκνογραμμένες σελίδες, ακολουθώντας τον E. P. Thomson σε μια εν πολλοίς άγνωστη, συγκινητική και κοσμοϊστορικής σημασίας διαδρομή.
Ι. Στην Αγγλία, στις απαρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης…
Το αναγνωστικό κοινό μπορεί να εκλάβει το παρόν βιβλίο σαν μια βιογραφία της αγγλικής εργατικής τάξης από την εφηβεία της μέχρι τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής της. Μεταξύ 1780 και 1832 οι περισσότεροι Άγγλοι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται τα συμφέροντά τους ως ταυτιζόμενα μεταξύ τους αλλά και ως αντίθετα από τα συμφέροντά των αρχόντων και των εργοδοτών τους.
Αυτά σημειώνει ο E. P. Thomson στον πρόλογο του MEWC, προσδιορίζοντας το χρονικό εύρος της μελέτης του αλλά και συμπυκνώνοντας πολλά στοιχεία της αντίληψής του για το ταξικό φαινόμενο.
Πρόκειται βέβαια για τα χρόνια της Βιομηχανικής Επανάστασης, της θυελλώδους πρώτης φάσης της. Ωστόσο το βιβλίο δεν αφηγείται την ιστορία του μαλλιού και του βαμβακιού, της ατμομηχανής και του σιδηροδρόμου, δεν παραθέτει στατιστικούς πίνακες για την εγκατεστημένη ισχύ, τον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής ή ακόμη τον αριθμό και τη συγκέντρωση των βιομηχανικών εργατών. Το βιβλίο εξιστορεί ένα μακρόχρονο και ηρωικό πολιτικό αγώνα. Τον αγώνα των «μικρών ανθρώπων», των τεχνητών, των χειρώνακτων μεροκαματιάρηδων για πολιτικές ελευθερίες και δικαιώματα. Ο αγώνας αυτός συμπλέκεται, με πολλές μορφές και σε πολλά επίπεδα, με την εκδίπλωση των συλλογικών αντιστάσεων απέναντι στην αμείλικτη προέλαση της Βιομηχανικής Επανάστασης και του εργοστασιακού συστήματος. Πρόκειται για εμπειρία άκρως επώδυνη και καταλυτική για τους φτωχούς εργαζόμενους που την έζησαν.
Γενάρης 1792. Σε μια ταβέρνα του Λονδίνου έχει συγκεντρωθεί ένας μικρός όμιλος ανδρών
Αφού δείπνησαν όπως συνήθως, με ψωμί, τυρί και μπύρα πόρτερ και αφού κάπνισαν τις πίπες τους κουβεντιάζοντας για τα προβλήματα της εποχής και την ακρίβεια των αγαθών […] έφεραν προς συζήτηση το θέμα για το οποίο είχαν συγκεντρωθεί […]
«Δικαιούμαστε εμείς οι εμποροτεχνίτες, οι καταστηματάρχες και οι εργατοτεχνίτες να επιδιώξουμε Κοινοβουλευτική Μεταρρύθμιση;
Η συζήτηση κατέδειξε ότι όλοι:
Ήταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι προϋπόθεση για την ευημερία σε αυτό το βασίλειο είναι κάθε ενήλικος που έχει τα λογικά του και δεν έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα να μπορεί να εκλεγεί βουλευτής.[1]
Έτσι δημιουργήθηκε η London Corresponding Society (Αντεπιστέλλουσα Εταιρεία του Λονδίνου) μια λαϊκή ριζοσπαστική οργάνωση, με εβδομαδιαία συνδρομή μιας πένας. Ο υποδηματοποιός Thomas Hardy ήταν ο πρώτος γραμματέας της.
Μια φευγαλέα ματιά σε βασικές όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας στη Βρετανία, στο μεταίχμιο του 18ου και του 19ου αιώνα, είναι αναγκαία στο σημείο αυτό. Πρώτα απ’ όλα, για να καταδειχθεί ότι ο θρίαμβος του βιομηχανικού καπιταλισμού δεν ήταν ο καρπός μιας ελεύθερης και φυσιολογικής εξέλιξης. Κάθε άλλο…
Η Βρετανία της εποχής είναι μια χώρα στην οποία κυβερνούν οι μεγαλογαιοκτήμονες. Η ιστορική εξέλιξη της Αγγλίας ήταν όντως ιδιότυπη, συνδυάζοντας το φεουδαλισμό με την πρώιμη εμφάνιση του συγκεντρωτικού κράτους. Στην εξέλιξη αυτή δέσποζε βέβαια η Αγγλική Επανάσταση, η μεγάλη σύγκρουση της δεκαετίας του 1640 ανάμεσα στο Κοινοβούλιο και το Στέμμα. Ο οριστικός συμβιβασμός του 1688 -που η καθεστωτική ιστοριογραφία αυτάρεσκα ονομάτισε Ένδοξη Επανάσταση[2] – ρύθμισε τις λεπτομέρειες μιας νέας «κανονικότητας». Το Κοινοβούλιο των γαιοκτημόνων μοιράστηκε την εξουσία με το Στέμμα, ενώ η ανώτερη αριστοκρατία κατοχύρωσε τον δικό της εξουσιαστικό θεσμό, τη Βουλή των Λόρδων, ένα κληρονομικό σώμα που, έχοντας το δικαίωμα του βέτο, περιφρουρούσε άγρυπνα τα ιδιοτελή συμφέροντά της. Εκλογικά δικαιώματα είχαν μόνο οι κάτοχοι έγγειας ιδιοκτησίας, ορισμένου μεγέθους και αξίας.[3] Η εικόνα, σχετικά με το περιεχόμενο και τα όρια της «κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης», συμπληρώνεται από την ανισότητα των εκλογικών περιφερειών. Υπήρχαν π.χ. οι λεγόμενοι «σάπιοι δήμοι», περιφέρειες δηλαδή με ελάχιστους ή και καθόλου εκλογείς, με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες έδρες να είναι ισόβιο και κληρονομικό προνόμιο ή αντικείμενο απροκάλυπτης συναλλαγής ανάμεσα στις μεγάλες αρχοντικές οικογένειες.
Πίσω από την αριστοκρατία, ανώτερη και κατώτερη, ερχόταν η μεσαία τάξη, ένα μεγάλο μέρος της οποίας για πολλές δεκαετίες πλούτιζε ασύστολα, στηριγμένο στην εκρηκτική ανάπτυξη του εμπορίου, του οποίου η Βρετανία κατείχε σχεδόν το παγκόσμιο μονοπώλιο. Ο πλούτος ήταν το εφαλτήριο για την προσέγγιση και την συμπερίληψη σε μια υπεροπτική και καχύποπτη αριστοκρατία, ιδανικό για πολλά άτομα της κατηγορίας αυτής. Η υπό διαμόρφωση αστική τάξη συνδεόταν πολλαπλά με την αριστοκρατία από την αρχή της ιστορικής της παρουσίας. Αδιάψευστος μάρτυρας για τη σύνδεση αυτή είναι η ταχύτητα και η θέρμη με την οποία ενστερνίστηκε το Κοινοβούλιο των γαιοκτημόνων τα δόγματα του laissez-faire.
Οι φτωχοί εργαζόμενοι συνωθούνται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Το πλήθος, πειθήνιο κατά κανόνα αλλά κάποτε στασιαστικό και ταραχώδες, έχει και αυτό τη δική του δομή και συγκρότηση. Αρχιτεχνίτες και μικροεργοδότες, για τους οποίους η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας τους, σε αντιδιαστολή με υπηρέτες και περιπλανώμενους μεροκαματιάρηδες, αποτελεί μείζον πρόταγμα. Εργαζόμενοι σε «ευυπόληπτους» και «ανυπόληπτους» κλάδους, ανάλογα με το είδος και την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος. Τέτοιες διαφορές ταξινομούν και ιεραρχούν το πλήθος εκείνων που δούλευαν με τα χέρια τους, με τους αγρεργάτες, το πολυπληθέστερο τότε τμήμα των χειρωνάκτων να βρίσκονται στην υποδεέστερη θέση. Μέσα από το πλήθος αυτό ήταν οι τεχνίτες εκείνοι που πρωτοστάτησαν στη ριζοσπαστική κινητοποίηση
*******
Οι περιφράξεις, οι αυθαίρετες ιδιοποιήσεις κοινοτικών γαιών από τους γαιοκτήμονες, ήταν η περισσότερο χαρακτηριστική εκδήλωση της ταξικής κυριαρχίας στη Βρετανία εκείνης της εποχής. Η πρακτική αυτή μετρούσε ήδη αιώνες ζωής, περίπου από την εποχή που τα κέρδη από το εμπόριο του μαλλιού ανέδειξαν τη σημασία των βοσκότοπων και «έκαναν τα πρόβατα ανθρωποφάγα».[4] Οι περιφράξεις επεκτείνονταν ολοένα[5] με καταλυτικές οικονομικές κα κοινωνικές συνέπειες. Η γη βέβαια βελτιώθηκε και η παραγωγικότητα της αγροτικής οικονομίας αυξήθηκε, όπως διατυμπάνιζαν οι καθεστωτικοί απολογητές. Όμως οι παροικούντες φτωχοί χωρικοί έχαναν, μαζί με τις εστίες τους, την πρόσβαση σε απαραίτητα για την επιβίωσή τους μέσα, (ξυλεία, θηράματα, μικροί κήποι-πατατοχώραφα κ.λπ.) Ταυτόχρονα με τη μεγάλη συσσώρευση του πλούτου, εξαπλωνόταν η ακραία φτώχεια και εξαθλίωση. Η οργανωμένη φιλανθρωπία ήταν η μόνη απάντηση που είχε να δώσει αυτή η κοινωνία στο εκρηκτικό πρόβλημα.
Οι ενοριακές εισφορές υπέρ των φτωχών ήταν η βάση για το σύστημα Speenhamland που καθιερώθηκε το 1795 και φιλοδοξούσε να συμπληρώνει το εισόδημα των εξαθλιωμένων αγρεργατών μέχρι ένα κατώτατο επίπεδο εξασφάλισης της επιβίωσης. Το σύστημα αυτό, που ανάμεσα στα άλλα δέσμευε τους φτωχότερους στις ενορίες τους, δεν θεράπευε βέβαια τα βάσανα της εξαθλίωσης, εξυπηρετούσε όμως μια χαρά τους γαιοκτήμονες καθώς τους επέτρεπε να κρατούν σε εξευτελιστικά επίπεδα τους μισθούς.[6] Μόλις η αναδυόμενη αστική τάξη ένιωσε αρκετά ισχυρή ξεφορτώθηκε τις ενοχλητικές εισφορές. Με το νέο Νόμο περί Φτωχών του 1834 αντικατάστησε το αποτυχημένο σύστημα Speenhamland με τον εγκλεισμό των εξαθλιωμένων απόρων στα φριχτά ιδρύματα – φυλακές, τα διαβόητα φτωχοκομεία.
*******
Η θρησκεία και οι σχετικές μ’ αυτήν διαιρέσεις, είχαν, βέβαια, στη βρετανική κοινωνία της εποχής εξέχοντα ρόλο. Τον 16ο αιώνα ο Ερρίκος Η’ απέσπασε την Αγγλία από τον ρωμαιοκαθολικό κόσμο και επέβαλε την επίσημη Αγγλικανική Εκκλησία με επικεφαλής τον βασιλιά. Προφανώς, αυτός ο κρατικός θεσμός, με τους βουτηγμένους στον κομφορμισμό λειτουργούς του, δεν ήταν εύκολο να συγκινήσει τους πιστούς, πολύ περισσότερο να αισθανθεί και να εκφράσει τη διαμαρτυρία τους. Η διαμαρτυρία γρήγορα οδήγησε στη Διάσταση (Dissent) με την εμφάνιση πληθώρας θρησκευτικών ρευμάτων και σεκτών. Πρεσβυτεριανοί, καλβινιστές, βαπτιστές, κουάκεροι, ουνιτάριοι κ.λπ. κ.λπ. Η πανσπερμία αυτή γρήγορα εγκλωβίστηκε ανάμεσα στη δογματική απολίθωση και σε μια άνευρη και χλιαρή εκκοσμίκευση που δεν άγγιζε τα λαϊκά στρώματα. Το κενό ήρθε να καλύψει ο μεθοδισμός του John Wesley που, από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα και μετά, γνωρίζει αξιοσημείωτη εξάπλωση, στα λαϊκά κυρίως στρώματα, φτάνοντας να επηρεάζει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Ο E. P. Thomson, μαζί με πολλούς άλλους ιστορικούς και μελετητές, ασχολείται εκτενώς και σε βάθος με τη σύνθετη και άκρως αντιφατική επίδραση των θρησκευτικών ιδεών και των οργανωμένων σεκτών στον λαϊκό ριζοσπαστισμό και στο εμβρυικό εργατικό κίνημα. Καθώς δεν έλειπαν οι διακρίσεις και οι διώξεις σε βάρος όσων δεν ακολουθούσαν την επίσημη Εκκλησία στην Αγγλία εκείνη την εποχή, πολλές από τις σέκτες αυτές ήταν σχολεία θαρραλέας παρρησίας και ελευθεροφροσύνης Ξενίζει ίσως το γεγονός ότι ο Thomson συμπεριλαμβάνει ένα θρησκευτικό ανάγνωσμα, την Πορεία του Προσκυνητή του βαπτιστή Τζον Μπάνιαν στα θεμελιώδη κείμενα του αγγλικού εργατικού κινήματος, όμως το φυλλάδιο αυτό -στο οποίο ο «Χριστιανός» αντιπαρατίθεται με τον «Λόρδο Χλιδή», τον «Λόρδο Ακόλαστο» και τον «Λόρδο Φιλάργυρο», τυπικές φιγούρες της αριστοκρατίας, αλλά και με τους κυρίους «Ιδιοτελή», «Αποταμιευτή» και «Κοσμοκράτη», χαρακτηριστικούς εκφραστές της μεσαίας τάξης- βρισκόταν στα χέρια σχεδόν κάθε ριζοσπάστη τεχνίτη και μαθητευόμενου επί πολλά χρόνια.
Η αντιφατική επίδραση του μεθοδισμού συνιστά, από μόνη της, ξεχωριστό κεφάλαιο. Κάποιοί μελετητές τη θεώρησαν ως μια από τις βασικές αιτίες για το γεγονός ότι η Βρετανία δεν ακολούθησε τον επαναστατικό δρόμο της Γαλλίας τη δεδομένη ιστορική στιγμή, κάποιοι άλλοι την αναγνώρισαν ως τον κύριο φορέα της προτεσταντικής ηθικής στη Βρετανία. Η προαγωγή της υποτακτικότητας και της εγκράτειας, η κατάπνιξη κάθε στασιαστικής παρόρμησης ήταν μόνιμο μέλημα της μεθοδιστικής κατήχησης και τα κηρύγματα, μαζί βέβαια με τα εργοδοτικά πρόστιμα και την απειλή της λιμοκτονίας, συνέβαλαν σημαντικά στην εμπέδωση και την εσωτερίκευση της εργασιακής πειθαρχίας –το μεγάλο ζητούμενο στα πρώτα βήματα του εργοστασιακού συστήματος. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να αγνοηθεί η έμμεση, αθέλητη συμβολή του μεθοδισμού στη συγκρότηση του εκκολαπτόμενου εργατικού κινήματος. Η οργάνωση της μεθοδιστικής Εκκλησίας, ο προσανατολισμός της στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, η ανάδειξη ενός μεγάλου πλήθους λαϊκών ιεροκηρύκων –αρκετούς από τους οποίους θα συναντήσουμε στη συνέχεια στο ριζοσπαστικό κίνημα σε πολλούς και διαφορετικούς ρόλους- πάνω απ’ όλα η εμπέδωση της αυτοεκτίμησης ταυτόχρονα με το αίσθημα του συνανήκειν στη δεδομένη κοινότητα, όλα αυτά είναι βέβαια πολύ σημαντικά.
