Στις 6 Απριλίου έκλεισε ένας χρόνος από το θάνατο του του μεγάλου Ουρουγουανού συγγραφέα Ντανιέλ Τσαβαρία, αυτού του σπουδαίου παραμυθά που συνδύασε στα βιβλία του την ιστορική περιπέτεια, το κατασκοπευτικό θρίλερ και επανάσταση (σχετικό άρθρο).
Δημοσιεύουμε αποσπάσματα μιας παλιότερης συνέντευξης του από την Junge Welt (Αβάνα, Δεκέμβριος 2011, Johannes Schulten), όπου ο χειμαρρώδης Ουρουγουανός μιλάει για τα πάντα: από την αστυνομική λογοτεχνία μέχρι το Φιντέλ, τη νεολαία στην Κούβα και την ελληνική κρίση της οποίας υπήρξε θύμα!
Στο επίκεντρο των αστυνομικών μυθιστορημάτων σας βρίσκονται χαρακτήρες, οι οποίοι δεν ανήκουν απαραίτητα στις λαμπρές σελίδες της κουβανικής κοινωνίας. Γράφετε για πόρνες, αποκλεισμένους, αλκοολικούς και απατεώνες. Γιατί σας ενδιαφέρει τόσο το περιθώριο;
Ο κόσμος των αποκλεισμένων είναι πολύ περισσότερο εντυπωσιακός από τον κόσμο των «κανονικών». Το βλέμμα στους περιθωριακούς μου επιτρέπει να διερευνήσω την παθολογία μιας κοινωνίας. Και έτσι γίνονται κατανοητά τα προβλήματα μια χώρας. Εάν έγραφα μόνο για την επίσημη, ωραία Κούβα, αυτό δεν θα ήταν εφικτό. Κάνω λογοτεχνία, γιατί με ενδιαφέρει η βάση της κοινωνίας. Το αστυνομικό μυθιστόρημα ως είδος λειτουργεί στη δικιά μου περίπτωση σαν περίβλημα. Ποτέ δεν με ενδιέφερε το αστυνομικό μυθιστόρημα ως τέτοιο. Στην κλασσική φόρμα του ασχολείται με το πως σκοτώθηκε κάποιος, πώς ο δολοφόνος το έσκασε και τελικά πώς συνελήφθη. Αυτό δε με γοητεύει καθόλου.
Αποτελούν όμως εξαίρεση οι γνωστές «σκληρές» νουβέλες του Ρέημοντ Τσάντλερ και του Ντάσιελ Χάμετ ή του Πάκο Ι. Τάιμπο ΙΙ στην Λατινική Αμερική;
Σωστά. Αυτοί δεν ήταν τίποτα μεγάλοι συγγραφείς, αλλά ήταν ειλικρινείς για τα πράγματα που έγραφαν, που συνέβησαν, για την ίδια την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, όταν ο Χάμετ γράφει στον «Κόκκινο Θερισμό» για τη σύνδεση μαφίας, αστυνομίας και πολιτικών, εμφανίζονται οι αστυνομικοί πιο παραβατικοί από τους εγκληματίες.
Αυτοί οι συγγραφείς κοίταξαν πίσω από την βορειοαμερικανική θριαμβολογία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο: Όλη αυτή τη φασαρία περί ελευθερίας, δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτή την υποκρισία, στην οποία σωρηδόν παγιδεύονταν οι άνθρωποι, ακόμα και σήμερα. Δείχνουν λοιπόν αυτοί, ότι η κοινωνία είχε σαπίσει. Δεν ήταν μόνο η ακραία διαφθορά. Ας φανταστεί κανείς ότι ο πρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν διέταξε τον βομβαρδισμό με ατομικές βόμβες στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, ενώ η Ιαπωνία είχε ήδη παραδοθεί.
Έτσι και εγώ κάνω λογοτεχνία στην οποία παρουσιάζονται οι κακές πλευρές της Κούβας. Τις αφήνω να αναδύονται, έτσι όπως νομίζω εγώ ότι είναι. Το κοινό ας καταλάβει ό,τι νομίζει.
