20.9 C
Athens
Τετάρτη, 12 Νοεμβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Προγραμματικοί άξονες για τον σύγχρονο καπιταλισμό & ιμπεριαλισμό

Συμβολή στον δημόσιο διάλογο της Συντονιστικής Επιτροπής της Πρωτοβουλίας για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος

 

Η Πρωτοβουλία για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος βρίσκεται σε διαδικασία συζήτησης και δημοσίευσης συνοπτικών προγραμματικών αξόνων στα πλαίσια της διαμόρφωσης των συνθηκών για ευρύτερες πολιτικές συγκλίσεις στην κατεύθυνση ίδρυσης νέας, μεταβατικής, επαναστατικής, κομμουνιστικής οργάνωσης.

Δημοσιεύουμε τη συμβολή της Συντονιστικής Επιτροπής στον δημόσιο διάλογο στη θεματική του σύγχρονου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού.

Ενθαρρύνουμε κάθε σύντροφο/-ισσα, μέλος, φίλο/η ή συναγωνιστή/-ίστρια της Πρωτοβουλίας μας ή και οργανωμένη συλλογικότητα να συμμετάσχει στον διάλογο αυτό με συντροφικό τρόπο, αποστέλλοντας ατομικά ή συλλογικά κείμενα στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Πρωτοβουλίας μας.

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Α. Οι κύριες τάσεις στον σύγχρονο παγκόσμιο καπιταλισμό. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός.

  1. Όξυνση της γενικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού.

α. Κρίση του καπιταλιστικού  τρόπου παραγωγής.

β. Υπερεκμετάλλευση της εργασίας, προλεταριοποίηση και αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων.

γ. Υπερεκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος και παρέμβαση στην ανθρώπινη φύση.

δ. Αύξηση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, επεμβάσεων και πολέμων.

ε. Αύξηση των διεθνών ανισοτήτων.

στ. Γενική πολιτική αντιδραστικοποίηση, επάνοδος του φασισμού, του ρατσισμού και της (νεο)αποικιοκρατίας.

ζ. Η αναγκαιότητα της ανατροπής του καπιταλισμού.

  1. Ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός ως προϊόν των νομοτελειών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

α. Αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, μείωση του ποσοστού κέρδους, αύξηση της αυτοματοποίησης, και της σχεδιοτέλειας (επιστημονικός προγραμματισμός) της παραγωγής, υποβάθμιση και υπερεκμετάλλευση της απλής, εκτελεστικής εργασίας, αύξηση της δημιουργικής, επιτελικής εργασίας.

β. Μονοπώλιο: ανταγωνισμός, υπερκέρδη και κοινωνικοποίηση της παραγωγής.

γ. Αύξηση των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, υπαγωγή της κοινωνικής αναπαραγωγής στο κεφάλαιο διά της εμπορευματοποίησης, άνιση εμπορευματική ανταλλαγή, χρηματοπιστωτικό, πλασματικό κεφάλαιο.

δ. Ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση της παραγωγής. Το σύγχρονο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Β. Η σύγχρονη αστική ιδεολογία.

 

Α. Οι κύριες τάσεις στον σύγχρονο παγκόσμιο καπιταλισμό. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός.

 

1. Όξυνση της γενικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού.

 

Η σημερινή ιστορική συγκυρία χαρακτηρίζεται από όξυνση της πολύμορφης, γενικής κρίσης του διεθνούς, καπιταλιστικού συστήματος, η οποία αναφέρεται από αστούς δημοσιολόγους ως “πολυκρίση”.

 

α. Κρίση του καπιταλιστικού  τρόπου παραγωγής. 

Η παρούσα κρίση αποτελεί δομική, διαρθρωτική κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με επίκεντρο τις πλέον ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες. Η ουσιώδης αιτία της εντοπίζεται στη χαμηλή κερδοφορία των παραγωγικών τομέων, κυρίως της μεταποίησης, λόγω της ιστορικής τάσης  ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, με συνέπεια την πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους. Αυτό συνεπάγεται χαμηλές επενδύσεις, στασιμότητα, και ασθενή συσσώρευση κεφαλαίου. Η σημερινή κρίση εκδηλώνεται με συχνές και βαθιές υφέσεις, όπως το 2007–2009 ή κατά την πανδημία, και μικρές περιόδους αναιμικής ανάκαμψης. Οι διάφορες επιμέρους μορφές που η κρίση προσλαμβάνει αντανακλούν τις προσπάθειες των ισχυρότερων κεφαλαίων και κρατών να αποκαταστήσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης και κερδοφορίας.

 

β. Υπερεκμετάλλευση της εργασίας, προλεταριοποίηση και αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. 

Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας, μέσω της υποτίμησης της αξίας της εργασιακής δύναμης, της εντατικοποίησης της εργασίας και της αύξησης της διάρκειας της εργάσιμης μέρας (απόλυτη υπεραξία), αυξάνει την παραγόμενη υπεραξία. Η καταστροφή ή υποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων των λιγότερο ανταγωνιστικών και ισχυρών μερίδων του κεφαλαίου, μειώνει την αξία του σταθερού κεφαλαίου και, επομένως την οργανική του σύνθεση. Οι εν λόγω δύο διαδικασίες ανόρθωσης της κερδοφορίας, όμως, εντείνουν ταυτόχρονα την συνολική εξαθλίωση της εργατικής τάξης, τη φτώχεια, τις κοινωνικές ανισότητες, ενώ κλιμακώνουν τη διαδικασία  προλεταριοποίησης όλο και μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού.

 

γ. Υπερεκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος και παρέμβαση στην ανθρώπινη φύση. 

Η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος με σκοπό τη μείωση του σταθερού κεφαλαίου επίσης μειώνει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η οργανική σύνθεση κεφαλαίου, τόσο πιο καθοριστική είναι κάθε τέτοια μείωση του σταθερού κεφαλαίου (π.χ. της αξίας των πρώτων υλών και της ενέργειας) για το συνολικό κόστος παραγωγής. Σε συνδυασμό με τη μείωση των απαραίτητων κοινωνικών δαπανών για την προστασία και ανανέωση της φύσης, η κερδοφορία αυξάνεται. Η συνεπαγόμενη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, όμως,  αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Παράλληλα, ως αποτέλεσμα της ποσοτικής, αλλά κυρίως της αλματώδους ποιοτικής αναβάθμισης των παραγωγικών δυνάμεων και ιδιαίτερα της επιστημονικής – τεχνολογικής συνιστώσας τους, το μονοπωλιακό κεφάλαιο και το καπιταλιστικό κράτος έχουν αποκτήσει δυνατότητες παρέμβασης που αγγίζουν τα όρια του πυρήνα της ανθρώπινης φύσης (π.χ. γονιδιακή, βιολογικές λειτουργίες, παρέμβαση στον ψυχισμό μέσω ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών κ.α.), καθώς και τα μέχρι τώρα εκτατικά όρια του πλανητικού οικοσυστήματος (π.χ. εκμετάλλευση του διαστήματος). Όλες αυτές οι διαδικασίες συνδέονται οργανικά, αφορούν καθολικά την ανθρωπότητα και, ως αποτέλεσμά τους, εμφανίζονται όρια των οποίων η καταστρατήγηση προς χάριν της αναπαραγωγής του (μονοπωλιακού) κεφαλαίου είναι δυνατόν να αποτελέσει υπαρξιακή απειλή για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Αναδεικνύεται όλο και περισσότερο η ανάγκη για την υπαγωγή  τους στον πανανθρώπινο έλεγχο.

 

δ. Αύξηση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, επεμβάσεων και πολέμων. 

Η αστική τάξη της κάθε χώρας επιχειρεί να μετακυλήσει τις συνέπειες της κρίσης (την καταστροφή ή υποτίμηση του κεφαλαίου, την υπερεκμετάλλευση της φύσης κ.α.) στους διεθνείς ανταγωνιστές της ή/και να αποσπάσει μεγαλύτερο μερίδιο από τη διεθνώς παραγόμενη υπεραξία. Άμεση συνέπεια είναι η όξυνση των διεθνών ανταγωνισμών. Οι εμπορικοί πόλεμοι που περιορίζουν τους ρυθμούς διεθνοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής σε σχέση με το προηγούμενο χρονικό διάστημα της λεγόμενης “παγκοσμιοποίησης”, οι κάθε είδους οικονομικές κυρώσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών έναντι των ανταγωνιστών τους, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε χώρες που αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό (π.χ. Συρία, Λιβύη) σε συνδυασμό πάντα με εσωτερικές κοινωνικές, εθνικές και θρησκευτικές αντιθέσεις, αλλά και οι δια αντιπροσώπων πολεμικές συγκρούσεις ισχυρών δυνάμεων, όπως στην περίπτωση της ρωσο-νατοϊκής σύγκρουσης στο έδαφος της Ουκρανίας, διαμορφώνουν μια διεθνή κατάσταση η οποία όλο και περισσότερο φαίνεται να αποτελεί τον εν τη γενέσει και σπονδυλωτά κλιμακούμενο, Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέρα από τις τραγικές συνέπειες των συγκρούσεων αυτών, αυξάνεται δραματικά ο κίνδυνος ενός θερμοπυρηνικού πολέμου με πιθανότερο αποτέλεσμα τον αφανισμό της ανθρωπότητας. Από την άλλη πλευρά, η απειλή αυτή διατηρεί τις συγκρούσεις αυτές εντός ορίων – προς το παρόν τουλάχιστον – καθυστερώντας και την απαραίτητη καταστροφή κεφαλαίου για την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε αντίθεση με την περίοδο των δύο παγκόσμιων πολέμων στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

 

ε. Αύξηση των διεθνών ανισοτήτων. 

Στον βαθμό που οι ισχυρότερες, ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές χώρες καταφέρνουν να μετακυλήσουν την κρίση τους στις πιο αδύναμες, αυξάνοντας την ιμπεριαλιστική τους εκμετάλλευση, επιδεινώνεται η εξαρτημένη υποανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών, με συνέπεια την αύξηση των διεθνών ανισοτήτων. Σήμερα, αν αφαιρεθεί η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου κυρίως του κινεζικού λαού και, δευτερευόντως, του ινδικού, η στατιστική δείχνει μια αύξηση των διεθνών ανισοτήτων.

 

στ. Γενική πολιτική αντιδραστικοποίηση, επάνοδος του φασισμού, του ρατσισμού και της (νεο)αποικιοκρατίας. 

Η προαναφερθείσα κατάσταση, σε συνδυασμό με την οξυμένη βία των αστικών πολιτικών για το ξεπέρασμα της κρίσης, οδηγεί αναπόφευκτα  στην αντίστοιχη όξυνση της πολιτικής αντίδρασης από την πλευρά του καπιταλιστικού κράτους. Ο σκοπός είναι η πειθάρχηση, έως και στρατιωτικοποίηση της εργασίας (π.χ. μέσω της καταστολής του εργατικού κινήματος), αλλά και των επιμέρους κεφαλαίων, στη στρατηγική του συνολικού εθνικού κεφαλαίου της κάθε χώρας. Το φαινόμενο αυτό αφορά ιδιαίτερα τις ιμπεριαλιστικές χώρες και τις χώρες δορυφόρους τους, αποτελεί -συνήθως- στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου, ενώ οξύνεται παράλληλα με την κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών πολέμων.