Απέναντι στις αντιφάσεις της θρησκευτικής επίδρασης, ο Thomson επιχειρεί την αντιδιαστολή ανάμεσα στη θρησκεία για τους φτωχούς και στη θρησκεία των φτωχών[7]. Ενδιαφέρουσα αφετηρία για τους μελετητές, όχι μόνο της θρησκείας αλλά και άλλων σύγχρονων εκφράσεων της μαζικής κουλτούρας.
*******
Ο πόλεμος και η καταστολή ήταν καθοριστικοί παράγοντες για το χαρακτήρα και την εξέλιξη της βρετανικής κοινωνίας της εποχής. Από το 1793 μέχρι το 1815, με μια βραχύβια ανάπαυλα, η Βρετανία βρίσκεται σε πόλεμο με την επαναστατική και στη συνέχεια τη ναπολεόντεια Γαλλία. Είχαν προηγηθεί ο Επταετής Πόλεμος (1755 – 1762) και ο πόλεμος της Αμερικάνικης Ανεξαρτησίας (1776 – 1783). Η βρετανική αυτοκρατορία διευρύνεται, η κυριαρχία στις θάλασσες του κόσμου και το μονοπώλιο του παγκόσμιου εμπορίου εδραιώνεται. Η αναδυόμενη αστική τάξη εξασφάλιζε ένα πραγματικό πακτωλό κρατικών παραγγελιών και επιχορηγήσεων. Στην άλλη πλευρά, ο διαρκής πόλεμος ήταν μια αστείρευτη πηγή δεινών για τα λαϊκά στρώματα. Μαζί με τους χαμένους και σακατεμένους στα πεδία των μαχών, οι συγκρούσεις έφερναν και τους αποκλεισμούς και τις κρίσεις, τα κύματα των φόρων και της ακρίβειας στα είδη πρώτης ανάγκης, τα κύματα της ανεργίας.
Το πολεμικό κλίμα, ιδίως ενάντια στην επαναστατική Γαλλία, ήταν βέβαια η μεγάλη μήτρα από την οποία ξεπηδούσε ο αυταρχισμός και η καταστολή, απέναντι σε κάθε στασιαστική κίνηση του πλήθους, κυρίως απέναντι στο ριζοσπαστικό κίνημα, τους Άγγλους γιακωβίνους.
Ένας στυγνός, πραγματικά αιμοσταγής ποινικός κώδικας περιφρουρούσε την καθεστηκυία τάξη, επισείοντας τη θανατική ποινή απέναντι σχεδόν σε κάθε προσβολή της ιδιοκτησίας, από τις μικροκλοπές μέχρι τον εμπρησμό μιας θημωνιάς από κάποιον αγανακτισμένο αγρεργάτη. Ομαδικά εκτελέστηκαν δεκάδες λουδίτες εργάτες. Η φοβερή κατηγορία της εσχάτης προδοσίας απειλούσε οποιονδήποτε εμπλέκονταν σε οτιδήποτε μπορούσε να εκληφθεί ως αντικαθεστωτική δράση. Ο Thomas Hardy ήταν ένας από εκείνους που σύρθηκαν σε δίκη αντιμέτωπος με την κατηγορία αυτή. Εκείνος γλίτωσε το ικρίωμα, σε αντίθεση με αρκετούς άλλους, όπως ο ιρλανδός συνταγματάρχης Despard, τo 1803 και αργότερα, σε καιρό ειρήνης, οι πρωτεργάτες της εξέγερσης του Pentrich και οι «συνωμότες της οδού Kato». Όπως επιγραμματικά σημειώνει ο Thomson:
Η εμπορική επέκταση, το κίνημα των περιφράξεων, τα πρώτα χρόνια της Βιομηχανικής Επανάστασης –όλα έλαβαν χώρα στη σκιά της αγχόνης[8]
Η ένταση της καταστολής δεν αποδίδεται βέβαια μόνο από τον αριθμό των εκτελέσεων. Τι σήμαινε άραγε, στις συνθήκες της εποχής, μια δεκατετραετής εξορία στην Αυστραλία ή μια «θητεία» στα φριχτά κάτεργα των καταναγκαστικών έργων;
Οργανωμένη Αστυνομία δεν υπήρξε στη Βρετανία πριν από τη «μεταρρυθμιστική» δεκαετία του 1830. Ο στρατός ήταν η κύρια δύναμη καταστολής -γι’ αυτό και η έντονη διαμαρτυρία απέναντι στη δημιουργία στρατώνων μέσα στις πόλεις. Την απουσία της Αστυνομίας κάλυπτε η εκτεταμένη στρατολόγηση πληροφοριοδοτών αλλά και προβοκατόρων, κάποιοι από τους οποίους κατάφεραν να κερδίσουν τη «διασημότητα», όπως ο σκοτεινός William Oliver, στην εξέγερση του Pentrich (1817). Το παρακράτος –με την κυριολεκτική σημασία- δε θα μπορούσε να μην αναδειχθεί μέσα στη συντονισμένη «εθνική προσπάθεια». Η τραμπούκικη, τρομοκρατική δράση του όχλου της «Παράταξης υπέρ της Εκκλησίας και του Βασιλιά» φέρνει στο μυαλό του Έλληνα αναγνώστη οικείες εικόνες από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Το ίδιο συμβαίνει με τη διαβόητη Yeomary, έφιππο σώμα «νομιμοφρόνων νοικοκυραίων», κορυφαία στιγμή της δράσης της οποίας ήταν το αιματοκύλισμα της μεγάλης, ειρηνικής, εργατικής διαδήλωσης που πέρασε στην ιστορία ως «εξέγερση του Peterloo», στο Μάντσεστερ (Αύγουστος 1819) με περισσότερους από δώδεκα νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.
Η τήρηση του νόμου ήταν υπόθεση του σώματος των ειρηνοδικών. Ο όρος είναι παραπλανητικός, αν του αποδοθεί η σημερινή σημασία. Στην ουσία ήταν εισαγγελείς, συχνά περιοδεύοντες, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την επιτήρηση του πλήθους και την άσκηση των διώξεων. Η συνδικαλιστική δράση κινείτο στο ημίφως, στα όρια της νομιμότητας, αφού οι Νόμοι περί Ενώσεων που ψηφίστηκαν το 1799 – 1800 καθιστούσαν παράνομη κάθε δράση που ξέφευγε από αυστηρά τοπικά πλαίσια. Στο ξεκίνημα της Βιομηχανικής Επανάστασης οι εργάτες δεν είχαν δικαίωμα ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης.
Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς σύγχρονων καθεστωτικών ιστορικών και κοινωνιολόγων, θα επιμείνουμε, στο τέλος αυτής της φευγαλέας ιστορικής ανασκόπησης, στο ότι η ελευθερία δεν παραστεκόταν στη βρεφική κλίνη του βιομηχανικού καπιταλισμού. Τα μηνύματα που έρχονταν από την άλλη πλευρά της Μάγχης προκαλούσαν τρόμο στους εκπροσώπους ενός καθεστώτος που συνδύαζε τον απαρχαιωμένο πατερναλισμό με τον αυταρχισμό και την καταστολή. Οι Άγγλοι γιακωβίνοι, που οι ιδέες τους ρίζωναν ολοένα μέσα στον κόσμο των τεχνητών και των οικοτεχνών υφαντών, είχαν να διανύσουν ένα μακρύ και δύσκολο δρόμο.
Αλλά δεν ξεκινούσαν από το μηδέν. Στην Αγγλία είχε υπάρξει μια Επανάσταση που, προδομένη από την ηγεσία της, είχε αφήσει το αποτύπωμά της, την ανάμνηση των levellers (ισοπεδωτών) και των diggers (σκαφτιάδων) στο λαϊκό φαντασιακό,[9] μαζί με τις έννοιες των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.
Η συνέχεια των παραδόσεων έχει κεντρική σημασία στην αντίληψη του E. P. Thomson, για τα κοινωνικά φαινόμενα και στο πλαίσιο αυτό μπορεί να φωτίσει την αντιφατική, διπλή όψη του αγγλικού συνταγματισμού, από τη μια τη νομιμοφροσύνη από την άλλη την περηφάνια και το διεκδικητισμό του εκ γενετής ελεύθερου Άγγλου. Ας δώσουμε στο σημείο αυτό το λόγο στον ίδιο τον Thomson:
Πίσω από το απατηλό πέπλο του πατριωτικού αυτοεπαίνου υπήρχαν άλλες, λιγότερο διακριτές, έννοιες τις οποίες η Γηραιά Διαφθορά ένιωθε υποχρεωμένη να εκθειάσει και οι οποίες όμως μακροπρόθεσμα επρόκειτο να αποβούν επικίνδυνες για την ίδια: η ελευθερία απέναντι στην απολυταρχία (η συνταγματική μοναρχία), η ελευθερία απέναντι στις αυθαίρετες συλλήψεις, η δίκη ενώπιον σώματος ενόρκων, η ισονομία, η ελευθερία της ιδιωτικής κατοικίας απέναντι στην εισβολή και την αυθαίρετη έρευνα, μια σχετική ελευθερία σκέψης, λόγου και συνείδησης, η δι΄ αντιπροσώπου συμμετοχή στην ελευθερία (ή σε κάποια μορφή της) την οποία εξασφάλιζαν το δικαίωμα κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, οι εκλογές και οι εκλογικές αντιδράσεις (μολονότι ο λαός δεν είχα δικαίωμα ψήφου είχε εντούτοις το δικαίωμα να κάνει πορείες, να ζητωκραυγάζει ή να γιουχάρει κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών) καθώς και η ελευθερία του ατόμου να μετακινείται, να εμπορεύεται και να πουλά την εργασία του Καμία από τις ελευθερίες αυτές δεν ήταν ασήμαντη∙ εκλαμβανόμενες δε ως σύνολο ενσάρκωναν και εξέφραζαν μια ηθική συνείδηση στην οποία ενίοτε συμμετείχε και η ίδια η εξουσία, υποχρεωμένη όμως πάντοτε σε ιδιαίτερη προσοχή.[10]
Η αγγλική εργατική τάξη λοιπόν αναδύεται και συγκροτείται μαχόμενη για την ελευθερία. Ήδη αυτό συνιστά ρήξη με την κυρίαρχη, γραμμική αντίληψη για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος σύμφωνα με την οποία προηγείται πάντοτε ο οικονομικός αγώνας, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις πολιτικές στοχεύσεις. Εκείνοι που έζησαν και έδρασαν πριν από την «εποχή της οικονομικοποίησης της πάλης και της εθνικοποίησης της εργατικής τάξης»[11] δεν είχαν στο μυαλό τους τέτοιους άκαμπτους διαχωρισμούς. Η Κοινοβουλευτική Μεταρρύθμιση ήταν η επαναστατική στόχευση των εργαζόμενων ανθρώπων που, μέσα από την εμπειρία τους, αντιλαμβάνονταν τη σημασία του αποκλεισμού τους από το πολιτικό σώμα, έβλεπαν τις πιο επιτακτικές διεκδικήσεις τους (π.χ. το αίτημα για κατώτατο μισθό) να απορρίπτονται από το Κοινοβούλιο των γαιοκτημόνων, τη στιγμή που γύρω τους μαίνονταν η καταιγίδα της Βιομηχανικής Επανάστασης, με τα λόγια του Καρλ Πολάνυι:
μιας εκπληκτικής βελτίωση των μέσων παραγωγής που συνοδευόταν από μια καταστροφική αποδιάρθρωση της ζωής των απλών ανθρώπων[12]
- II. Συζητώντας για το υποκείμενο του αγώνα της χειραφέτησης
Μέσα από τη μεγάλη ιστορική αφήγηση του E. P. Thomson λοιπόν, σκιαγραφούνται βασικές πλευρές του κοινωνικού Είναι της αγγλικής εργατικής τάξης του 19ου αιώνα. Το έργο, στην εποχή του, στη δεκαετία του 1960, συνιστά μια ρηξικέλευθη τομή απέναντι στον «παραδεδομένο» μαρξισμό. Ήδη στον Πρόλογο του ογκώδους βιβλίου του, ο συγγραφέας παίρνει θέση μάχης:
Είναι σήμερα ευρέως διαδεδομένος ο πειρασμός να αντιλαμβανόμαστε την τάξη ως «πράγμα». Δεν ήταν αυτός ο τρόπος που την αντιλαμβανόταν ο Μαρξ στα ιστορικά του κείμενα. Ωστόσο, το λάθος αυτό εντοπίζεται σε πολλά από τα μεταγενέστερα «μαρξιστικά» κείμενα. Αυτό το «πράγμα» το αντιλαμβάνονται πολλοί ως κάτι που έχει πραγματική υπόσταση, που μπορεί να οριστεί με τρόπο σχεδόν μαθηματικό. Δηλαδή ένα πλήθος ανθρώπων που διατηρούν ορισμένη σχέση με τα μέσα παραγωγής. Αν το σκεφτούμε έτσι, το πιθανότερο επόμενο βήμα είναι να ορίσουμε «ποια συνείδηση πρέπει να έχει αυτή η τάξη» (που σπανίως την έχει) και να αναρωτηθούμε αν έχει επίγνωση της θέσης της και των πραγματικών αναγκών της. Ωστόσο υπάρχει ένα πολιτισμικό εποικοδόμημα μέσα από το οποίο περνά και αναδύεται αυτή η επίγνωση, έστω με ανεπάρκειες. Από αυτές τις πολιτισμικές υστερήσεις και διαστρεβλώσεις, αν τις βλέπουμε ενοχλητικές, είναι εύκολο να καταλήξουμε σε μια θεωρία υποκατάστασης, από το κόμμα, τη σέχτα, το θεωρητικό, που αναδεικνύουν την ταξική συνείδηση, όχι όπως είναι, αλλά όπως θα έπρεπε να είναι[13]
Μια ακόμη επιγραμματική διασάφηση της διαφοροποίησής του θα δώσει ο Thomson σχολιάζοντας μια αποστροφή του νεαρού Engels, στο συγκινητικό και πολύτιμο έργο του 1844 Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία. Εκεί ο Engels αναφέρει:
Οι πρώτοι προλετάριοι ανήκαν στη βιομηχανία και γεννήθηκαν άμεσα από αυτήν […] Οι εργάτες των εργοστασίων, αυτοί οι πρωτότοκοι γιοί της Βιομηχανικής Επανάστασης, υπήρξαν από την αρχή και ως τις μέρες μας ο πυρήνας του εργατικού κινήματος[14]
Ιδού και το σχόλιο του Thomson:
Μπορεί κανείς να δει σχεδόν κάθε ριζοσπαστικό φαινόμενο της δεκαετίας του 1790 να δεκαπλασιάζεται μετά το 1815 […] και όσο θυμάται τη λαϊκή κινητοποίηση και τον εντυπωσιακό ρυθμό της αλλαγής στη βαμβακουργία είναι απλώς φυσικό να υποθέτει ότι ανάμεσα τους υπάρχει μια απλή σχέση αιτιότητας. Το βαμβακουργείο γίνεται αντιληπτό ως ο κύριος συντελεστής όχι μόνο της βιομηχανικής αλλά και της κοινωνικής επανάστασης μια και δεν παράγει μόνο περισσότερα αγαθά αλλά και το Εργατικό Κίνημα καθ’ εαυτό. […]
Δε θα έπρεπε όμως να θεωρήσουμε ότι υπήρχε μια αυτόματη ή άμεση αντιστοιχία ανάμεσα στη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης και τη δυναμική του κοινωνικού ή του πολιτιστικού βίου […] ο υπερτονισμός της σημασίας των υφαντουργείων μπορεί να μας οδηγήσει να υποτιμήσουμε τη συνέχεια των πολιτικών και πολιτισμικών παραδόσεων στο πλαίσιο της διαμόρφωσης των κοινοτήτων της εργατικής τάξης. Οι εργάτες της «φάμπρικας» όχι απλώς δεν ήταν οι «πρωτότοκοι γιοί της βιομηχανικής επανάστασης» αλλά, αντιθέτως, θα λέγαμε ότι ήταν οι «Βενιαμίν» της. Πολλές από τις ιδέες και τις μορφές οργάνωσης τους τις είχαν επινοήσει παλαιότερα εργάτες οικοτεχνίας […] Ο γιακωβινισμός, όπως είδαμε, άπλωσε τις βαθύτερες ρίζες του στους κύκλους των τεχνητών. Ο λουδισμός ήταν έργο ειδικευμένων εργατών σε μικρά εργαστήρια. Από το 1817 ως και το χαρτισμό οι οικιακοί εργάτες […] διαδραμάτισαν σε κάθε ριζοσπαστική κινητοποίηση ρόλο εξίσου σημαντικό με τους εργοστασιακούς εργάτες. Επίσης, σε πολλές πόλεις, ο πραγματικός πυρήνας από τον οποίο άντλησε ιδέες, οργανωτικότητα και ηγεσία το εργατικό κίνημα συνίστατο από υποδηματοποιούς, υφαντές, σαγματοποιούς και χαλινοποιούς, βιβλιοπώλες, τυπογράφους, οικοδόμους και μικρούς εμποροτεχνίτες […]
Η συγκρότηση της εργατικής τάξης αποτελεί γεγονός τόσο της πολιτικής και της πολιτισμικής όσο και της οικονομικής ιστορίας. Δεν επρόκειτο για αυθόρμητο γέννημα του εργοστασιακού συστήματος. Και ούτε επίσης θα έπρεπε να σκεφτούμε ότι υπήρχε μια «εξωτερική δύναμη» -η Βιομηχανική Επανάσταση- που ασκήθηκε σε ένα άμορφο, ακατέργαστο ανθρώπινο υλικό και παρήγαγε τελικά «μια νέα φυλή ανθρώπων». Οι μεταβολές των παραγωγικών σχέσεων και των εργασιακών συνθηκών […] επιβλήθηκαν στον «εκ γενετής ελεύθερο Άγγλο», όπως τον είχε αφήσει ο Παίην ή όπως τον είχαν διαπλάσει οι μεθοδιστές. Ο εργοστασιακός εργάτης ή ο καλτσοπλέκτης ήταν επίσης κληρονόμος του Μπάνιαν, παραδεδομένων δικαιωμάτων των χωρικών, αντιλήψεων περί ισότητας ενώπιον του νόμου, χειροτεχνικών και βιοτεχνικών παραδόσεων.. Υποβλήθηκε σε μαζική θρησκευτική κατήχηση και παράλληλα δημιούργησε νέες πολιτικές παραδόσεις. Στη συγκρότηση της εργατικής τάξης συνέβαλαν εξωτερικοί παράγοντες όσο όμως και η ίδια η εργατική τάξη[15]
Σίγουρα πρόκειται για μια εναλλακτική ταξική θεωρία. Θα λέγαμε ότι η τάξη αντιμετωπίζεται όχι τόσο ως κοινωνικό στρώμα αλλά περισσότερο ως δρώσα κοινωνική δύναμη. Η ταξισυνειδησία[16] δεν αντιδιαστέλεται στο κοινωνικό Είναι της τάξης, βρίσκεται στον πυρήνα του. Οι άνθρωποι δεν είναι παρακολουθήματα των μηχανών. Έρχονται δίπλα σ’ αυτές φέροντας μαζί τους τις παραδόσεις και τις πεποιθήσεις τους, τα αξιακά τους πρότυπα και τις πολιτικές απόψεις τους. Όλα τα παραπάνω, με τη μακρά ζωή τους, αποτελούν μια ενεργό βάση που θα υποδεχθεί και θα συνδιαμορφώσει τη νέα εμπειρία.
*******
Η αλλοτινή συνείδησή μας έχει ήδη εξεγερθεί, απέναντι στην «αντεπιστημονική, ιδεαλιστική παρέκκλιση». Ανεμίζει, πρώτο ανάμεσα σε πολλά άλλα, ένα από τα πιο διάσημα αποσπάσματα του Μαρξ, από τον περίφημο Πρόλογο στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, του 1859:
Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την παραγωγική της βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους μα αντίθετα το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συνείδησή τους[17]
Δεν είναι απλή υπόθεση η αναμέτρηση με την αλλοτινή συνείδηση. Αυτή επιβιώνει μέσα από εδραιωμένα αντανακλαστικά, σχήματα και δομές της σκέψης. Αντιστέκεται στην κριτική υπέρβαση, στηριγμένη στη δύναμη της συνήθειας αλλά και στην υγιή επιφυλακτικότητα, στη διαρκή έγνοια «μην πετάξουμε μαζί με τα απόνερα και το μωρό», στην επίγνωση –κατακτημένη μέσα από πικρές εμπειρίες- της αλήθειας πως «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός». Όμως αυτή η αναμέτρηση, θα λέγαμε η κριτική επανάκτηση του Μαρξ, είναι ένα από τα διαρκή καθήκοντα που κληροδότησε σε μας το δικό μας παρελθόν. Θα τολμήσουμε λοιπόν ορισμένες παρατηρήσεις, σχετικές με τον «τρόπο υποδοχής» της εναλλακτικής θεώρησης του Thomson από τα παραδεδομένα σχήματα της σκέψης μας.
Η πρώτη, αντανακλαστική θα λέγαμε, αντίδραση του παλιού μας εαυτού οδηγείται από τη μέριμνα της «υπεράσπισης του Μαρξ». Είναι πάντα εύκολο για τον «ειδικό» να βρει, μέσα στο τεράστιο έργο του Δασκάλου, πολυάριθμα αποσπάσματα που φαίνεται να μετριάζουν τον απόλυτο τόνο του προγραμματικού, διακηρυκτικού κειμένου του 1859 ή άλλων ανάλογων αποστροφών του. Έτσι η διαφορά στις οπτικές θα αμβλυνθεί, θα σχετικοποιηθεί και … όλα καλά. Πρόκειται όμως για μια άγονη συνήθεια και μέθοδο. Ο πλούτος και η δύναμη του μαρξικού έργου δε διασώζεται μέσω του σχολαστικισμού. Κι αυτό γιατί η συνεκτικότητα δεν είναι βασικό χαρακτηριστικό του. Η τεράστια προσπάθεια των κλασικών, αναπτυγμένη σε ένα ευρύτατο μέτωπο[18], να θεμελιώσουν σε σταθερές βάσεις το κομμουνιστικό, απελευθερωτικό εγχείρημα δεν είναι βέβαια απαλλαγμένη από αντιφάσεις. Με «ημιτελές εργοτάξιο υπό κατασκευή» παρομοιάζει το μαρξικό έργο ο Κοστάντσο Πρέβε στο τελευταίο βιβλίο του. Περισσότερο καθαρά θέτει το ζήτημα η διακεκριμένη μελετήτρια και φιλόσοφος Agnes Heller, σ’ ένα βιβλίο που γράφτηκε δεκαετίες πριν:
Όπως και κάθε άλλος σημαντικός στοχαστής έτσι κι αυτός αρνήθηκε να θυσιάσει στο βωμό της συνεκτικότητας την αναζήτηση της αλήθειας, προς ποικίλες κατευθύνσεις και μέσα από διαφορετικά μονοπάτια […] Η «αποκατάσταση» του Μαρξ σε ένα στοχαστή που διαμόρφωσε ένα συνεκτικό σύστημα σημαίνει την αφαίρεση της κύριας πηγής της μεγαλοσύνης του, την πυρετική και πολύπλευρη αναζήτηση της αλήθειας […] Το ζωντανό περιεχόμενο της μαρξικής σκέψης στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτή την ευφυή έλλειψη συνοχής. Γι’ αυτό το λόγο είναι πάντα δυνατό να τον ανακαλύπτουμε εκ νέου, γι’ αυτό το λόγο πολλά διαφορετικά κινήματα, που είναι όμως πάντα κοσμοϊστορικής σημασίας, μπορούν να θεωρούν τον Μαρξ πρόδρομό τους, «δικό τους».[19]
Παραπέρα, οφείλουμε πλέον να γνωρίζουμε ότι το εγχείρημα των κλασσικών ξετυλίγεται σε μια εποχή όπου ο θετικισμός, ως επιστημολογική φιλοσοφία, είναι απόλυτος κυρίαρχος του πνευματικού τοπίου. Το άρωμά του, με την αναζήτηση των «επιστημονικών νόμων», δε θα μπορούσε να μη διαπεράσει, σε διαφορετικό βαθμό ανά περίοδο και τομέα έρευνας, το έργο του Μαρξ και του Ένγκελς. Δεν απαλλασσόμαστε από την αλήθεια αυτή αντικαθιστώντας, στα γραπτά μας και στη σκέψη μας, τη λέξη νομοτέλεια με το δυνατότητα.
Περισσότερο σημαντική είναι, νομίζουμε, μια δεύτερη αδιαμφισβήτητη αλήθεια: Ακόμη ενόσω οι κλασικοί βρίσκονταν στην ζωή –και ασύγκριτα περισσότερο μετά το θάνατό τους- το έργο τους λειτούργησε ως κανονιστική αρχή και κριτήριο νομιμότητας των απόψεων μέσα σε πολύ ισχυρά και ιεραρχημένα εξουσιαστικά συστήματα –είτε πρόκειται για το γερμανικό SPD και τα υπόλοιπα εργατικά κόμματα της Β΄ Διεθνούς είτε -και πολύ περισσότερο- για τους μπολσεβίκους, το σοβιετικό κράτος και τα κομμουνιστικά κόμματα της Γ΄ Διεθνούς. Τα παραπάνω συνεπάγονται αναπόφευκτα μια διαδικασία «κωδικοποίησης» και «εκλαΐκευσης» που οπωσδήποτε τραυματίζουν το ανήσυχο, διαρκώς ανοιχτό στη διερώτηση πνεύμα των κλασικών. Εδώ ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της «αμέλειας» του Μαρξ σε ότι αφορά τη συστηματοποίηση της θεωρίας του[20] καθώς και της διάσημης αποστροφής του: Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν είμαι μαρξιστής.
Μετά τις κοινοτοπίες(;) αυτές, μπορούμε, νομίζω, να αντικρύσουμε ξανά τη διαφοροποίηση που από πολλούς έχει επισημανθεί, ανάμεσα στα οικονομικά – «επιστημονικά» και στα ιστορικά – πολιτικά έργα του Μαρξ, με τα δεύτερα να κρίνονται περισσότερο «ανοικτά» στην πολυμορφία, την αντιφατικότητα και την ενδεχομενικότητα της πραγματικής ιστορικής εξέλιξης[21]. Ο Stanley Aronowitz για παράδειγμα, Αμερικανός καθηγητής κοινωνιολογίας και βετεράνος πολιτικός ακτιβιστής, αναπτύσσοντας τη δική του ταξική θεωρία που από πολλές απόψεις προσεγγίζει την οπτική του Thomson, παραθέτει την κλασική ανάλυση του Μαρξ, στη 18η Μπρυμαίρ, σχετικά με την ταξική θέση και το ρόλο των Γάλλων μικρών αγροτών,. στα μέσα του 19ου αιώνα:
Οι μικροί χωρικοί αποτελούν μια τεράστια μάζα, που τα μέλη της ζουν κάτω από όμοιες συνθήκες, δίχως όμως να έρχονται μεταξύ τους σε πολλών ειδών σχέσεις. Ο τρόπος της παραγωγής απομονώνει τον ένα από τον άλλο, αντί να τους φέρει σε αμοιβαία επικοινωνία. Η απομόνωσή τους μεγαλώνει χάρη στα άσχημα συγκοινωνιακά μέσα της Γαλλίας και τη φτώχεια των αγροτών. Το παραγωγικό τους πεδίο, ο μικρός κλήρος, δεν επιτρέπει στην καλλιέργειά του κανένα καταμερισμό της εργασίας, καμιά εφαρμογή της επιστήμης και συνεπώς καμιά ποικιλία ανάπτυξης, καμιά διαφορά ταλέντων, κανένα πλούτο κοινωνικών σχέσεων. […] Εφόσον εκατομμύρια οικογένειες ζουν κάτω από οικονομικές συνθήκες ύπαρξης που ξεχωρίζουν τον τρόπο της ζωής τους, τα συμφέροντά τους και τη μόρφωσή τους από τον τρόπο της ζωής, τα συμφέροντα και τη μόρφωση των άλλων τάξεων και τις αντιπαραθέτουν εχθρικά σε αυτές, αποτελούν μια τάξη. Εφόσον όμως ανάμεσα στους μικρούς αγρότες υπάρχει μόνο μια τοπική συνάφεια και η ομοιότητα των συμφερόντων τους δε δημιουργεί καμιά κοινότητα, κανένα εθνικό σύνδεσμο και καμιά πολιτική οργάνωση, δεν αποτελούν τάξη. Γι’ αυτό είναι ανίκανοι να επιβάλουν εξ ονόματός τους τα ταξικά τους συμφέροντα […} Δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, πρέπει να αντιπροσωπεύονται από άλλους[22]
Ο Stanley Aronowitz επαναλαμβάνει επαυξάνοντας:
Η συγκρότηση τάξης απαιτεί να εισέρχονται οι άνθρωποι σε πολλών ειδών σχέσεις μεταξύ τους και να έχουν τα μέσα επικοινωνίας για να συγκροτήσουν μια «ενότητα» […]
Το κεντρικό κριτήριο για τη συγκρότηση τάξης είναι η δυνατότητα ενός κοινωνικού σχηματισμού ή ενός συνόλου σχηματισμών για αυτοοργάνωση και αυτοαντιπροσώπευση. Και πρέπει όχι μόνο να συμμερίζονται κοινά συμφέροντα αλλά και να έχουν δημιουργήσει μια δική τους κουλτούρα και κοινότητα.[23]
Η «πρόκληση» του Thomson δε θα μπορούσε βέβαια, στον καιρό της, να μείνει αναπάντητη από το στρατόπεδο του «παραδεδομένου μαρξισμού». Μια πλούσια και έντονη συζήτηση πυροδοτήθηκε, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία αλλά όχι μόνο σ’ αυτήν. Κορυφαία στιγμή της συζήτησης αυτής ήταν η έκδοση, το 1978, του βιβλίου του Thomson Η ένδεια της θεωρίας. Στόχος του συγγραφέα είναι βέβαια ο στρουκτουραλισμός και ο πατριάρχης του Luis Althusser[24] με τον εγκλωβισμό της ταξικής συγκρότησης στα δόκανα μιας άψυχης και ανιστορικής «δομής», μακριά από τη ζωντανή εμπειρία των υποκειμένων. Όπως παρατηρεί ο Thomson:
Εμπειρία και διάνοια/νόηση δεν είναι αντίθετα· η εμπειρία αναδύεται αυθόρμητα μέσα στο κοινωνικό Είναι αλλά δεν αναδύεται χωρίς σκέψη· αναδύεται επειδή άντρες και γυναίκες –και όχι μόνο φιλόσοφοι- είναι ορθολογικοί και σκέφτονται αυτό που συμβαίνει στους ίδιους και τον κόσμο τους […] Η εμπειρία είναι καθοριστική με την έννοια ότι πιέζει την υπάρχουσα κοινωνική συνείδηση, προτείνει νέα ερωτήματα και παρέχει μεγάλο μέρος του υλικού με το οποίο σχετίζονται οι πιο εκλεπτυσμένες διανοητικές ασκήσεις[25]
*******
Η αναμόχλευση παλαιών διαμαχών –στις οποίες μάλιστα δεν υπήρξε νικητής- δεν είναι βέβαια στις προθέσεις του σημειώματος αυτού. Κάθε αναδίφηση του παρελθόντος έχει αφετηρία και οδηγό τα αγωνιώδη προβλήματα-ερωτήματα του παρόντος. Στην περίπτωσή μας -ήδη αναφέρθηκε- το δεσπόζον ερώτημα αφορά στη δραματική απουσία, τουλάχιστον στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, από το ιστορικοκοινωνικό προσκήνιο, μιας γνήσιας και αποτελεσματικής ταξικής πολιτικής, από την πλευρά των υποτελών.