Τι σημαίνει αυτό για την Κούβα;
Ακόμα και εδώ συμβαίνουν πράγματα από τα πιο παράξενα του κόσμου. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα «επιτήδευμα» στην κλοπή ρούχων. Κάποιοι σου κλέβουν το πουλόβερ ή το παντελόνι, όταν τα αφήνεις να στεγνώσουν στον κήπο. Αυτό δεν είναι κάτι φοβερό, αλλά συμβαίνει. Εδώ δεν βρίσκεις εύκολα ρουχισμό. Στο βιβλίο μου «Το κόκκινο στο φτερό του παπαγάλου» το τραβάω στα άκρα. Μια καμαριέρα κλέβει από έναν επισκέπτη ένα ζευγάρι παπουτσιών γνωστής αμερικάνικης μάρκας και τα δωρίζει στο γιό της. Αυτός, επειδή του είναι πολύ μεγάλα, τα ανταλλάσσει με ένα πικάπ, το οποίο θα το ξαναδώσει. Στο τέλος καταλήγουν με κάποιον, που θα τους δώσει το τρόπαιο μιας κοκορομαχίας. Με τη διαδρομή των κλεμμένων παπουτσιών, προσλαμβάνεται μια χοντρική εικόνα των κοινωνικών διεργασιών στην περιφέρεια της Κούβας κατά την «ειδική περίοδο» τη δεκαετία του ‘90, που διαφορετικά δεν θα μπορούσε κανείς να δει.
Η κουβανική αγορά βιβλίου δεν είναι και η μεγαλύτερη. Υπάρχει και έλλειψη χαρτιού. Πως τα βγάζει πέρα ένας συγγραφέας στην Κούβα;
Στην Κούβα τα βιβλία μου είναι best seller, αλλά εμένα δεν μου φτάνουν τα έσοδα από τα δικαιώματα για τα προς το ζην. Ένας κουβανός συγγραφέας χρειάζεται ένα ή δύο εκδοτικούς οίκους στην Ισπανία. Είναι αδύνατο να ζήσει κανείς με αυτά που κερδίζει από την πώληση βιβλίων στην Κούβα.
Όταν τελειώνω εδώ ένα μυθιστόρημα, μετά από δύο χρόνια βρίσκεται στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Αγγλία, την Ιταλία και καμιά φορά στη Γερμανία. Δεν πουλάω πολύ και πάντα τα βιβλία μου εκδίδουν ανεξάρτητοι μικροί εκδοτικοί οίκοι. Με εκδότες όπως ο Piper στην Γερμανία δεν θα τα κατάφερνα. Γράφω κάθε χρόνο ένα μυθιστόρημα και αμείβομαι 30.000 δολάρια το χρόνο. Με αυτά μπορεί κανείς να ζήσει στην Κούβα. Με λίγη τύχη μπορεί φυσικά το ποσό να ανέβει. Αλλά είμαι συνηθισμένος στην έλλειψη τύχης. Τώρα, είμαι λόγω προσωπικών επιλογών οικονομικά κατεστραμμένος, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
…η οποία ασφαλώς και θα μας ενδιέφερε.
Μπλέχτηκα σε ένα project… Μια ελληνική εταιρία γύρισε σε ταινία το μυθιστόρημα μου, «το Μάτι της θεάς». Με την οικονομική κρίση χρεοκόπησε. Από τα λεφτά μου φυσικά δεν ξανάδα τίποτα.
Η ευρωπαϊκή αγορά δεν είναι φιλική προς την Κούβα. Τι σημαίνει για την καλλιτεχνική ελευθερία, όταν ένας συγγραφέας πρέπει να προσαρμόζεται στις επιταγές των ξένων εκδοτικών οίκων;
Το πρόβλημα είναι ότι δεν πουλάει ποτέ κάποιος που μιλάει υπέρ της Επανάστασης. Σε καμιά περίπτωση. Μπορεί να κερδίσει κανείς πολλά λεφτά, όταν μιλάει άσχημα για την Κούβα. Εάν κανείς υπερασπίζεται τον Φιντέλ και την επανάσταση, τότε δυσκολεύουν τα πράγματα.
Που βρίσκονται ακριβώς τα όρια; Συγγραφείς όπως ο κουβανός Λεονάρντο Παδούρα είναι αρκετά δημοφιλείς στην Ευρώπη, η στάση του προς την κυβέρνηση είναι πιθανώς κριτική, σε καμία περίπτωση όμως εχθρική.
Δεν ισχύει το ότι είναι κανείς υποχρεωμένος να γράφει άσχημα πράγματα για τον Κάστρο. Ένα όμως ξεκάθαρο: δεν μπορεί να γράφει καλά πράγματα!
Αν εσείς έχετε τέτοια προβλήματα, πως επιβιώνουν οι νέοι συγγραφείς που δεν εμφανίζονται στους ξένους εκδοτικούς οίκους;
Οι άνθρωποι που έχουν το μεγάλο όνειρο να γίνουν συγγραφείς αναζητούν μια δουλειά σχετική με τη λογοτεχνία. Διδάσκουν στο πανεπιστήμιο ή το σχολείο, δουλεύουν σαν δημοσιογράφοι ή μεταφραστές. Από τη λογοτεχνία δεν βγαίνουν τα προς το ζην. Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση για τους περισσότερους συγγραφείς στη Λατινική Αμερική, την Ουρουγουάη, την Αργεντινή, όπως και στην Κούβα.
