ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Η σύγκρουση στην Ουκρανία αντιμετωπίζεται λανθασμένα από σημαντική μερίδα της Δυτικής αριστεράς ως ένα τοπικό γεγονός. Αυτή η ανάλυση αποπροσανατολίζει από τον χαρακτήρα του σημερινού πολέμου και οδηγεί σε θέσεις λίγο-πολύ απολογητικές προς τον πραγματικό επιτιθέμενο, τις δυνάμεις του ευρωατλαντικού άξονα. Η σύγχυση γίνεται μεγαλύτερη, όταν για να αυτοεπιβεβαιωθεί το παραπάνω αφήγημα, χρησιμοποιούνται ανεξέλεγκτα τα επιχειρήματα των πολεμοκάπηλων που ξεκίνησαν την αιματοχυσία.
Το ΝΑΤΟ είναι ο πραγματικός εισβολέας
Οι δυτικές κυβερνήσεις επέβαλαν σειρά κυρώσεων στη Ρωσική Ομοσπονδία, ισχυριζόμενες ότι ξεκίνησε έναν πόλεμο κατά της Ουκρανίας στις 24 Φεβρουαρίου του 2022. Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, από τους ίδιους τους αυτόκλητους «θεματοφύλακες της ειρήνης». Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με τη κατάργηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, υπήρξε ταπεινωτικό για τη Ρωσία, καθώς δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη διάλυση του ΝΑΤΟ. Έγγραφα της εποχής εκθέτουν τις υποσχέσεις των δυτικών ηγεσιών, πως το ΝΑΤΟ δεν θα προχωρήσει «ούτε μια ίντσα» προς ανατολάς, οι οποίες έγιναν κουρελόχαρτο μόλις έναν χρόνο μετά, όταν η κατάρρευση της ΕΣΣΔ «απελευθέρωσε» τις αγορές της στη λεία του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου της Δύσης.
Από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη το 1997, η Ρωσία είδε τη σταδιακή είσοδο 14 πρώην χωρών στην ευρωατλαντική συμμαχία, που σηματοδοτούσε την ιμπεριαλιστική περικύκλωση της χώρας, όπως εύστοχα επισήμανε τότε η ηγεσία του ΚΚΕ (βλ. Αλέκα Παπαρήγα, «Η Ρωσία θα είναι το επόμενο θύμα», Ριζοσπάστης, 30 Μάρτη 1999). Η στρατηγική τους ομολογείται σε έγγραφο του ψυχροπολεμικού Ινστιτούτου Ραντ με τίτλο «Επέκταση της Ρωσίας – Ανταγωνισμός από πλεονεκτικό έδαφος», που πρακτικά προτείνει την επανάληψη την τακτικής που εφαρμόστηκε κατά της ΕΣΣΔ στον Ψυχρό Πόλεμο, θέτοντας το δίλημμα να αποδεχθεί την ιμπεριαλιστική περικύκλωση ή να καταναλώσει τους πόρους της σε μια εξαντλητική στρατιωτική αντιπαράθεση. Η επέκταση στα ρωσικά σύνορα περιλάμβανε υποδαύλιση εθνοτικών εθνικισμών, στον αιματηρό διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, υποβοηθούμενη από τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ. Η «επανάσταση της μπουλντόζας», με πρωταγωνιστή την -χρηματοδοτούμενη από το αμερικάνικο Ταμείο για τη Δημοκρατία (NED)- «Otpor», αποτέλεσε το πρότυπο για τις επόμενες υβριδικές παρεμβάσεις του Πενταγώνου, όπως η «επανάσταση των ρόδων» στην Γεωργία (2003) και οι «πορτοκαλί επαναστάσεις» στην Ουκρανία (2004, 2014). Τα παραπάνω γεγονότα αποτελούν επεισόδια του ίδιου πολέμου δια αντιπροσώπων των ευρωατλαντικών δυνάμεων.