Η αποτυχία της βιομηχανικής εργατικής τάξης της Δύσης να εκπληρώσει την «ιστορική αποστολή» που της είχε χρεώσει ο μαρξισμός δίνει τη βάση για ένα ευρύ φάσμα αναζητήσεων, απόψεων και στάσεων. Εκείνοι που δεν δέχονται την αναγγελία περί «τέλους της Ιστορίας» βρίσκονται αντιμέτωποι με πολλά προβλήματα, το πρώτο από τα οποία είναι να αντικρίσουν κατάματα την ήττα. Δεν είναι απλό και δεν είναι πολλοί οι μαρξιστές διανοούμενοι που έχουν το θάρρος να μιλήσουν με καθαρά λόγια, σαν αυτά του Γιώργου Ρούση:
Εκείνο που με ώθησε να καταπιαστώ με το θέμα τούτης της μελέτης είναι η απογοήτευσή μου από τη στάση της εργατικής τάξης απέναντι στη δομική κρίση του καπιταλισμού που βιώνουμε, δηλαδή εκείνης της τάξης της οποίας ο ρόλος, ως κοινωνικού υποκειμένου της χειραφέτησης, θεωρείται δεδομένος για κάθε κομμουνιστή.
Να όμως που όσοι ανήκουν στην εργατική τάξη, στην καλύτερη περίπτωση, εκείνο που κατ’ εξοχήν επιδιώκουν, στην πλειονότητά τους, είναι να ανέλθουν κοινωνικά στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος και όχι να το ανατρέψουν.
Η καλύτερη απόδειξη αυτής της τάσης ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης είναι το γεγονός ότι, ενώ αυτή αποτελεί την πλειονότητα του πληθυσμού των αναπτυγμένων –ή με μέσο επίπεδο ανάπτυξης- καπιταλιστικών χωρών, σε αυτές τις χώρες πλειοψηφούν τα αστικά κόμματα, κι ακόμη χειρότερα ενισχύεται η ακροδεξιά, ενώ παράλληλα τα πολιτικά υποκείμενα που, υποτίθεται ότι, εκπροσωπούν την εργατική τάξη, συνήθως είναι και αυτά πλήρως ενσωματωμένα στο κυρίαρχο σύστημα.
Και όταν υπάρξει κάποιο αυθόρμητο ξέσπασμα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στρέφεται κατά του κυρίαρχου συστήματος αυτό ξεφουσκώνει σαν πλαστικό μπαλόνι δίχως να πλήξει το αστικό καθεστώς[26]
Η απογοήτευση είναι βέβαια ένα αρνητικό συναίσθημα, πολύ περισσότερο όταν το αντικείμενό της δεν ευθύνεται καθόλου για τις προσδοκίες που, ερήμην του, επενδύθηκαν σ’ αυτό. Πιο σοβαρά όμως γίνονται τα πράγματα όταν η έκβαση ταξικών αγώνων που διήρκεσαν ενάμισι αιώνα εμφανίζεται ως προκαθορισμένη, εξ αρχής δεδομένη. Έτσι ο αξέχαστος Κοστάντσο Πρέβε αποφαίνεται:
μια κοινωνική τάξη [το βιομηχανικό προλεταριάτο] ικανή σίγουρα για συνδικαλιστική και πολιτική οργάνωση και αντίσταση στην απόσπαση υπεραξίας αλλά ιστορικά ανίκανη […] για δομική υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής[27]
Το μεγάλο πρόβλημα σε μια τέτοια διατύπωση δεν είναι ότι θα μπορούσε να εκληφθεί ως απολογητική του παρόντος, είναι ότι αντικειμενικά ωθεί στην αναζήτηση άλλου ή άλλων συλλογικών υποκειμένων που, από την a priori δεδομένη θέση τους στην κοινωνική δομή, έχουν τη δυνατότητα να πετύχουν αυτό που το βιομηχανικό προλεταριάτο δεν κατάφερε, να λειτουργήσουν δηλαδή ως «καθολικές τάξεις» που απελευθερώνοντας τον εαυτό τους θα απελευθερώσουν ταυτόχρονα όλη την κοινωνία από την αδικία, την ανελευθερία και την αλλοτρίωση.
Oι Antonio Negri και Michael Hardt οδηγούν την αναζήτηση αυτή στην ανάδειξη της έννοιας του Πλήθους[28], ως αναδυόμενης εναλλακτικής στην παγκοσμιοποιημένη αυτοκρατορική κυριαρχία της εποχής μας. Ήδη στον Πρόλογο του βιβλίου οι συγγραφείς σημειώνουν:
Το πλήθος θα μπορούσε να εννοηθεί ως δίκτυο: ένα ανοικτό και επεκτεινόμενο δίκτυο στο οποίο όλες οι διαφορές μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα και ισότιμα, ένα δίκτυο που παρέχει τα μέσα ώστε να μπορούμε να εργαζόμαστε και να ζούμε από κοινού.
[…] πρέπει να διακρίνουμε σε εννοιολογικό επίπεδο το πλήθος από άλλες έννοιες κοινωνικών υποκειμένων, όπως το λαό, τις μάζες και την εργατική τάξη. […] Το πλήθος είναι πολλαπλό, συντίθεται από αναρίθμητες εσωτερικές διαφορές οι οποίες δεν μπορούν ποτέ να αναχθούν σε μια ενότητα ή σε μια μόνο ταυτότητα -διαφορετικούς πολιτισμούς, φυλές, εθνότητες, φύλα, και σεξουαλικούς προσανατολισμούς, διαφορετικές μορφές εργασίας, διαφορετικούς τρόπους ζωής, διαφορετικές θεωρήσεις του κόσμου και διαφορετικές επιθυμίες. Το πλήθος είναι μια πολλαπλότητα όλων αυτών των μεμονωμένων διαφορών […]
Τέλος […] η έννοια της εργατικής τάξης έχει καταλήξει να χρησιμοποιείται ως έννοια αποκλεισμού […] Στην ευρύτερη χρήση της η εργατική τάξη [ως έννοια] αναφέρεται σε όλους τους μισθωτούς εργαζόμενους, διαχωρίζοντας τους από τους φτωχούς, από τους άμισθους οικιακούς εργαζόμενους και από όλους τους άλλους που δεν παίρνουν μισθό.
Μια τέτοια εμπειρική – κοινωνιολογική περιγραφή αναπόφευκτα οδηγεί στη συσχέτιση της έννοιας του πλήθους με τις βιωμένες συνθήκες ύπαρξης στις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Σχηματοποιώντας και απλουστεύοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το αποφασιστικό σημείο στη διαδικασία σταθεροποίησης της καπιταλιστικής κυριαρχίας είναι η διάβρωση και αποσύνθεση των συλλογικών ταυτοτήτων, πρώτα απ’ όλα της εργατικής ταυτότητας, η εικόνα των «ρευστών τοπίων» στον κόσμο των υποτελών. Η διαλεκτική υπέρβαση αυτής της ρευστότητας, η ανάδυση και η κατίσχυση των απελευθερωτικών προταγμάτων που θα εδραιώσουν και θα παγιώσουν τις συνακόλουθες κοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές, είναι το μεγάλο ζητούμενο κάθε απελευθερωτικής στρατηγικής.
Ποια όμως θα είναι η κεντρική κοινωνική φιγούρα μιας τέτοιας στρατηγικής; Οι Negri και Hardt, στο όνομα της «ισότιμης συμπερίληψης», αποφεύγουν να κατονομάσουν το διάδοχο του βιομηχανικού εργάτη. Η φιγούρα του όμως διαγράφεται καθαρά στον πρόλογο του βιβλίου τους:
[Η έννοια του Πλήθους] προσπαθεί να συλλάβει τη σημασία των πρόσφατων αλλαγών στην παγκόσμια οικονομία: από τη μια μεριά, η βιομηχανική εργατική τάξη έχει πάψει να διαδραματίζει ηγεμονικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, μολονότι αριθμητικά δεν έχει μειωθεί σε παγκόσμια κλίμακα∙ από την άλλη, σήμερα η παραγωγή δεν πρέπει απλώς να νοείται με οικονομικούς όρους, αλλά πιο γενικά ως κοινωνική παραγωγή –όχι μόνο ως παραγωγή υλικών αγαθών, αλλά και ως παραγωγή επικοινωνιών, σχέσεων και μορφών ζωής. Το πλήθος επομένως απαρτίζεται δυνητικά από όλες τις ετερόκλητες μορφές κοινωνικής παραγωγής. Για μια ακόμη φορά, ένα διασκορπισμένο δίκτυο, όπως το Ίντερνετ, συνιστά μια καλή αρχική εικόνα.
Είναι λοιπόν ο «ψηφιακός εργαζόμενος» της άυλης παγκοσμιοποιημένης παραγωγής εκείνος που παραλαμβάνει το «χρίσμα» του πρωταγωνιστή της κοινωνικής απελευθέρωσης, συμπεραίνουμε αναλύοντας τις αλλαγές στη διαδικασία της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Το πρόβλημα, σε μια τέτοια προσέγγιση, δε βρίσκεται στα καταληκτικά συμπεράσματά της, αλλά στη βάση στην οποία αυτή στηρίζεται, στην ανάλυση δηλαδή των δομικών χαρακτηριστικών της σύγχρονης παραγωγικής διαδικασίας, ακριβώς όπως έκανε και η παραδεδομένη μαρξιστική οπτική, σ’ όλες τις παραλλαγές της, Όμως τα συλλογικά κοινωνικά υποκείμενα δε συγκροτούνται αυτόματα στο έδαφος μιας οικονομικής δομής. Παρεμβάλλεται η κρίσιμη διαμεσολάβηση του κοινωνικοπολιτικού αγώνα, στον οποίο οι άνθρωποι συμμετέχουν φέροντας τις αξίες και τις εμπειρίες τους. Οι αγώνες συγκροτούν τις τάξεις -και ενίοτε τις αποδιαρθρώνουν.
Οι Negri και Hardt αντιλαμβάνονται βέβαια την αλήθεια αυτή. Στο βιβλίο τους παρουσιάζουν το Σχέδιο του Πλήθους, με κεντρικό άξονα τη διεκδίκηση – πραγμάτωση της παγκόσμιας Δημοκρατίας. Όμως η εικόνα θολώνει μέσα στη συνολική θεώρηση των συγγραφέων για το αποκεντρωμένο, απεθνικοποιημένο σύστημα της αυτοκρατορικής κυριαρχίας. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Σταύρος Τομπάζος:
Πώς να τα βάλει κανείς με απρόσωπα και ακέφαλα δίκτυα, γυρνώντας την πλάτη στους πολιτικούς ρυθμούς, περιοδικότητες και επικαιρότητες που ακόμη καθορίζονται κυρίως σε εθνικό επίπεδο: εκλογικές αναμετρήσεις, κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις, κυβερνητικές αποφάσεις, κομματικές διαμάχες κ.λπ.;[29]
Σε ποια μέτωπα λοιπόν θα διεξαχθούν οι μεγάλες αυριανές συγκρούσεις; Θα εξακολουθήσει η αλλοτριωμένη, μισθωτή εργασία να είναι ο κεντρικός άξονας των συγκρούσεων αυτών; Κανείς, νομίζουμε, δεν μπορεί σήμερα να απαντήσει με σιγουριά στα ερωτήματα αυτά. Ίσως τα προβλήματα της οικολογικής καταστροφής, της ειρήνης, της μετανάστευσης, της κρατικής βίας ή κάποια άλλα αναδειχτούν σε κεντρικά πεδία αγώνων για τη συγκρότηση ταυτότητας και τάξης. Ίσως, σε μια τέτοια προοπτική, προσεγγίσεις όπως αυτή του Πλήθους, αποδειχθούν ιδιαίτερα γόνιμες. Ίδωμεν…
Για την ώρα πάντως και σε σχέση με την έννοια αυτή, θα παρατηρούσαμε ότι, όπως ακριβώς συμβαίνει με την εικόνα της εργατικής τάξης στο συλλογικό φαντασιακό της μαρξιστικής Αριστεράς, όσο ευρύτερο και συμπεριληπτικό είναι το πεδίο αναφοράς τόσο λιγότερα πράγματα, πέρα από αφόρητες κοινοτοπίες, έχουμε να πούμε γι’ αυτό.
