Εμπεδώστε το, επιτέλους! Ανελλιπώς το «διδάσκουν» κυβερνητικά στελέχη – πρωτίστως ο Άδωνις Γεωργιάδης – και φιλοκυβερνητικοί δημοσιολόγοι: Στην Ελλάδα δεν υπάρχει εκτεταμένη δυσπραγία, υπάρχει εκτεταμένη μεμψιμοιρία. Το βασικό πρόβλημα, κατά τους «διδάκτορες», δεν είναι τα χαμηλά εισοδήματα που αδυνατούν ν’ αντιμετωπίσουν το θεριεμένο κόστος ζωής, αλλά το χαμηλό ηθικό.
Η κακή ψυχολογία (προϊόν αριστερού ή αριστερόστροφου «λαϊκισμού», βεβαίως- βεβαίως) είναι που τα χαλάει όλα… Αν εξέλιπε αυτή η άτιμη, θα επεκτείναμε στη σφαίρα του βιοτικού επιπέδου τα σοφά, αισιόδοξα αποφθέγματα που χαρακτηρίζουν συζητήσεις για άλλες πλευρές τις ανθρώπινης ύπαρξης. Γιατί, δηλαδή, να λέει ένας άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας «είμαι τόσων χρόνων όσο νιώθω» και να μην μπορεί να καταφύγει στο «ζω όσο καλά νομίζω» ο μισθωτός των χιλίων ευρώ, εκ των οποίων τα 450 τα «καταπίνει» το ενοίκιο; Το λες και απαράδεκτη διάκριση…
Μήπως όμως τα κυβερνητικά «επικοινωνιακά» επιτελεία σκέφτονται να εντάξουν στους φορείς που τροφοδοτούν τον γκρινιάρικο «λαϊκισμό» και την… Eurostat; Αναρωτιόμαστε, διότι κάθε τρεις και λίγο η εν λόγω Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ανακοινώνει στοιχεία που απονέμουν στη χώρα μας ορισμένες «πρωτιές», όχι και τόσο συμβατές προς την ιδέα πως σύμπασα ελληνική κοινωνία θα ένιωθε ευεξία και ευτυχία, αν παραδινόταν σε ειδικούς διαλογισμούς.
Προσφάτως, λοιπόν, η Eurostat μας πληροφόρησε ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ, στην οποία κατά το τρίτο τρίμηνο του 2024 καταγράφηκε μείωση του κόστους εργασίας, δηλαδή του κόστους που αντιστοιχεί σε μισθούς, ημερομίσθια και ασφαλιστικές δαπάνες. Και μάλιστα μείωση καθαρή, της τάξης του – 2,9%.
Κατά το ίδιο τρίμηνο, στην Ευρωζώνη, το ωριαίο κόστος μισθών – ημερομισθίων αυξήθηκε κατά 4,4% και η μη μισθολογική (δηλαδή η ασφαλιστική) συνιστώσα του εργατικού κόστους κατά 5,2%. Στο σύνολο της ΕΕ τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 5% και 5,3%.
Μόνον υποκριτές ή «στρουθοκάμηλοι» δεν θα διέκριναν σε αυτά τα στοιχεία τις συνέπειες της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και – ευρύτερα- του αχαλίνωτου, στυγνού νεοφιλελευθερισμού που διέπει τις εφαρμοζόμενες στο εργασιακό πεδίο πολιτικές, στην Ελλάδα.
Ας φανταστούμε όμως έναν «συνήγορο του διαβόλου» να προβάλλει ένσταση. Να διατείνεται πως τα στοιχεία ενός τριμήνου δεν αποτελούν ασφαλή δείκτη για την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων. Υποθέτουμε, όμως, πως ουδείς θα θεωρήσει επισφαλείς τις συγκρίσεις που εκτείνονται σε βάθος ετών και, τελικά, μιας ολόκληρης δεκαετίας. Κάπου εδώ, δεν έχουμε παρά να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας μια άλλη, αρκετά νωπή (Νοέμβριος 2024) «μαρτυρία» της Eurostat.
Τι μας είπε η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ; Πρώτον, ότι η ποσοστιαία αύξηση (3,69%) στις μέσες ετήσιες αποδοχές των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης που σημειώθηκε από το 2022 στο 2023 στην Ελλάδα ήταν η τέταρτη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ.