Οι σχεδιασμοί δεν περιορίζονται στην ανατροπή της κυβέρνησης ή ακόμα του πολιτικού συστήματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αλλά περιλαμβάνουν τον διαμελισμό της χώρας, όπως παραδέχθηκε πρόσφατα και ο πρώην πρόεδρος της Πολωνίας Λεχ Βαλέσα. Πρόκειται για την επιβεβαίωση διανοητών, όπως ο Σοβιετικός φιλόσοφος Βίκτωρ Αλεξέγεβιτς Βαζιούλιν, πως «η αλλαγή των σχέσεων παραγωγής απαιτεί δικτατορία ή κατακερματισμό της Ρωσίας σε πληθώρα μικρών μορφωμάτων». Από αυτή την άποψη, δικαιώνονται οι δηλώσεις της βουλεύτριας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ), Α. Ο. Ουντάλτσοβα, στη Ρωσική Κρατική Δούμα, ότι: «Αυτός ο αγώνας δεν ξεκίνησε το 2022, το 2014, το 1991 ή ακόμη και το 1941. Ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1917, όταν η Ρωσία, έχοντας ξεκινήσει τον δύσκολο αλλά δικαιολογημένο δρόμο της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, αμφισβήτησε την απρόσκοπτη κυριαρχία του παγκόσμιου κεφαλαίου».
Ποιος άναψε το φιτίλι του πολέμου;
Η μερίδα της «αριστεράς», που υιοθετεί το δυτικό αφήγημα, παρουσιάζει την Ρωσία ως «εισβολέα» κατά της Ουκρανίας, παραβλέποντας ότι με την επικράτηση του πραξικοπήματος του Μαϊνταν, το 2014, το ουκρανικό κράτος καταλήφθηκε από μια νεοναζιστική χούντα, που ανεξαρτήτως εκάστοτε πολιτικού προσωπείου, αποτέλεσε ένα καθεστώς κουίσλινγκ-μαριονέτα στον πόλεμο δια αντιπροσώπων των ΗΠΑ. Ακόμα και αν ανατρέξει κανείς στα γεγονότα του τελευταίου χρόνου, θα ήταν παράλογο να ξεκινήσει την αφήγηση από την έναρξη της ρωσικής επιχείρησης.
Αν και η Ουκρανία είχε λάβει δικομματική υποστήριξη σε όπλα και κυρώσεις, τόσο από τη κυβέρνηση Ομπάμα όσο και από τον Τραμπ, στο εσωτερικό του αμερικανικού κατεστημένου υπάρχει διαπάλη, που εκφράζει διαφορετικές μερίδες του μεγάλου κεφαλαίου των ΗΠΑ. Ενώ αμφότερες συναινούν ότι η Κίνα αποτελεί συστημική απειλή, κάτι που αποτυπώνεται στη δικομματική υποστήριξη της «στροφής στην Ασία», οι μερίδες του κεφαλαίου που υποστήριξαν τον Τραμπ προσπαθούσαν να τραβήξουν τη Ρωσία στον αντικινεζικό άξονα. Αντίθετα, οι πολυεθνικές της ενέργειας (Big Oil), που στοιχήθηκαν πίσω από τον Μπάιντεν, έθεσαν ως άμεση προτεραιότητα τη καταστροφή των ενεργειακών σχέσεων της Ευρώπης με τη Ρωσία, για τη κατάκτηση των αγορών από το ακριβότερο αμερικάνικο LNG. Μετά την ήττα της Ρωσίας, που θεωρείται η «πιο σημαντική και άμεση απειλή», σειρά έχει η Κίνα, με τις πιο φιλοπόλεμες φωνές να ισχυρίζονται ότι οι ΗΠΑ μπορούν να διεξάγουν «ταυτόχρονο πόλεμο» ενάντια στα δύο κράτη.
Η επικράτηση Μπάιντεν στις αμερικανικές εκλογές, ο οποίος επέβλεπε το χαρτοφυλάκιο της Ουκρανίας ως Αντιπρόεδρος κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ομπάμα, επανέφερε την ατζέντα ένταξης στο ΝΑΤΟ, παρότι κάτι τέτοιο παραβίαζε τις εγγυήσεις ασφαλείας της Ρωσίας. Αυτό έδωσε αέρα στα πανιά της χούντας του Κιέβου, που ετοιμαζόταν για πόλεμο, απελευθερώνοντας νεοναζί εγκληματίες από τις φυλακές και μεταφέροντας στρατεύματα στη γραμμή πυρός. Ο Ζελένσκι, ο οποίος διέψευσε τις προεκλογικές του δεσμεύσεις πως θα σταματήσει τον πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία, αύξησε τους βομβαρδισμούς κατά αμάχων στην περιοχή του Ντονμπάς, χρησιμοποιώντας ΝΑΤΟϊκά όπλα. Οι συμφωνίες ειρήνης του Μινσκ, τις οποίες πρακτικά το Κίεβο σταμάτησε να τις εφαρμόζει λίγο μετά την υπογραφή τους, αφού ο προηγούμενος πρόεδρος-μαριονέτα, Πέτρο Ποροσένκο παραδέχτηκε πρόσφατα ότι η κατάπαυση του πυρός ήταν απλώς εξαγορά χρόνου, μέχρι το Κίεβο να προετοιμάσει τον στρατό του, απορρίφθηκαν και επίσημα από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ουκρανίας, τον Ιανουάριο του 2022.