*******
Σε κάθε περίπτωση η μεγάλη ιστορική αφήγηση του Thomson προσφέρει τη ζωντανή περιγραφή μιας συνθετικής διαδικασίας συγκρότησης ταυτότητας. Μέσα από ένα σχετικά άμορφο και ρευστό πλήθος χειρώνακτων μεροκαματιάρηδων -θυμίζει λίγο το σύγχρονο πρεκαριάτο;- αναδύεται ο νέος ταξικός σχηματισμός. Ο «χοντρός λαός», ξεπερνώντας τις «υποπολιτικές στάσεις» του, που ο Thomson περιγράφει ως μίγμα συνιστάμενο «από δεισιδαιμονία, παθητική θρησκεία, προκατάληψη και πατριωτισμό»[30] κατακτά μια αντίληψη περί κοινότητας συμφερόντων, μια συγκροτημένη μορφή ταξικής συνείδησης. Μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας είναι, πιστεύουμε, μια ανάλογη συνθετική, ταυτοποιητική διαδικασία.
Αξίζει λοιπόν τον κόπο να επικεντρώσουμε σε κάποια ιδιαίτερες πλευρές της διαδικασίας συγκρότησης της τάξης, όπως δίνεται από τον Thomson, που έχουν μια γενικότερη και επίκαιρη σημασία.
«Στη συγκρότηση της εργατικής τάξης συνέβαλαν τόσο εξωτερικοί παράγοντες όσο όμως και η ίδια η εργατική τάξη»[31] Στους «εξωτερικούς παράγοντές» θα πρέπει βέβαια να συμπεριλάβουμε -μαζί με τη Βιομηχανική Επανάσταση και το εργοστασιακό σύστημα- την καταλυτική επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και τη δράση και τα γραπτά ανθρώπων όπως ο Thomas Paine ή ο William Cobbett,[32] που δεν ήταν βέβαια εργάτες.
Η επίδραση του Paine στο αγγλικό ριζοσπαστικό και στο αναδυόμενο εργατικό κίνημα ήταν ιδιαίτερα σημαντική, κυρίως μέσα από τα Δικαιώματα του ανθρώπου (1791 – 1792)[33] και μάλιστα από το δεύτερο μέρος του έργου, στο οποίο ο συγγραφέας προσπαθεί να σκιαγραφήσει το κοινωνικό περιεχόμενο μιας λαοκρατικής δημοκρατίας. Τα Δικαιώματα του ανθρώπου, σε μια φτηνή έκδοση που κόστιζε έξι πένες, είχαν πλατύτατη διάδοση στον κόσμο των τεχνητών και των χειρωνάκτων,[34] ενώ πάμπολλες φορές ομοιώματα του Paine πυρπολήθηκαν σε παρακρατικές συγκεντρώσεις του όχλου της Παράταξης υπέρ της Εκκλησίας και του Βασιλιά. Ο Thomson σημειώνει χαρακτηριστικά:
Η ευαισθησία της βικτωριανής μεσαίας τάξης γεννήθηκε, κατά τη δεκαετία του 1790, από την τρομοκρατημένη κατώτερη αριστοκρατία, που είχε δει εργάτες ορυχείων, κεραμοποιούς και μαχαιροποιούς να διαβάζουν τα Δικαιώματα του ανθρώπου.[35]
Τα παραπάνω ανακαλούν βέβαια στη σκέψη μας τη συζήτηση περί εισαγωγής της ταξικής συνείδησης στο εργατικό κίνημα απ’ έξω, από την επαναστατική διανόηση. Είναι βέβαια μεγάλη και αναμφισβήτητη η συμβολή ανθρώπων όπως οι αναφερθέντες -δεν είναι οι μόνοι- όμως δε νομίζουμε ότι, στη ρευστή και μεταβατική εποχή στην οποία αναφερόμαστε, οι όροι «από μέσα» και «απ’ έξω» αποδίδουν σωστά την πραγματικότητα. Η σχέση των διανοουμένων – αγωνιστών εκείνων με το εργατικό κίνημα ήταν σχέση συμπόρευσης και συμπερίληψης και όχι φωτισμένου οδηγού προς αδαείς.
Η βιωμένη εμπειρία είναι το νήμα με το οποίο πλέκει τη συλλογιστική και την επιχειρηματολογία του ο E. P. Thomson, είτε πρόκειται για τη φύση και τη διάταξη των αντιμαχόμενων κοινωνικών δυνάμεων, το χαρακτήρα του μεταξύ τους αγώνα είτε αφορά την ιστορική αποτίμηση της δεδομένης περιόδου.
Η πρώτη πλευρά αφορά βέβαια την ανάδυση της ταξικής συνείδησης, όπως αυτή προκύπτει από τη γενίκευση και αφομοίωση της συλλογικής εμπειρίας από τα δρώντα υποκείμενα, τους τεχνίτες και μαθητευόμενους, τους οικοτέχνες της υφαντουργίας, τους εργάτες των ορυχείων, τους αγρεργάτες, τους πρώτους εργοστασιακούς εργάτες. Για ακόμη μια φορά, να τονίσουμε ότι δεν πρόκειται για μια αυτόματη και παθητική αντιστοίχιση. Διαμεσολαβεί το αξιακό σύστημα, διαμορφωμένο μέσα από τη συνέχεια των παραδόσεων, τους κώδικες των εθίμων και τις αρχές της ηθικής οικονομίας. Σε αυτήν τη βάση οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις πεποιθήσεις τους και δίνουν τους αγώνες για τη ζωή τους, μέσα σε μια πνιγηρή πνευματική ατμόσφαιρα, όπου κυριαρχούν τα δόγματα του laissez-faire, του μαλθουσιανισμού και του ωφελιμισμού.[36]
Η δεύτερη πλευρά, αυτή που αφορά τις αποτιμήσεις και αξιολογήσεις των μεταγενεστέρων για την εποχή, σχετίζεται με την περίφημη διαμάχη για το βιοτικό επίπεδο που έλαβε χώρα μεταξύ των ιστορικών, στα χρόνια του Thomson. Το θέμα, που φαντάζει εντελώς σημερινό, ήταν η άποψη που πρόβαλε μια ομάδα ιστορικών, με επικεφαλής τον διάσημο πατριάρχη του νεοφιλελευθερισμού Friedrich Hayek, σύμφωνα με την οποία, η περίοδος της πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν περίοδος ανόδου του βιοτικού επιπέδου και βελτίωσης των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης. Η άποψη αυτή, της οποίας η ιδεολογική στόχευση είναι βέβαια προφανής, στηρίχθηκε στη βάση ενός όγκου από στατιστικά στοιχεία η επεξεργασία των οποίων υποκρύπτει πλήθος λαθροχειρίες που υπομονετικά αποκαλύπτει ο Thomson, ο οποίος όμως γρήγορα θα προχωρήσει στην ουσία της υπόθεσης:
Κάθε αξιολόγηση της ποιότητας της ζωής προϋποθέτει μια αποτίμηση του συνόλου της βιωμένης εμπειρίας, των πολλαπλών ικανοποιήσεων ή στερήσεων –πολιτισμικών όσο και υλικών- των σχετικών ανθρώπων. Ακριβώς από αυτήν τη σκοπιά οφείλουμε να δεχθούμε την παλιά «καταστροφική» άποψη για τη Βιομηχανική Επανάσταση. Κατά τη διάρκεια των ετών μεταξύ 1780 και 1840 ο βρετανικός λαός έζησε μια έντονη εμπειρία απαθλίωσης, έστω και αν, στατιστικά, είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς και για μια μικρή βελτίωση των υλικών συνθηκών. […]
Η εμπειρία αυτή της απαθλίωσης προσέλαβε εκατό διαφορετικές μορφές: για τον αγρεργάτη σήμαινε την απώλεια των κοινοτικών δικαιωμάτων και των καταλοίπων της δημοκρατίας του χωριού· για τον τεχνίτη την απώλεια της κοινωνικής θέσης του· για τον υφαντή την απώλεια της ανεξαρτησίας του και των βιοτικών πόρων του· για το παιδί την απώλεια της δραστηριότητας και του παιχνιδιού στο σπίτι· για τις πολυάριθμες ομάδες εργατών, των οποίων τα πραγματικά έσοδα αυξήθηκαν, την απώλεια της εργασιακής ασφάλειας και της ψυχαγωγίας καθώς και την υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος. «Έχουν χάσει θαρρείς τη ζωντάνια τους […] έχουν καταντήσει ένα άσχημο, ανικανοποίητο, δυστυχισμένο, ανήσυχο και ενδεές πλήθος, χωρίς υγεία, κέφι και χαρά» [σημείωνε ένας σύγχρονος παρατηρητής][37]
Είναι λοιπόν αυτή η «εμπειρία της απαθλίωσης» που καθορίζει τη στάση του κριτικού στοχαστή, απέναντι σε μια εποχή κοσμοϊστορικών αλλαγών. Και είναι αυτή η στάση η περισσότερο αιχμηρή και οξυδερκής κριτική στην αποθέωση της εξελικτικής προόδου, που βρίσκεται στην καρδιά κάθε αστικής απολογητικής.
Μπορούμε τώρα να περάσουμε στην ανάδειξη της περισσότερο χαρακτηριστικής, της περισσότερο δραματικής έκφρασης των εργατικών αντιστάσεων στην προέλαση της Βιομηχανικής Επανάστασης.
ΙΙΙ. Με τον Στρατηγό Ludd[38]…
MEWC, σελ. 195
Θέλω να διασώσω το φτωχό καλτσοπλέκτη, το λουδίτη κόπτη υφασμάτων, τον υφαντή με τον «ξεπερασμένο» χειροκίνητο αργαλειό, τον «ουτοπιστή» τεχνίτη […] από την τρομερή υπεροψία των μεταγενεστέρων.[39]
«Τρομερή υπεροψία»… Μέσα στην κραυγαλέα συγκαταβατικότητα δύσκολα αποκρύπτεται η μομφή και το αρνητικό πρόσημο που θέτουν οι «μεταγενέστεροι» στους λουδίτες και το λουδισμό. Στην παραδεδομένη μαρξιστική διδασκαλία οι δύο όροι δηλώνουν σαφώς την ανωριμότητα και την άγνοια εκείνων των εργατών που θεωρούσαν τις μηχανές υπεύθυνες για τα δεινά τους. Στις συζητήσεις τις σχετικές με την Τεχνολογία, «λουδισμός» σημαίνει φοβία και οπισθοδρομικότητα και συχνά ακούμε καλοπροαίρετους ανθρώπους να βεβαιώνουν ότι «δεν είναι λουδίτες». Στα «εκλαϊκευτικά» ιστορικά ένθετα του Τύπου, τα πράγματα απλοποιούνται: Λουδίτες: οι «μπαχαλάκηδες» του Νότιγχαμ[40] είναι ένας περιεκτικός τίτλος.
Ας επιχειρήσουμε λοιπόν την αναγκαία αποκατάσταση. Ξεκινάμε με δυο προκαταρκτικές παρατηρήσεις.
Η καταστροφή μηχανών δεν ήταν κάτι εντελώς νέο στην Αγγλία της εποχής, ούτε κάτι ξένο στα έθιμα και στις αρχές που ρύθμιζαν τις σχέσεις εργασίας στο πλαίσιο της ηθικής οικονομίας. Μάλιστα η ίδια η πατερναλιστική νομοθεσία των παλαιών βασιλιάδων, των τελευταίων Τυδώρ και των πρώτων Στιούαρτ απαγόρευε τη χρήση κάποιων μηχανών που στερούσε τη δουλειά από τους εργάτες ή οδηγούσε στην παραγωγή κακής ποιότητας εμπορευμάτων. Τώρα όμως, στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα, τα πράγματα είναι διαφορετικά…
Η δεύτερη παρατήρηση σχετίζεται με τον χρόνο εκδήλωσης της εξέγερσης. Με τα λόγια του Thomson:
Το 1812 ο πόλεμος συνεχίζονταν για είκοσι σχεδόν χρόνια –με μια μονοετή διακοπή. Οι άνθρωποί του λαού είχαν ελάχιστες αστικές ελευθερίες και ανύπαρκτες συνδικαλιστικές. […] Η κοινωνική θέση και το βιοτικό επίπεδο των υφαντών είχαν υποστεί ολέθρια υποβάθμιση. Οι άνθρωποι του λαού μαστίζονταν τόσο πολύ από την πείνα, ώστε ήταν έτοιμοι να ριψοκινδυνεύσουν την ίδια τους τη ζωή για να αναποδογυρίσουν ένα καρότσι με πατάτες.[41]
Όμως, για την αποτίμηση της λουδίτικης εξέγερσης, εκείνο που έχει πρωταρχική σημασία είναι η αναγνώριση του χαρακτήρα του κινήματος.
Στόχος των λουδιτών δεν ήταν απλά οι μηχανές. Πίσω από αυτές στεκόταν το εργοστασιακό σύστημα και όλα όσα αυτό έφερνε μαζί του.
Οι λουδίτες ήταν υφαντουργοί, οικοτέχνες ή απασχολούμενοι σε μικρά εργαστήρια, στα βιομηχανικά χωριά της βόρειας και της μέσης Αγγλίας. Στα μάτια των ανθρώπων αυτών, το εργοστάσιο και ο εγκλεισμός τους σε αυτό αντιπροσώπευαν –καθόλου άδικα- μια αφόρητη υποβάθμιση της θέσης τους, μια καταστροφική ανατροπή των θεμελίων της ύπαρξής τους.
Η απώλεια της ανεξαρτησίας και της περηφάνιας της «μαστοριάς», η υποταγή στην πειθαρχία της μηχανής και του ρολογιού κάτω από το άγρυπνο μάτι του επιστάτη και τη δαμόκλεια σπάθη των προστίμων, όλα αυτά δεν ήταν πράγματα που θα μπορούσαν να αποδεχτούν. Ο Kirkpartck Sale αποδίδει την αντίθεσή τους με περιεκτικό τρόπο:
Το να «κουρεύει» κανείς μάλλινα υφάσματα με τεράστια ψαλίδια χειρός ήταν σίγουρα μια ιδιαίτερα επίπονη εργασία που η φινιριστική μηχανή θα μπορούσε να «βγάλει», σχεδόν το ίδιο καλά, με πολύ λιγότερο ανθρώπινο μόχθο και σε πολύ μικρότερο χρόνο. Ίσως οι κουρευτές να είχαν καλοδεχτεί ένα τόσο ανακουφιστικό εργαλείο αν αυτό δεν κουβαλούσε την ενσωματωμένη ιστορία του. Όμως ήξεραν –και έγιναν λουδίτες ακριβώς επειδή ήξεραν- τι θα έπρεπε να απαρνηθούν, αν αποδέχονταν μια τέτοια τεχνολογία: τη συντροφικότητα του φινιριστικού εργαστηρίου, με το χαλαρό του ωράριο, τα διαλείμματα για μπύρα, τις χαλαρές συζητήσεις και την περηφάνια για τη μαστοριά τους. Όλα αυτά θα έπρεπε να τα ανταλλάξουν με τη δουλικότητα του εργοστασίου, με την πειθαρχία, την ιεραρχία και τον έλεγχο, με την απαλοιφή των δεξιοτήτων τους.[42]
Η δυναμική εργατική αντίσταση στην προλεταριοποίηση –πόσο ανοίκεια ακούγεται αυτό στο πλαίσιο της παραδεδομένης μαρξιστικής κοσμοαντίληψης!- ήταν η ουσία και το περιεχόμενο της λουδίτικης εξέγερσης.