Δεύτερο και σημαντικότερο: Ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ, όπου οι μέσες ετήσιες αποδοχές εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης υστερούσαν το 2023 (έστω και οριακά) των αντίστοιχων του 2014. Η Eurostat αναφέρει ότι το 2023 ήμασταν (μέσος δείκτης, φυσικά) στα 17.013 ευρώ και το 2014 στα 17.052 ευρώ.
Αυτή κι αν είναι εύγλωττη «μοναδικότητα»! Δεκαπέντε χρόνια ύστερα από την υπαγωγή μας στα «καθαρτήρια» βασανιστήρια των μνημονίων, η… ευλογία που αυτά αντιπροσώπευαν εξακολουθεί να μας «πνίγει». Στο ναδίρ της δεκαετίας, βεβαίως, ο εν λόγω δείκτης δεν βρέθηκε το 2014, αλλά το 2020 (μόλις 15.859 ευρώ). Ιδού, όμως, το «θαύμα» που αναδύεται από τις συγκρίσεις με τις άλλες χώρες: Τη χρονιά εκείνη μας χώριζαν έξι χώρες από τον «πάτο» της σχετικής κατάταξης στην ΕΕ. Το 2023, με 17. 013 ευρώ, «περνάμε» μόλις δυο – την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία. Αλλά κι αυτές μείωσαν αισθητά τη διαφορά τους από εμάς, καθώς το 2023 η άνοδος που σημειώθηκε σε σχέση με το 2022 ήταν 17,46 % στην Ουγγαρία και 13,66% στη Βουλγαρία. Δηλαδή 4,7 φορές και 3,7 φορές – αντίστοιχα- μεγαλύτερη από τα καθ’ ημάς…
Μήπως υπολογίζετε πόσες ώρες… κηρυγμάτων του Αδ. Γεωργιάδη χρειάζονται για να «ξορκιστούν» όλα τούτα; Αν ναι, σας λέμε να βάλετε και… κάτι παραπάνω. Να γιατί:
Πρώτον, τα στατιστικά της Eurostat (του Νοεμβρίου) αφορούν, όπως είδαμε, τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης. Για μια καλύτερη προσέγγιση της πραγματικής κατάστασης στην Ελλάδα, θα πρέπει ασφαλώς να συνυπολογιστεί και να συγκριθεί με τα της υπόλοιπης ΕΕ ο τομέας της μερικής και προσωρινής εργασίας.
Δεύτερον, όλα τα παραπάνω αποτυπώνουν εξελίξεις σε ονομαστικούς μισθούς. Σε ποια θέση της κατάταξης θα βρεθούμε εάν, συνυπολογίζοντας το κόστος ζωής (όπως είναι και το σωστό), σταθμίσουμε τους μισθούς σε όρους αγοραστικής δύναμης;
Στο ερώτημα αυτό απαντά έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), του οικονομολόγου Βλάσση Μισσού (ΚΕΠΕ, «Οικονομικές Εξελίξεις», τεύχος 54, 2024). Λαμβάνοντας υπόψη την επιμήκυνση των εργασιακών ωραρίων στην Ελλάδα, η χώρα κατατάσσεται… πρώτη από το τέλος στην ΕΕ των «27», ως προς την πραγματική αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού, ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας. Την «περνάμε» και τη Βουλγαρία…
«Αφού καταναλώνουμε πολύ…»
Απτόητος απ’ όλα αυτά και σταθερός στην… επωδό της «αντι – γκρίνιας», ο Άρης Πορτοσάλτε ζήτησε προ ημερών (στον τηλεοπτικό Sky) «λιγότερη μίρλα» διότι, όπως είπε, «τα πράγματα πάνε ήδη καλά». Το σχόλιο της συναδέλφου του αφορούσε τους μισθούς, την ακρίβεια και τα ενοίκια, αλλά εκείνος «θεμελίωσε» αυτό το «καλά» στην επίκληση των ρυθμών ανάπτυξης.
Κατά το τρίτο τρίμηνο του 2024 η ανάπτυξη «έτρεξε» με 2,4% και, καθώς και στα προηγούμενα δυο τρίμηνα ο δείκτης υπερέβαινε το 2%, όλα καλά, όλα ανθηρά. Όσο για τον κρίκο που συνέδεσε την αναφορά στους αναπτυξιακούς ρυθμούς με την πραγματική οικονομική κατάσταση των ανθρώπων, συνοψίστηκε σε μία φράση του Α. Πορτοσάλτε: «Αυτή η άνοδος εδράζεται στην κατανάλωση. Καταναλώνουμε…».