Την ίδια περίοδο, υπό την ηγεσία του αμερικανικού στρατού, το ΝΑΤΟ πραγματοποιούσε μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ασκήσεις του στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες, το Defender Europe 21, με τη συμμετοχή του ουκρανικού στρατού – κάτι που η Ρωσία εξέλαβε ως μια πρόβα πολέμου, απαντώντας με ασκήσεις εντός των συνόρων της. Οι πυρηνικές απειλές Ζελένσκι, τον Φεβρουάριο του 2022, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για ύπαρξη εργαστηρίων βιολογικού πολέμου με αμερικάνικη χρηματοδότηση, οδήγησαν το Κρεμλίνο να αποδεχθεί την έκκληση της ρωσικής Δούμας, με πρωτοβουλία του ΚΚΡΟ, για αναγνώριση των λαϊκών δημοκρατιών του Ντονμπάς, μια μέρα πριν την ανακοίνωση της ρωσικής επιχείρησης. Πρόσφατα, το επιτελείο του Μακρόν διέρρευσε συνομιλίες με τον Ρώσο ομόλογό του, κατά τις οποίες ο Βλαντιμίρ Πούτιν έθετε επιτακτικά το ζήτημα της εφαρμογής των συμφωνιών του Μίνσκ και τις πυρηνικές απειλές Ζελένσκι, με τον Γάλλο πρόεδρο να απαντά κυνικά πως δεν δίνει δεκάρα για τους «αυτονομιστές» της αν. Ουκρανίας. Η απίστευτη για διπλωματικά δεδομένα κοινοποίηση συνομιλιών κορυφής, αποτελεί ομολογία του ποιοι έκλεισαν κάθε οδό ειρηνικής επίλυσης, ανοίγοντας τον δρόμο για την κατάκτηση της Ευρώπης από τις αμερικανικές πολυεθνικές της ενέργειας.
Είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία μια σύγκρουση ανάμεσα σε φασίστες; -Μια ατυχής σύγκριση
Οι αναφορές του Πούτιν στην πολική των Μπολσεβίκων στο ουκρανικό ζήτημα έδωσαν άλλοθι στους υπερασπιστές των «ίσων αποστάσεων» να εξισώσουν την πολιτική της ρωσικής ηγεσίας με της χούντας του Κιέβου. Αν και δεν είναι πρώτη φορά, που ο Ρώσος ηγέτης χρεώνει στην Οκτωβριανή Επανάσταση τις ευθύνες της αντεπαναστατικής γραφειοκρατίας που εκπροσωπεί, είναι ξεκάθαρο πως η αναφορά «θα σας δείξουμε πως γίνεται πραγματικά η αποκομμουνιστοποίηση», έγινε για να θυμίσει στο Κίεβο το γεγονός πως η ανεξαρτησία της Ουκρανίας επετεύχθη για πρώτη φορά εντός της ΕΣΣΔ. Αυτό προκύπτει και από την πρόσφατη ομιλία του στη Λέσχη Συζητήσεων Βαλντάι, όπου ανέφερε πως «ο μόνος εγγυητής της κυριαρχίας της Ουκρανίας είναι η Ρωσία, η οποία τη δημιούργησε». Στη τελευταία του ομιλία, ο Ρώσος πρόεδρος παρέθεσε τον Λένιν, αυτή τη φορά για να πει πως «η Δύση αδυνατεί να κυβερνήσει την ανθρωπότητα μόνη της και η πλειοψηφία των εθνών δεν θέλει πλέον να το ανέχεται αυτό. Αυτή είναι η κύρια αντίφαση της νέας εποχής. Για να παραθέσουμε ένα κλασικό παράδειγμα, πρόκειται για μια επαναστατική κατάσταση σε κάποιο βαθμό – οι ελίτ δεν μπορούν και οι άνθρωποι δεν θέλουν να ζουν έτσι πια». Σε κάθε περίπτωση, είναι ιστορικά ανακριβές ότι η κριτική εκφράζει αποκλειστικά τους οπαδούς του τσαρισμού, αφού αντίστοιχα επιχειρήματα είχαν υιοθετηθεί από Ρώσους αναρχικούς του 20ου αιώνα, αλλά και από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ κατά την ιδεολογική αντιπαράθεση με τον Λένιν στα ζητήματα αυτοδιάθεσης στο νέο επαναστατικό κράτος.