Είναι χαρακτηριστικά τα φαινόμενα (α) της ανόδου της ακροδεξιάς σε ολόκληρο τον κόσμο, (β) του ολοένα και πιο στενού και απροκάλυπτου ελέγχου του καπιταλιστικού κράτους από τα ισχυρότερα μονοπώλια και τους εκπροσώπους τους, όπως και (γ) της στήριξης, χρηματοδότησης και εργαλειοποίησης φασιστικών οργανώσεων και κομμάτων, π.χ. αυτών της Ουκρανίας ή των τρομοκρατικών, εξτρεμιστικών οργανώσεων τύπου Αλ-Κάιντα και Ισλαμικό Κράτος.

Ιδιαίτερα αυξάνεται η εκμετάλλευση και καταπίεση των ιθαγενών και έγχρωμων λαών σε αναπτυσσόμενες χώρες με αποικιακό ιστορικό παρελθόν ή/και με νεοαποικιοκρατικό παρόν (π.χ. Αϊτή, γενοκτονία και εθνοκάθαρση στην Παλαιστίνη ή και κράτη κατεστραμμένα από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις όπως η Λιβύη και η Συρία), αλλά και των προσφύγων και μεταναστών, οι οποίοι περιθωριοποιούνται στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων χωρών, όταν καταφέρουν να βρουν καταφύγιο σε αυτές, διαφεύγοντας από τις υποβαθμισμένες, εμπόλεμες ή κατεστραμμένες από τον ιμπεριαλισμό χώρες τους.

 

ζ. Η αναγκαιότητα της ανατροπής του καπιταλισμού. 

Η ως άνω γενική κρίση του καπιταλισμού εντείνει κάθε μέρα που περνάει όλο και περισσότερο τη βαρβαρότητα του παρόντος και οδηγεί την ανθρωπότητα σε ένα δυστοπικό μέλλον. Καθίσταται επείγουσα αναγκαιότητα η ανατροπή του καπιταλισμού για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και την ειρηνική και αρμονική συμβίωση των ανθρώπων μεταξύ τους και με τη φύση.

 

 

2. Ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός ως προϊόν των νομοτελειών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του σύγχρονου σταδίου του καπιταλισμού, του (κρατικο)μονοπωλιακού και ιμπεριαλιστικού, όπως επικράτησε ιστορικά να λέγεται στην κλασσική μαρξιστική – λενινιστική βιβλιογραφία, συνιστούν σωρευτικά αποτελέσματα των ιστορικών νομοτελειών, με τη μορφή τάσεων, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Οι ιστορικές, αυτές, τάσεις, με τη σειρά τους οφείλονται στους βασικούς νόμους λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τους οποίους και τροποποιούν σταδιακά, αντεπιδρώντας σε αυτούς μέσα από την ιστορική εξέλιξη στην κατεύθυνση της διαλεκτικής τους άρσης.

Η γενική κατεύθυνση της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι προς τη διεύρυνση και εμβάθυνση του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, αντιφάσκοντας όλο και περισσότερο με τον εμπορευματικό και εκμεταλλευτικό του χαρακτήρα. Η ανάπτυξη αυτή προσεγγίζει τα ιστορικά όρια αυτού του τρόπου παραγωγής με αποτέλεσμα τα χαρακτηριστικά της γενικής του κρίσης να μετατρέπονται σε όλο και πιο ουσιώδη και μόνιμα χαρακτηριστικά του. Κάποιες από τις ουσιώδεις μεταβολές του σύγχρονου καπιταλισμού αποτελούν ακριβώς την απάντηση του κεφαλαίου στη γενική αυτή κρίση του συστήματος για τη διατήρηση της εξουσίας και τη διαιώνιση της αναπαραγωγής του. Ταυτόχρονα, όμως, αναδεικνύουν με όλο και πιο εμφανή τρόπο τον σοσιαλισμό ως τη μόνη διέξοδο για την ανθρωπότητα, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις του.

Ο σύγχρονος διεθνής καπιταλισμός χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από:

  • συστηματικά άνισες εμπορευματικές ανταλλαγέςσε τιμές που αποκλίνουν από αυτές που προβλέπει η εργασιακή θεωρία της αξίας,
  • υπερεκμετάλλευση της εργασίαςμέσω της εσωτερικής της διαφοροποίησης,
  • μονοπωλιακό ανταγωνισμόμέσω της εσωτερικής διαφοροποίησης και του κεφαλαίου,

τάσεις που καθίστανται όλο και πιο κυρίαρχες, χάρις και:

  • στην προσπάθεια του κεφαλαίου να υπάγει τις κοινωνικές σχέσεις στο σύνολό τους, πέραν της παραγωγής, είτε μέσω του κράτους, είτε μέσω της εμπορευματοποίησης δραστηριοτήτων της ευρύτερης κοινωνικής αναπαραγωγής, αυξάνοντας, έτσι, και το μερίδιο των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων της καπιταλιστικής οικονομίας,
  • στην ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση της παραγωγής, η οποία διευκολύνει την εσωτερική διαφοροποίηση τόσο της εργασίας όσο και του κεφαλαίου, προσδίδοντάς τους έναν εθνικό προσδιορισμό που αντιστοιχεί στη θέση της κάθε χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

 

α. Αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, μείωση του ποσοστού κέρδους, αύξηση της αυτοματοποίησης, και της σχεδιοτέλειας (επιστημονικός προγραμματισμός) της παραγωγής, υποβάθμιση και υπερεκμετάλλευση της απλής, εκτελεστικής εργασίας, αύξηση της δημιουργικής, επιτελικής εργασίας.

Στην προσπάθειά του για αύξηση της παραγωγής σχετικής υπεραξίας, το κεφάλαιο αναπτύσσεται εντατικά, αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας, πρωτίστως αντικαθιστώντας την άμεση ζωντανή εργασία με μηχανές. Ως προς την αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου, αυτό οδηγεί στην αύξησή της και, συνεπώς, στην πτωτική τάση του γενικού ποσοστού κέρδους, παρόλη την αντισταθμιστική αύξηση και του ποσοστού υπεραξίας λόγω ανόδου της παραγωγικότητας.

Από την πλευρά της εργασίας, αυτά οδηγούν σε (α) υποβάθμιση της απλής, εκτελεστικής, περισσότερο τυποποιημένης ή/και χειρωνακτικής εργασίας και, τελικά, στην αυτοματοποίησή της και (β) σε αύξηση της ανεργίας. Προοδευτικά ο συσχετισμός ισχύος γίνεται έτσι δυσμενέστερος για το στρατόπεδο της εργασίας επιτρέποντας την υπερεκμετάλλευσή της. Η υπερεκμετάλλευση αποτελεί ιστορική τάση μείωσης της αξίας της εργασιακής δύναμης, όχι λόγω αύξησης της παραγωγικότητας, αλλά μέσω της συμπίεσης της κατανάλωσης της εργατικής τάξης και της εντατικοποίησης της εργασίας, οδηγώντας σε άνιση ανταλλαγή με το κεφάλαιο και υποβάθμιση της ίδιας της αναπαραγωγής της.

Παράλληλα, η αυτοματοποίηση της παραγωγής ενισχύει την ανάγκη επιστημονικά εξειδικευμένης, δημιουργικής και περισσότερο διανοητικής εργασίας για τον σχεδιασμό και την οργάνωση της παραγωγής. Αυτή η κατηγορία μισθωτής εργασίας, λόγω της σπανιότητάς της και της κρισιμότητάς της για την κερδοφορία του κεφαλαίου, απολαμβάνει χαμηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης και αντιμετωπίζεται από το κεφάλαιο ως εν δυνάμει σύμμαχος, μέσω προσεταιρισμού της ως εργατική αριστοκρατία ή ένταξής της στη νέα μικροαστική τάξη. Η δυσκολία του κεφαλαίου να υπάγει πραγματικά αυτού του είδους την εργασία, λόγω του άμεσα κοινωνικού της χαρακτήρα, αντικατοπτρίζεται στη δυσκολία του να αυξήσει σημαντικά την παραγωγικότητα στις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα τη λεγόμενη “τριτογενοποίηση” της οικονομίας. Επιπλέον, η ιδιοτυπία τόσο της ίδιας αυτής της εργασίας όσο και του προϊόντος της καθιστούν εν πολλοίς αδύνατη την αξιοποίηση και αποτίμησή της με όρους αφηρημένης εργασίας. Έτσι επιστρατεύονται από το κεφάλαιο μορφές που χαρακτηρίζονται από άμεσο και όχι οικονομικό εξαναγκασμό (π.χ. η νομοθεσία για τις ευρεσιτεχνίες, τα εμπορικά μυστικά).

Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας μέσω της εσωτερικής της διαφοροποίησης αποτελεί ιδιαίτερη στρατηγική του κεφαλαίου για την ανάσχεση ακριβώς αυτών των τάσεων που υπονομεύουν την εξουσία του και την αναπαραγωγή του. Όσο περισσότερο υποτιμάται η απλή, χειρωνακτική εργασία, τόσο περισσότερο το κεφάλαιο αυξάνει την παραγωγή υπεραξίας καθυστερώντας την επένδυση σε νέες τεχνολογίες που θα μείωναν και το γενικό ποσοστό κέρδους, ενώ παρεμποδίζει και την ενότητα της εργατικής τάξης. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο σύγχρονος καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από έντονο παρασιτισμό, καθυστερεί την κοινωνική πρόοδο και θέτει την αναπαραγωγή της ανθρώπινης κοινωνίας σε κίνδυνο.

Σε κάθε περίπτωση όμως, η αυτοματοποίηση σε συνδυασμό με την ανάπτυξη αυτού του – καθολικού – τύπου εργασίας, η οποία ενέχει την ιστορική δυνατότητα να οργανώσει και να φέρει εις πέρας την παραγωγή με συνειδητό, επιστημονικό και δημοκρατικό τρόπο, λειτουργεί υπονομευτικά για την εξουσία και αναπαραγωγή του κεφαλαίου, ενώ αποδεικνύει ότι η μόνη εναλλακτική διέξοδος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός.

 

β. Μονοπώλιο: ανταγωνισμός, υπερκέρδη και κοινωνικοποίηση της παραγωγής.

Η εντατική ανάπτυξη του κεφαλαίου κλιμακώνει την διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, οδηγώντας στη δημιουργία μεγάλων μονοπωλιακών επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα ο καταμερισμός της εργασίας διευρύνεται με νέους εξειδικευμένους κλάδους. Ο συνδυασμός αυτών των τάσεων διαφοροποιεί το ίδιο το κεφάλαιο, όχι μόνο ως προς το μέγεθος, αλλά και ως προς τον ρόλο του στην παραγωγή και την κερδοφορία.