Οι «μπαχαλάκηδες του Νότιγχαμ» λοιπόν καθόλου δεν ήταν εκείνο που ο χαρακτηρισμός υπονοεί. Όχι μόνο εξαιτίας της επιμέλειας και της οργανωτικότητας που επέδειξαν στις καταδρομές τους. Δίνουμε ξανά το λόγο στον E. P. Thomson:
Αν προσεγγίσουμε το λουδισμό ως κίνημα του ίδιου του λαού θα εντυπωσιαστούμε όχι από την «οπισθοδρομικότητά» του αλλά από την ωριμότητά του […] Μπορούμε να δούμε το λουδισμό ως έκφραση μιας εργατικής κουλτούρας πολύ πιο ανεξάρτητης και σύνθετης από οποιαδήποτε άλλη κατά το 18ο αιώνα.[43]
Ας σκιαγραφήσουμε λοιπόν τα βασικά χαρακτηριστικά του κινήματος, όπως προβάλλουν μέσα από το έργο του Thomson.
Γεννημένος μέσα στις κοινότητες των υφαντών, ο λουδισμός στηρίχθηκε στην υποστήριξη αυτών των κοινοτήτων. Οι Αρχές χρειάστηκε να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες και να υποσχεθούν πολλά χρήματα ως αμοιβές, για να βρουν λίγους πληροφοριοδότες. Ο κοινοτικός χαρακτήρας του κινήματος αποτυπώνεται καθαρά στις πρακτικές του, με πιο χαρακτηριστική εκείνη της ορκομωσίας των αγωνιστών του -πράξης που από μόνη της επέφερε τη θανατική ποινή. Οι επίορκοι «Ιούδες» θα εξοβελίζονταν δια παντός από τη λαϊκή κοινότητα.
Πολλαπλές, αλλά όλες υπόγειες και αθέατες, θα πρέπει να ήταν οι διασυνδέσεις των λουδιτών με τους Άγγλους γιακωβίνους και των αγώνα για πολιτικές ελευθερίες και δικαιώματα. Με τα λόγια του Thomson:
Με δεδομένη την κατάστασή τους, το αξιοπερίεργο θα ήταν, οι άνθρωποι αυτοί, [οι λουδίτες] να μην έχουν καταστρώσει επαναστατικά σχέδια· και θα ήταν εντελώς εξωπραγματικό αυτές οι συνθήκες να έχουν τροφοδοτήσει μια γενιά μετριοπαθών συνταγματιστών οι οποίοι θα δρούσαν μέσα στα πλαίσια ενός Συντάγματος που δεν αναγνώριζε καν την πολιτική τους ύπαρξη.[44]
Αξίζει λοιπόν να παραθέσουμε μια από τις ελάχιστες διασωζόμενες γραπτές πηγές που φανερώνουν τις διασυνδέσεις αυτές. Το Φλεβάρη του 1812, στο αποκορύφωμα της λουδίτικης δράσης, κυκλοφόρησε στο Leeds ένα φυλλάδιο στο οποίο διαβάζουμε τα παρακάτω:
Προς όλους τους Κόπτες, τους Υφαντές κ.λπ. και όλο το Λαό
Γενναίοι Συμπατριώτες
Σας ζητούμε να βγείτε έξω, με τα όπλα σας, για να βοηθήσετε τους Επανορθωτές να επανορθώσουν τις Αδικίες και να αποτινάξουν το μισητό ζυγό ενός γέρο-Ηλίθιου και του ακόμη πιο ηλίθιου Γιού του[45] και των απατεώνων Υπουργών τους που όλοι τους είναι Αριστοκράτες και Τύραννοί, που πρέπει να τους ανατρέψουμε. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν το γενναίο παράδειγμα των ανδρείων πολιτών του Παρισιού […] Με αυτόν τον τρόπο θα εξυπηρετήσετε καλύτερα τα ίδια σας τα συμφέροντα. Πάνω από 40.000 Ήρωες είναι έτοιμοι να προχωρήσουν, να συντρίψουν την παλιά Κυβέρνηση και να βάλουν νέα
Αποταθείτε στο Στρατηγό Ludd, Διοικητή του Στρατού των Επανορθωτών.
Ο λουδισμός σβήνει αργά – αργά, μετά το 1812, μέσα στην πιο άγρια καταστολή, με τους ομαδικούς απαγχονισμούς και τις πολυάριθμες εξορίες στην Αυστραλία και την Τασμανία, αλλά κυρίως μέσα από την ακατάσχετη προέλαση του εκβιομηχανισμού και του εργοστασιακού συστήματος. Ο φόβος που προκάλεσε στους κρατούντες, αλλά και στη «μεσαία τάξη» αποκαλύπτεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ενάντια του, την ειδική νομοθεσία που θεσπίστηκε, τη μετακίνηση 12.000 στρατιωτών στις «επικίνδυνες» περιοχές, τη χρησιμοποίηση στρατιάς πληροφοριοδοτών, την επιστράτευση των «εθελοντών» και του κλήρου. Η μνήμη όμως δε χάθηκε. Μέσα από τη συνέχεια των παραδόσεων, που τόσο εμπεριστατωμένα αναλύει ο Thomson, η ταξική συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης έκανε πολλά βήματα μπροστά. Οι υφαντές, οι τεχνίτες των πόλεων, οι πρώτοι εργοστασιακοί εργάτες και όλοι όσοι βρίσκονταν στην ίδια μ’ αυτούς θέση είδαν τον αριστοκράτη, τον εργοδότη, τον ειρηνοδίκη, τον εφημέριο να στέκονται ενωμένοι απέναντι σε έναν αγώνα που εκείνοι αναγνώριζαν σαν απόλυτα αναγκαίο και δίκαιο.
«Οι λουδίτες βρίσκονται τώρα στις λέσχες Hampden»[46] σημείωνε ένας ανήσυχος ειρηνοδίκης λίγα χρόνια μετά το τέλος του λουδίτικου κινήματος. Είχε δίκιο…
Μικρό χρονικό της λουδίτικης εξέγερσης[47]
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1811
Περίπου 800 μηχανές καταστρέφονται στο Nottinghamshire. Στέλνονται στρατεύματα. Πρώτες συλλήψεις
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1812
Συνεχίζονται οι καταστροφές μηχανών στο Nottinghamshire. Η εξέγερση επεκτείνεται στο Yorkshire, όπου πυρπολείται ένα εργοστάσιο. Αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1812
Ενώ οι επιθέσεις επεκτείνονται και στο Lancashire, η Κυβέρνηση καταθέτει νόμο που τιμωρεί με θάνατο την καταστροφή μηχανών. Στη Βουλή των Λόρδων ο Byron, μόνος, θα αντιταχθεί σθεναρά.
ΜΑΡΤΙΟΣ 1812
Συνεχίζονται οι λουδίτικες επιθέσεις και στις τρεις κομητείες. Στο Nottinghamshire εξορίζονται επτά λουδίτες. Ο νόμος για την καταστροφή των μηχανών τίθεται σε ισχύ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1812
Στο Yorkshire, στις 10 Απριλίου, θα γίνει η θρυλική λουδίτικη καταδρομή. στο εργοστάσιο Cartwright, στο Rawfolds. Η επίθεση θα αποτύχει καθώς το εργοστάσιο είχε καλά οχυρωθεί από τον ιδιοκτήτη του και οι λουδίτες θα αφήσουν πίσω τους τέσσερεις νεκρούς.
Περισσότερα από δέκα άτομα θα σκοτωθούν σε ταραχές στο Lancashire, δυο εργοστάσια θα καούν. Σπίτια εργοστασιαρχών γίνονται στόχος κι ακόμη έχουμε μια απόπειρα δολοφονίας ενάντια σε κάποιον απ’ αυτούς.
ΜΑΪΟΣ 1812
Καταδρομές για συγκέντρωση όπλων. Μεγάλες μετακινήσεις στρατευμάτων στις «επικίνδυνες» περιοχές. Αρχίζουν οι εκτελέσεις, στη βάση του νέου νόμου. Δέκα άτομα απαγχονίζονται στο Lancashire, πολλοί εξορίζονται ή φυλακίζονται. Δολοφονείται, μέσα στο Κοινοβούλιο, ο πρωθυπουργός Perceval. Πανηγυρισμού σ’ όλη τη χώρα που θα μετριαστούν όταν γίνει γνωστό ότι ο δολοφόνος είναι ψυχικά διαταραγμένος και τα κίνητρα του ήταν προσωπικά.
ΙΟΥΝΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1812
Συνεχίζονται οι καταδρομές για εξεύρεση όπλων, ταραχές για τρόφιμα. Η Βουλή των Λόρδων απορρίπτει νομοσχέδιο για παροχή βοήθειας στους καλτσοπλέκτες.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1812
Νέες επιθέσεις σε εργοστάσια και ταραχές για τρόφιμα. Ένα εργοστάσιο καίγεται στο Nottinghamshire, δύο άλλα δέχονται επίθεση στο Yorkshire.
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012
Συλλήψεις λουδιτών.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1812
Απαγχονίζονται ομαδικά δεκατέσσερεις λουδίτες στο Yorkshire. Ανάμεσα τους ο George Mellor, ηγέτης της επίθεσης στο Rawfolds.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1813
Περισσότερες από δεκατέσσερεις μηχανές καταστρέφονται στο Nottinghamshire. Ο ποιητής Shelley ιδρύει ταμείο αρωγής για τα παιδιά των λουδιτών.
*******
Η στάση της ανθρώπινης κοινότητας απέναντι στην Τεχνολογία είναι βέβαια το μεγάλο ερώτημα που, στις μέρες μας, θέτει η μνήμη των λουδιτών. Η Ψηφιακή Επανάσταση και η Τεχνητή Νοημοσύνη δίνουν τη βάση για ατέλειωτες συζητήσεις, όπου η Ελπίδα αναμετράται με τον Φόβο. Πώς θα αποτιμήσουμε λοιπόν, στους καιρούς της απόλυτης τεχνοκρατίας, την απόφαση κάποιων ανθρώπων στο παρελθόν να αντισταθούν δυναμικά στην τεχνολογική επέλαση; Έχει κάτι να μας πει η αντίσταση αυτή σήμερα;
Ο κοινός τόπος των περισσότερων -τόσο από εκείνους που θαυμάζουν και εκστασιάζονται όσο και από όσους φοβούνται και αποστρέφονται- είναι η κατανόηση της Τεχνολογίας ως εργαλείου. Εργαλείο για το καλό ή το κακό… Η αφθονία των αγαθών -των εμπορευμάτων σωστότερα, η εξοικονόμηση ανθρώπινου μόχθου, η βελτίωση της υγείας, η έκρηξη της επικοινωνίας είναι η μια πλευρά. Η απώλεια θέσεων εργασίας, ο μαζικός έλεγχος και η επιτήρηση, ο πόλεμος, η έκθεση του γυμνού και ανυπεράσπιστου ανθρώπου στον φετιχισμό ενός ψεύτικου κόσμου είναι η άλλη. Θέμα επιλογής και αγώνα…
Όλα τα παραπάνω είναι βέβαια σωστά. Με τα λόγια του Thomson:
Χάρις σε ποια κοινωνική αλχημεία μετατράπηκαν σε μηχανές παραγωγής εξαθλίωσης οι διάφορες εφευρέσεις εξοικονόμησης έργου;[48]
Είναι βέβαια ο καπιταλισμός και το κέρδος που καθόρισαν και καθορίζουν, τότε και τώρα, την κατεύθυνση της τεχνολογικής ανάπτυξης και τις κοινωνικές της επιπτώσεις. Όμως το κύριο δε βρίσκεται εκεί…
Η ατμομηχανή του James Watt κατασκευάστηκε το 1765, τελικό αποτέλεσμα μιας σειράς επινοήσεων ευφυών εμπειροτεχνών. Τις μεγάλες συνέπειες της νέας εφεύρεσης -όχι στο τεχνικοπαραγωγικό αλλά στο ανθρωπολογικό πεδίο- θα τις κατανοήσουμε καλύτερα αν αντλήσουμε από τη δεξαμενή της συντηρητικής σκέψης -πράγμα όχι παράξενο ούτε τόσο ασυνήθιστο.
Τίποτα το εφικτό δε μένει λανθάνον και δεν υπάρχει μέσο ισχύος που να αφήνεται χέρσο. […]
Η ατμομηχανή, που επινόησε ο James Watt στα πρόθυρα της βιομηχανικής εποχής, ήταν κάτι ολότελα καινούριο. Δε λειτουργούσε πια σύμφωνα με τη σαφή και λιτή φόρμουλα με την οποία λειτούργησε όλη η παλαιά τεχνική […] ότι ο άνθρωπος, για να επιτύχει τους στόχους του, δημιουργεί πρώτα τα κατάλληλα για το σκοπό αυτό εργαλεία και αποσκευές. Εδώ δε δημιουργήθηκε κανένα ειδοποιό μέσο για έναν συγκεκριμένο σκοπό αλλά μια συμπυκνωμένη δύναμη, μια ένταση μεγάλου βαθμού, μια κατά κάποιον τρόπο γενική δυνατότητα και τώρα ετίθετο το εντελώς διαφορετικό ερώτημα: τι άραγε μπορεί κανείς να κάνει –και κατά συνέπεια τι μπορεί να θέλει να κάνει- με τη δύναμη που πλέον διαθέτει; Διάνοιξη και εξασφάλιση δυνατοτήτων για άδηλους ακόμη σκοπούς –να η νέα φόρμουλα που διαπνέει πλέον κάθε τεχνική […] Νόημα της τεχνικής δεν είναι πλέον η ωφελιμότητα αλλά η ισχύς[49]
Με άλλα λόγια: Κάθε σημαντική τεχνολογική εξέλιξη, από τη στιγμή που ενσωματώνεται στις διαδικασίες αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής, τροποποιεί αναπόφευκτα το ίδιο το συλλογικό υποκείμενο, την ανθρώπινη φύση, τροποποιώντας το πλέγμα των αναγκών και των επιθυμιών. Ο εγωιστής, κτητικός ανθρώπινος τύπος της καπιταλιστικής νεωτερικότητας είναι -με ένα τρόπο και σε ένα βαθμό- σύστοιχος μιας ορισμένης βιομηχανικής τεχνολογίας, που σταθερά στοχεύει στο τρίπτυχο: γρηγορότερα – φθηνότερα – περισσότερα[50]. Κανείς δε μπορεί να φανταστεί τα τεχνολογικά εργαλεία που θα είχε στη διάθεσή του ο άνθρωπος αν δεν ήταν ο θεός του κέρδους αυτός που θα οδηγούσε την εξέλιξη της κοινωνίας στους τελευταίους δυόμισι αιώνες, όπως και κανείς δε μπορεί να προβλέψει τις ανθρωπολογικές συνέπειες της ζωής σε μια κοινωνία υψηλότατου αυτοματισμού και εικονικής πραγματικότητας, βυθισμένης στον εμπορευματικό φετιχισμό.