Ακόμα και έτσι να ήταν, οποιαδήποτε συσχέτιση -ακόμα και της σημερινής αντεπαναστατικής Ρωσίας με το καθεστώς του Κιέβου- είναι εκτός τόπου και χρόνου. Ο αποχαρακτηρισμός περισσότερων από 3.800 εγγράφων της CIA παρέχει λεπτομερείς αποδείξεις ότι από το 1948 διεξάγει επιχειρήσεις για τη ναζιστικοποίηση της Ουκρανίας, μέσω των οπαδών του Ουκρανού ιδρυτή των ταγμάτων ασφαλείας, Στεπάν Μπαντέρα, στο πλαίσιο του Project AERODYNAMIC. Οι νεοναζιστικές πολιτοφυλακές αποτέλεσαν δύναμη κρούσης του πραξικοπήματος του 2014, με τα μέλη τους να στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό του μετα-Μαϊντάν καθεστώτος. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε, πως στη πρώτη κυβέρνηση κουίσλινγκ, ο συνιδρυτής του Σβόμποντα (πρώην Εθνικοσολιαλιστικό Κόμμα Ουκρανίας), Αντρέι Παρούμπυ, τοποθετήθηκε γραμματέας της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας και Εθνικής Άμυνας), επιβλέποντας το υπ. Άμυνας, τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, την εθνική ασφάλεια και τις μυστικές υπηρεσίες, με αναπληρωτή γραμματέα τον ηγέτη του Δεξιού Τομέα, Ντμίτρο Γιαρός. Ο Όλεχ Μαχνίτσκι του Σβομποντα ορίστηκε Γενικός Εισαγγελέας του υπ. Δικαιοσύνης. Ακόμα, στο υπ. Συμβούλιο συμμετείχαν μέλη της νεοναζιστικής Ουκρανικής Εθνικής Συνέλευσης – Ουκρανική Εθνική Αυτοάμυνα (UNA-UNSO), όπως η Τετιάνα Τσερνόβολ και ο Ντίτρο Μπουλάτοφ, ενώ ο Γιέγκοε Σοομπολεφ οργάνωσε το κυνήγι μαγισσών, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Επιτροπής Κάθαρσης. Ανάμεσα στα νεοναζιστικά τάγματα, που πολεμούν στο πλευρό των στρατιωτικών δυνάμεων, ξεχωρίζει το τάγμα Αζόφ μετατράπηκε σε σύνταγμα της Εθνοφρουράς.
Ο ιστορικός ρεβιζιονισμός έγινε επίσημη ιδεολογία, καθώς οι δωσίλογοι του Β’ ΠΠ ηρωοποιήθηκαν σαν «μαχητές για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας» και ποινικοποιήθηκε η κριτική εναντίον τους. Οι νόμοι αποκομμουνιστοποίησης περιλάμβαναν ακόμα τη καταστροφή των μνημείων της ΕΣΣΔ, συμπεριλαμβανομένων του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, την απαγόρευση των κομμουνιστικών συμβόλων και κομμάτων, μεταξύ των οποίων και του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας. Η γενοκτονική ιδεολογία του «ολοκληρωτικού εθνικισμού» εφαρμόστηκε κατά των κατοίκων του Ντονμπάς, μέσω του νόμου για τον ολικό εξουκρανισμό, που ψηφίστηκε τις τελευταίες εβδομάδες της προεδρίας Ποροσένκο. Ακολούθησε, ο νόμος Ζελένσκυ «για τους αυτόχθονες λαούς της Ουκρανίας», που χώριζε τον πληθυσμό στο «επίτιμο ουκρανικό έθνος», τους υπόλοιπους «αυτόχθονες λαούς» (πχ Τάταροι) και την πολυπληθέστερη κατηγορία, που αποτελείται από Ρώσους, Λευκορώσους, Πολωνούς, Εβραίους, Ούγγρους, Έλληνες κα, των οποίων τα δικαιώματα έπαψε να εγγυάται το ουκρανικό κράτος, καθ’ οδόν της μετατροπής του σε καθεστώς-απαρτχάιντ.
