Σε ηλικία 87 ετών πέθανε την Κυριακή στη Μόσχα ο Ίλια Γκλαζουνόφ, ο πιο διάσημος (τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας), ο πιο δημοφιλής και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενος ρώσος ζωγράφος.
Επιπλέον, ο πιο συντηρητικός και επιδραστικός. Μάλλον το επίθετο «συντηρητικός» πέφτει λίγο. Ο Γκλαζουνόφ ήταν βαθιά αντιδραστικός, φανατικός ορθόδοξος χριστιανός, απροκάλυπτος νοσταλγός του τσαρισμού, άγριος εθνικιστής και, με λιγοστά διαλείμματα που έπεφτε προσωρινά σε δυσμένεια, το χαϊδεμένο παιδί και του μπρεζνιεφισμού και της περεστρόικα και της σημερινής εξουσίας.
Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στα έργα του και το βιογραφικό του (βλ. διευθύνσεις στο τέλος του κειμένου), όχι για να εμπλουτίσουμε την εικαστική μας παιδεία αλλά κυρίως για να διαπιστώσουμε πόση αρχαία σκουριά κουβαλούσε ο θαυμαστός καινούργιος (σοσιαλιστικός) κόσμος.
Σήμερα στη Μόσχα δύο λαμπρά δημόσια κτίρια είναι αφιερωμένα στον Γκλαζουνόφ. Το πρώτο τού παραχωρήθηκε το 1997 και βρίσκεται απέναντι από το περίφημο Μουσείο Καλών Τεχνών Πούσκιν, σε απόσταση αναπνοής από το Κρεμλίνο κι εδώ στεγάζονται πίνακές του. Στο δεύτερο, που εγκαινιάστηκε το 2014, στεγάζεται η αμύθητης αξίας ιδιωτική συλλογή του με χριστιανικές εικόνες, ρωσικούς πίνακες, έργα τέχνης, βιβλία, στολές, μια που ο εκλιπών ήταν ο μεγαλύτερος ιδιώτης συλλέκτης στη Ρωσία και ένας εξαιρετικά επιτυχημένος έμπορος έργων τέχνης.
Ας δούμε τι δήλωσε γι’ αυτόν μπροστά στις κάμερες ο Κύριλλος, ο πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών στη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Μουσείο Γκλαζουνόφ:
«Η οπτική μνήμη είναι πιο ισχυρή και άμεση και φέρει μεγαλύτερο συναισθηματικό βάρος από την προφορική ή τη θεωρητική. Γι’ αυτό ο Γκλαζουνόφ αξίζει όσο χίλιοι συγγραφείς και επειδή με τις εικόνες του υπενθύμισε στο έθνος τη δόξα της ορθοδοξίας, τους στρατιωτικούς και πνευματικούς θριάμβους της Ρωσίας, το μεγαλείο της».
Ο Γκλαζουνόφ βρισκόταν στο αντίποδα τόσο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού όσο και της εικαστικής πρωτοπορίας. Ήταν συνεχιστής της ρωσικής ακαδημαϊκής παράδοσης του ρεαλισμού και απεχθανόταν τη μοντέρνα τέχνη: Γι’ αυτόν ο Βαν Γκογκ ήταν απλώς «ένας παράφρονας» ενώ υποστήριξε ότι το «Μαύρο Τετράγωνο» του Μάλεβιτς «δεν ήταν τέχνη».
Θεωρούσε ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν η καταστροφή της Ρωσίας, λάτρευε την παλιά αριστοκρατία και την τσαρική οικογένεια και πίστευε ότι η πιο ένδοξη εποχή της Ρωσίας ήταν ο 19ος αιώνας. Γι’ αυτόν η Ευρώπη ήταν μια ήπειρος σε αποσύνθεση, η Αμερική ήταν απλώς η «χώρα του Μίκι Μάους» ενώ η μεγάλη σύγχρονη απειλή ήταν γι’ αυτόν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Τον έθλιβε η υπογεννητικότητα στη Ρωσία και συνιστούσε στις συμπατριώτισσές του να κάνουν πέντ’ έξι παιδιά η καθεμιά.