Στη δική μας όμως αλλοτινή συνείδηση, τη διαμορφωμένη στο πλαίσιο του κατεστημένου μαρξισμού, η θεώρηση της Τεχνολογίας θεμελιώνεται σε δυο αλληλοσυμπληρούμενες και καταστροφικές παραδοχές,: Η ουδετερότητα της Τεχνολογίας καθ’ εαυτήν είναι η πρώτη, η πίστη στο απεριόριστο της στηριγμένης στην Τεχνική ανθρώπινης δύναμης είναι η δεύτερη.
Έτσι, η ανατροπή – υπέρβαση του καπιταλισμού θα απελευθέρωνε κολοσσιαίες και αστείρευτες παραγωγικές, επιστημονικοτεχνικές δυνάμεις που θα μεταμόρφωναν, κατά βούληση, τη Φύση αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο. Ίσως η πιο χαρακτηριστική έκφραση της πεποίθησης αυτής βρίσκεται στα λόγια ενός από τους πιο λαμπρούς -και τραγικούς- διαμορφωτές του παραδεδομένου μαρξισμού, του Λέοντα Τρότσκι, γραμμένα στην ενθουσιώδη πρώτη μετεπαναστατική εποχή:
Ο άνθρωπος θα κάνει μια καινούρια απογραφή των βουνών και των ποταμών. Θα τροποποιήσει σοβαρά και πάνω από μια φορά τη Φύση. Θα αναπλάσει, ενδεχομένως τη γη σύμφωνα με το γούστο του […] και δεν έχουμε κανένα λόγο να φοβόμαστε ότι το γούστο του θα είναι φτωχό […]
Ο άνθρωπος που θα μπορεί να μετακινήσει ποτάμια και βουνά, που θα μάθει να χτίζει παλάτια του λαού στα ύψη του Λευκού Όρους ή στα βάθη του ωκεανού, δεν θα δώσει στην ύπαρξή του μόνο τον πλούτο, το χρώμα, τη δραματική ένταση, αλλά επίσης και έναν ανώτερο, δυναμικό χαρακτήρα. Μόλις θα αρχίσει να σχηματίζεται ένας φλοιός στην ανθρώπινη ύπαρξη, αυτός θα διαρρηγνύεται κάτω από την πίεση καινούριων επινοήσεων και επιτευγμάτων[51]
Η εύκολη κριτική δεν είναι στις προθέσεις μας. Ούτε μπορεί κανείς να ανάγει την ευγενική, προμηθεϊκή μαρξιστική πεποίθηση, σφυρηλατημένη σε εποχές όπου το βασικό χαρακτηριστικό της ζωής όλων των λαϊκών ανθρώπων ήταν η φτώχια και η στέρηση, στην αρπακτική διάθεση του ανερχόμενου αστού. Οφείλουμε όμως, σήμερα πια, να υπογραμμίσουμε ότι το χωρίς όρια εκφράζει ακριβώς την ουσία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, της επιδίωξη της χωρίς όρια κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, το πνεύμα της αστικής κοσμοθεώρησης.
Αντίθετα, η επίγνωση των ορίων είναι, νομίζουμε, απαραίτητο θεμέλιο κάθε σύγχρονου απελευθερωτικού προτάγματος. Δε μπορεί βέβαια ο σημερινός άνθρωπος να αρνηθεί την Τεχνολογία -αυτή, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τον έχει σε μεγάλο βαθμό διαμορφώσει. Όμως ο έλεγχος από την ανθρώπινη κοινότητα, ο συνειδητός αυτοπεριορισμός προβάλλουν σήμερα σαν αδήριτη αναγκαιότητα για μια αξιοβίωτη ζωή και πρέπει να είναι η απάντηση στην κραυγή «προσαρμοστείτε» που εκπέμπεται ακατάπαυστα από όλα τα καθεστωτικά ηχεία.
Από την απελευθέρωση και την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον αυτοπεριορισμό και το συνειδητό κοινωνικό έλεγχο, ως προγραμματική στρατηγική στόχευση και ως αξιακή αρχή, η απόσταση δεν είναι μικρή. Για έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου[52] μίλησε ο Δάσκαλος Ευτύχης Μπιτσάκης, δείχνοντας με τόλμη ένα δύσκολο δρόμο που πρέπει να διανυθεί, ένα νέο ορίζοντα που πρέπει να κατακτηθεί από τη συλλογική συνείδηση των σημερινών αγωνιστών. Η μνήμη και η άφθαρτη αξία του αγώνα των λουδιτών, που με τόση φροντίδα και ενσυναίσθηση διασώζει και αναδεικνύει ο E. P. Thomson, θα έχουν, σε αυτό το νέο ορίζοντα, τη θέση που τους αξίζει.
- IV. Γιατί να διασώσουμε την ιστορία;
… ερωτά ο Αντώνης Λιάκος, στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του MEWC.
Ο ίδιος συμπληρώνει:
Γράφουμε ιστορία αναζητώντας μονοπάτια που δεν περπατήθηκαν; Πρόκειται για μια αντίληψη της ιστορίας ως παρακαταθήκης χαμένων ευκαιριών ή δυνατοτήτων μιας διαφορετικής εξέλιξης;[53]
Τα ερωτήματα είναι αδύνατο να παρακαμφθούν. O E. P. Thomson δεν αφηγείται βέβαια κάποιο success story. Οι λουδίτες συντρίφτηκαν κάτω από τον οδοστρωτήρα της καταστολής και της αμείλικτης προέλασης του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η κατάκτηση των εκλογικών δικαιωμάτων και της πολιτικής ελευθερίας θα έπρεπε να περιμένει πολύ, σχεδόν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, για να βρει την τελική εκπλήρωσή της, όταν πλέον η εκπλήρωση αυτή δεν αντιπροσώπευε υπαρξιακή απειλή για το σύστημα[54]. Η πολιτική παρουσία της εργατικής τάξης στα χρόνια αυτά δεν είναι βέβαια ομοιόμορφα κατανεμημένη, στη μακρά διάρκεια του αιώνα, σε ό,τι αφορά την ένταση αλλά και την «ποιότητά» της. Η περίοδος που ακολούθησε τους Ναπολεόντειους Πολέμους, με την οικονομική κάμψη, την ανεργία που διόγκωνε η αποστράτευση πολλών χιλιάδων νέων ανδρών, τις διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις, την ένταση της καταστολής, (αναστολή του habeas corpus, νόμοι κατά της ελευθερίας του τύπου κ.λπ.), τη σφαγή του Peterloo ήταν σίγουρα η στιγμή που για τη Βρετανία διαφαινόταν η επαναστατική δυνατότητα.
Η υπό εξέταση περίοδος [τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια] ήταν η ηρωική περίοδος του λαϊκού ριζοσπαστισμού· αλλά οι ηγέτες του κινήματος σπανίως είχαν ηρωικό ανάστημα, πολλές φορές μάλιστα έμοιαζαν γελοίοι. Από το 1815 μέχρι τα χρόνια του χαρτισμού το κίνημα ήταν περισσότερο στιβαρό, συνεκτικό και υγιές στη βάση του, ειδικότερα σε επαρχιακά κέντρα […] Οι πραγματικοί ήρωές του ήταν οι τοπικοί βιβλιοπώλες και εφημεριδοπώλες, οι οργανωτές των εργατικών συνδικάτων, οι τοπικοί γραμματείς και ομιλητές των λεσχών Hampden και των Πολιτικών Εταιρειών, άνδρες που δεν περίμεναν να αποζημιωθούν με ισόβιες συντάξεις για το χρόνο που είχαν περάσει στη φυλακή· συχνά δε ήταν τόσο αφανείς ώστε δεν υπήρχε στον τοπικό τύπο ή στους φακέλους του Υπουργείου Εσωτερικών η παραμικρή μνεία για τη δραστηριότητά τους[55]
Το κίνημα αυτό, στα αμέσως επόμενα χρόνια, αποκρυστάλλωσε δυο συγκεκριμένες εκφράσεις. Στο «οικονομικό – κοινωνικό» πεδίο τον οουενισμό, με τα αυτοδιαχειριστικά -συνεταιριστικά του πειράματα, περισσότερο χαρακτηριστικό το Rochdale[56],και στο καθαρά πολιτικό πεδίο, με το μεγάλο κίνημα του χαρτισμού[57], άμεση συνέχεια του πολιτικού ριζοσπαστισμού που γέννησε η επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης, εμπλουτισμένο από τις κατοπινές εμπειρίες.
Το σημείο καμπής φαίνεται να είναι η αδυναμία της αγγλικής εργατικής τάξης να ακολουθήσει στον επαναστατικό συναγερμό που συγκλόνισε την Ευρώπη το 1848. Ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του παρόντος σημειώματος η ερμηνεία της αδυναμίας αυτής, σίγουρα όμως η Βρετανία προπορεύτηκε, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, και στη διαδικασία που ο Πρέβε περιγράφει ως οικονομικοποίηση της πάλης και εθνικοποίηση της εργατικής τάξης. Σε κάθε περίπτωση, η βρετανική άρχουσα τάξη επέδειξε εξαιρετική ικανότητα στο «να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία» και να παραχωρεί το δευτερεύον, κάθε φορά, για να διατηρήσει το σημαντικό. Οι Νόμοι περί Ενώσεων, που έθεταν το συνδικαλιστικό κίνημα σε κατάσταση ημιπαρανομίας και ίσχυαν στην κρίσιμη περίοδο 1800 – 1824, ανακλήθηκαν ύστερα από μια επιτυχημένη δημόσια καμπάνια, οι Νόμοι για τα Σιτηρά, που για χάρη των γαιοκτημόνων επέβαλλαν υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα δημητριακά επιβαρύνοντας το κόστος ζωής των λαϊκών στρωμάτων και ίσχυαν από το 1815, ανακλήθηκαν το 1846, ο Νόμος για το Δεκάωρο ψηφίστηκε την επόμενη χρονιά. Πολύ διστακτικά στην αρχή, πιο γρήγορα στη συνέχεια, άρχισε να πλέκεται και στη Βρετανία το δίχτυ της ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στον «εθνικό κορμό», εκείνο το δίχτυ που έμελλε να φανερώσει σε όλους τη δύναμή του τον τρομερό Αύγουστο του 1914.
Ίσως δεν ήταν αναγκαίο να περιμένουμε τόσο πολύ. Η αφήγηση του Thomson σταματά στη δεκαετία του 1830, όταν πλέον η ταξισυνειδησία[58] της εργατικής τάξης προβάλλει πλέον διαμορφωμένη. Όμως έχει κάποιος την αίσθηση ότι το βιβλίο μένει ανοικτό και δεν είναι βέβαια ο συγγραφέας αλλά η ίδια η ιστορική πραγματικότητα που αφήνει «ενοχλητικές εκκρεμότητες». Έτσι π.χ. μαθαίνουμε από τον Thomson ότι ο όρος εργατική αριστοκρατία δεν ήταν μια λενινιστική επινόηση ούτε μια πραγματικότητα που δημιουργήθηκε από τον ώριμο ιμπεριαλισμό, με την καταλήστευση των αποικιών. Η έκφραση υπήρχε ήδη στους καιρούς της Βιομηχανικής Επανάστασης, χαρακτηρίζοντας τους ειδικευμένους τεχνίτες των πόλεων, την πρωτοπορία δηλαδή του αγώνα για την πολιτική χειραφέτηση, σε αντιδιαστολή με τα «κατώτερα στρώματα», το «χοντρό λαό» των ανειδίκευτων χειρωνακτών. Η κοινωνική κινητικότητα της εποχής πρόσφερε διαδρόμους προς τη μεσαία τάξη σε πολλούς από τους ανθρώπους αυτούς. Στο πεδίο της ιδεολογίας, ο φιλελεύθερος ωφελιμισμός καλύπτει αυτή την ανοδική κινητικότητα και πιέζει τις περισσότερο προωθημένες αναζητήσεις και στοχεύσεις. Η εξέλιξη του Francis Place[59] αλλά και του ίδιου του Thomas Hardy είναι πολύ χαρακτηριστική από αυτή την άποψη.
Τα παραπάνω εκφράστηκαν σε μια διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στο «συνταγματισμό» και τη νομιμότητα από τη μια πλευρά και τη βίαιη ρήξη με την εξουσία από την άλλη. Αυτή η ταλάντευση διαπερνά όλη τη διαδρομή του ριζοσπαστικού κινήματος, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι την εποχή του χαρτισμού ενώ συναφές είναι και το πρόβλημα της απουσίας μιας αντάξιας των περιστάσεων ηγεσίας, έλλειψης που βασάνισε το κίνημα στις πιο κρίσιμες συγκυρίες. Τελευταία -αλλά όχι σε σημασία- «εκκρεμότητα», η πλήρης αποδοχή και η ένταξη στο κίνημα των πολυπληθών Ιρλανδών εργατών. Φυσικά έγιναν σημαντικά βήματα, με κορυφαίο την ανάδειξη Ιρλανδών ηγετών στα νεαρά εργατικά συνδικάτα του Liverpool και του Manchester ενώ δεν έλειψαν και χαρακτηριστικές στιγμές, όπως εκείνη του Οκτωβρίου του 1797 όταν μια εκατοντάδα Ιρλανδών, οπλισμένοι με μαγκούρες, υπεράσπισαν αποτελεσματικά το σπίτι του Hardy από έναν όχλο της παράταξης υπέρ της Εκκλησίας και του Βασιλιά, τρέποντας σε φυγή τους παρακρατικούς. Όμως βέβαια η «εκκρεμότητα» παράμεινε ανοικτή. Οι «υποδεέστερες» εργασίες και οι χαμηλότεροι μισθοί έτρεφαν και διαιώνιζαν την προκατάληψη, πλάι στις τόσες άλλες διαφορές.
*******
Τι απομένει λοιπόν τελικά για μας;
Απομένει σίγουρα το άπλετο φως που ρίχνει ο Thomson στα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος, στο λίκνο του. Απομένει η αποκάλυψη της στενότατης σχέσης ανάμεσα στις δύο Επαναστάσεις που άλλαξαν τη μορφή του κόσμου, εξελίχθηκαν, σχεδόν ταυτόχρονα στις δυο πλευρές της Μάγχης και συνήθως τις αντιμετωπίζουμε σα δυο παράλληλες, χωρίς επαφή διαδικασίες. Απομένει η κατάρριψη των μύθων που άρρηκτα συνδέουν τον καπιταλισμό με την ελευθερία και την κοινωνική πρόοδο. Απομένει η σύλληψη της κοινωνικής τάξης περισσότερο ως κοινωνικής δύναμης παρά κοινωνικού στρώματος· σύλληψη γόνιμη την εποχή των «ρευστών ταυτοτήτων», στην εποχή μας. Απομένει η διάσωση της μνήμης πολλών, πάρα πολλών, απλών ανθρώπων που βάδισαν με ανιδιοτέλεια και ηρωισμό το τραχύ μονοπάτι, δίνοντας κάποιοι και την ίδια τους τη ζωή.