Γενικώς, το μονοπωλιακό κεφάλαιο διαθέτει μεγαλύτερο μέγεθος και αντίστοιχη κοινωνικοπολιτική ισχύ, αναπτύσσει και μονοπωλεί την πιο σύγχρονη τεχνολογία και κατέχει κρίσιμους φυσικούς και κοινωνικούς πόρους (π.χ. “πνευματική ιδιοκτησία”) για τη βέλτιστη αξιοποίησή του. Εξειδικεύεται σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας (έρευνα, σχεδιασμός, χρηματοδότηση, μάρκετινγκ), μεταθέτοντας ταυτόχρονα την καθαυτό παραγωγή σε μικρότερες υπεργολαβικές επιχειρήσεις. Αναπτύσσει έτσι δίκτυα εξαρτήσεων και ελέγχου και εκμεταλλεύεται τη θέση του για να πουλά σε μονοπωλιακές τιμές, ενώ αγοράζει φθηνά, συσσωρεύοντας υπερκέρδη σε βάρος του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου, το οποίο περιορίζεται σε μειωμένα ποσοστά κέρδους.

Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός διαφοροποιείται από τον ελεύθερο, καθώς είναι κυρίως διακλαδικός – εστιάζει στην παραγωγή ποιοτικά διαφορετικών αξιών χρήσης – και καθορίζεται όλο και περισσότερο από εξω-οικονομικούς παράγοντες, όπως οι σχέσεις ιδιοκτησίας και οι άμεσες σχέσεις εξάρτησης μεταξύ κεφαλαίων, με σκοπό την κυριαρχία στην αγορά. Αυτό οδηγεί σε συστηματική απόκλιση των ποσοστών κέρδους από τον κοινωνικό μέσο όρο με αποτέλεσμα μια ολιγαρχία που συγκεντρώνει τη μετοχική ιδιοκτησία του μεγάλου κεφαλαίου να καρπώνεται ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της παραγόμενης υπεραξίας, αξιοποιώντας μονοπωλιακές θέσεις σε ολόκληρο το φάσμα της καπιταλιστικής παραγωγής. Ο ανταγωνισμός, παρότι φαινομενικά περιορίζεται, στην ουσία οξύνεται και επεκτείνεται ποιοτικά σε νέες σφαίρες της κοινωνίας, κινητοποιώντας ευρύτερες υλικές, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.

Η ανάδυση του μονοπωλιακού ανταγωνισμού λειτουργεί αντισταθμιστικά στην καπιταλιστική κρίση, ενισχύοντας την κερδοφορία των ισχυρότερων κεφαλαίων μέσω της απορρόφησης υπεραξίας από τα ασθενέστερα, πέραν των διαφορών στην οργανική σύνθεση. Έτσι, σταθεροποιείται το σύστημα συνολικά, μετακυλίοντας το βάρος της κρίσης στα μικρότερα κεφάλαια. Μάλιστα, είναι αυτά που κατά κανόνα αναγκάζονται να αυξήσουν τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας για να αντισταθμίσουν τις απώλειες αυτές στη διανομή της, αυξάνοντας δε τη συνολική της μάζα. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή επιταχύνει τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, αυξάνοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής, καθιστώντας τη σχεδιοτέλεια, δηλαδή την ιστορική δυνατότητα και αναγκαιότητα για τον συνειδητό, επιστημονικό έλεγχο της παραγωγής, κάτι που αφορά την καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της και όχι μόνο μεμονωμένες επιχειρήσεις ή κλάδους. Εν τέλει, η τέτοια ωρίμανση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής επίσης αναδεικνύει τον σοσιαλισμό ως τη μόνη δυνατή και αναγκαία εναλλακτική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

 

γ. Αύξηση των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, υπαγωγή της κοινωνικής αναπαραγωγής στο κεφάλαιο διά της εμπορευματοποίησης, άνιση εμπορευματική ανταλλαγή, χρηματοπιστωτικό, πλασματικό κεφάλαιο.

Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέσα από την παραγωγή υπεραξίας προϋποθέτει και την αναπαραγωγή της ανθρώπινης κοινωνίας συνολικά (όπως και της φύσης, βέβαια, ως όρο ύπαρξης της κοινωνίας). Σε αντίθεση με τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής που βασίζονταν στον άμεσο, εξωοικονομικό εξαναγκασμό, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής οι σχέσεις παραγωγής διαμεσολαβούνται από τις σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, συγκεκριμένα, την εμπορευματική ανταλλαγή, και ρυθμίζονται με αντικειμενικό τρόπο, όπως περιγράφει η εργασιακή θεωρία της αξίας. Ωστόσο, η εργασιακή δύναμη, το κρισιμότερο για τον καπιταλισμό εμπόρευμα, καθώς είναι το μόνο εμπόρευμα του οποίου η αξία χρήσης συνίσταται στην παραγωγή υπεραξίας (δηλ. ενός ποσού αξίας μεγαλύτερου από αυτήν που καταναλώνει το ίδιο για την αναπαραγωγή του), είναι και ένα εμπόρευμα το οποίο δεν παράγεται ως προϊόν κάποιας καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας, αλλά μέσω της ίδια της αναπαραγωγής της ζωής και του ανθρώπινου πολιτισμού. Έτσι, οι όροι αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης διαμεσολαβούνται από την ταξική πάλη. Παραδείγματα αποτελούν η ταξική πάλη για την αξία της εργασιακής δύναμης, συμπεριλαμβανομένου του λεγόμενου “έμμεσου, κοινωνικού μισθού” που αντιστοιχεί σε δημόσιες υπηρεσίες (βλ. παρακάτω), ή για τον ημερήσιο χρόνο και την ένταση της εργασίας, αλλά και για τη διατήρηση και ανανέωση του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο επίσης δεν παράγεται από κάποια καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία.

Όσο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής βρισκόταν ιστορικά στην προοδευτική του φάση, η ταξική πάλη διαμεσολαβούσε την αναπαραγωγή επαρκούς, ποσοτικά και ποιοτικά, εργασιακής δύναμης για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, επιβάλλοντας μέσω του κράτους στα ατομικά κεφάλαια αυτό που συνιστούσε αναγκαιότητα για το συνολικό κεφάλαιο της κοινωνίας. Για παράδειγμα, οι εργατικοί αγώνες για τον περιορισμό του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου ή ενάντια στην παιδική εργασία και για την υποχρεωτική εκπαίδευση των παιδιών, τους οποίους περιγράφει ο Μαρξ στον Α’ Τόμο του Κεφαλαίου, αποτέλεσαν μια αναγκαία πολιτική διαμεσολάβηση για το πέρασμα από την παραγωγή απόλυτης υπεραξίας στη γενίκευση της παραγωγής σχετικής υπεραξίας, η οποία αποτυπώθηκε και στην κρατική νομοθεσία.

Ωστόσο, με το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό, (κρατικο)μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού η υπερεκμετάλλευση της εργασίας και της φύσης υποβαθμίζει ή και καταστρέφει σταδιακά τους όρους αναπαραγωγής της ανθρωπότητας, της φύσης, εν τέλει και του ίδιου του κεφαλαίου. Εξάλλου, η παραπάνω εξέταση της ιστορικής εξέλιξης της ανάπτυξης του κεφαλαίου ανέδειξε την προοδευτική αναβάθμιση του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, τόσο εντός της κάθε καπιταλιστικής επιχείρησης, όσο και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Κατά συνέπεια, το κεφάλαιο, και ιδιαίτερα η κυρίαρχη μονοπωλιακή μερίδα του, επιχειρεί να υπάγει όλο και περισσότερες πλευρές των κοινωνικών σχέσεων προκειμένου να αντιστοιχίσει την κοινωνική αναπαραγωγή με τις στενές ανάγκες της δικής του αναπαραγωγής.

Αυτό συμβαίνει, καταρχήν, μέσα από την πολύμορφη λειτουργία του αστικού κράτους, το οποίο δρα σε τελευταία ανάλυση υπέρ των συμφερόντων του εθνικού συνολικού κεφαλαίου και ιδιαίτερα των πιο ισχυρών, μονοπωλιακών, μερίδων του. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος της συνολικής παραγόμενης υπεραξίας της κοινωνίας κεφαλαιοποιείται μέσω της κρατικής φορολογίας και επενδύεται σε κοινωφελείς υπηρεσίες όπως η δημόσια εκπαίδευση, η επιστημονική έρευνα, η δημόσια υγεία και η κοινωνική ασφάλιση. Ένα άλλο μέρος της επενδύεται στην κατασκευή δημοσίων υποδομών του λεγόμενου “κοινωνικού” κεφαλαίου, οι οποίες απαιτούν μια πολύ υψηλή αρχική επένδυση σε πάγιο κεφάλαιο ενώ, στη συνέχεια, η εκμετάλλευσή τους είναι μονοπωλιακού χαρακτήρα (π.χ. δημόσια έργα για δρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτρισμού, επικοινωνιών). Άλλες πάλι από τις δραστηριότητες του αστικού κράτους εξυπηρετούν την εξουσία και αναπαραγωγή του κεφαλαίου ενώ έχουν παρασιτικό ή και αντικοινωνικό χαρακτήρα, π.χ. ο διοικητικός μηχανισμός, τα σώματα καταστολής και ο στρατός. Όλες αυτές οι δραστηριότητες δεν είναι παραγωγικές με τη στενή έννοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, καθώς σε αυτές δεν παράγεται υπεραξία, αλλά, αντίθετα, καταναλώνεται, παρόλο που εξυπηρετούν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, ενώ πολλές από αυτές είναι κοινωνικά αναγκαίες με τη γενική έννοια.

Ωστόσο, όσο οξύνεται η δομική κρίση του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, τόσο περισσότερο το κεφάλαιο χρειάζεται να υποτάξει την κοινωνική αναπαραγωγή και το κράτος με πιο άμεσο και απόλυτο τρόπο, αλλά και να θωρακίσει την κυριαρχία του έναντι της ταξικής πάλης. Επιπλέον, όσο αναβαθμίζεται ο άμεσος κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, τόσο περισσότερο το κεφάλαιο δραστηριοποιείται σε κλάδους αιχμής που σχετίζονται (α) άμεσα με την κοινωνική αναπαραγωγή (π.χ. εκπαίδευση, υγεία), (β) με την οργάνωση της παραγωγικής συνεργασίας ως προϋπόθεση της καθεαυτό παραγωγής εμπορευμάτων (επιστημονική και τεχνολογική έρευνα και ανάπτυξη, σχεδιασμός προϊόντος, σχεδιασμός και οργάνωση της παραγωγικής και εργασιακής διαδικασίας, μελετητικές υπηρεσίες, υπηρεσίες διαχείρισης “ανθρώπινων πόρων”), αλλά και (γ) με μη παραγωγικές δραστηριότητες της διαδικασίας της κυκλοφορίας του κεφαλαίου (π.χ. εμπόριο, διαφήμιση, μάρκετινγκ, νομικές, λογιστικές, ασφαλιστικές, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες). Συνεπώς, αναπτύσσονται οι σχετικοί κλάδοι της οικονομίας, ή και δημιουργούνται καινούριοι, το προϊόν των οποίων κυκλοφορεί ως εμπόρευμα στην αγορά, κυρίως με τη μορφή των υπηρεσιών. Κάποιες από τις υπηρεσίες αυτές προσφέρονται προς ατομική κατανάλωση (π.χ. υπηρεσίες εκπαίδευσης ή υγείας) είτε της εργατικής τάξης, είτε ως είδη πολυτελείας της αστικής τάξης. Οι υπόλοιπες (κυρίως από τις παραπάνω περιπτώσεις (β) και (γ)) πωλούνται από τη μια επιχείρηση στην άλλη, χωρίς, όμως, να συνιστούν μέσα παραγωγής, διότι δεν συμμετέχουν άμεσα στην καπιταλιστική παραγωγή. Τα εμπορεύματα που προκύπτουν από μη παραγωγικές δραστηριότητες του κεφαλαίου δεν ενσωματώνουν αξία που να παράγεται σε αυτές τις ίδιες, ενώ το κέρδος των επιχειρήσεων που τα παράγουν προκύπτει από υπεραξία που παράγεται στους παραγωγικούς κλάδους της καπιταλιστικής οικονομίας.

Επιπλέον, στον βαθμό που τα εμπορεύματα αυτά μονοπωλούνται λόγω της φύσης τους (π.χ. κοινωφελείς – πρώην δημόσιες – υπηρεσίες) η τιμή τους είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματική, δηλ. σε μερική ή πλήρη αναντιστοιχία με τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή τους, ενώ ενσωματώνει το μονοπωλιακό υπερκέρδος (πραγματικό ή δυνητικό). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα προϊόντα της δημιουργικής (π.χ. επιστημονικής, καλλιτεχνικής, ερευνητικής) εργασίας που αποτελούν από τη φύση τους μονοπωλιακά παραγόμενα εμπορεύματα, διότι έχουν την ιδιαιτερότητα να παράγονται άπαξ, δηλ. η παραγωγή τους αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός που δεν επαναλαμβάνεται, οπότε και δεν είναι δυνατό να παραχθούν από ανεξάρτητους ιδιώτες παραγωγούς και να κυκλοφορήσουν ελεύθερα στην αγορά. Το αποτέλεσμα είναι η χρηματική τους αποτίμησή να είναι σχετικά ανεξάρτητη από το κόστος (της άπαξ παραγωγής) τους (δηλ. ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή τους δεν καθορίζεται αντικειμενικά) και, αντίθετα, εξαρτάται περισσότερο από τη δυνατότητα να αποφέρουν (υπερ)κέρδη στον ιδιοκτήτη τους, όταν (και αν) αξιοποιηθούν στην παραγωγική διαδικασία κάποιας άλλης αξίας χρήσης· λειτουργούν, δηλ. ως πλασματικό κεφάλαιο. Η επέκταση της κυκλοφορίας των παραπάνω τύπων εμπορευμάτων αυξάνει τον συστηματικό χαρακτήρα των άνισων εμπορευματικών ανταλλαγών που χαρακτηρίζει τον μονοπωλιακό ανταγωνισμό στον σύγχρονο καπιταλισμό.

Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η επέκταση της εμπορευματοποίησης σε μια σειρά κλάδων στους οποίους είναι πιο έντονος ο άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής ή που σχετίζονται άμεσα με την κοινωνική αναπαραγωγή και στους οποίους μέχρι πρότινος δραστηριοποιούνταν κυρίως το κράτος. Αναπτύσσεται, επομένως, ένα κύκλωμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου, το οποίο είναι κρίσιμο για την αναπαραγωγή της ισχύος του κάθε ατομικού ή εθνικού συνολικού κεφαλαίου, αν και περνάει μέσα από τέτοιες – στις περισσότερες περιπτώσεις μη παραγωγικές με τη στενή έννοια της παραγωγής υπεραξίας –  δραστηριότητες.

Στο κύκλωμα αυτό ξεχωρίζει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο (συμπεριλαμβανομένου του παραγωγικού ή εμπορικού κεφαλαίου των μονοπωλίων που επιδίδονται και σε χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες), καθώς συγκεντρώνει τη μετοχική ιδιοκτησία του κεφαλαίου και παίζει κυρίαρχο ρόλο στη στρατηγική κατεύθυνση της κεφαλαιοκρατικής επένδυσης και στην (κρατικο)μονοπωλιακή ρύθμιση, δηλ. κατευθύνει γενικότερα και με όλο και πιο συνειδητό τρόπο την καπιταλιστική (ανα)παραγωγή. Αυτό είναι το περιεχόμενο της λεγόμενης “χρηματιστικοποίησης” του σύγχρονου καπιταλισμού. Είναι ειδικά στην περίπτωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που ο πλασματικός χαρακτήρας του κεφαλαίου αποτελεί κυρίαρχη πραγματικότητα, καθώς η αποτίμηση των διάφορων περιουσιακών στοιχείων του αποτελεί μέτρο όχι μόνο ή κυρίως της πραγματικής τους αξίας, αλλά και της συνολικής ανταγωνιστικής ισχύος του κεφαλαίου αυτού.

Τέλος, η αύξουσα σημασία των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων και των συστηματικά άνισων εμπορευματικών ανταλλαγών συμπυκνώνεται στην πλασματική χρηματική μορφή των εθνικών νομισμάτων, από τη στιγμή που αυτά αποσυνδέθηκαν από την τιμή του χρυσού με το τέλος του συστήματος του Bretton Woods το 1973. Έτσι, η υπερτίμηση των διεθνώς αποθεματικών νομισμάτων (κυρίως του δολαρίου και δευτερευόντως του ευρώ και του γιεν), αποτελεί μέτρο της ιμπεριαλιστικής ισχύος των εθνικών συνολικών κεφαλαίων και όχι μόνο της όποιας αυξημένης παραγωγικότητας στους παραγωγικούς κλάδους των εθνικών οικονομιών των αντίστοιχων χωρών.

Συμπερασματικά, η προσπάθεια του κεφαλαίου να υπάγει κοινωνικές δραστηριότητες και σχέσεις πέραν της παραγωγής προκειμένου να διαχειριστεί την αύξηση του άμεσα κοινωνικού της χαρακτήρα, αντιφάσκει όλο και περισσότερο με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και, γενικότερα, την εμπορευματική μορφή, προοικονομώντας και θεμελιώνοντας τον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής.

 

δ. Ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση της παραγωγής. Το σύγχρονο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Η επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εις βάρος των προ-καπιταλιστικών, τόσο εντός της κάθε εθνικής οικονομίας με την επέκταση σε νέους κλάδους, όσο και με τη γεωγραφική επέκτασή του, αποτελεί κυρίαρχη ιστορική τάση του κεφαλαίου. Κίνητρο του κεφαλαίου αποτελεί η αύξηση της κερδοφορίας μέσω της επένδυσής του σε κλάδους λιγότερο αναπτυγμένους, άρα και χαμηλότερης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, όπως και σε λιγότερο ανεπτυγμένες γεωγραφικές περιοχές ή χώρες, όπου μπορεί να εκμεταλλευτεί επιπλέον τις χαμηλότερες τιμές των φυσικών πόρων και της εργασιακής δύναμης. Όσο οξύνεται η κρίση στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τόσο περισσότερο η τέτοια επέκταση αποκτά και πιο συστηματικό και ζωτικό για το κεφάλαιο χαρακτήρα.

Σε κάθε περίπτωση, όσο αναπτύσσεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, τόσο περισσότερο διεθνοποιείται η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή, με αντιφατικό τρόπο όμως, περνώντας και περιόδους διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης κατά τις οποίες παρατηρείται αύξηση του εθνικού προστατευτισμού και των πολεμικών ανταγωνισμών, όπως συμβαίνει κατά την τρέχουσα ιστορική συγκυρία. Η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής στον σύγχρονο καπιταλισμό λαμβάνει όλο και περισσότερο τη μορφή μιας διεθνοποιημένης, κοινωνικής, παραγωγικής σχέσης (καθώς, σχηματικά, η αστική τάξη μιας χώρας εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη μιας άλλης χώρας), ως διαμεσολαβημένης από τις διακρατικές σχέσεις και, συνεπώς, και από την ταξική πάλη εντός της κάθε χώρας. Το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα αναδεικνύεται ως το σύστημα των διεθνών αυτών σχέσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων κοινωνικών τάξεων με εθνικό προσδιορισμό (κυρίως, των εθνικών αστικών τάξεων που έχουν την κρατική εξουσία) και των καπιταλιστικών κρατών.

Οι σχέσεις αυτές είναι κυρίαρχα ανταγωνιστικές, στον βαθμό που καθορίζονται από τη βασική κοινωνική αντίθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφορούν δηλ. την εκμετάλλευση και καταπίεση κατά την παραγωγή, κυκλοφορία και διανομής υπεραξίας μεταξύ κοινωνικών τάξεων με εθνικό προσδιορισμό. Η ουσία των σχέσεων αυτών και στοιχείο της ενότητας του συστήματος είναι ο ανταγωνισμός για την όσο το δυνατόν πιο προνομιακή (πιο σταθερή, με υψηλότερο ποσοστό κέρδους) αναπαραγωγή του κάθε εθνικού συνολικού κεφαλαίου (και ιδιαίτερα της κυρίαρχης μονοπωλιακής του μερίδας) εις βάρος των διεθνών ανταγωνιστών. Εμπλέκει, όμως, το σύνολο των κοινωνικών τάξεων, εφόσον αποτελεί ανταγωνισμό για τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου και, κατά συνέπεια, και για τους όρους αναπαραγωγής και της εργασιακής δύναμης και της φύσης, οι οποίοι έχουν εθνικό και γεωγραφικό προσδιορισμό, παρόλη τη διεθνή κινητικότητα του κεφαλαίου και – σε πολύ μικρότερο βαθμό – της εργασιακής δύναμης. Το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού αυτού, αποκρυσταλλώνοντας τον εκάστοτε, αντικειμενικό, διεθνή συσχετισμό ισχύος, καθορίζει τη θέση της κάθε χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Στον βαθμό που οι σχέσεις εντός του συστήματος αυτού συνιστούν και διεθνείς παραγωγικές σχέσεις, η θέση αυτή καθορίζεται κυρίαρχα από τη θέση της κάθε χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Για έναν σύντομο και περιεκτικό ορισμό, ιμπεριαλιστικές χώρες είναι αυτές που συμμετέχουν και επωφελούνται συνολικά από την εκμετάλλευση και καταπίεση του υπόλοιπου κόσμου, δηλ. υπερισχύουν στον διεθνή ανταγωνισμό και καταφέρνουν να αναπαράγουν το συνολικό κοινωνικό τους κεφάλαιο εις βάρος των διεθνών ανταγωνιστών τους. Με δεδομένη τη διεθνοποίηση και κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αυτό συνεπάγεται ότι οι χώρες αυτές συσσωρεύουν συστηματικά περισσότερη υπεραξία από αυτήν που παράγεται εγχωρίως, οπότε και χαρακτηρίζονται από θετικά ισοζύγια μεταφορών υπεραξίας στο σύνολο των διμερών σχέσεών τους με όλες τις άλλες χώρες του κόσμου, κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα ενιαίο, ποσοτικό κριτήριο για την ταυτοποίησή τους. Πρόκειται, γενικά, για τις πιο ανεπτυγμένες, καπιταλιστικές χώρες, των οποίων τα μονοπώλια έχουν στην ιδιοκτησία τους τους πιο σημαντικούς για την κερδοφορία φυσικούς και κοινωνικούς (π.χ. τεχνολογικούς) πόρους και καταλαμβάνουν αντίστοιχες θέσεις στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας. Αντίθετα, εξαρτημένες χώρες είναι αυτές που υπόκεινται σε εκμετάλλευση και καταπίεση από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, τροφοδοτώντας την αναπαραγωγή του ιμπεριαλιστικού, μονοπωλιακού κεφαλαίου. Οι χώρες αυτές συστηματικά χάνουν στον διεθνή ανταγωνισμό και υποφέρουν από διαρροές υπεραξίας (κυρίως προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες), οπότε και χαρακτηρίζονται από αρνητικά ισοζύγια μεταφοράς υπεραξίας στο σύνολο των διμερών σχέσεών τους με όλες τις άλλες χώρες του κόσμου. Οι δύο αυτές κατηγορίες ορίζονται στη βάση της μεταξύ τους ανταγωνιστικής σχέσης, κατ’ αναλογία με την ταξική σχέση εκμετάλλευσης μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας. Με αυτήν την έννοια, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση είναι καταρχήν μια σχέση εκμετάλλευσης μεταξύ των ιμπεριαλιστικών και εξαρτημένων χωρών.

