Όταν τον περσινό Ιούνιο του 2014 οι Financial Times (FT) δημοσίευσαν το γεγονός της απόφασης για την ίδρυση της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων και υποδομών – Α.Ι.Ι.B. (Asian Infrastructure Investment Bank) με 100 δις δολάρια διαθέσιμα και βασικό μέτοχο την Κίνα (πάνω από το 50%), πολύ λίγοι έδωσαν τη σημασία που έπρεπε.
Μέχρι πρότινος η κυριαρχία του αμερικάνικου δολαρίου φαινόταν αδιατάρακτη και η αμερικανική επιρροή στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα σταθερή. Κυριαρχούσαν η Παγκόσμια Τράπεζα – W.B. (World Bank) που ιδρύθηκε έπειτα από τη διάσκεψη στο Μπρέτον Γουντς το 1944 με έδρα την Ουάσινγκτον των ΗΠΑ, με πρόεδρο μέχρι πρότινος ανέκαθεν Αμερικανό και Νοτιοκορεάτη από το 2012, και η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης – A.D.B. (Asian Development Bank) που ιδρύθηκε το 1963 με έδρα τη Μανίλα των Φιλιππίνων, με πρόεδρο Ιάπωνα και ενεργητικό αρχικά 55 και από το 2009 τα 164 δις δολάρια. Η αμερικανική επιρροή και στις δύο είναι σχεδόν απόλυτη.
Οι πρώτες συζητήσεις για τη δημιουργία της ΑΙΙΒ έγιναν το 2012, αλλά η σύστασή της αποφασίστηκε τελικά το 2013 στη σύνοδο των Β.R.I.C.S. (Brazil, Russia, India, China, South Africa), στη Νότια Αφρική με πιθανότερη έδρα την Σαγκάη της Κίνας. Το γουάν πλέον απειλεί το δολάριο. Με συναλλαγματικά αποθέματα πάνω από 4 τρις δολάρια, η Κίνα επιδιώκει πλέον να ιδρύσει τους δικούς της πολυμερείς οργανισμούς, όπως την ΑΙΙΒ και την BRICS Bank, αλλά και να ισχυροποιήσει την παρουσία της στους υπάρχοντες (WB και IMF).
Τον τελευταίο καιρό είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες ότι πάνω από 30 ασιατικές χώρες συμμετέχουν στη δημιουργία της νέας ασιατικής τράπεζας, μεταξύ των οποίων η Ινδία, η Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ, η Σιγκαπούρη, το Κατάρ, η Μογγολία, η Μιανμάρ και η Μαλαισία, γεγονός που φανερώνει το μέγεθος των αλλαγών, τον αυξανόμενο οικονομικό ρόλο της Κίνας και κατ’ επέκταση της πολιτικής της επιρροής.
Ενδιαφέρον για τη συμμετοχή τους έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκφράσει( κατά πληροφορίες του Reuters) και μεγάλες πλέον χώρες της Ευρώπης όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, ακόμα και η Μεγάλη Βρετανία. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου Μάρτιν Σούλτς, που επισκέπτεται αυτές τις μέρες την Κίνα, θεωρεί καλή εξέλιξη τη συμμετοχή σ’ αυτήν περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών (δες Martin Schulz ).
Αρχικά, παρά τη συμμετοχή της Ιαπωνίας στις πρώτες συζητήσεις, το Τόκιο, η Νότια Κορέα, η Ινδονησία και η Αυστραλία αποφάσισαν να μην συμμετάσχουν. Όμως η πρόθεση των Ευρωπαίων και κυρίως η στάση της Μ. Βρετανίας τους κάνει να το ξανασκέφτονται.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση της Αυστραλίας της οποίας οι κυρίαρχοι κύκλοι είναι διχασμένοι. Αρχικά ο πρωθυπουργός Άμποτ φερόταν ότι αποδέχτηκε την εισήγηση του υπουργού οικονομικών Τζο Χόκι για τη συμμετοχή της Αυστραλίας στην υπό ίδρυση τράπεζα. Αργότερα όμως δημοσιεύματα τον παρουσίαζαν να αλλάζει γνώμη και να υιοθετεί την αρνητική εισήγηση του υπουργού εξωτερικών Τζούλι Μπίσοπ και της «εθνικής επιτροπής ασφαλείας». Για τον ίδιο λόγο είχε δεχθεί τηλεφωνήματα και από τον Μπαράκ Ομπάμα. Το θέμα όμως και για την Αυστραλία παραμένει ανοιχτό.
Η Νότια Κορέα επίσης η οποία είναι από τις στενότερες συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, έχει εκφράσει την πρόθεση να συμμετάσχει και αυτή. Η Νότιος Κορέα όμως, στηρίζεται στην αμερικανική ισχύ για να αντιμετωπίσει τη Βόρειο Κορέα και ίσως -κάποια στιγμή- ως αντιστάθμισμα κινδύνου έναντι στην ίδια την Κίνα. Η Κίνα όμως πλέον αγοράζει περισσότερο από το 25% των εξαγωγών της χώρας, έναντι 12% που αγοράζουν οι ΗΠΑ. Έτσι όμως οι Νοτιοκορεάτες βρίσκονται συχνά διχασμένοι ανάμεσα σε δύο κατευθύνσεις. Η ΑΙΙΒ είναι ένα απτό παράδειγμα. Ένα άλλο είναι η έντονη συζήτηση που επικρατεί στη χώρα για το εάν πρέπει να αποδεχθεί ή όχι η Σεούλ το αίτημα της Ουάσιγκτον να εγκαταστήσει αντιπυραυλικό σύστημα που θα μπορούσε να είναι χρήσιμο στην άμυνα έναντι της Βορείου Κορέας, το οποίο όμως οι Κινέζοι βλέπουν ως απειλή για τη δική τους ασφάλεια.
Η Ουάσιγκτον φαίνεται να χάνει τη πρωτοκαθεδρία στην Ασία αφού ο νέος χρηματοπιστωτικός οργανισμός θα είναι ο μοχλός της οικονομικής διπλωματίας του Πεκίνου στη περιοχή του Ειρηνικού. Πώς θα απαντήσει στην πρόκληση;
Αυτές οι εξελίξεις στις ζώνες επιρροής, μαζί με το γεγονός ότι οι χώρες που ηττήθηκαν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Γερμανία και Ιαπωνία, έχουν αποφασίσει, με διάφορα προσχήματα, να ενισχύσουν τις λεγόμενες «αμυντικές» τους δαπάνες (δες CNN ) και να μετέχουν πλέον και αυτές σε στρατιωτικές αποστολές εκτός των συνόρων τους, δημιουργούν την πεποίθηση για παροξυσμό ανταγωνισμών και κατά συνέπεια επικίνδυνα παγκόσμια γεγονότα και επερχόμενες σοβαρές γεωπολιτικές ανακατατάξεις.