Από το Μάη του 2022 ως τον Δεκέμβρη του 2024 που εκλέχτηκε ο σημερινός πρωθυπουργός Μπαϊρού, σε δυόμισυ χρόνια περίπου, άλλαξαν 4 κυβερνήσεις! Και τώρα, στις 10 Σεπτέμβρη, το ενδεχόμενο η κυβέρνηση Bayrou να πέσει υπό το βάρος εργατικών πανεθνικών κινητοποιήσεων και ταυτόχρονα και την απώλεια της πλειοψηφίας στη γαλλική Βουλή, είναι πολύ ισχυρό.
Ο Μπαϊρού προκάλεσε πολιτική αναταραχή στη χώρα τη Δευτέρα, όταν ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε ψηφοφορία για να ζητήσει την έγκριση των βουλευτών σχετικά με τα σχέδια του να μειώσει τον προϋπολογισμό της Γαλλίας για το 2026 κατά σχεδόν 44 δισ. ευρώ, προκειμένου να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα του επόμενου έτους στο 4,6% του ΑΕΠ, από το στόχο του 5,4% για το τρέχον έτος.
Ο Γάλλος πρωθυπουργός σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, παρότρυνε τη Γαλλία να λάβει μαζικά μέτρα λιτότητας. Ως εκ τούτου, παρουσίασε τα βασικά σημεία για τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους ασυνήθιστα νωρίς, τον Ιούλιο, με μειωμένες τις δαπάνες κατά 44 δισ. ευρώ.
Αλλά η μείωση αυτή είναι κοινωνικά στοχευμένη: Σχεδόν αποκλειστικά από το κράτος πρόνοιας, μειώνοντας τις συντάξεις, την υγειονομική περίθαλψη και τα κονδύλια στις τοπικές αρχές, αλλά αυξάνοντας τις αμυντικές δαπάνες για τον περίφημο επανεξοπλισμό της χώρας.
Ανάμεσα στα μέτρα που πρότεινε ήταν και η κατάργηση δυο αργιών, της 8ης Μαΐου και της Δευτέρας του Πάσχα.
Η γαλλική αστική τάξη είναι αντιμέτωπη με ιδιαίτερα ισχυρό τρόπο με το παγκόσμιο πρόβλημα των καπιταλιστικών χωρών, το χρέος. Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας ανέρχεται σήμερα στο θηριώδες ποσό των 3,4 τρις ξεπερνώντας το 110% του ΑΕΠ. Είναι από τα υψηλότερα της Ευρωζώνης, μετά την Ιταλία και την Ελλάδα και σε απόλυτα μεγέθη, είναι δεύτερο μετά την Ιταλία.
Το δημόσιο χρέος απειλεί να παραλύσει τη χώρα οικονομικά και πολιτικά. Πολύ περισσότερο που η Γαλλία έχει πλέον χάσει την «αγελάδα με το γάλα», τις χώρες του Σαχέλ όπου τα τελευταία χρόνια, στρατιωτικά πραξικοπήματα με έντονο κοινωνικό περιεχόμενο σε Μάλι (2020, 2021), Μπουρκίνα Φάσο (2022) και Νίγηρα (2023) έφεραν αντιαποικιοκρατικά μέτρα, απέλασαν Γάλλους στρατιώτες και διπλωμάτες, στράφηκαν προς άλλους εταίρους όπως η Ρωσία (μέσω Wagner/PMC). Αλλά η Γαλλία διατηρούσε προνομιακές σχέσεις, ιδίως στον τομέα της ενέργειας και των πρώτων υλών (π.χ. ουράνιο από Νίγηρα, που τροφοδοτούσε τα γαλλικά πυρηνικά εργοστάσια), πρωτοστατούσε στην οικονομική αφαίμαξη.
Σε αυτό το φόντο οι δηλώσεις του Μπαϊρού είναι αποκαλυπτικές: «Φέτος, το βάρος των τόκων θα είναι το μεγαλύτερο κονδύλι του προϋπολογισμού, τόνισε. Δήλωσε δε ότι το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα ξεπεράσει όλες τις άλλες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, φτάνοντας τα 66 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος και τα 75 δισεκατομμύρια ευρώ «στην καλύτερη περίπτωση» το 2026.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί την κυβέρνηση σε έλλειψη ψυχραιμίας. Εκτός του ό,τι καταργεί … δυο αργίες ως …μέτρο αντιμετώπισης του χρέους, ο υπουργός οικονομικών Λομπάρ κληθείς να σχολιάσει για το ενδεχόμενο να ζητηθεί παρέμβαση του ΔΝΤ τη μια μέρα λέει ότι «είναι ένας κίνδυνος που βρίσκεται μπροστά μας», «είναι ένας κίνδυνος που θα θέλαμε να αποφύγουμε και που πρέπει να αποφύγουμε, αλλά δεν μπορώ να σας πω ότι αυτός ο κίνδυνος δεν υπάρχει», και την άλλη μέρα, σε εκδήλωση της Ένωσης των μεγαλοβιομηχάνων (Medef), εμφανίστηκε «καθησυχαστικός» για τα ζητούμενα του κεφαλαίου, διαβεβαιώνοντας ότι «η χώρα μπορεί να παραμείνει σε τροχιά με τα υφιστάμενα σχέδια μείωσης του χρέους, παρά την προοπτική κατάρρευσης της κυβέρνησης στις αρχές του επόμενου μήνα».