Όσο περισσότερο βαθαίνει ο διεθνής καταμερισμός εργασίας τόσο περισσότερο οι δύο αυτές κατηγορίες χωρών καταλαμβάνουν διαφορετική θέση σε αυτόν, αναλαμβάνοντας διακριτούς παραγωγικούς ρόλους: οι ιμπεριαλιστικές χώρες συγκεντρώνουν δραστηριότητες δημιουργικές και επιτελικές, σε μεγάλο βαθμό μη (άμεσα) παραγωγικές αλλά στρατηγικής σημασίας για την καπιταλιστική (ανα)παραγωγή και την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού, ενώ, αντίθετα, οι εξαρτημένες χώρες συγκεντρώνουν δραστηριότητες εκτελεστικές και άμεσα παραγωγικές που εξαρτώνται από τη στρατηγική που εκπονείται και την τεχνολογία που αναπτύσσεται στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Έτσι, ενώ τα μονοπωλιακά υπερκέρδη και ο αντίστοιχος ρόλος στην παραγωγή χαρακτηρίζουν περισσότερο τις ιμπεριαλιστικές χώρες, η υπερεκμετάλλευση της εργασίας και της φύσης χαρακτηρίζουν περισσότερο τις εξαρτημένες. Η συστηματική διαρροή υπεραξίας από τις εξαρτημένες στις ιμπεριαλιστικές συνιστά άλλωστε μια συστηματική διαφορά στην κατανάλωση, παραγωγική ή μη, μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών, καθώς μέρος του πλεονάσματος που παράγεται στις μεν συσσωρεύεται και καταναλώνεται στις δε.

Κάποιες από τις κύριες μορφές μεταφοράς υπεραξίας και γενικότερης εκμετάλλευσης φυσικού ή κοινωνικού πλούτου των εξαρτημένων χωρών από τις ιμπεριαλιστικές είναι οι παρακάτω:

(1) Καταρχήν, στον βαθμό που (α) οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις των ιμπεριαλιστικών και εξαρτημένων χωρών ανταγωνίζονται σε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, (β) οι πρώτες χαρακτηρίζονται από υψηλότερη παραγωγικότητα (στον ενδοκλαδικό ανταγωνισμό) και οργανική σύνθεση κεφαλαίου (στον διακλαδικό ανταγωνισμό) από ότι οι δεύτερες λόγω των διαφορών ανάπτυξης μεταξύ των χωρών αυτών και (γ) λαμβάνουν χώρα και στη διεθνή αγορά τάσεις εξίσωσης της αξίας της εργασιακής δύναμης προς μια ενιαία αξία, του βαθμού εκμετάλλευσης προς ένα ενιαίο διεθνές ποσοστό υπεραξίας και του ποσοστού κέρδους προς ένα ενιαίο, διεθνές ποσοστό κέρδους ανάμεσα στους διάφορους κλάδους, τότε, στον αντίστοιχο βαθμό, μεταφέρεται υπεραξία από τις επιχειρήσεις των εξαρτημένων χωρών στις ιμπεριαλιστικές, λόγω της λειτουργίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως θα συνέβαινε και εντός μιας ενιαίας εθνικής οικονομίας, ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζεται ως “άνιση ανταλλαγή με την ευρεία έννοια”. Αυτός ο τύπος μεταφοράς υπεραξίας δεν θα χαρακτηριζόταν – καταρχήν- ως “ιμπεριαλιστικός”, εάν δεν στηριζόταν σε μια διαφορά ανάπτυξης μεταξύ των δύο ομάδων χωρών, η οποία έχει την ιστορική της βάση στην αποικιοκρατία και στις σύγχρονες, ιμπεριαλιστικές, μορφές αναπαραγωγής της.

(2) Αντίθετα, στον βαθμό που δεν ισχύουν οι ως άνω τάσεις ομογενοποίησης και εξίσωσης, παραδοχή που έχει πολύ μεγαλύτερη εμπειρική βάση στη διεθνή αγορά, οπότε και (α) οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών γενικά εξειδικεύονται σε εμπορεύματα και υπηρεσίες που παράγονται περισσότερο ή λιγότερο μονοπωλιακά, ενώ οι επιχειρήσεις των εξαρτημένων χωρών σε κλάδους πιο ανταγωνιστικούς, (β) οι πρώτες απασχολούν εργασιακή δύναμη υψηλότερης αξίας από ότι οι δεύτερες και την εκμεταλλεύονται με μικρότερη ένταση, με λιγότερες ώρες δουλειάς και με υψηλότερους μισθούς, είτε άμεσους, είτε έμμεσους μέσω κρατικών παροχών, με τη διαφορά αυτή να είναι μεγαλύτερη από την όποια διαφορά μεταξύ σύνθετης και απλής εργασίας,, τότε, και στον βαθμό που ισχύουν αυτά, υπεραξία που παράγεται στις εξαρτημένες χώρες μεταφέρεται στις ιμπεριαλιστικές μέσω “άνισων ανταλλαγών με τη στενή έννοια”, καθώς οι τιμές αγοράς αποκλίνουν συστηματικά από αυτές που προβλέπει ο “νόμος της αξίας” και ο ελεύθερος ανταγωνισμός που βασίζεται στην ελεύθερη κυκλοφορία όλων των εμπορευμάτων σε μια ενιαία αγορά.

(3) Επιπλέον, στον βαθμό που (α) οι ιμπεριαλιστικές χώρες εξάγουν μη παραγωγικές υπηρεσίες, όπως οι χρηματοπιστωτικές, προς τις εξαρτημένες χώρες, ή (β) επωφελούνται, π.χ. εμπορικών, χρηματοπιστωτικών ή άλλων μονοπωλιακών θέσεων στη διαδικασία της διεθνούς κυκλοφορίας της (υπερ)αξίας, το αποτέλεσμα είναι επιπλέον μεταφορές υπεραξίας.

(4) Αντίστοιχα, τόσο οι άμεσες, ξένες, παραγωγικές επενδύσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών στις εξαρτημένες, όσο και η μορφή της υπεργολαβίας, έχει ως αποτέλεσμα υπεραξία που παράγεται στις εξαρτημένες χώρες να μεταφέρεται τελικά στις ιμπεριαλιστικές, π.χ. με τη μορφή ενδοεταιρικών συναλλαγών με τιμολόγηση που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές αξίες, με απλή εξαγωγή των κερδών κ.α.

(5) Οι μεταφορές υπεραξίας λαμβάνουν χώρα και μέσω του κρατικού δανεισμού, οπότε και οι τόκοι των δανείων που συνάπτουν οι εξαρτημένες χώρες, συνήθως με δυσβάσταχτους οικονομικούς και πολιτικούς όρους, πληρώνονται με υπεραξία που παράγεται σε αυτές, από την εγχώρια εργασία.

(6) Επιπλέον μεταφορές λαμβάνουν χώρα στη διαδικασία της κυκλοφορίας λόγω της μονοπωλιακής θέσης των διεθνών, αποθεματικών, νομισμάτων, κυρίως του δολαρίου των ΗΠΑ, και δευτερευόντως του ευρώ και του ιαπωνικού γιεν, από τη στιγμή που αποδεσμεύτηκαν τα νομίσματα αυτά από την τιμή του χρυσού με το τέλος του συστήματος του Bretton Woods το 1973. Πέραν του εκδοτικού προνομίου, καθώς τυπώνεται χρήμα αξίας μεγαλύτερης από το κόστος παραγωγής του, τα νομίσματα αυτά υπερτιμώνται πέραν των όποιων διαφορών στην παραγωγικότητα μεταξύ των χωρών που τα εκδίδουν και των υπολοίπων, λόγω της αυξημένης τους ζήτησης στη διεθνή αγορά, αντικατοπτρίζοντας την ιμπεριαλιστική, κρατικομονοπωλιακή ισχύ των χωρών αυτών.

(7) Σε αντίστοιχες μεταφορές συμβάλει ο αποθησαυρισμός των κερδών των αστικών τάξεων των εξαρτημένων χωρών μέσω αγορών – κατ’ αυτόν τον τρόπο υπερτιμημένων – περιουσιακών στοιχείων στις ιμπεριαλιστικές χώρες.

(8) Μεταφορά κοινωνικού πλούτου συνιστά η λεγόμενη “διαρροή εγκεφάλων”, δηλ. η ενθαρρυμένη από τις ιμπεριαλιστικές χώρες μετανάστευση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού σε αυτές, το κόστος (ανα)παραγωγής του οποίου έχουν επωμιστεί οι εξαρτημένες χώρες.

(9) Μια άλλη πρακτική ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης κοινωνικού πλούτου είναι η απαλλοτρίωση, π.χ. μέσω κατοχύρωσης “πνευματικής ιδιοκτησίας”, παραδοσιακών μορφών καλλιέργειας, θεραπείας και άλλων μορφών κοινωνικής γνώσης, εκ μέρους των μονοπωλίων των ιμπεριαλιστικών χωρών.

(10) Τέλος, η εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου (ιδιαίτερα εύφορο έδαφος και ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, πλούσιο υπέδαφος σε ορυκτά όπως ενεργειακούς πόρους ή πολύτιμα μέταλλα κ.α.), των εξαρτημένων χωρών από τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών, με χρηματικό αντίτιμο πολύ κάτω από αυτό που θα αντιστοιχούσε στη γεωπρόσοδο που προκύπτει από αυτήν την εκμετάλλευση, συνιστά τον ιστορικότερο τρόπο ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, υπαγμένο, πλέον, στον κυρίαρχο, καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Ως αποτέλεσμα, η διεθνής καπιταλιστική ανάπτυξη ευνοεί την αναπαραγωγή της διάκρισης των δύο αυτών κατηγοριών, αναπαράγοντας τις διαφορές ισχύος μεταξύ τους και υπάγοντας την ανάπτυξη των εξαρτημένων χωρών στην ανάπτυξη των ιμπεριαλιστικών, ακόμη και όταν οι εξαρτημένες χώρες αναπτύσσονται βιομηχανικά πιο ταχύρρυθμα, με όρους ποσοτικής μεγέθυνσης. Η εξαρτημένη υποανάπτυξη που χαρακτηρίζει τις εξαρτημένες χώρες σε σχέση με τις ιμπεριαλιστικές καθορίζει συνολικά τη συστηματική απόκλιση όσον αφορά τις συνθήκες αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης και της φύσης στις δύο αυτές κατηγορίες χωρών, ως αποτέλεσμα και, ταυτόχρονα, αιτία της αναπαραγωγής της μεταξύ τους σχέσης εκμετάλλευσης. Συγκεκριμένα, οι συστηματικές διαφορές στη συσσώρευση και στην ανάπτυξη αντανακλώνται στο -και διαμεσολαβούνται από το- θεσμικό, πολιτικό, κρατικό και στρατιωτικό επίπεδο, συνδυάζονται στη συνολική κρατική ισχύ και αντεπιδρούν στην κατεύθυνση αναπαραγωγής της διάκρισης των δύο κατηγοριών μέσω της άσκησης πρακτικών ιμπεριαλιστικής, εθνικής καταπίεσης. Το πλεόνασμα από την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση καταναλώνεται εν μέρει σε παραγωγικές (έστω με τη γενική έννοια) δραστηριότητες όπως οι επενδύσεις στις υποδομές του κοινωνικού κεφαλαίου ή στην επιστημονική έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, και εν μέρει σε μη παραγωγικές δραστηριότητες – αν και ιδιαίτερα κοστοβόρες – όπως η διοικητική γραφειοκρατία της διεθνούς κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης, τα ΜΜΕ και άλλες μέθοδοι διαμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης, ή η βιομηχανία των όπλων και ο στρατός, κατ’ αυτόν τον τρόπο “παράγοντας” ιμπεριαλιστική, κρατική ισχύ, “σκληρή” ή και “μαλακή”, η οποία με τη σειρά της “καταναλώνεται” στην εκ νέου άσκηση ιμπεριαλιστικής, διεθνούς πολιτικής (κυρώσεις, εμπορικοί πόλεμοι, “έγχρωμες επαναστάσεις”, πραξικοπήματα, εξαγορά των ελίτ, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις κ.α.), για να κλείσει αυτός ο κύκλος αναπαραγωγής της ανισομέρειας του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Συνεπώς, ο ιμπεριαλιστικός, κρατικομονοπωλιακός ανταγωνισμός συνιστά μια διεθνή, κοινωνική σχέση και διαδικασία που διαπλέκει την καπιταλιστική παραγωγή και αναπαραγωγή ή κατανάλωση, την οικονομία με την πολιτική. Με αυτήν την έννοια, αποτελεί την ιδιαίτερη, αντιδραστική, μορφή που δίνει το κεφάλαιο στο βάθεμα και τη διεύρυνση του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής στο διεθνές επίπεδο πλέον. Έτσι, ενώ η ιστορική ανάδυση του αστικού έθνους – κράτους εξυπηρετούσε την αναγκαιότητα φιλελεύθερης, εσωτερικής ενοποίησης της εθνικής καπιταλιστικής αγοράς και μια τάση ομογενοποίησης των όρων αναπαραγωγής, συμβάλλοντας στην εξίσωση της αξίας της εργασιακής δύναμης, του βαθμού εκμετάλλευσης (ποσοστό υπεραξίας) και του γενικού, ποσοστού κέρδους εντός της, η ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση της παραγωγής βασίζεται στη συστηματική αναπαραγωγή της διεθνούς ανισότητας ακριβώς αυτών των όρων, ανισότητα που κληρονομήθηκε ιστορικά κατά τη μετάβαση από το αποικιοκρατικό παρελθόν των αναπτυσσόμενων χωρών στη σύγχρονη, τυπική εθνική ανεξαρτησία. Η αντανάκλαση της διαδικασίας αυτής στην κοινωνική συνείδηση αναπαράγει από τη μια τη ρατσιστική, νεοαποικιακή, απολογητική για τον ιμπεριαλισμό, ιδεολογία στις σύγχρονες μορφές της (π.χ. ως ισλαμοφοβία), αλλά και τον προοδευτικό, αντιιμπεριαλιστικό εθνικισμό των εξαρτημένων, υπό ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση, λαών.

Μάλιστα, η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση εξυπηρετεί και διαμεσολαβεί τη σταθερότητα και αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής συνολικά, από τη σκοπιά δηλ. του παγκόσμιου συνολικού κεφαλαίου, καθώς οι μεταφορές υπεραξίας από τα λιγότερο ανεπτυγμένα εθνικά συνολικά κεφάλαια στα πιο ανεπτυγμένα, κατά τη διεθνή διανομή της, συμβάλλουν στην ανόρθωση του ποσοστού κέρδους των πιο ανεπτυγμένων κεφαλαίων που είναι πιο σημαντικά για τη σταθερότητα του συστήματος συνολικά, αλλά τα οποία υποφέρουν και περισσότερο από την υψηλή οργανική σύνθεση, χαρακτηρίζονται δηλ. από χαμηλότερο ποσοστό κέρδους στην καθαυτό παραγωγή. Επιπλέον, η μειωμένη κατανάλωση και η αυξημένη εκμετάλλευση που χαρακτηρίζει τις εξαρτημένες χώρες συνεπάγεται – γενικά μιλώντας – μια πιο οξυμένη ταξική πάλη στο εσωτερικό τους και πιο καταπιεστικά και αντιδημοκρατικά πολιτικά καθεστώτα, σε σχέση με τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, στις οποίες η ύπαρξη εκτεταμένων στρωμάτων (νέας) μικροαστικής τάξης και εργατικής αριστοκρατίας λειτουργεί σταθεροποιητικά. Έτσι, οι εξαρτημένες χώρες αναδεικνύονται σε “αδύναμους κρίκους” του συστήματος, όπου μπορεί πιο εύκολα να ξεσπάσει μια αντιιμπεριαλιστική ή σοσιαλιστική επανάσταση. Από την άλλη, όμως, η εξαρτημένη υποανάπτυξη δυσκολεύει μια αντιιμπεριαλιστική ή σοσιαλιστική εξουσία να σταθεροποιηθεί και να κάνει βήματα στη μετάβαση προς τον σοσιαλισμό. Συνολικά, αυξάνεται η σταθερότητα του συστήματος διεθνώς, σε σχέση με την εναλλακτική πιθανότητα ξεσπάσματος σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια ιμπεριαλιστική χώρα με αυξημένες πιθανότητες σταθεροποίησης και επέκτασής της διεθνώς.

Εντός των ιμπεριαλιστικών χωρών μπορούμε να διακρίνουμε (α) τις ΗΠΑ, ως τον σύγχρονο παγκόσμιο ηγεμόνα, όπως αναδύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αντικαθιστώντας σε αυτόν τον ρόλο τη Μ. Βρετανία, οι οποίες διαμορφώνουν κατά κύριο λόγο τη στρατηγική του ιμπεριαλισμού, οριοθετούν σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιούνται οι υπόλοιπες χώρες και επωφελούνται κυρίαρχα από την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, (β) μεγάλες δυνάμεις (ενδεικτικά οι Μ. Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιαπωνία) που καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται κατ’ ελάχιστον ένα μεγάλο μέρος του κόσμου χάρις στην οικονομική ή/και πολιτική και στρατιωτική τους ισχύ, έχουν σχετική στρατηγική αυτονομία, κυριαρχώντας και στους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΔΝΤ, ΠΤ, ΠΟΕ κ.α.), (γ) χώρες που συμμετέχουν στη διανομή της ιμπεριαλιστικής λείας, χωρίς, όμως, να έχουν δυνατότητες διαμόρφωσης αυτόνομης στρατηγικής (υπόλοιπες G7, χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ελβετία, η Αυστρία, οι σκανδιναβικές χώρες, ή αυτές του αγγλοσαξωνικού υποσυστήματος, όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία), έως και (δ) χώρες που – έστω οριακά – επωφελούνται ενός θετικού ισοζυγίου διεθνών μεταφορών υπεραξίας ή είναι ιδιαίτερα μικρές και αδύναμες, ενταγμένες στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο π.χ. ως φορολογικοί παράδεισοι (π.χ. Μονακό, Λουξεμβούργο), ή αποτελώντας την αιχμή στα ιμπεριαλιστικά και νεοαποικιακά σχέδια (π.χ. Ισραήλ, Ν. Κορέα).

Αντίστοιχα, οι εξαρτημένες χώρες διακρίνονται σε (α) χώρες που μπορεί να είναι αρκετά μεγάλες και ισχυρές σε διεθνές επίπεδο, αν και υποφέρουν από την ιμπεριαλιστική ληστεία, όπως η Ρωσία και η Κίνα, που, πέραν της μεγάλης έκτασης ή/και πληθυσμού, έχουν επιπλέον την ιδιομορφία των δεκαετιών εθνικά ανεξάρτητης ανάπτυξης υπό κρατική ιδιοκτησία και την εξουσία κομμουνιστικών κομμάτων, (β) περιφερειακές δυνάμεις, αν και πρώην αποικίες, όπως οι υπόλοιπες BRICS+, (γ) εξαρτημένες χώρες, ενδιάμεσης ανάπτυξης, όπως αυτές στην νοτιο-ανατολική περιφέρεια της ΕΕ, (δ) αναπτυσσόμενες, πρώην αποικίες, όπως πολλές χώρες της Λ. Αμερικής, της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Αφρικής, συμπεριλαμβανομένων χωρών υπό την εξουσία κομμουνιστικών κομμάτων, έως και (ε) νεοαποικίες με περιορισμένη ακόμη και την τυπική εθνική ανεξαρτησία (π.χ. Αϊτή) ή (στ) κατεστραμμένα κράτη (“failed states”) από την ιμπεριαλιστική καταπίεση και εκμετάλλευση, τις επεμβάσεις και τον πόλεμο (όπως σήμερα η Λιβύη και η Συρία).

Οι εξαρτημένες χώρες διακρίνονται, επιπλέον, σε (α) αυτές που είναι σε ανοιχτή σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό, είτε βρίσκονται υπό την εξουσία των κομμουνιστικών κομμάτων, είτε διότι τυγχάνει μια κυρίαρχη πολιτικά μερίδα της εθνικής τους αστικής τάξης να επιθυμεί μια (πιο) ανεξάρτητη, εθνική ανάπτυξη και την άνοδο στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και σε (β) αυτές που υποτάσσονται και ενσωματώνονται στην ιμπεριαλιστική στρατηγική, είτε διότι δεν υπάρχει μερίδα της αστικής τάξης με προσδοκίες εθνικής ανεξαρτησίας, είτε γιατί αυτή δεν κυριαρχεί πολιτικά. Η ιστορική και σύγχρονη εμπειρία των περιπτώσεων που χώρες υπό αστική εξουσία συγκρούονται με τον ιμπεριαλισμό δείχνει ότι η περίπτωση αυτή αφορά κυρίως χώρες που βασίζονται σε σπάνιους φυσικούς πόρους, κυρίως ενεργειακούς (π.χ. πετρέλαιο και φυσικό αέριο), τις γεωπροσόδους από τους οποίους η εθνική αστική τάξη επιθυμεί να καρπωθεί προνομιακά (έναντι των ιμπεριαλιστών ανταγωνιστών), ενώ τις αξιοποιεί για τη σύναψη συμμαχιών με τις εργατικές και λαϊκές τάξεις (π.χ. σημερινή Ρωσία, Ιράν, μέχρι πρόσφατα η Συρία και η Λιβύη,  Βενεζουέλα και άλλες χώρες της Λατ. Αμερικής, χώρες του Σαχέλ όπως η Μπουρκίνα Φάσο κ.α.· συνήθως είναι το κράτος ή/και ο στρατός αυτός που αναλαμβάνει κυρίαρχο πολιτικό ρόλο ή και την ίδια την οικονομική διαχείριση των πόρων αυτών μέσω της εθνικοποίησής τους). Η εθνική ανεξαρτησία των χωρών αυτών είναι εξαιρετικά επισφαλής στην πορεία του ιστορικού χρόνου, στον βαθμό που δεν ανακύπτει μια επαναστατική διαδικασία σε αντιιμπεριαλιστική -με τη στρατηγική έννοια της εργατολαϊκής εξουσίας- ή σοσιαλιστική κατεύθυνση, καθώς οι αστικές ηγεσίες εμπλέκονται σε έναν διμέτωπο αγώνα εναντίον και του ιμπεριαλισμού και των εγχώριων υποτελών τάξεων. Μάλιστα, είναι ακριβώς σε τέτοιες χώρες που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις με τη μορφή των “έγχρωμων” (αντ)επαναστάσεων, οι οποίες αξιοποιούν έντεχνα υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις, ταξικές, εθνικές ή θρησκευτικές.

Η υποβάθμιση μιας χώρας από ιμπεριαλιστική, καπιταλιστική δύναμη σε εξαρτημένη χώρα δεν έχει συμβεί ποτέ ιστορικά (δεν πρέπει να συγχέονται οι περιπτώσεις χωρών που ήταν αποικιοκρατικές δυνάμεις χωρίς να έχουν αναπτύξει σε αντίστοιχο βαθμό τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όπως η τσαρική Ρωσία ή η Πορτογαλία). Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μια βίαιη, ριζική υποβάθμιση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, στα πρότυπα κατανάλωσης και αναπαραγωγής, στην αξία της εργασιακής δύναμης (ειδικά στο λεγόμενο “ηθικό και ιστορικό” της στοιχείο), γενικά στον τρόπο ζωής, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συμβεί με ειρηνικό τρόπο. Η ηττημένη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανία οδηγήθηκε σε ευρεία οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση λόγω των δυσβάσταχτων όρων που της επιβλήθηκαν από τους νικητές στη συνθήκη των Βερσαλλιών. Η κρίση αυτή απειλούσε τη σταθερότητα της αστικής εξουσίας στη χώρα αυτή και εκτονώθηκε μέσα από την επαναφορά της ως ιμπεριαλιστική δύναμη, υπό το ναζιστικό καθεστώς, με κύριο σκοπό αυτή να στραφεί ενάντια στην ΕΣΣΔ και να αποικίσει τη νότια και ανατολική Ευρώπη. Οι ηττημένες χώρες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επίσης ενισχύθηκαν από τις νικήτριες χώρες, ειδικά από τον αναδυόμενο ηγεμόνα, τις ΗΠΑ, στην επαναφορά τους ως ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, προκειμένου να ανακοπεί η επέκταση του υπαρκτού σοσιαλισμού και να ενισχυθεί το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο στον “ψυχρό” πόλεμο.

Αντίστοιχα, η ανάδειξη νέων ιμπεριαλιστικών χωρών, ανταγωνιστικών των κατεστημένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, επίσης δεν έχει συντελεστεί ποτέ μέχρι σήμερα στην ιστορία του καπιταλισμού. Εξαιρούνται χώρες όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία, που είναι πλήρως ενταγμένες στο αγγλοσαξωνικό ιμπεριαλιστικό υποσύστημα υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, όπως και η ανάδειξη σε ιμπεριαλιστικές χώρες, έστω της κατώτατης κατηγορίας, τόσο της Ν. Κορέας, στα πλαίσια της αντιπαράθεσης με τη Λ.Δ. της Β. Κορέας, όσο και του Ισραήλ, ως κράτος που εξυπηρετεί τα ιμπεριαλιστικά, νεοαποικιοκρατικά σχέδια στη Δυτική Ασία. Η τελευταία περίπτωση ανάδειξης νέας ιμπεριαλιστικής δύναμης αφορά τις ΗΠΑ και προηγήθηκε της εισόδου του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο (και της – κατά Λένιν – ολοκλήρωσης του μοιράσματος του κόσμου ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις). Μια νέα ανάδειξη θα συναντούσε την αδυσώπητη, πολεμική αντίδραση των κατεστημένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα σε παγκόσμιο πόλεμο.

Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της Ρωσίας, η οποία έχει (α) μεγάλη έκταση και πληθυσμό, (β) κληρονομήσει ένα επίπεδο επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης από τις δεκαετίες ανάπτυξης υπό κρατική ιδιοκτησία και την εξουσία του ΚΚΣΕ, ιδιαίτερα ως προς το στρατιωτικο-βιομηχανικό της σύμπλεγμα, συμπεριλαμβανομένου ενός ειδικευμένου και πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού, και (γ) διαθέτει πολύ πλούσιους φυσικούς πόρους. Ωστόσο, συνεχίζει να υστερεί έναντι των ιμπεριαλιστικών χωρών όσον αφορά (α) τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων της και (β) την ανάπτυξη ενός συμπλέγματος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ερευνητικών ιδρυμάτων και καινοτόμων επιχειρήσεων που να μπορεί να υποστηρίξει την αυτόκεντρη ανάπτυξη με δυνατότητες ανταγωνισμού με τα αντίστοιχα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, συνεχίζοντας να βασίζεται κυρίως στις γεωπροσόδους από τις εξαγωγές των φυσικών πόρων της (κυρίως υπό κρατική ιδιοκτησία).

Όσον αφορά τη Λ.Δ της Κίνας, είναι η μόνη που δείχνει να έχει την αναπτυξιακή δυναμική για να επιτύχει στο μεσο-/μακροπρόθεσμο μέλλον οικονομική ανεξαρτησία και δυνατότητα οικονομικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Για να αναδεικνύοταν, όμως, σε ιμπεριαλιστική χώρα ή και δύναμη, θα έπρεπε καταρχήν να επιστρέψει (πλήρως) στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και στην παραγωγή με κίνητρο το (μονοπωλιακό υπερ)κέρδος, ώστε να αρχίσει και να εκμεταλλεύεται άλλες χώρες και λαούς, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση στην οποία υπόκειται η ίδια από τις σημερινές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δεν στοιχειοθετείται εμπειρικά η διαμόρφωση σχέσεων ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης εκ μέρους της Λ.Δ. της Κίνας έναντι άλλων χωρών και λαών. Όπως φανερώνουν εμπειρικές μελέτες, προερχόμενες μάλιστα από Αμερικανούς ή Ευρωπαίους μελετητές, οι εξαγωγές κεφαλαίου της Κίνας κατευθύνονται καταρχήν προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες ως μη παραγωγικές επενδύσεις αποθησαυρισμού της νεοπαγούς αστικής της τάξης (δηλ. εξαγωγές κερδών) ή ως επιμέρους προσπάθειες απόκτησης “πνευματικής ιδιοκτησίας”, άρα μάλλον συνιστούν διαρροές υπεραξίας. Επιπλέον, κατευθύνονται προς τις αναπτυσσόμενες χώρες ως παραγωγικές επενδύσεις μεν, κυρίως στην κατασκευή έργων υποδομής του λεγόμενου κοινωνικού κεφαλαίου δε (δικτύων μεταφοράς όπως αυτοκινητόδρομοι και σιδηρόδρομοι, αεροδρόμια, λιμάνια, ακόμη και νοσοκομεία ή πανεπιστήμια). Πρόκειται για έργα δηλαδή που (α) δεν αποφέρουν κάποιο άμεσο ή υψηλό κέρδος, (β) γίνονται κατά κανόνα μέσω συμφωνιών δανεισμού με επιτόκιο πολύ μικρότερο (περίπου κατά το μισό) αυτών που προσφέρουν οι δανειστές οι προερχόμενοι από ιμπεριαλιστικές χώρες, ενώ (γ) η Κίνα φαίνεται να είναι και ιδιαίτερα δεκτική σε αναπροσαρμογή των πληρωμών ή και διαγραφή των χρεών, στη βάση διμερών συμφωνιών, (δ) χωρίς να επιβάλλει ούτε πολιτικούς όρους, ούτε την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ως αντάλλαγμα. Οι επενδύσεις αυτές της Κίνας φαίνεται να αποσκοπούν στην απασχόληση του πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού της, ιδιαίτερα των παραδοσιακών, κατασκευαστικών κλάδων, και όχι στην απόσπαση μονοπωλιακού υπερκέρδους. Το αντάλλαγμα φαίνεται να συνίσταται περισσότερο στην ανάπτυξη διεθνών σχέσεων και τη δημιουργία νέων, φιλικών προς τις εμπορευματικές της εξαγωγές αγορών, δίνοντας λύση στο πρόβλημα πραγματοποίησης υπεραξίας που έχει παραχθεί στην ίδια την Κίνα, όπως και σε συμφωνίες εκμετάλλευσης γης για αγροτική παραγωγή και φυσικών πόρων, π.χ. μεταλλευμάτων, καλύπτοντας δικές της ελλείψεις. Απαιτείται πιο συγκεκριμένη εμπειρική έρευνα για να εκτιμηθεί το κατά πόσο οι συμφωνίες αυτές χαρακτηρίζονται από ισοτιμία και αμοιβαία ωφέλεια, αν και πρέπει να ληφθούν υπόψη, ως ισχυρές ενδείξεις γι’ αυτό, ότι (α) η Κίνα δεν διαθέτει μέσα “μαλακής” ή “σκληρής” ιμπεριαλιστικής ισχύος για να πιέσει για τη σύναψή τους, ενώ (β) δρα σε περιοχές του κόσμου που κατά κανόνα κυβερνώνται από (συχνά διεφθαρμένες) αστικές τάξεις με ιστορικές (νεο)αποικιοκρατικές σχέσεις με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, δηλ. σε ένα περιβάλλον οξύτατου ανταγωνισμού με αυτές. Σε κάθε περίπτωση, η Κίνα παραμένει η χώρα που περισσότερο συγκεντρώνεται η βιομηχανική μεταποίηση διεθνώς και, άρα, και η παραγωγή υπεραξίας, στον βαθμό που τα προϊόντα της πωλούνται ως εμπορεύματα στην εγχώρια και διεθνή αγορά. Για όσο ισχύει αυτό, δηλ. για όσο παράγεται στην Κίνα ένα τόσο μεγάλο μερίδιο της διεθνώς παραγόμενης υπεραξίας, παραμένει πολύ δύσκολο να μετατραπεί η Κίνα από χώρα εκροής υπεραξίας σε χώρα εισροής, όσον αφορά το συνολικό ισοζύγιο μεταφορών.