Μέσα απ’ όλα αυτά ο μαρξιστικός ουμανισμός[60] του E. P. Tomson παραμένει μια εναλλακτική δυνατότητα, μια χαμένη(;) ευκαιρία για τη ριζοσπαστική σκέψη και το σύγχρονο χειραφετητικό κοινωνικό κίνημα. Ο δομιστικός αναγωγισμός, στις διάφορες μορφές του, ήταν βέβαια πολύ περισσότερο «χρηστικός» για τις κατεστημένες αλλά και τις «αιρετικές» εκδοχές του μαρξισμού, από τον θεμελιωμένο στη συλλογική εμπειρία στοχασμό του Thomson. Πράματι, αν το μακρινό και αισιόδοξο 1963 αυτός μπορούσε να πιστεύει ότι οι άνθρωποι «είναι ορθολογικοί και σκέφτονται τι συμβαίνει στους ίδιους και στον κόσμο τους» ποιος, σήμερα, δε θα αντιμετωπίσει μια τέτοια δήλωση με άκρα επιφύλαξη; Ο καπιταλισμός έχει, με δραματικό τρόπο, σαρώσει τον χώρο και συρρικνώσει τον χρόνο διαμόρφωσης της συλλογικής εμπειρίας. Απομονωμένοι καταναλωτές βυθίζονται στο εικονικό χάος του εμπορευματικού φετιχισμού.
Τέτοιες κριτικές διατυπώθηκαν, στους κύκλους των Βρετανών μαρξιστών ιστορικών, ήδη στα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του MEWC. Σε κάθε περίπτωση όμως το έργο του Thomson προσφέρει μοναδική βοήθεια, αν θέλουμε να αντικρίσουμε με τόλμη τα μεγάλα προβλήματα που ορθώνονται απέναντι στο κοινωνικό απελευθερωτικό κίνημα. Αυτή την τόλμη, μακριά από παρηγορητικούς μύθους, είμαστε υποχρεωμένοι να την έχουμε. Ακόμη κι όταν, όπως σήμερα, δεν έχουμε τις λύσεις.
Απομένει η διάσωση της μνήμης των ηττημένων· του λουδίτη υφαντή, του μαχητή της ελευθερίας και του χαρτιστή αγωνιστή. Η αναμνημόνευση των χαμένων αγώνων και αγωνιστών είναι, σύμφωνα με τον Walter Benjamin, ουσιώδες μέρος της επαναστατικής πρακτικής. Πέρα από προσδοκία, μιλώντας με τα λόγια του Αντώνη Λιάκου, ότι μονοπάτια που δεν περπατήθηκαν στον τόπο και στο χρόνο τους ίσως περπατηθούν στο μέλλον κάπου αλλού, υπάρχει η αέναη επιστροφή του ασίγαστου πάθους για Ελευθερία, Δικαιοσύνη και Αξιοβίωτη Ζωή. Τη βαθιά πεποίθηση για την επιστροφή αυτή εκφράζουν, με απαράμιλλο τρόπο, τα λόγια του αγαπημένου του Thomson, καλλιτέχνη, αγωνιστή και στοχαστή William Morris:
Στοχάζομαι ανθρώπους που δίνουν μάχες … και τις χάνουν
Πολλές φορές, αργότερα, τα πράγματα για τα οποία πάλεψαν έρχονται,
παρά την ήττα τους. Όμως, όταν έρχονται, φανερώνεται
πως δεν ήταν αυτά που εκείνοι εννοούσαν.
Άλλοι άνθρωποι θα παλέψουν για όσα οι πρώτοι εννοούσαν,
δίνοντας τους τώρα άλλο όνομα.
[1] MEWC σελ. 37-8
[2] Μια καταφανής προσπάθεια υποβάθμισης της πραγματικής Επανάστασης που είχε προηγηθεί, με τις «ακρότητές» της και τη βασιλοκτονία.
[3] Αυτοί δεν πρέπει να ξεπερνούσαν το 10% των ενηλίκων ανδρών, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς.
[4] Η έκφραση ανήκει στον κορυφαίο ουμανιστή της Αναγέννησης Thomas More (1478 – 1535) συγγραφέα του διάσημου έργου Ουτοπία.
[5] Στο διάστημα 1770 – 1830 περιφράχτηκαν 24 εκατομμύρια στρέμματα.
Kirpatrick Sale: Εξέγερση ενάντια στο μέλλον. Οι λουδίτες και ο πόλεμος τους ενάντια στη Βιομηχανική Επανάσταση. Διδάγματα για την ψηφιακή εποχή. Futura, 2018
[6] Περισσότερα για το σύστημα Speenhamlad στο: Καρλ Πολάνυι: Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Νησίδες 2001, σελ. 78 – 86
[7] MEWC σελ. 389
[8] MEWC, σελ. 78
[9] Για τα ριζοσπαστικά κινήματα στην Αγγλική Επανάσταση: Murray Bookchin Η Τρίτη Επανάσταση. Λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή. Αλεξάνδρεια, 2009 τομ. 1, σελ. 83 – 187
[10] MEWC, σελ. 95
[11] Κοστάντσο Πρέβε: Κριτική ιστορία του μαρξισμού. Από τη γέννηση του Κ. Μαρξ μέχρι την κατάρρευση του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα. ΚΨΜ, 2010
[12] Καρλ Πολάνυι: Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Νησίδες 2001, σελ. 37
[13] MEWC, σελ. 28
[14] Fr. Engels: Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία. Δημιουργία, τομ. Α΄, σελ. 63
[15] MEWC σελ. 199 – 202
[16] Ο όρος είναι δανεισμένος από τον τίτλο του σπουδαίου ντοκιμαντέρ των Κώστα Βάκκα και Κωστή Καρπόζηλου: Ταξισυνειδησία. Η άγνωστη ιστορία του ελληνοαμερικάνικου ριζοσπαστισμού.
[17] Καρλ Μαρξ: Πρόλογος στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Μαρξ & Ένγκελς: Διαλεχτά έργα, Γνώση, τομ. Α΄, σελ. 424
[18] (Κοστάντσο Πρέβεό.π. σελ. 14 κ.ε.)
[19] Agnes Heller: H θεωρία των αναγκών στον Μαρξ. Πλέθρον, 2018. σ. 126-7
[20] Αυτή τη συστηματοποίηση την επιχείρησε πάντως ο Engels με το ΑντιΝτύρινγκ (1878)
[21] Βέβαια, άλλοι μαρξιστές επισημαίνουν τη διάκριση αυτή με αντίστροφη αξιολόγηση. Π.χ. Γιώργος Ρούσης: Εργατική τάξη και επανάσταση. Εκδόσεις Γκοβόστη, 2019, σελ. 26
[22] Καρλ Μαρξ: Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη
Μαρξ & Ένγκελς: Διαλεχτά έργα, Γνώσεις, τομ. Α΄, σελ. 368-9
[23] Stanley Aronowitz: Ταξικές υποθέσεις. Εξουσία και κοινωνικό κίνημα. Αλεξάνδρεια, 2017, σελ. 69
[24] Το βιβλίο αυτό του Thomson δεν έχει, όσο γνωρίζουμε, μεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα. Για τη σχετική συζήτηση βλέπε: Μάρτιν Τζαίυ: Τραγούδια της πείρας. Νησίδες, 2017, σελ. 273 – 295
[25] Μάρτιν Τζαίυ ό.π., σελ. 282
[26] Γ. Ρούσης ό.π. σελ. 13-4
[27] Κοστάντσο Πρέβε ό.π. σελ 19
[28] Michael Haedt & Antonio Negri: Πλήθος. Πόλεμος και Δημοκρατία στην εποχή της Αυτοκρατορίας. Αλεξάνδρεια, 2011
[29] Στ. Τομπάζος: Τάξη, πλήθος και κινήματα. Kommon 27/12/2022
[30] MEWC σελ. 72
[31] MEWC, σελ. 201
[32] Ο William Cobbett (1783 – 1835) ήταν εκδότης και δημοσιογράφος, που ξεκίνησε ως ακραίος αντιγιακωβίνος και στην πορεία μεταστράφηκε σε μαχητικό εκφραστή του ριζοσπαστικού κινήματος. Το Political Register, εβδομαδιαίο έντυπο που για δεκαετίες εξέδιδε, ήταν σημαιοφόρος του αγώνα κατά του καθεστώτος της «Γηραιάς Διαφθοράς».
[33] Τα Δικαιώματα του ανθρώπου γράφτηκαν σαν απάντηση στον Edmund Burke και στο διάσημο έργο του Στοχασμοί για τη Γαλλική Επανάσταση (1790), σημείο αναφοράς της συντηρητικής σκέψης.
[34] Μόνο το τέλος του 1793 τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Paine κυκλοφόρησαν σε περισσότερα από 200.000 αντίτυπα, σε ένα πληθυσμό περίπου 10 εκατ. MEWC, σελ. 122
[35] MEWC, σελ. 74
[36] Ο Adam Smith έγραψε το μεγάλο έργο του Διερεύνηση της Φύσης και των Πηγών του Πλούτου των Εθνών το 1776. Ο κληρικός και οικονομολόγος Thomas Malthus δημοσίευσε το Δοκίμιο για την Αρχή του Πληθυσμού το 1798. Ο Jeremy Bentham, πατριάρχης του ωφελιμισμού, αυτής της τόσο ταιριαστής στον ανερχόμενο αστό φιλοσοφίας, έζησε ανάμεσα στο 1748 και στο 1832.
[37] MEWC, σελ. 446-7
[38] Ο στρατηγός Ned Ludd ήταν ο φανταστιός αρχηγός των εξεγερμένων. Στο όνομά του υπογράφονταν οι διακηρύξεις τους και οι απειλητικές, προς τους εργοδότες και τις Αρχές, επιστολές τους. Είναι προφανής η «μετενσάρκωση», στο λαϊκό φαντασιακό, του μυθικού Ρομπέν των Δασών, που υποτίθεται έδρασε στους ίδιους τόπους κάποιους αιώνες πριν.
[39] MEWC, σελ. 30
[40] ethnos.gr 23/12/2019
[41] MEWC, σελ.583
[42] Kirkpatrick Sale ό.π. σ. 289
[43] MEWC, σελ. 592
[44] MEWC, σελ. 583
[45] MEWC, σελ. 552. Αναφέρονται στο βασιλιά Γεώργιο Γ’, που βασίλεψε από το 1760 ως το 1820. Επειδή έπασχε από κάποιας μορφής φρενοβλάβεια, για μεγάλα χρονικά διαστήματα τον αναπλήρωνε, ως Πρίγκηπας – Αντιβασιλέας, ο γιός του που κατόπιν έγινε βασιλιάς ως Γεώργιος Δ’. Από τους εξεγερμένους λουδίτες δεν έλειπε το χιούμορ.
[46] Μέσα από τις λέσχες Hampden συνεχίστηκε ο αγώνας για το γενικό εκλογικό δικαίωμα στα πρώτα χρόνια μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων στην Αγγλία. Πήραν το όνομά τους από έναν ήρωα της Αγγλικής Επανάστασης του 17ου αιώνα που είχε αρνηθεί να πληρώσει τους φόρους που αυθαίρετα είχε επιβάλει ο βασιλιάς Κάρολος Α’.
[47] Βασίζεται στο βιβλίο του Kirkpatrick Sale: Εξέγερση ενάντια στο μέλλον. Οι λουδίτες και ο πόλεμος τους ενάντια στη Βιομηχανική Επανάσταση. Διδάγματα για την ψηφιακή εποχή. Futura, 2018. Από το ίδιο βιβλίο έχει ληφθεί και ο χάρτης.
[48] MEWC, σελ. 212
[49] Χανς Φράγιερ: Τεχνοκρατία και Ουτοπία. Θεωρία της σύγχρονης εποχής στη Δύση. Νεφέλη, 1998. σελ. 176
[50] Αντώνης Μαυρόπουλος: Τεχνητή Νοημοσύνη. Άνθρωπος Φύση Μηχανές. Τόπος, 2024
[51] Από το βιβλίο του Τρότσκι Λογοτεχνία και Επανάσταση. Περιέχονται στο:
Ισαάκ Ντόυτσερ: Ο άοπλος προφήτης. Τρότσκι 1921 – 1929. Κουκκίδα, 2021.σελ. 314 – 316
[52] Ευτύχη Μπιτσάκη: Ανθρώπινη φύση. Για έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου. Τόπος, 2013
[53] MEWC, σελ. 23
[54] Η πρώτη κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση έγινε το 1832, μέσα σε κλίμα κοινωνικής αναστάτωσης και πολιτικής κινητοποίησης. Μετά από άπειρες παλινωδίες, ίντριγκες και συμβιβασμούς, η φόρμουλα που βρέθηκε τελικά ικανοποιούσε τη μεσαία τάξη τη στιγμή που άφηνε «εκτός» σχεδόν το σύνολο των εργατών. Στη συνέχεια και σε «μικρές δόσεις» είχαμε διαδοχικές διευρύνσεις του εκλογικού σώματος, για να ολοκληρωθεί η διαδικασία με τη δεύτερη εκλογική μεταρρύθμιση του 1884. Μόνο μετά από το έτος αυτό έχουμε καθολική, μυστική και ίση ψηφοφορία, για τους άνδρες, στη Μεγάλη Βρετανία.
Μια συνοπτική έκθεση της διαδικασίας αυτής στο: W. A. Speck: Συνοπτική ιστορία της Βρετανίας 1707 – 1970. Ιστορητής, 1995
[55] MEWC, σελ. 621
[56] Αντρές Ρουτζέρι: Αυτοδιαχείριση και Επανάσταση. Από τους πρώτους συνεταιρισμούς έως την Πετρούπολη και τη Βαρκελώνη. Εναλλακτική δράση, 2020 σελ. 54-57
[57] Τα έξι αιτήματα της Χάρτας του Λαού ήταν:
- Δικαίωμα ψήφου σε όλους
- Μυστική ψηφοφορία
- Ίσες εκλογικές περιφέρειες
- Αμοιβή – αποζημίωση στους εκλεγμένους βουλευτές
- Ετήσιο Κοινοβούλιο
- Κατάργηση κάθε ιδιοκτησιακού ορίου σχετικά με δυνατότητα του εκλέγεσθαι.
Η Χάρτα, συνοδευόμενη από εκατομμύρια υπογραφές, υποβλήθηκε τρεις φορές στο Κοινοβούλιο: τον Ιούλιο του 1839, το Μάιο του 1842 και τον Απρίλιο του 1848.
[58] Βλέπε σημ. 16, στη σελίδα 9
[59] Ο Francis Place (1771 – 1854) ήταν ράφτης. Ως ηγέτης του μεταρρυθμιστικού κινήματος ήταν σταθερά οπαδός του «συνταγματισμού» και της νομιμότητας, αντίθετος στις «ακραίες» πληβειακές διαμαρτυρίες. Τελικά ακολούθησε τον Bentham..
[60] Martin Jay ό.π.