Όλα τα παραπάνω καθιστούν το ναζισμό, ένα δομικό πρόβλημα στην Ουκρανία και τους γείτονές της, που υπερβαίνει τα εκλογικά του ποσοστά. Απέναντι σε αυτή τη πραγματικότητα, είναι αντιδιαλεκτικό να παραθέτει κανείς αποσπασματικά περιπτώσεις από την άλλη πλευρά, για να αυτοεπιβεβαιώσει το αφήγημα μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε εθνικιστικές ή ακόμα και φασίστες. Αυτό που απαιτείται είναι μια συγκριτική πραγμάτευση του χαρακτήρα γενικά του ρωσικού κράτους και της συγκεκριμένης ρωσικής πολιτικής. Σε αυτή τη περίπτωση δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ιστορικοί λόγοι που έχουν να κάνουν με τις μνήμες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, αναγκάζουν τις αρχές της Ρωσίας να ενσωματώνουν τα σοβιετικά σύμβολα ως αναπόσπαστο κομμάτι του ρωσικού πολιτικού συστήματος.
Η νοσταλγία για την ΕΣΣΔ καταγράφει διαρκή αύξηση από το 2012, φτάνοντας στο επίπεδο ρεκόρ του 66% το 2018, ενώ 7 στους 10 Ρώσους έβλεπαν το 2019 νοσταλγικά τη διακυβέρνηση Ιωσήφ Στάλιν, με το ΚΚΡΟ να καρπώνεται τη τάση, καταγράφοντας το υψηλότερο ποσοστό της δεκαετίας, ως αξιωματική αντιπολίτευση. Οι «αριστεροί» απολογητές του ΝΑΤΟ κατηγορούν το κόμμα ως «δεκανίκι» του Πούτιν, επειδή στηρίζει τη ρωσική επιχείρηση, παραβλέποντας ότι στο παρελθόν ασκούσε έντονη κριτική στον «ενδοτισμό» του Κρεμλίνου προς τη Δύση, ενώ και πρόσφατα συγκρούστηκε ανοιχτά μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων και κατά τους εορτασμούς της 9ης Μάη. Στη πραγματικότητα, το σύνολο του ρωσικού πολιτικού συστήματος υποστηρίζει τη ρωσική στρατιωτική επιχείρηση και το γεγονός πως το ΚΚΡΟ θεωρείται «συστημικό κόμμα», τη στιγμή που το αδελφό του ΚΚ Ουκρανίας είναι παράνομο, δείχνει πόσο άστοχη είναι η σύγκριση.
Το ΚΚΡΟ καλεί σε αντιαποικιακό αγώνα, καθιστώντας ξεκάθαρο πως η Ρωσία βρίσκεται σε πόλεμο με το τέταρτο Ράιχ του ΝΑΤΟ, στο οποίο τριάντα χώρες ένωσαν τα στρατεύματά τους και μετέτρεψαν την αδερφή χώρα της Ουκρανίας σε ορμητήριο. Το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας (ΚΕΚΡ) με τη σειρά του σημειώνει: «Η θέση αυτών των οπαδών του όχι-στον-πόλεμο συνίσταται στην πραγματικότητα στο να επιρρίψουν ευθύνες σε όλα τα εμπόλεμα μέρη και να αποφεύγουν έτσι να επιρρίψουν την ευθύνη στον κύριο επιτιθέμενο – τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και η έκκληση να “σταματήσει ο πόλεμος” ισοδυναμεί με την πρόταση να σταματήσουμε να χτυπάμε τους φασίστες. Δεν διαφέρει και πολύ από αυτό το πολιτικό συμπέρασμα εκείνων των αριστερών που θεωρούν ότι τα καθεστώτα τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσική Ομοσπονδία είναι τα ίδια και μάλιστα φασιστικά».
Αν όμως οι Ρώσοι κομμουνιστές μπορούν να χαρακτηριστούν με ευκολία «σοσιαλσοβινιστές», γιατί υποστηρίζουν και συμμετέχουν ενεργά στη ρωσική επιχείρηση, θα πρέπει να εξηγηθεί γιατί οι Ουκρανοί σύντροφοί τους, όπως για παράδειγμα του ΚΚ Ντόνετσκ (κατάλοιπο του απαγορευμένου ΚΚ Ουκρανίας), κρατούν ανάλογη στάση και δεν βλέπουν τους «Ρώσους φασίστες», που ανακάλυψε η δυτική «αριστερά», από κοινού με τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις των κρατών του ΝΑΤΟ. Ο Αλεξέι Άλμπου, πρώην μέλος του Περιφερειακού Συμβουλίου της Οδησσού και μέλος της κομμουνιστικής οργάνωσης Mποροτμπά, έχει ξεκαθαρίσει πως «δεν υπάρχουν νεοναζιστικές ομάδες από την πλευρά της Ρωσίας», συμπληρώνοντας πως η παρουσία άλλων αντιδραστικών ομάδων, για παράδειγμα, μοναρχικοί ή ορθόδοξοι, είναι μειοψηφική. Πράγματι, οργανώσεις, όπως το Ρωσικό Αυτοκρατορικό Κίνημα και η Αυτοκρατορική Λεγεώνα, που θεωρούν ότι μάχονται για την αναβίωση της «Ρωσικής Αυτοκρατορίας» είναι αντιδραστικές οργανώσεις, αλλά σε καμία περίπτωση ναζιστικές, σε αντίθεση με τα τάγματα των μπαντεριστών της άλλης πλευράς.
Επί προσθέτως, παρότι υπάρχουν αναφορές για εθνικομπολσεβίκους, που πολεμούν στην αν. Ουκρανία, η πραγματική επιρροή του εθνικομπολσεβικισμού, μόνο ως ανέκδοτο μπορεί να συγκριθεί με τον θεσμικό ρόλο των ναζιστών οπαδών του Μπαντέρα στη χούντα του Κιέβου. Το Κόμμα των Εθνικομπολσεβίκων έχει τεθεί εκτός νόμου στη Ρωσική Ομοσπονδία, ενώ ο άτυπος διάδοχος «Άλλη Ρωσία» έχει απορριφθεί από την εκλογική κάθοδο. Παρόλα αυτά, ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί συλλήβδην ενάντια στους μαχητές των ΛΔ του Ντονμπάς, με όσους «αριστερούς» το αναπαράγουν, να τροφοδοτούν στην πραγματικότητα την αντικομμουνιστική θεωρία των δύο άκρων.
Η μισθοφορική εταιρεία Βάγκνερ παρουσιάζεται επίσης ως το αντίστοιχο του νεοναζιστικού Τάγματος Αζόφ, με χρήση μονταρισμένων εικόνων από τη ιστοσελίδα «Ειρηνοποιός» των μυστικών υπηρεσιών του Κιέβου. Ωστόσο, δεν αποτελεί πολιτική οργάνωση και εκπρόσωποι αμερικανικών δεξαμενών σκέψης έχουν παραδεχθεί πως για πολιτικούς λόγους έχουν καλλιεργήσει ένα αφήγημα που διογκώνει τη δράση της. Παράλληλα, πέρασε στα ψιλά η αυτοκριτική του ιδιοκτήτη της Βάγκνερ, Γιεβγκένι Πριγκόζιν, ο οποίος παραδέχθηκε πως ο ίδιος και οι άλλοι φιλελεύθεροι διαδηλωτές κατέστρεψαν την ΕΣΣΔ με εντολές των ΗΠΑ, παραδίδοντάς την ιδιοκτησία της στη λεία ολιγαρχών, που σήμερα στρέφονται ενάντια στη Ρωσία. Μάλιστα αντιπαρέβαλε τη τότε στάση του, με αυτή του σημερινού επικεφαλής της ρωσικής επιχείρησης, στρατηγού Σεργκέι Σουροβίκιν, ο οποίος υπερασπίστηκε το Ανώτατο Σοβιέτ κατά τα γεγονότα του 1991. Ανεξαρτήτως του πόσο ειλικρινής είναι η μεταμέλεια, η παραπάνω δήλωση είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί στη Ρωσία.
Μια απάντηση στους «αριστερούς» απολογητές του ΝΑΤΟ
Η ιδεολογική καθαρότητα είναι ένα προνόμιο, που μπορεί κανείς να επικαλείται σε συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης με τον ιμπεριαλισμό, ιδιαίτερα αν ζει στην ανεπτυγμένη Δύση. Οι «αριστεροί» που υιοθετούν το αφήγημα του ιμπεριαλισμού τους, καταδικάζουν πρόθυμα το Τάγμα Σπάρτη του δολοφονημένου Αρσέν Παβλόφ («Μοτορόλα»), επικαλούμενοι την εμφάνιση της τσαρικής σημαίας, προκαλώντας απορία αν θα καταδίκαζαν με την ίδια ευκολία τα μπλόκα του 1993, ενάντια στο πραξικόπημα του Γιέλτσιν, μόνο και μόνο επειδή και εκεί έκαναν την εμφάνισή τους αντίστοιχα σύμβολα. Ταυτόχρονα, κλείνουν τα μάτια στα λάβαρα του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, που αναρτώνται σε κάθε ευκαιρία από τους μαχητές της ρωσικής επιχείρησης, καταφεύγοντας στη συνωμοσιολογία, πως τα παραπάνω αποτελούν προπαγάνδα του Κρεμλίνου, την ίδια στιγμή που ισχυρίζονται ότι ο Πούτιν κάνει «αποκομμουνιστικοποίηση». Κατ’ αυτούς, οι Ρώσοι και Ουκρανοί κομμουνιστές, όπως και οι διεθνιστές επαναστάτες, που θυσιάζοναι στο μέτωπο, πολεμώντας τον φασισμό και τον ιμπεριαλισμό, έχουν απλώς «αυταπάτες».
Φαίνεται, ξεχνούν πως ο ελληνικός λαός πολέμησε τους φασίστες, ενώ αρχικά ο ίδιος βρισκόταν κάτω από τη δικτατορία ενός καθεστώτος, που τους θαύμαζε, αλλά αναγκάστηκε να ρίξει «δυο τρεις τουφεκιές για την τιμήν των όπλων». Όταν στη συνέχεια το καθεστώς παραδόθηκε, η αντίσταση κατά της φασιστικής κατοχής συνεχίστηκε με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές, αλλά και τη συμμετοχή βασιλοφρόνων, αντικομμουνιστών και άλλων ανθρώπων που θα χαρακτηρίζαμε αντιδραστικούς, αλλά στις συγκεκριμένες συνθήκες συμμετείχαν σε έναν αγώνα, που μόνο αντιδραστικός δεν ήταν. Σε αυτές τις μεγαλειώδεις στιγμές αντίστασης, αναδείχθηκαν μορφές, όπως ο Στέφανος Σαράφης, προερχόμενος από τον βενιζελικό χώρο, δηλαδή την παράταξη που επέβαλε το ιδιώνυμο κατά των κομμουνιστών, ο οποίος εξελίχθηκε στον στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛ.ΑΣ. Παρόλα αυτά, είναι αδιανόητο σε κάποιους, πως είναι δυνατόν ο άλλοτε αντικομμουνιστής Αλεξέι Μοζγκοβόι να αποφασίζει να ταχθεί στο πλευρό των κομμουνιστών, ενσωματώνοντας το «Εθελοντικό Κομμουνιστικό Απόσπασμα» («Interunit»), κατά τα πρότυπα των Διεθνών Ταξιαρχιών, και να προαναγγέλλει πως «η Νοβορόσια θα είναι λαϊκή και σοσιαλιστική». Έτσι απορρίπτουν τις δημιουργικές δυνατότητες της επαναστατικής διαδικασίας να διαμορφώνει επαναστατικά το ίδιο το συλλογικό δρων υποκείμενο, άρα και την ίδια την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.