Κατά συνέπεια, οι σημερινές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με αυτές που εντοπίζει ο Λένιν στο κλασσικό του έργο ως “μια χούφτα μεγάλων δυνάμεων που (ξανα)μοιράζουν τον κόσμο” στις αρχές τους 20ού αιώνα, αφαιρώντας, δηλαδή, την τότε τσαρική Ρωσία που ήταν “μισοφεουδαρχικά – στρατιωτικά” ιμπεριαλιστική, και έπαψε να είναι ιμπεριαλιστική με οποιαδήποτε έννοια από τη στιγμή που επικράτησε η Οκτωβριανή επανάσταση.

Μάλιστα, η ηγεμονία των ΗΠΑ είναι τόσο ισχυρή που το σύγχρονο, διεθνές, ιμπεριαλιστικό σύστημα χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από την ενότητα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη διαπάλη τους με τις χώρες που αντιστέκονται στην ιμπεριαλιστική ηγεμονία. Επομένως, η πραγματικότητα αυτή του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών καθόλου δεν συνεπάγεται τη μείωση της έντασης του διεθνούς, κρατικομονοπωλιακού ανταγωνισμού ή των ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων, όπως έγινε φανερό από τις αντεπαναστατικές ανατροπές στην Ευρώπη στο τέλος του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα. Άλλωστε, η ηγεμονία των ΗΠΑ δεν πρέπει να απολυτοποιείται, ακόμη και αν δεν παίρνουν οι διαϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις άμεσα μια στρατιωτική μορφή (με εξαίρεση, ίσως, την πρόσφατη ανατίναξη των αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream, με πρωτοβουλία, όπως όλα δείχνουν, των ΗΠΑ), ούτε πρέπει να προκαταλαμβάνεται η μελλοντική της ιστορική εξέλιξη, καθώς η γενική κρίση του ιμπεριαλιστικού, καπιταλιστικού συστήματος οξύνεται, οδηγώντας ίσως και σε όξυνση των εσωτερικών του διαιρέσεων.

Συνολικά, η καπιταλιστική διεθνοποίηση της παραγωγής αναδεικνύει την αντικειμενική, ιστορική δυνατότητα και αναγκαιότητα ενοποίησης της ανθρωπότητας. Ωστόσο, δεν μπορεί ο καπιταλισμός σε καμία περίπτωση να την ολοκληρώσει, διότι της δίνει χαρακτήρα ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, εθνικής καταπίεσης και παγκόσμιων (πολεμικών) ανταγωνισμών. Επομένως, και από αυτήν τη σκοπιά αναδεικνύεται το επίκαιρο της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης, με σκοπό τη συνειδητή, δημοκρατική διαχείριση των διεθνών κοινωνικών σχέσεων σε ισότιμη και αλληλέγγυα βάση.

Β. Η σύγχρονη αστική ιδεολογία.

Η αστική ιδεολογία διαχρονικά στοχεύει στην απολογητική της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της αστικής εξουσίας, στην πειθάρχηση της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων και στην ενσωμάτωση του εργατικού και λαϊκού κινήματος στην κυρίαρχη αστική πολιτική.

Βασίζεται, καταρχήν, στη διπλή μυστικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων που επιφέρει ο φετιχισμός του εμπορεύματος. Αυτή αφορά αφενός μεν την εμφάνιση των παραγωγικών και εν γένει των κοινωνικών σχέσεων ως “φυσικές” (και άρα αντικειμενικές) και, επομένως ως “αιώνιες”, καθώς διαμεσολαβούνται από σχέσεις μεταξύ πραγμάτων. Αφετέρου, δε, αφορά την πολιτική μορφή των σχέσεων αυτών, ως τυπική ισότητα και ελευθερία όλων των πολιτών του κράτους. Σήμερα, η δραστηριοποίηση του κεφαλαίου και η επιβολή της εμπορευματικής μορφής σε μια σειρά (κυρίως μη παραγωγικών) δραστηριοτήτων που αφορούν άμεσα την κοινωνική αναπαραγωγή οξύνει την τάση αυτή, καθώς φτάνει μέχρι και στην εμπορευματοποίηση καθαρά ψυχοσωματικών λειτουργιών, όπως αυτών της αναπαραγωγής (βλ. την πρακτική της εμπορικής “παρένθετης μήτρας”).

Ωστόσο, η αστική ιδεολογία βασιζόταν πάντα και σε συλλογικούς κοινωνικούς φορείς, όπως το κράτος ή η εκκλησία. Μάλιστα, στον σύγχρονο, ιμπεριαλιστικό, καπιταλισμό, στην ιστορική συγκυρία της όξυνσης της γενικής του κρίσης, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πολέμων, η πτυχή αυτή λαμβάνει τη μορφή μιας “στροφής προς την αντίδραση σε όλη τη γραμμή” στην κατεύθυνση της αναβίωσης κι εργαλειοποίησης της φασιστικής, ρατσιστικής ιδεολογίας.

Επιπλέον, εμφανίζεται σήμερα μια ένταση εντός της αστικής ιδεολογίας μεταξύ των δύο αυτών πτυχών της με τη μορφή μιας σύγκρουσης μεταξύ του (νεο)φιλελεύθερου ατομισμού και της (νεο)συντηρητικής εκδοχής της. Η σύγκρουση αυτή εκδηλώνεται σε αντιεπιστημονικά και αντιδιαλεκτικά δίπολα όπως (α) αστικός (νεο)φιλελεύθερος “δικαιωματισμός”, βασιζόμενος στο αφηρημένο άτομο ως φορέα “φυσικών” δικαιωμάτων, έως και άκρατος υποκειμενισμός κάθε είδους ατομικών “ταυτοτήτων” πέραν κάθε αντικειμενικού, φυσικού και ιστορικού, κοινωνικο-ταξικού προσδιορισμού ή παραδοσιακές, θρησκευτικές αντιλήψεις γενικότερα για τη ζωή και τη θέση του ατόμου στην κοινωνία, β) κοινωνιολογισμός ή βιολογισμός στα θέματα των χαρακτηριστικών και ρόλων των φύλων εντός της οικογένειας και ευρύτερα, δηλαδή είτε απολυτοποίηση του κοινωνικού παράγοντα στον προσδιορισμό όλων αυτών των χαρακτηριστικών και ρόλων είτε απολυτοποίηση του βιολογικού παράγοντα και αναγωγή τους συνολικά και αποκλειστικά σε βιολογικό φαινόμενο, (γ) “τεχνοκρατία” (που υιοθετεί άκριτα κάθε νέα τεχνολογία ή εφαρμογή της, ή/και μετατρέπει την επιστήμη σε απολογητικό στήριγμα της εξουσίας) ή “τεχνοφοβία” (ενίοτε, μάλιστα, συνωμοσιολογική), (δ) κοσμοπολιτισμός του ιμπεριαλιστικού, μονοπωλιακού κεφαλαίου που κερδίζει από τη διεθνοποίηση της παραγωγής ή (μικρο)αστικός εθνικισμός.

Η ένταση αυτή εν μέρει οφείλεται σε διαιρέσεις εντός της αστικής κοινωνίας,, οι οποίες έχουν τη βάση τους στην πραγματική διαφοροποίηση τόσο εντός του κεφαλαίου, όσο και εντός της εργασίας. Επομένως, σε κάποιο βαθμό εκφράζει και μια διαφοροποίηση της στρατηγικής του κεφαλαίου.

Στις ανεπτυγμένες χώρες του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου ηγεμονεύει σήμερα η ως άνω «(νεο)φιλελεύθερη» εκδοχή με στόχο τη χειραγώγηση του σύγχρονου υποκειμένου της εργασίας. Πρόκειται για το υποκείμενο εκείνο που επιδίδεται σε επιστημονική, καλλιτεχνική, δημιουργική ή επιτελική, κυρίαρχα διανοητική, και σε μεγάλο βαθμό μη παραγωγική, εργασία, η οποία δεν απαιτεί σωματική δύναμη και μπορεί να πραγματοποιηθεί εξίσου και από τα δύο φύλα, ελαχιστοποιώντας τις διαφορές τους ως προς την εργασία. Ο ρόλος του υποκειμένου αυτού είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για την κερδοφορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου και την αναπαραγωγή του ως τέτοιου. Σε αντίθεση, όμως, με το παρελθόν και την παραδοσιακή εργατική τάξη της εκτελεστικής, επαναληπτικής, και κυρίαρχα χειρωνακτικής και παραγωγικής, εργασίας, όταν η προτεραιότητα του κεφαλαίου αφορούσε την αναπαραγωγή επαρκούς εργασιακής δύναμης για τη στελέχωση του συνολικού εργάτη της κάθε χώρας, όπως και επαρκούς εφεδρικού στρατού εργασίας (δηλ. ανέργων), για το σύγχρονο αυτό υποκείμενο της εργασίας η προτεραιότητα είναι στη χειραγώγησή του, στην (ανα)παραγωγή του ως υποκειμένου τόσο της εργασίας, όσο και της κατανάλωσης, με τέτοια χαρακτηριστικά, ώστε να ενσωματώνει πλευρές της στρατηγικής του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού «εθελοντικά», ως «δική του» σκοποθεσία, διότι μόνο τότε μπορεί να είναι αποδοτικό στον (επιτελικό) ρόλο που έχει στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Αντίθετα, στις αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, που κατά κανόνα υποφέρουν από την ιμπεριαλιστική υπερεκμετάλλευση και καταπίεση – και είναι αυτές που προσφέρουν τα δισεκατομμύρια των εργαζομένων της εκτελεστικής, παραγωγικής εργασίας στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού εργασίας – ηγεμονεύει η παλαιότερη «συντηρητική» εκδοχή.

Η ίδια πόλωση αναπαράγεται φυσικά και εντός της κάθε χώρας, όπως φαίνεται από τα παραδείγματα της ανόδου της (νεοφασιστικής) Ακροδεξιάς ή της αυξανόμενης επιρροής της Ευαγγελικής εκκλησίας, σε μια σειρά χώρες όπως οι ΗΠΑ (κυρίως ως προς το ρεπουμπλικανικό κόμμα) και η Βραζιλία (βλ. την υποστήριξη στην εκλογή του πρώην προέδρου Μπολσονάρο), ενώ υπάρχουν χώρες της Ευρώπης και πολιτείες των ΗΠΑ που αναιρούν τη σύγχρονη νομοθεσία για τις αμβλώσεις.

Και από αυτήν την άποψη, της ιδεολογικής διαπάλης, προβάλλει, λοιπόν, η ιστορική αναγκαιότητα για τον κομμουνισμό, ως το “βασίλειο της ελευθερίας”, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με τη (νεο)“φιλελεύθερη” “ατομική ελευθερία” ή τις εκάστοτε ατομικές επιθυμίες, όπως αυτές διαμορφώνονται σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούν οι ανταγωνιστικές, ταξικές, εκμεταλλευτικές και καταπιεστικές, κοινωνικές σχέσεις και η μυστικοποίηση του εμπορεύματος και της κατανάλωσης. Η ελευθερία για τους κομμουνιστές συνδέεται με τις κοινωνικές ανάγκες και με άτομα ως ελεύθερες και πολύπλευρα ανεπτυγμένες προσωπικότητες που έχουν τη δυνατότητα να συνειδητοποιούν με επιστημονικό τρόπο και να συναποφασίζουν δημοκρατικά το τι συνιστά κοινωνική ανάγκη και τι όχι, όπως και με ποια (συλλογική) δράση και πρακτική μπορεί να ικανοποιηθεί.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