Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή τον έντονο διάλογο που διεξάγεται γύρω από το ρόλο του επιστήμονα στην εξέλιξη και πολιτική διαχείριση της πανδημίας. Από μαρξιστική – θέλω να πιστεύω – σκοπιά και με σκοπό ο διάλογος να καταστεί γόνιμος.
«Ο απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη σπατάλη εργασίας και έτσι παραμορφώνει την κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων» A. Einstein.
Η επιστήμη είναι το αποτέλεσμα της εργασίας των σύγχρονων και της χρησιμοποίησης της εργασίας των προγενέστερων. Αυτό το αποτέλεσμα της καθολικής ιστορικής διαδικασίας της ανάπτυξης εκφράζει συνολικά την πεμπτουσία της
Η επιστήμη είναι πνευματική παραγωγή εγγενώς κοινωνική.
Αυτό το προφανές – η επιστήμη είναι εγγενώς κοινωνική – γίνεται απτό αν αναλογιστούμε πως το σύνολο των επιστημονικών πεδίων αποτελούν δημιουργική συσσώρευση, επεξεργασία, γενίκευση και πόρισμα όλης της προγενέστερης δραστηριότητας της κοινωνίας. Αν αναλογιστούμε επίσης το πώς και πόσο συντελούν τα επιστημονικά άλματα στην επανανοηματοδότηση του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ο καπιταλισμός και η επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη
Στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα η επιστήμη μετατρέπεται σε άμεση παραγωγική δύναμη. Ως τέτοια υποτάσσεται καθολικά στο κεφάλαιο το οποίο ιδιοποιείται τελικά τα δημιουργήματα της.
Τα επιστημονικά επιτεύγματα – και με αυτή την έννοια και την επιστήμη – τα ιδιοποιείται η αγορά, το κεφάλαιο.
Καθώς η επιστήμη εξελίσσεται με ένα συνδυασμό γραμμικής αλλά και αλματώδους εξέλιξης, τα επιτεύγματα ης επανασταστικοποιούνται. Ιδιοποιούμενα όμως από το κεφάλαιο διαστρέφονται αλλά και φρενάρονται λόγω ακριβώς της ιδιοποίησης τους από το κεφάλαιο. Για παράδειγμα το εμβόλιο και δη ο χρόνος ανακάλυψης του είναι αποτέλεσμα της επιστημονικής και τεχνολογικής έκρηξης (επαναστατικοποίηση), οι πατέντες όμως φρενάρουν και τη χρησιμότητα τους και την περαιτέρω εξέλιξη τους, η δε αγοραία διακίνηση τους διαστρέφει το ρόλο για τον οποίο προορίζονταν.
Στη μανιφατούρα, στην οικοτεχνία, το μέσο εργασίας και η εργατική δύναμη αποτελούσαν μία αδιάσπαστη ενότητα: ο εργάτης κατέχει ένα σύνολο δεξιοτήτων και γνώσεων που είναι απαραίτητο στη χρησιμοποίηση του εργαλείου. Στη μανιφατούρα, κατά συνέπεια, έρχονται αναμεταξύ τους σε σχέση εργάτες και μόνο μέσω των εργατών έρχονται σε σχέση μέσα (εργαλεία) παραγωγής.
Στην εποχή της μεγάλης βιομηχανίας, η βασική αρχή της οργάνωσης της εργασίας ήταν η συνεχής αντικατάσταση της εργασίας από μηχανικές λειτουργίες (λειτουργίες του συστήματος των μηχανών).
Στη βιομηχανική εποχή, και δη στην ψηφιοποιημένη, στην παραγωγική διαδικασία δεσπόζει όχι η άμεση επιδεξιότητα του εργάτη αλλά η τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης ως αποτέλεσμα της νέας ειδικής και κρίσιμης θέσης των εργατών της γνώσης – των σύγχρονων μισθωτών επιστημόνων.
Άρα η τάση του κεφαλαίου είναι να δίνει επιστημονικό χαρακτήρα στην παραγωγή και να «υποβαθμίζει» την άμεση εργασία σε απλό συνθετικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας[1]
Επομένως η εκμηχάνιση, και με ολοένα πιο έντονο τρόπο η ψηφιακή εκμηχάνιση, μετατρέπει τη σχέση του εργάτη με τα μέσα εργασίας:
Η εργαλειομηχανή αναδιατάσσει τη σχέση μέσου εργασίας – άμεσου παραγωγού και εγκαθιδρύει μια νέα ενότητα, που είναι η ενότητα του μέσου και του αντικειμένου εργασίας, της εργαλειομηχανής και του υπό επεξεργασία και διαμόρφωση αντικειμένου.
Έτσι όμως καπιταλισμός βρέθηκε σε μια νέα δυναμική κατάσταση σε ό,τι αφορά τη βιομηχανική παραγωγή.
Και απάντησε:
Ο φορντισμός- τεϊλορισμός ήταν η απάντηση του, ανάμεσα σε πολλές η πλέον συμφέρουσα του.
Η δεξιοτεχνία του χειρισμού του περνάει τότε εν πολλοίς από τον εργάτη στη μηχανή από την οποία μέσω του προγραμματισμού κληρονομείται στην επόμενη μηχανή.
Έτσι όμως ο εργάτης μειώνει έως και χάνει τη δεξιότητα της τέχνης του μια κι αυτή δεν αντιστοιχεί πια στο χαρακτήρα των μέσων παραγωγής. Ταυτόχρονα αποκτούνται νέες «ηλεκτρονικές δεξιότητες».
Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται η σύγχρονη ενότητα μέσου (εργαλειομηχανής) και αντικειμένου.
Αυτή ακριβώς η νέα ενότητα μέσου και αντικειμένου εργασίας επιτρέπει αλλά και επιβάλλει στην επιστήμη να μετατρέπεται (επί καπιταλισμού και όχι παλιότερα) άμεσα παραγωγική δύναμη και μάλιστα σχετικά αυτόνομη από την εργασία των άμεσων παραγωγών. Και σαν άμεσα παραγωγική δύναμη να υποτάσσεται, σχεδόν συνολικά, στο κεφάλαιο.
Η ίδια ενότητα ωθεί στην αναδιοργάνωση των μέσων εργασίας από αυτόνομα σχετικά εργαλεία σε σύστημα μηχανών.
Επί κεφαλαιοκρατίας η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και η συνδεόμενη με αυτήν υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο, δεν επέρχεται γραμμικά και ακαριαία, αλλά κλιμακωτά και αντιφατικά.
Ολοκληρώνεται στη σημερινή, τη νέα εποχή. Συντελείται μέσω της θέσης και του ρόλου της στην τεχνική-τεχνολογική διαμεσολαβητική λειτουργία της εργασιακής επενέργειας στη φύση και στην κοινωνία. Μέσω αυτής της διαμεσολάβησης, επιτυγχάνεται η ενίσχυση, διεύρυνση, εμβάθυνση, διακρίβωση και εν τέλει η κοινωνικοποίηση των μέσων και των τρόπων αυτής της επενέργειας.
Επιστήμη και κοινωνική πρακτική
Καθώς η επιστήμη υπάγεται στο κεφάλαιο, οι επιστημονικές γνώσεις υπάγονται πλέον, σαφέστερα, σε εξωεπιστημονικά κριτήρια κερδώας αποδοτικότητας. Αυτή η υπαγωγή οδηγεί με τη σειρά της στο κατακερματισμό της επιστήμης σε βραχύβιες ενότητες προσανατολισμένες εργαλειακά στα κελεύσματα της αγοράς. Εντός αυτών των ορίων βαθαίνει η μερικότητα, η υπερειδίκευση- αποειδίκευση, η ενίσχυση των ταξικών φραγμών, η σύγχρονη ταξική λογική και ρόλος της παιδείας.
Ενιαία γνώση σημαίνει κατανόηση των νόμων κίνησης της κοινωνίας, των νόμων κίνησης της φύσης και αρμονική σύνδεση πράξης και θεωρίας (πειράματα, χειρωνακτικές κατασκευές κλπ).
Οι σπουδές όμως, αντί να προσφέρουν πρόσβαση σε ενιαία γνωστικά αντικείμενα, είναι περισσότερο ένα άθροισμα πληροφοριών και δεξιοτήτων που θα αλλάζουν ευέλικτα με βάση τις τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου. Όμως πληροφορίες, δεξιότητες και θραύσματα γνώσης, χωρίς τις βαθύτερες εσωτερικές αιτιακές τους σχέσεις, δεν συνιστούν γνώση.
Τέτοιου είδους «θραύσματα γνώσης» και νέφος παρεχόμενων πληροφοριών οδηγούν στην προοδευτική παρακμή της κριτικής διάνοιας, δηλαδή της θεμελιώδους δεξιότητας του ανθρώπου να κατανοεί σε ποιον κόσμο καλείται να ζήσει.
Η επιστήμη είναι εσωτερικό πραγματικό στοιχείο αυτής της κάθε φορά κοινωνίας στην εξέλιξη της.
Γι αυτό στο χώρο της επιστήμης και των επιστημόνων, οι κοινωνικές διεργασίες που προκαλούν, αποτρέπουν ή και συντηρούν, ανορθολογικούς, μη επιστημονικούς προβληματισμούς και πεποιθήσεις εμφανίζονται ταυτόχρονα ως εγγενές στοιχείο επιστημονικών έργων. Εδώ η ίδια η επιστήμη (δια επιστημόνων) εκτρέφει και την άρνηση της.
Αυτή είναι η μήτρα του σύγχρονου ανορθολογισμού, η γενεσιουργός αιτία των μυστικιστικών αντιλήψεων, μια από τις βάσεις αναβίωσης των θρησκειών, το εκτροφείο ανορθολογικών ρευμάτων.
Η αστική τάξη ακολουθεί μια ανομολόγητη αλλά αυστηρά σχεδιασμένη πολιτική πάνω στη γνώση και στην επιστήμη. Πολιτική που καθορίζεται από το γεγονός πως η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να συνδεθεί με θετικές ελπίδες και επαγγελίες, να υποσχεθεί βελτιώσεις στη θέση της κοινωνικής πλειοψηφίας, να βρει σημεία επαφής με την πολιτική ικανοποίησης των σύγχρονων ανθρώπινων αναγκών.
Γι’ αυτό και δεν προβάλλεται ως ο καλύτερος δυνατός κόσμος, αλλά ως ο μόνος δυνατός.
Αυτό εξηγεί και τη μεγάλη ακαμψία των κυρίαρχων αστικών ιδεολογικών προτύπων, ερμηνεύει τη «φυματικότητα» και το εύκολο ξέφτισμα των σύγχρονων ιδεολογικών κατασκευών του αστισμού (τέλος ιστορίας, εργασίας, πολιτικής, ιδεολογιών – πόλεμοι πολιτισμών-μετακαπιταλιστική(!) ή μεταβιομηχανική κοινωνία-κοινωνία γνώσης, πληροφορικής, τεχνολογιών – σύγχρονος αντικομουνισμός κλπ.).
Κάθε επιστημονικό πεδίο αντιμετωπίζεται αποσπασματικά, συχνά καλυμμένο από αντιεπιστημονικές, θεοκρατικές η και σκοταδιστικές αντιλήψεις εντείνοντας τη σύγχυση και την αδυναμία των νέων ανθρώπων να κατανοήσουν την πραγματικότητα και την αλήθεια για τη ζωή.
Επιστήμη και εκπαιδευτικά προγράμματα
Οι κοινωνικές επιστήμες αποτελούν ένα πανόραμα της ζωής και της εξέλιξης του ανθρώπου. Μέσω αυτών θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε σημαντικές μορφές της ανθρώπινης κοινωνικής συνείδησης.
Ο άνθρωπος δημιουργεί την κοινωνία και μέσω αυτής της δημιουργίας διαμορφώνεται και ο ίδιος.
Σε επιστήμες κοινωνικού περιεχομένου όμως, παράλληλα με την αποσπασματικότητα, κεντρική ιδέα είναι η άποψη για την «αιώνια φύση του ανθρώπου».
Το κέρδος και η μεγιστοποίηση του εμφανίζονται σαν φυσική και φυσιολογική αναγκαιότητα όπου πηγή του είναι η εξυπνάδα, το ρίσκο, η επιχειρηματικότητα του επιχειρηματία που εμφανίζεται και σαν συντελεστής παραγωγής.
Η ανθρώπινη φύση, δήθεν, είναι που οδηγεί στην έμφυτη τάση της ανάγκης της θρησκείας. Η πολυμορφία και η ιδιαιτερότητα των ανθρώπων προκύπτει δήθεν από την ίδια τους τη φύση.
Έτσι ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν άνθρωπος πριν καν γίνει κοινωνικό ον και η φύση εμφανίζεται σαν «οπαδός» του καπιταλισμού.
Στη σχέση ατόμου κοινωνίας εμφανίζεται το άτομο να καθορίζει κυρίως την κοινωνία και όχι το αντίθετο.
Το δε κράτος εμφανίζεται όχι σαν ιστορικό δημιούργημα της αστικής τάξης – και επομένως στην υπηρεσία της – αλλά σαν εκφραστής της ομαλής λειτουργίας των ανθρώπινων σχέσεων, των αναλλοίωτων και ενιαίων δήθεν συμφερόντων της κοινής βούλησης των «πολιτών».
Στις ιστορικές επιστήμες κυριαρχεί η τεχνοκρατική προσέγγιση, η πλήρης αποσιώπηση του ρόλου των τάξεων η ανερμήνευτη παράθεση γεγονότων, η απόκρυψη άλλων, η αποσπασματικότητα που αίρουν τη δυνατότητα σφαιρικής προσέγγισης των γεγονότων.
Στις θετικές επιστήμες το περιεχόμενο τους ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ακραίους πόλους.
Ο πρώτος, ο κύριος, απορρίπτει στην πράξη τη γενίκευση των συμπερασμάτων των θετικών επιστημών, τις σφοδρές φιλοσοφικές τους επιδράσεις, την αξία της θεωρητικής τους προσέγγισης στα θεμελιακά προβλήματα του κόσμου. Τις περιχαρακώνει στο πεδίο των ατράνταχτων δήθεν επιστημονικών, χειροπιαστών αποδείξεων τις οποίες συχνά αποσπά από την καθημερινή τους ωφελιμότητα και εφαρμογή.
Ο άλλος πόλος τις συνδέει, πιο ορατά κατά περιόδους στη βιολογία και αστρονομία, με θεοκεντρικές κυρίως απόψεις για τη δημιουργία του σύμπαντος και του ανθρώπου. Ανάμεσα τους, σαν αναγκαίο κακό, εμφανίζονται απόψεις που τείνουν προς κάποιο έωλο, αναπόδεικτο και προς εξαφάνιση υλισμό.
Τα μαθηματικά, ο κλάδος που αντικειμενικά καλλιεργεί τη φαντασία και το συλλογισμό, που «δείχνουν τις σχέσεις των πραγμάτων από τη σκοπιά της τάξης, του αριθμού και της έκτασης» (Λένιν, Φιλοσοφικά Τετράδια) μετατρέπονται σε ένα ακατάληπτο σύνολο μυστηριακών φορμαλισμών ξεκομμένων από τη ζωή και τη φύση.
Στη φυσική και χημεία, η υλικότητα του κόσμου, η πολυμορφία των διαφόρων μορφών της ύλης και το ανεξάντλητο της, η σχέση ανάμεσα στο αίτιο και το αποτέλεσμα, το τυχαίο και το αναγκαίο, η ιστορικότητα αλλά και η χρησιμότητα των επιστημονικών μοντέλων, η επίδραση στη φιλοσοφία, δίνουν τη θέση τους στην άποψη ότι περίπου αυτή είναι η οριστική και τελική άποψη της φυσικής, αποσπασματικά, σαν άθροισμα πληροφοριών με αμφίβολη την καθημερινή χρησιμότητα τους.
Ύπαρξη, αναίρεση και επανεμφάνιση των ορίων της επιστήμης, το μάταιο περιορισμού της.
Η εξίσωση, η υποκατάσταση και η ανάμιξη της επιστημονικής γνώσης με τη μυθοπλασία, την
αποσπασματικότητα και τη θεολογική ερμηνεία της πραγματικότητας δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα βιβλίων και αναλυτικών προγραμμάτων.
Στη βάση των οδηγιών του ΟΟΣΑ εισάγεται η ωφελιμιστική αντίληψη για τη γνώση.
Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή χρήσιμη είναι μόνο η επιστημονική γνώση που φέρνει άμεσες «πληρωμές».
Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία αναπτύσσει λοιπόν την επιστήμη και ταυτόχρονα επιχειρεί να την οριοθετήσει, περιορίσει στα όρια των σκοπών και επιδιώξεων της.
Ωστόσο η ίδια η φύση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αέναη κίνηση, μια αέναη ανανεωνόμενη ενότητα εμφάνισης και εξαφάνισης. Η δυναμική εμφάνισης, εξαφάνισης και μετασχηματισμού των σωματίων, η γένεση και το σβήσιμο αστέρων στο μεγάκοσμο, αυτή η διαρκής κίνηση, το επιβεβαιώνουν.
«Το αιώνιο μυστήριο αυτής της φύσης στη αιώνια κίνηση της, στην αέναη κίνηση του χώρου, του χρόνου και του σύμπαντος, είναι η ίδια η δυνατότητα κατανόησης της.»
Ο επιχειρούμενος επομένως περιορισμός της επιστήμης είναι ανέφικτος και μάταιος.
Κάθε επιστημονική κατάκτηση είναι ένα πρόσκαιρο όριο το οποίο πλουτίζει τις γνώσεις του ανθρώπου. Είναι μια περίπλοκη κατασκευή που συνθέτει, οργανώνει και ερμηνεύει «προφανή» και εμπειρικά δεδομένα, επιστημονικές γνωστικές κατακτήσεις, μαζί με πολιτισμικές και φιλοσοφικές τάσεις. Δίχως αυτό το ταξίδι προς την ασυμπτωτική γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας να τελειώνει ποτέ αφού κάθε επιστημονική ανακάλυψη αποκαλύπτει νέα πελάγη άγνοιας, δημιουργεί νέες απαιτήσεις.
Η επιστήμη παραμένει φυσικά ανθρώπινο δημιούργημα και συνεπώς όχι αλάνθαστο. Μπορεί να γνωρίσει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα, δίχως όμως να φθάνει ποτέ στην πλήρη και οριστική κατάκτησή της. Τα όρια και το περιορισμένο επομένως της ανθρώπινης δυνατότητας εμφανίζονται στην ανάπτυξη των επιστημών. Τα όρια και το πεπερασμένο υπάρχουν και ταυτόχρονα αναιρούνται για να επανεμφανισθούν ξανά ως νέα όρια και νέοι περιορισμοί στην ασυμπτωτική συγκλονιστική πορεία του ανθρώπου για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Η επιστήμη είναι κοινωνική πρακτική που συνδέεται οργανικά με την τεχνολογία, την παραγωγή, το σύνολο των υπερδομών. Υπηρετείται από επιστήμονες που φέρουν διαμορφούμενες αντιλήψεις και προκαταλήψεις και κατέχουν συγκεκριμένη θέση στην κοινωνία.
Άρα η επιστήμη δεν είναι αυτόνομη περιοχή, ιδανικό βασίλειο του ορθού λόγου, τόπος καθαρής ορθολογικότητας.
Η εξέλιξη στην ανάπτυξη και χρήση των ατομικών όπλων τοποθετούν με ιδιαίτερο οξύ τρόπο το θέμα του ρόλου της επιστήμης στην εξέλιξη της κοινωνίας.
Φυσικά, στην ασυμπτωτική πορεία για τη γνώση της αντικειμενικής φυσικής πραγματικότητας, οι ανακαλύψεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα θα εμπεριέχουν πάντα τη δυνατότητα της καταστροφικής εφαρμογής τους.
Κατανοώντας τη διαλεκτική της ανάπτυξης της επιστήμης, τη ρεαλιστική περίπτωση σφάλματος, το συσχετισμό μεταξύ της απόλυτης και της σχετικής αλήθειας που υπάρχει μέσα της, το σημαντικότατο ρόλο στις δυνατές πρακτικές εφαρμογής της, δεν μπορούμε παρά να απορρίπτουμε αποφασιστικά οποιαδήποτε προσπάθεια υποταγής της επιστήμης και περιορισμού της επιστημονικής έρευνας σε προκαθορισμένα από εξωεπιστημονικά κέντρα αποτελέσματα.
«Τον άνθρωπο που τείνει να προσαρμόζει την επιστήμη σε μια άποψη η οποία προέρχεται όχι από την ίδια την επιστήμη (όσο και αν η τελευταία κάνει και λάθη), αλλά απ’ έξω, σε μια άποψη που επιβάλλεται από ξένα για την επιστήμη, εξωτερικά συμφέροντα, αυτόν τον άνθρωπο τον ονομάζω τιποτένιο», σημείωνε ο Μαρξ.
Μια τέτοια όμως απελευθερωμένη επιστήμη μπορεί να ζει σε μια αντίστοιχα απελευθερωμένη κοινωνία αφού «η επιστήμη μπορεί να παίξει τον πραγματικό της ρόλο μόνο μέσα στη Δημοκρατία της Εργασίας» (Ένγκελς).
Ως τότε το εργατικό κίνημα και εντός του οι δικοί του επιστήμονες θα δίνουν το δικό τους αγώνα όχι για να περιορίσουν την επιστήμη και την επιστημονική έρευνα, αλλά το αντίθετο. Για να περιορίσουν, ελέγξουν και τελικά εκμηδενίσουν το ρόλο και επίδραση σε αυτήν των τυφλών καπιταλιστικών δυνάμεων που αντιστρέφουν και διαστρέφουν το ρόλο της.
Το πολιτικό πρόβλημα επομένως για την Αριστερά δεν είναι οι αντιφάσεις του διανοούμενου και επιστήμονα.
Είναι η ίδια η Αριστερά. Η οποία οφείλει να αναπτύσσεται οργανωτικά, προγραμματικά, γενικότερα πολιτικά, να αναπτύσσει την υλιστική φιλοσοφία, σύμφωνα με τις νέα εκρηκτικές ανακαλύψεις της επιστήμης και της τεχνικής.
Εκεί θα βρίσκεται ο πυρήνας του ρόλου του επαναστάτη επιστήμονα και διανοούμενου.
Αυτή θάπρεπε να΄ναι η προτροπή της Αριστεράς απέναντι και στους δικούς της οργανικούς διανοητές.
Ο επιστήμονας, ως οργανικός διανοούμενος δεν περιορίζεται στη περιγραφή της επιστήμης του και της κοινωνικής ζωής μόνο σύμφωνα με τους ειδικούς επιστημονικούς κανόνες. Δεν αρθρώνει, μέσω της γλώσσας του πολιτισμού, θέσεις, ερμηνείες και συναισθήματα που οι μάζες δυσκολεύονται να εκφράσουν για τον εαυτό τους. Κατακτά γενικές επιστημονικές γνώσεις για να υπηρετήσει ένα επιστημονικό πεδίο που με τη σειρά του το χρησιμοποιεί σαν εφαλτήριο στην προσπάθεια δόμησης μιας γενικής επιστήμης καθολικής ερμηνείας του φυσικού κόσμου και της κοινωνίας. Κύριο χαρακτηριστικό του δεν είναι η τοποθέτηση του στα διάκενα της κοινωνίας με μια αίσθηση διαταξικότητας που θα του επέτρεπε να προσκολλάται στην εκάστοτε κυρίαρχη ομάδα της αστικής εξουσίας. Αντίθετα, χωρίς να είναι απαραίτητα αναπόσπαστο μέρος της εργατικής τάξης, συμβάλλει, με αντιφάσεις και αντιθέσεις, με τις θέσεις του στην προώθηση των στρατηγικών συμφερόντων της και στην ενίσχυση της ταξικής της συνείδησης. Έξαλλου «ο άνθρωπος, μπορεί να βρει νόημα στη ζωή – που είναι τόσο σύντομη και γεμάτη κινδύνους – μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία. Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως υπάρχει σήμερα, είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική πηγή του κακού.» (A. Einstein, «Μάνθλι Ριβιού» 1949).
Info:
Ευτύχη Μπιτσάκη, Νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός 1999. Gutenberg
Καρλ Μαρξ, Ο άνθρωπος στην εργασία και συνεργασία (από τα Grundrisse), Αναγνωστίδης
Γιώργος Σταμάτης, Ζητήματα Μαρξιστικής Θεωρίας 2018 ΚΨΜ
[1] Καρλ Μαρξ – Grundrisse τόμος 2, σελ. 533 .