Πρακτικά οι «αριστεροί» αυτοί απορρίπτουν την ουσία στον Λένιν, πως «όποιος αναμένει την “καθαρή” κοινωνική επανάσταση, ποτέ δεν θα ζήσει να τη δει. Αυτός είναι ένας επαναστάτης στα λόγια, που δεν κατανοεί την πραγματική επανάσταση… Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, εκτός από έκρηξη της μαζικής πάλης όλων, συμπεριλαμβανομένων και όλων των ειδών των καταπιεσμένων και ανικανοποίητων. Μέρος της μικρής αστικής τάξης και των καθυστερημένων εργατών αναπόφευκτα θα συμμετάσχει σε αυτήν -χωρίς αυτή τη συμμετοχή δεν είναι εφικτός ο μαζικός αγώνας, δεν είναι εφικτή καμία επανάσταση…» (Άπαντα, τ. 30, σ. 54).
Κι όμως, είναι οι ίδιοι που αναζητούν λενινιστικά τσιτάτα ώστε να εφαρμόσουν μηχανιστικά στις σημερινές συνθήκες, αρνούμενοι το ιστορικό προτσές και ανάγοντας μεταφυσικά τη σημερινή σύγκρουση στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, λες και δεν προηγήθηκαν άνοδος/κατάρρευση του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και η μονοπολική ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων. Αλλά ακόμα κι αν είχαν δίκιο στην ανάλυση του χαρακτήρα του σημερινού πολέμου ως «ενδοϊμπεριαλιστικού», ο Λένιν θα απαντούσε σε εκείνους που δείχνουν ιδιαίτερη σπουδή να καταδικάσουν το απέναντι στρατόπεδο, εξίσου (αν όχι περισσότερο) από το δικό τους: «Κατά τη διάρκεια ενός αντιδραστικού πολέμου μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί παρά να επιθυμεί την ήττα της κυβέρνησής της. Αυτό είναι αξίωμα, και αμφισβητείται μόνο από συνειδητούς οπαδούς ή ανίκανους δορυφόρους των σοσιαλσοβινιστών. […] Επαναστατική δράση όμως ενάντια στην κυβέρνησή σου κατά τη διάρκεια του πολέμου σημαίνει αναμφισβήτητα όχι μόνο να επιθυμείς την ήττα της κυβέρνησής σου, αλλά να προσπαθείς να βοηθήσεις προς την κατεύθυνση της ήττας. […] Όποιος υποστηρίζει το σύνθημα ‘ούτε νίκη, ούτε ήττα’ είναι συνειδητά ή ασυνείδητα ένας σοβινιστής· στην καλύτερη περίπτωση, είναι ένας διαλλακτικός μικροαστός, αλλά σε κάθε περίπτωση εχθρός της προλεταριακής πολιτικής, υπέρμαχος των υφιστάμενων κυβερνήσεων και των σημερινών άρχουσων τάξεων» (Για την ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, 1915).
Έχοντας εξωραϊσει τη φασιστική απειλή, ανάγουν την ένταξη σε έναν πολεμικό σχηματισμό, με διακηρυγμένο στόχο την «αποτροπή της Ρωσίας», σε «δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ουκρανικού λαού». Την ίδια ώρα κάνουν λόγο για «στημένα δημοψηφίσματα» στις απελευθερωμένες περιοχές, αρνούμενοι πρακτικά την αυτοδιάθεση του ρωσόφωνου πληθυσμού, που στερήθηκε συστηματικά τα δικαιώματά του. Ακόμα χειρότερα, αρνούνται το δικαίωμα των λαών της πρώην ΕΣΣΔ, συμπεριλαμβανομένου του ουκρανικού, να σταματήσουν την εισβολή των δυνάμεων του εξαγόμενου φασισμού του ΝΑΤΟ, με εκπρόσωπο τη νεοναζιστική χούντα του Κιέβου.
Φαίνεται πως στα τσιτάτα που βρίσκουν, μαζί με κάποια «αριστερή» παραφωνία σε Ρωσία και Ουκρανία, για να καταδικάσουν από κοινού τη ρωσική «εισβολή», δεν πρόσεξαν το «όποιος δεν βρίσκεται στη μία ή την άλλη πλευρά του οδοφράγματος είναι το οδόφραγμα».