21 C
Athens
Τρίτη, 28 Οκτωβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η παρέλαση (επί τη επετείω), της Όλγας Μοσχοχωρίτου

 

Είδε λέει πως ήταν στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, μόνη αυτή, από τις συμμαθήτριές της. Δε θυμόταν τί φορούσε. Πάντως είχε θυμώσει το πρωί, γιατί δεν έβρισκε την μπλε πλισέ της φούστα, την καλή, ήταν λέει στ’ άπλυτα.

Πάντως βρισκόταν εκεί, στο κέντρο της πόλης, περνούσε δίπλα από το κτήριο των Δικαστηρίων και στις σκάλες τους βρίσκονταν κατηφείς οι επίσημοι. Κάτι μαυροφορεμένοι κι ένας χρυσοποίκιλτος παπάς

Στο δρόμο, τον πλατύ, τον καλό της πόλης, παρήλαυναν:

Το περίπτερο του κυρ- Μιχάλη, αυτό της πλατείας, με κολλημένη στην πόρτα την άδεια που του είχε χορηγηθεί από το κράτος «επ’ ανδραγαθία  στο συμμοριτοπόλεμο».

Το ξύλινο πόδι του Μεσολογγίτη, όπως τον έλεγε ο πατέρας της , του γείτονα που το άλλο, το δικό του , το άφησε στο Αλβανικό απ’ τα κρυοπαγήματα.

Συσκευασίες με σκόνη γάλα του Ερυθρού Σταυρού, κάτι ροζ, σιέλ και φυστικί μεσοφόρια  νάιλον,  της αμερικάνικης Ούνδρα.

Στον αέρα πετούσαν σταφίδες , μικρές, αφυδατωμένες, πικραλίδες , χαρούπια και πλάκες γραμμοφώνου με τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο.

Οι νότες τραμπαλίζονταν, αρνούμενες να μπουν στη σειρά, έμπλεκαν τη Ζεχρά με τα παιδιά της Ελλάδας παιδιά, που παρεμπιπτόντως είχαν εξαφανισθεί.

Θες στα βουνά, θες στις Τασκένδες, θες στις Γερμανίες.

Χαρουπόμελα έσταζαν από τα λούκια και μικρά σπουργίτια έγλυφαν με τις γλωσσίτσες τους τα ρείθρα των πεζοδρομίων.

Παρήλαυναν επίσης τα σκοινιά της μπουγάδας της μάνας της, με κρεμασμένες στα μανταλάκια ιδέες , επιθυμίες, όνειρα, δικά της και των άλλων κοριτσιών της γειτονιάς, αλλά  και το αριστερό παπούτσι του γείτονα του Μεσολογγίτη. Η αριστερή κάλτσα έχασκε με τις μπαλωμένες τρύπες της σα στόμα φαντάρων που πέθαναν τρυπημένοι από ξιφολόγχες. Θες στ’ Άγραφα, θες στο Γράμμο ή το Βίτσι.

Το χάλκινο κεφάλι του Σβορώνου παρέμεινε στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, γιατί  αρνήθηκε να πάρει μέρος, είναι νωρίς ακόμα σκέφτηκε, «κατά τις 17 του άλλου και βλέπουμε».

Επίσης αρνήθηκαν τη συμμετοχή τα μάτια του Πέτρουλα, το πανό του Λαμπράκη κι οι στίχοι του Παναγούλη για τον Νικηφόρο Μανδηλαρά  όσο κι αν επέμενε ο Μίκης.

Εν συνόλω τα κορίτσια της βροχής της Αλίντας δεν έστειλαν ούτε μια γαλότσα, ούτε μιαν ομπρέλα, έτσι για το συμβολισμό.

Πετάχτηκε κάθιδρη, ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου, όπως εδώ και πάνω από μισό αιώνα, τί λέω πολύ πιο πάνω – αν και τί σημασία έχουν τα χρόνια από μια ημερομηνία και μετά – και στο πατρικό, έπεφτε σιωπή. Ήταν που όλοι είχαν φύγει.

Όλη εκείνη η γενιά του πολέμου και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων, μαζί με τον κόσμο τους. Τα τραγούδια τους που λάτρευαν -τον Τόνυ Μαρούδα, τη Σοφία Βέμπο, τον Γιάννη Βογιατζή, την Πόλυ Πάνου, τους ηθοποιούς του κινηματογράφου που θαύμαζαν ως νέοι, την Έλλη Λαμπέτη και το Χορν, τη Τζένη Καρέζη και τη γενιά της.

Είχαν αρχίσει να πεθαίνουν άλλωστε και οι μύθοι της δικιά της γενιάς.

-Ωχ! Παραμεγάλωσα φαίνεται και βλέπω «πολιτικά» όνειρα, σκέφτηκε.

-Να περάσω από το νεκροταφείο, να πάω λίγους  χρυσαφένιους Αηδημήτριδες στον πατέρα μου και τον παππού που γιόρταζαν την ίδια μέρα και μετά αν έχει σταματήσει το ψιλόβροχο, ρίχνω και μια βουτιά στη θάλασσα.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