Το ζήτημα οξύνεται
Τα πολιτικά δεδομένα είναι ορατά: Η ακροδεξιά «Εθνική Συσπείρωση» των Λεπέν – Μπαρντελά, η «Ανυπότακτη Γαλλία» (FI), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) και οι Οικολόγοι (EELV) έχουν δηλώσει – για διαφορετικούς λόγους – ότι θα καταψηφίσουν την κυβέρνηση.
Ο ηγέτης της FI, Ζαν Λυκ Μελανσόν, απέρριψε την πρόσκληση Μπαϊρού, κατηγορώντας τον για «λαϊκιστικό λόγο» και «επιχείρηση διάσωσης» που σκηνοθετεί, ενώ ο επικεφαλής του PS, Ολιβιέ Φορ, επέρριψε «απερισκεψία» στην κυβέρνηση Μπαϊρού. Η ηγέτιδα των Οικολόγων, Μαρίν Τοντελιέ, αναρωτήθηκε «γιατί τους προσκαλεί σε συζήτηση». Η δε Λεπέν δήλωσε «κύριε πρωθυπουργέ, αφήσατε πολλές ευκαιρίες να χαθούν για τη διαμόρφωση ενός προϋπολογισμού ωφέλιμου για τους Γάλλους (…) Η σελίδα τώρα έχει γυρίσει».
Η Goldman Sachs εκτιμά πως οι εξελίξεις προσθέτουν μεγαλύτερο πολιτικό και οικονομικό κίνδυνο καθώς και σημαντική αβεβαιότητα στα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με τη Γαλλία, ενώ αναλυτές της τονίζουν πως επιβεβαιώνεται πόσο ευάλωτη είναι η Γαλλία αλλά και η ΕΕ ευρύτερα, δεδομένης της εύθραυστης δημοσιονομικής κατάστασης ορισμένων οικονομιών.
Το ζήτημα οξύνεται καθώς, δημοσκοπικά, το 63% του γαλλικού λαού ζητά την παραίτηση Μακρόν και την προκήρυξη εκλογών. Αν ο Μακρόν διορίσει νέο πρωθυπουργό θα είναι ο πέμπτος μέσα σε τέσσερα χρόνια, ενώ αν προκηρυχτούν νέες πρόωρες βουλευτικές εκλογές θα είναι η δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια.
Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν πως «οι επάνω δεν μπορούν να συνεχίζουν να κυβερνούν όπως πριν», και οι κάτω δεν θέλουν να κυβερνώνται όπως κυβερνώνται δίχως όμως ορατό ένα άλλο πολιτικό σχέδιο, δίχως επίσης ορατό ένα αντίστοιχο πολιτικό υποκείμενο που θα το τρέξει.
Αποκαλύπτουν επίσης την κενότητα των δηλώσεων Μακρόν σε ότι αφορά το ρόλο ενός παγκόσμιου ηγέτη του ειδικά επαναεξοπλιζόμενου καπιταλισμού.
Ενώ λοιπόν η κυβέρνηση Μπαϊρού έχει προγραμματίσει ψήφο εμπιστοσύνης στις 8 Σεπτεμβρίου, οι εργαζόμενοι στην κρατική εταιρεία ηλεκτρισμού EDF έχουν αναγγείλει τριήμερη απεργία, ως αντίδραση στις προτεινόμενες περικοπές των δαπανών από την κυβέρνηση και το κίνημα «Bloquons tout» (Ας τα μπλοκάρουμε όλα) καλεί σε γενική απεργία και κινητοποιήσεις στις 10 Σεπτεμβρίου, ως αντίδραση στον προϋπολογισμό για το 2026 και την αυξανόμενη δυσαρέσκεια κατά του Προέδρου Macron και του Bayrou.
Το κίνημα ξεκίνησε τον Ιούλιο και εξακολουθεί να αποκτά δυναμική με στήριξη από συνδικάτα (όπως CGT, LFI, PS) αλλά και έντονες αντιδράσεις από την κυβέρνηση.