Πως αντιμετωπίζουν οι νέοι συγγραφείς την επανάσταση;
Η πλειοψηφία των νέων διανοούμενων στέκεται με σχετική αντιπαλότητα προς την επαναστατική κυβέρνηση. Πιστεύω ότι πρόκειται για ουσιαστική άγνοια και έλλειψη ιστορικής κατανόησης. Αλλά έτσι είναι. Το πρόβλημα είναι η διαμεσολάβηση. Μια επανάσταση είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Και η κληρονομιa της ανάπτυξής της επίφοβη. Τρεις γενιές πριν από εμάς υπήρχαν σκλάβοι. Χρειάζεται χρόνος για να ξεριζωθεί αυτή η κληρονομιά.
Πολλοί άνθρωποι δεν είναι ικανοποιημένοι. Έχουμε διαμορφώσει μια κοινωνία που τα έχει όλα. Κλέφτες, πόρνες, άνθρωποι χωρίς αναστολές, εδώ υπάρχουν ένα σωρό λάθη, ελλείψεις, κακομεταχείριση και αδικία, όπως και στις υπόλοιπες κοινωνίες. Και όταν ο Κάστρο λέει ότι, με τα λίγα που έχουμε θα πρέπει να βοηθήσουμε και τους άλλους, είναι δύσκολο για τους πολλούς να τον κατανοήσουν. Δείτε την φτώχεια στα άλλα κράτη της ηπείρου μας. Πολλοί Κουβανοί θα έπρεπε να αισθάνονται τυχεροί που ζούνε εδώ, αλλά είναι δυσαρεστημένοι. Έχουν την αίσθηση ότι δεν τους κυβερνούν καλά.
Το πρώτο που έπεσε στην αντίληψη μου στην Κούβα είναι η νεολαία που έχει προφανή προτίμηση σε καταναλωτικά προϊόντα και μάρκες. Είναι αυτή η εντύπωση ορθή;
Η νεολαία δε φοράει μόνο αυτές τις ζώνες Gucci, αλλά και πουκάμισα με ραμμένο στην πλάτη τον αμερικάνικο αετό. Οι νέοι στην Κούβα φέρουν ένα αρνητισμό. Ο καταναλωτισμός είναι μια τραγική κληρονομιά της επανάστασης. Είναι τραγικό, σε μια χώρα όπως η Κούβα όπου οι ελλείψεις αγαθών είναι τόσο μεγάλες, τα πεντάχρονα να έχουν προτιμήσεις σε μάρκες και να κοιτάνε τι παπούτσια φοράνε τα άλλα παιδιά. Ίσως ο καταναλωτισμός εδώ να είναι πιο έντονος απ’ ό,τι στον Πρώτο Κόσμο.
Η νεολαία αποτελεί την επόμενη γενιά, που κάποτε θα πρέπει να αναλάβει πολιτικές ευθύνες. Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Να πάρει…δεν έχω καμιά απάντηση! Δεν ξέρω τι θα γίνει, είναι πολύ δύσκολο. Στην Ουρουγουάη συζητούν οι νέοι. Εδώ επικρατεί μια φρικτή αδιαφορία. Ένα κομμάτι των νέων θέλει να φύγει. Εγώ ο ίδιος έχω τρία ενήλικα παιδιά. Τα δύο δεν ήταν ποτέ εδώ, μεγάλωσαν στην Ουρουγουάη. Το τρίτο παιδί ζει στο Μαϊάμι, είναι μουσικός. Ο Ντανιελίτο δεν είναι εχθρός της επανάστασης. Θαυμάζει την επανάσταση και τον Φιντέλ. Αλλά αποφάσισε να μείνει αλλού. Το αποδέχομαι. Αν ήμουν και εγώ νέος, πιθανότατα να είχα φύγει. Η ιδέα και μόνο να μην μπορείς να ταξιδέψεις είναι αφόρητη. Εγώ άφησα την Ουρουγουάη όταν ήμουν 19 χρονών, γύρισα τον κόσμο ταξίδεψα στην Ευρώπη και τη Γερμανία. Αυτό το συνιστώ στον οποιοδήποτε.
Για ένα μεγάλο κομμάτι των νέων είναι δύσκολα τα πράγματα, αλλά για ανθρώπους με συγκεκριμένο επαγγελματικό προσανατολισμό υπάρχουν πραγματικές προοπτικές. Όταν κάποιος ενδιαφέρεται για οικονομικές επιστήμες, τέχνη, αθλητισμό ή μουσική, έχει πλεονέκτημα σε αυτή τη χώρα. Όταν για παράδειγμα κάποιος θέλει να γίνει μαθηματικός, δεν υπάρχει καλύτερη χώρα από την Κούβα. Θα πρέπει να δείξει τι μπορεί να κάνει και θα λάβει βοήθεια και υποστήριξη. Η δε καλλιτεχνική εκπαίδευση είναι εξαιρετική. Γι’ αυτούς που απλά θέλουν να έχουν μια φίλη, ένα κήπο και να πίνουν μερικά ποτά το Σαββατοκύριακο, η ζωή είναι απλή. Μόνο που δεν μπορεί κανείς να γίνει πλούσιος. Υπάρχουν όμως πολλοί άνθρωποι που δεν είναι ευχαριστημένοι με την απλή ζωή και θέλουν περισσότερα. Λεφτά που να περισσεύουν δεν έχει κανείς. Εάν είχε θα ήταν ύποπτος εγκληματικής δραστηριότητας και θα διέτρεχε τον κίνδυνο φυλάκισης.
Και τι μπορεί να γίνει; Στα πλαίσια της ετήσιας έκθεσης Βιβλίου πήρατε μέρος σε μια συζήτηση ανάμεσα στον Φιντέλ Κάστρο και μια σειρά διανοούμενους από την Κούβα και το εξωτερικό. Συζητιούνται αυτά τα προβλήματα;
Ναι. Πρότεινα να φτιαχτεί μια επιτροπή με ειδικούς, ώστε να σχεδιαστούν νέα προγράμματα για τους νέους. Τα προγράμματα που τρέχουν σήμερα είναι χαζά. Πρέπει να αναπτύξουμε τις έξυπνες ερωτήσεις. Και όχι αυτές που οι απαντήσεις τους μαθαίνονται χωρίς κόπο. Αν όμως ξεκινήσει μια καμπάνια για το ντύσιμο, τι μπορεί να φοράει ο νέος επαναστάτης και τι όχι, θα δινόταν χώρος για διεθνή κατακραυγή περί καταπίεσης και ελέγχου της συνείδησης κτλ.
Τι πιστεύετε για τις εκδηλώσεις όπως αυτή με τον κολομβιανό star Juanes, που κατόπιν πρόσκλησης της κυβέρνησης το Σεπτέμβρη του 2009 έπαιξε στην πλατεία της Επανάστασης μπροστά σε ένα εκατομμύριο κόσμο;
Στο υπουργείο Πολιτισμού φάνηκε καλή ιδέα, γιατί μπερδεύει τον κόσμο στο Μαϊάμι και συγχύζει τα εγχώρια, δραστήρια Ιδρύματα. Στον πολιτικό πόλεμο τέτοια πράγματα είναι σημαντικά. Από καλλιτεχνικής άποψης; Ο Juanes είναι ένας απαίσιος καλλιτέχνης. Ένας τύπος, που τραγουδά άσχημα, με μια γλοιώδη φωνή. Του δώσαμε χώρο, ώστε να μετατραπεί σε είδωλο.
Ένα πρωταρχικό πρόβλημα είναι η πολιτικοποίηση της νεολαίας. Πώς πολιτικοποιείται κανείς, πώς γίνονται οι νέοι σοσιαλιστές ή κομμουνιστές; Πάνω στην πράξη. Στην Κούβα έχει γίνει η επανάσταση. Για να κάνει κανείς καριέρα στην πολιτική και να είναι ενεργός, χρειάζεται πάρα πολύ δουλειά. Δεν είναι ίδια η κατάσταση με το ’70, όπου οι νέοι από πολλές χώρες κατέβαιναν στο δρόμο γιατί δεν συμφωνούσαν με τις συνθήκες γύρω τους και γιατί ήθελαν να συμμετέχουν στα κοινά.
Πως πολιτικοποιηθήκατε εσείς;
Εγώ αποτελώ εξαίρεση. Εγώ έγινα κομμουνιστής μέσα από τη λογοτεχνία. Διάβαζα στους «Άθλιους» του Βίκτορ Ουγκώ, για τον Γιάννη Αγιάννη που καταδικάστηκε 19 χρόνια φυλακή, επειδή έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί. Αυτός ήταν ο πρώτος σπόρος της αμφιβολίας, που βλάστησε εντός μου και έδειχνε ότι κάτι δεν πάει καλά με την κοινωνία. Αυτό όμως ξαναλέω αποτελεί εξαίρεση. Η πλειοψηφία των ανθρώπων πολιτικοποιείται και συντάσσεται με την Αριστερά μέσω των αγώνων, της κοινωνικής αντιπαράθεσης σε μια ταξική κοινωνία.