Η εμφάνιση και η άνοδος των ακροδεξιών, «λαϊκιστικών» (όπως συνήθως αποκαλούνται) ρευμάτων και κομμάτων σε Αμερική, Ασία και Ευρώπη είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: Αρχικά της στροφής ενός τμήματος της αστικής τάξης στην αμασκάρευτη πολιτική αντίδραση. Επιπλέον, συμβαίνει λόγω της στρεβλής αντίδρασης των εκμεταλλευομένων απέναντι στην αγωνιώδη προσπάθεια των πολυεθνικών να επιτύχουν την ανάσχεση της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους και να αποφύγουν έτσι καταστροφικές οικονομικές κρίσεις που επίκεινται. Αντιδρούν δηλαδή τα λαϊκά στρώματα στον διεθνισμό του κεφαλαίου επικαλούμενα μια επιστροφή στο έθνος, εξ ίσου αντιδραστική.
Η «γραμμή» του κεφαλαίου συνίσταται στο δίπτυχο «φθηνή ενέργεια – φτηνό εργατικό κόστος».
Η εφαρμογή αυτής της γραμμής είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο των νεο-ακροδεξιών κομμάτων. Ο Τραμπ στις ΗΠΑ, η Λεπέν στην Γαλλία, η Μέυ στο Ενωμένο Βασίλειο και το AfD στην Γερμανία.
Η ακροδεξιά ρητορική του AfD συμπυκνώνεται στο σύνθημα: «Να κοιτάξουμε το νοικοκυριό μας και να σταματήσουμε να ταΐζουμε τους τεμπέληδες και ανεπρόκοπους γειτόνους μας».
Ακριβώς επειδή το κεφάλαιο στην Ευρώπη κάθε άλλο παρά «δανείζει ανεπρόκοπους» και ακριβώς επειδή η πολιτική της κατάργησης των εργατικών και κοινωνικών παροχών πλήττει ούτως η άλλως τους εργαζόμενους όλων των χωρών της ΕΕ γι’ αυτό το λόγο η ακροδεξιά ρητορική φαίνεται σαν «αντικαθεστωτική». Ωστόσο, στοχεύει στην χειραγώγηση των πιο καθυστερημένων και εξαθλιωμένων τμημάτων του λαού.
Δεν είναι μόνον η εκτίναξη του AFD από το 4,7% στο 12,6%. Περισσότερο είναι ότι βάζει σε μια πρωτοφανή δοκιμασία το πολιτικό προσωπικό της Γερμανίας.
Μια βδομάδα πριν η Α. Μέρκελ έλεγε: «Καλύτερα ξανά εκλογές παρά μια κυβέρνηση μειοψηφίας». Μια εβδομάδα πριν ο Μ. Σούλτς έλεγε: «Ούτε κατά διάνοια». Μια βδομάδα πριν οι Πράσινοι ήταν ανένδοτοι στην ιδέα μια κυβέρνησης ενός μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού.
Ακολούθησε ένα μπαράζ άρθρων στα ΜΜΕ «έγκυρων οικονομολόγων» με ενορχηστρωτή τον πιστότερο εκπρόσωπο του γερμανικού κεφαλαίου Β. Σόϊμπλε. Η «γραμμή» πλέον είναι: «Κυβέρνηση τώρα!»
Πρώτα η Μέρκελ ψιθύρισε κάτι σαν «σε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε» για να το αλλάξει αμέσως στο εξής: «Χρειαζόμαστε σταθερή κυβέρνηση στην Γερμανία τώρα» γνωρίζοντας ότι υπάρχει ισχυρό ενδεχόμενο να την κάνουν στην άκρη.
Ακολούθησε ο Σουλτς που συγκάλεσε τα όργανα του κόμματος «για να επανεξετάσουν την θέση τους» και, κατά πάσα πιθανότητα, θα στήσει και κάλπες εσωκομματικού δημοψηφίσματος για να καλύψει όπως –όπως τα …οπίσθιά του.
Το σώου της κωλοτούμπας ολοκληρώνεται με τους Πράσινους να δηλώνουν δια της Κάτριν Γκέρινγκ-Έκαρτ: «Θα εξετάσουμε με ηρεμία, έπειτα από αναλύσεις και πιθανόν συνομιλίες, εάν μπορούμε να καταλήξουμε σε μια συνεργασία».
«Ανάγκα και θεοί πείθονται» η φράση του Σιμωνίδη έχει και εδώ την επιβεβαίωση της.
Φαίνεται ότι η Γερμανία οδεύει προς μια κυβέρνηση κομμάτων με μεγάλο παρελθόν αντιπαλότητας. Μην ξεχνάμε πως η κουλτούρα της πολιτικής στην Γερμανία απαιτεί καθαρές, σταθερές, κυβερνήσεις.
Ένας από τους μεγάλους κινδύνους βέβαια είναι να κληθούν τα βασικά κόμματα να εφαρμόσουν αύριο από κοινού μια πολιτική μεγαλύτερου περιορισμού των κοινωνικών δικαιωμάτων και να «καούν» δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερο κενό προς την άκρα δεξιά και εντονότερο κοινωνικό πρόβλημα.
Ωστόσο οι εκπρόσωποι του γερμανικού κεφαλαίου καλούνται να διδαχτούν τον «πλουραλισμό».
Ο επικεφαλής του Ινστιτούτου IFO του Μονάχου Κλέμενς Φουστ σε συνέντευξη που παραχώρησε στη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk τόνισε ανάμεσα στα άλλα: «Παρά ταύτα οι κυβερνήσεις μειοψηφίας έχουν και πλεονεκτήματα, με τις κυβερνήσεις μειοψηφίας ενισχύεται το κοινοβούλιο. Η κυβέρνηση πρέπει να αναζητήσει πλειοψηφίες στη Βουλή. Αυτό σημαίνει ότι οι σημαντικές διαβουλεύσεις γίνονται στη Βουλή. Σήμερα οι βουλευτές καλούνται απλά να επικυρώσουν ειλημμένες αποφάσεις. Στις σκανδιναβικές χώρες, στον Καναδά έχουν θετικές εμπειρίες με κυβερνήσεις μειοψηφίας. Φυσικά και δεν ταιριάζει στη γερμανική πολιτική, στη γερμανική πολιτική παράδοση, αλλά δεν είναι κακό να μάθεις κάτι καινούριο».
Σήμερα βέβαια δεν διακυβεύεται το ενδεχόμενο «κυβέρνησης μειοψηφίας» με την ανοχή του SPD αλλά, όπως είπε ο ο Χορστ Ζεεχόφερ, (ο ηγέτης του κόμματος της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης-CSU, του βαυαρού συμμάχου των Χριστιανοδημοκρατών-CDU της Μέρκελ): «Μια επανάληψη του συνασπισμού ανάμεσα στους συντηρητικούς της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ και τους σοσιαλδημοκράτες του SPD αποτελεί την καλύτερη επιλογή για τη Γερμανία».
Όπως και να καταλήξει το θρίλερ των διαπραγματεύσεων η Γερμανία δεν έχει άλλη επιλογή από το να ηγηθεί του «ευρωπαϊκού ιδεώδους». Είναι φανερό ότι στο επόμενο διάστημα θα χρειαστεί έναν Μακρόν. Εάν δεν υπάρχει μπορούν να τον κατασκευάσουν. Άλλωστε ούτε ο Μακρόν υπήρχε…