Να’ το, λοιπόν, το επιχείρημα (;), του οποίου η εμβέλεια δεν περιορίζεται σε ένα μόνο τρίμηνο: Εφ’ όσον η συνολική καταναλωτική δαπάνη στηρίζει τους αναπτυξιακούς δείκτες (ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι περίπου το 70% του ελληνικού ΑΕΠ αντιστοιχεί στην κατανάλωση), τι θέλετε να φωνάζετε; Ορίστε, ο κόσμος έχει λεφτά, ξοδεύει…
Κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι ένα τμήμα του κοινωνικού φάσματος συγκεντρώνει πλούτο και ξοδεύει με την ψυχή του και κυρίως με την άνεσή του. Αλλά παραείναι χονδροειδές αυτό το – αιωνίως βολικό – πρώτο πληθυντικό («καταναλώνουμε» πολύ – όλοι ) που στο ίδιο τσουβάλι με τους μεροκαματιάρηδες βάζει πχ τους προνομιούχους του ΕΣΠΑ και των απ’ ευθείας αναθέσεων ή τα golden boys των τραπεζών.
Το οξύμωρο όμως είναι άλλο: Μολονότι είναι πασιφανές πως η καταναλωτική δαπάνη έχει «φουσκώσει» λόγω της παγιωμένης ακρίβειας, ακριβώς το ύψος αυτής της δαπάνης επιστρατεύεται ως «τεκμήριο» που καταδεικνύει (υποτίθεται) ότι η οικονομική αντοχή της κοινωνικής πλειονότητας κατατροπώνει, τελικά, τον τιμάριθμο! Σε κάτι τέτοιες (ουδόλως σπάνιες) περιπτώσεις επιβεβαιώνεται πανηγυρικά εκείνο που είχε παρατηρήσει για την πολιτική εξουσία ο Σκοτσέζος διανοούμενος και λόγιος, Άντριου Λανγκ: «Χρησιμοποιεί τη στατιστική, όπως ο μεθυσμένος το φανάρι. Όχι για να βλέπει, αλλά για να στηρίζεται…».
Ακόμη και μικρά παιδιά θα αντιλαμβάνονταν ότι ένας διαυγής καθρέφτης των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία απαιτεί καταγραφή των ποσοτήτων (σε διάφορα αγαθά, πρωτίστως τα αναγκαία) που καταναλώνονται. Μια έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), δημοσιευμένη τον Οκτώβριο του 2023, «πιάνει» τόσο τη δαπάνη όσο και τις ποσότητες στα είδη διατροφής, κάνοντας μεταξύ άλλων και τη σύγκριση ανάμεσα στο 2022 και το 2009, δηλαδή το τελευταίο (ολόκληρο) έτος πριν από τα μνημόνια.
Τι προκύπτει από τη σύγκριση των δυο ετών, ως προς τις ποσότητες που αγοράστηκαν και καταναλώθηκαν; Μείωση 6% στο ψωμί. Μείωση 16% στις βασικές ζωικές πρωτεΐνες, με εξαίρεση τα πουλερικά (φθηνότερα, γαρ). Μείωση στα γαλακτοκομικά 41%, στο ελαιόλαδο 30%, στα φρούτα και λαχανικά κατά 15%. Μείωση στα αναψυκτικά (περίπου κατά ένα λίτρο το μήνα). Αύξηση, όμως, στα αλκοολούχα. «Κάτι που σχετίζεται με μεγαλύτερη κατανάλωση κατ’ οίκον έναντι της κατανάλωσης σε χώρους εστίασης», επισημαίνει η έκθεση του ΙΕΛΚΑ.
Αντί επιλόγου, θα επιμείνουμε στο ερώτημα μήπως κινδυνεύει και η Eurostat να στηλιτευθεί για… υποκίνηση της γκρίνιας. Ίσως και ο ΟΟΣΑ (χαρακτηριστικά τα τελευταία στοιχεία του για την Υγεία στη χώρα μας). Ενδέχεται να τίθεται και κάποιο ζήτημα για τους Financial Times, που ναι μεν επαίνεσαν τη «δημοσιονομική πειθαρχία» στην Ελλάδα και «τις επενδυτικές προοπτικές της χώρας», αλλά σημείωσαν ότι η οικονομική μεγέθυνση μόνον ελάχιστα έχει βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού.
Ποιος ξέρει, αν ο Α. Πορτοσάλτε δείξει επιείκεια, ίσως ν’ αρκεστεί σε μια αυστηρή προειδοποίηση προς τους «FT». Ίσως…