«Ξύπνα, Ρωσία, και επιστροφή στις ρίζες, επιστροφή στα παλιά μεγαλεία», ήταν το σύνθημά του. Στα έργα του δεσπόζουν τα ιστορικά και θρησκευτικά θέματα. Οι πιο εντυπωσιακοί πίνακές του είναι τεραστίων διαστάσεων κι εδώ απεικονίζονται δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες πρόσωπα με μια τεχνική που θυμίζει κολάζ.
Ανάμεσά τους λυσσασμένοι Μπολσεβίκοι που γκρεμίζουν εκκλησίες και γνωστές προσωπικότητες του 20ού αιώνα –από τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Στάλιν, τον Σολζενίτσιν, τον Αϊνστάιν, τους Μπιτλς, τον Χίτλερ, τον Κένεντι, τη Μόνικα Λεβίνσκι κ.ά. –, δεσπόζουν όμως οι άγιοι της ορθοδοξίας, η (αγιοποιημένη) τσαρική οικογένεια και η φιγούρα του Χριστού. Επίσης έγινε γνωστός από εικονογραφήσεις του σε βιβλία, κυρίως σε μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι.
Στα χρόνια του μπρεζνιεφισμού, ενώ ο επίσημος σύλλογος των ζωγράφων αρνιόταν να τον κάνει μέλος του και θεωρούσε την τέχνη του κιτς και αντιδραστική, ο Γκλαζουνόφ περνούσε ζωή και κότα, έχοντας ισχυρές διασυνδέσεις τόσο με ξένους διπλωμάτες όσο και με αξιωματούχους του καθεστώτος.
Ναι μεν κάποτε τον υποχρέωσαν να πάει στη Σιβηρία, όχι εξόριστος αλλά για να ζωγραφίσει εργάτες, όμως ήταν ελεύθερος να ταξιδεύει στο εξωτερικό, ενώ μια φωτογραφία του 1984 που δείχνει τον Κάστρο, στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Μόσχα, να ποζάρει και τον ζωγράφο να φιλοτεχνεί το πορτρέτο του.
Στα χρόνια του Γκορμπατσόφ ο Γκλαζουνόφ άνθισε και στα χρόνια του Πούτιν μεγαλούργησε. Στα 85α γενέθλιά του ο Πούτιν τού έστειλε ευχές που, μεταξύ άλλων, έλεγαν:
«Κατακτήσατε τεράστιο κύρος και αναγνώριση ως εξέχον μέλος της ρωσικής σχολής ζωγραφικής… με μια μοναδική προσωπικότητα και τεράστια δημιουργική ενέργεια. Το εμπνευσμένο έργο σας το διαποτίζει μια γνήσια αγάπη για τη Ρωσία, τη μεγάλη ιστορία και τις παραδόσεις της και αντανακλά με πιστότητα τη θέση σας ως πολίτη».
Μέχρι το θάνατό του ο Γκλαζουνόφ ήταν ελάχιστα γνωστός στο εξωτερικό. Πιθανόν τώρα να γραφτούν πολλά όχι για την αμφισβητούμενη καλλιτεχνική αξία του έργου του, αλλά για την επίδρασή του ίδιου του καλλιτέχνη στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ρωσίας.
Το φαινόμενο Γκλαζουνόφ δεν εκφράζει απλώς το μυστικισμό της λεγόμενης «ρωσικής ψυχής», αλλά τη δύναμη του «παλιού» που καταφέρνει να μιλά στη γλώσσα του σήμερα. Κυρίως όμως εκφράζει την απουσία του αντίπαλου δέους, όμως αυτή η απουσία δεν περιορίζεται στο καλλιτεχνικό πεδίο αλλά και στο ιδεολογικό και πολιτικό… και όχι μόνο στη Ρωσία.
Πίνακές του από το site του μουσείου του, στα αγγλικά μπορείτε να δείτε εδώ:
ενώ βιογραφικά και άλλα στοιχεία εδώ:
κι εδώ: