·
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Οι υποστηρικτές της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας προβάλλουν, μεταξύ των άλλων, το λανθασμένο, από τεχνική και επιστημονική άποψη, επιχείρημα ότι θα συγκροτηθεί ένα αυτοτελές Δημόσιο Ταμείο ή θα ενσωματωθεί στον ΕΦΚΑ για τη νέα γενεά, η οποία θα λάβει σημαντικά υψηλότερες συντάξεις από το σημερινό μέσο μηνιαίο επίπεδο (195 ευρώ, μικτά) της επικουρικής σύνταξης. Κι αυτό, όπως υποστηρίζουν κυβερνητικοί παράγοντες, επειδή οι αποταμιεύσεις των νέων γενεών θα επενδύονται στις χρηματιστηριακές κεφαλαιαγορές, συμβάλλοντας έτσι στην οικονομική ανάπτυξη, χωρίς όμως να ενημερώνουν τους πολίτες για τους βέβαιους κινδύνους που θα αντιμετωπίσουν αφού δεν θα τους επιτρέπεται η επιλογή μεταξύ του παλαιού και του «νέου» κεφαλαιοποιητικού συστήματος, δεδομένου ότι η συμμετοχή τους θα είναι υποχρεωτική στην κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση.
Η παράμετρος αυτή της μη ενημέρωσης των πολιτών για τους κινδύνους που θα αναλάβουν με την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης αποτελεί σημαντική παράλειψη σύμφωνα με τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (IORP II ενσωμάτωση στον Ν. 4680/2020). Στο πλαίσιο αυτό, η πρώτη ενημέρωση συνίσταται στο γεγονός ότι πρέπει να γίνει κατανοητό στους ασφαλισμένους ότι, με την κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση με ατομικό λογαριασμό (κουμπαράς), αναλαμβάνει ο ίδιος ο νέος ασφαλισμένος/εργαζόμενος πλήρως τον δημογραφικό κίνδυνο (αύξηση του προσδόκιμου ζωής), τον κίνδυνο του πληθωρισμού, τον χρηματοοικονομικό-επενδυτικό κίνδυνο των χρηματιστηριακών αγορών καθώς και τον κίνδυνο της μείωσης των πραγματικών αποδόσεων των επενδύσεων από το κόστος διαχείρισης των αποταμιεύσεών τους (OECD, Pensions Outlook 2020).
Επίσης, απαιτείται να γίνει κατανοητό στις νέες γενεές ότι με το προτεινόμενο κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν θα μπορούν να γνωρίζουν εκ των προτέρων το ύψος της μελλοντικής επικουρικής σύνταξης που θα λάβουν όταν συνταξιοδοτηθούν, αφού αυτό δεν θα εξαρτάται από έναν συντελεστή αναπλήρωσης που προκύπτει από τα έτη ασφάλισης, αλλά το πιθανό ύψος της μελλοντικής επικουρικής σύνταξης εξαρτάται αποκλειστικά από το ύψος των εισφορών (6% του μισθού) και την πορεία των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών.
Ετσι, για παράδειγμα, το κεφαλαιοποιητικό ταμείο είναι υποχρεωμένο να ενημερώσει τον υποψήφιο ασφαλισμένο ότι με έναν μέσο μισθό 1.000 ευρώ μηνιαίως και επιλέγοντας την επενδυτική στρατηγική του χαμηλού κινδύνου, θα λάβει μετά από 40 έτη συνεχόμενης εργασίας και χωρίς κενά από ασθένεια ή ανεργία, 169 ευρώ (μικτά) τον μήνα κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη (σημερινό μηνιαίο επίπεδο 195 ευρώ μικτά). Εάν όμως, το προσδόκιμο ζωής αυξηθεί σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat για την Ελλάδα (Europop 2018), τότε ο νέος ασφαλισμένος θα λάβει 139 ευρώ (μικτά) κεφαλαιοποιητική σύνταξη τον μήνα λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, δηλαδή 17,75% χαμηλότερο επίπεδο από αυτό που προγραμμάτιζε, όταν θα άρχιζε τη λειτουργία του το κεφαλαιοποιητικό ταμείο.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι εάν στο προαναφερόμενο παράδειγμα λάβουμε υπόψη ότι σήμερα οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης αποτελούν το 45% των θέσεων εργασίας και ο ασφαλισμένος αντιμετωπίζει 4 έτη ανεργίας, κατά την 35ετή περίοδο του εργασιακού του βίου, τότε η επικουρική κεφαλαιοποιητική σύνταξη που θα λάβει ο ασφαλισμένος της νέας γενεάς θα είναι 115 ευρώ (μικτά), δηλαδή κατά 40% χαμηλότερη από το σημερινό μέσο επίπεδο των 195 ευρώ (μικτά).
Επίσης, σύμφωνα με τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απαιτείται να παρέχονται στα υποψήφια μέλη τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να γίνουν πλήρως κατανοητές οι επιπτώσεις του πληθωρισμού και των εξόδων διαχείρισης στις ονομαστικές αποδόσεις των επενδύσεων. Για παράδειγμα, σε μια απόδοση επενδύσεων της τάξης του 4%, με πληθωρισμό 2% και έξοδα διαχείρισης 1%, το ταμείο είναι υποχρεωμένο να ενημερώσει τον ασφαλισμένο ότι η πραγματική απόδοση του ατομικού του κουμπαρά είναι 1% και όχι 4%.
Ετσι, στο προαναφερόμενο παράδειγμα εάν οι κυβερνητικοί παράγοντες λάβουν ως υπόθεση εργασίας ότι η μέση μακροχρόνια απόδοση επενδύσεων θα είναι 4%, τότε θα παρουσιάσουν στους ασφαλισμένους λανθασμένη προσδοκία, με την έννοια ότι θα τους πληροφορήσουν ότι η μηνιαία επικουρική σύνταξη θα είναι 270 ευρώ (μικτά) τον μήνα, δηλαδή μεγαλύτερο επίπεδο σύνταξης από τα 195 ευρώ (μικτά) που είναι σήμερα. Στην πραγματικότητα, όμως, θα λάβουν 139 ευρώ (μικτά) επικουρική σύνταξη. Από τα παραδείγματα αυτά διαπιστώνεται πόσο εύκολα μέσω υπεραισιόδοξων υποθέσεων εργασίας για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας οι κυβερνητικοί παράγοντες μπορούν να προβάλλουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας.
Ακριβώς αυτό συνέβη στη Χιλή και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου οι κυβερνητικοί παράγοντες προκειμένου να πείσουν τους ασφαλισμένους να επιλέξουν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα έναντι του υπάρχοντος διανεμητικού προέβαλαν το επιχείρημα ότι οι ασφαλισμένοι θα ελάμβαναν κατά μέσο όρο επικουρική κεφαλαιοποιητική σύνταξη που θα αντιστοιχούσε στο 70% του τελευταίου μισθού τους. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι μετά από 35 χρόνια εφαρμογής του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στη Χιλή, το μέσο επίπεδο των επικουρικών κεφαλαιοποιητικών συντάξεων αντιστοιχεί στο 37% του τελευταίου μισθού, δηλαδή περίπου 50% χαμηλότερα από το επίπεδο που υπόσχονταν [Barr N and P. Diamond, (2016), Reforming Pensions in Chile].
Κατά συνέπεια, με αφετηρία τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τα δεδομένα αυτά, το ερώτημα που προκύπτει είναι σε ποια στοιχεία και σε ποιες Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίζονται οι κυβερνητικοί παράγοντες όταν διακηρύσσουν ότι το λεγόμενο ταμείο της νέας γενεάς θα χορηγεί υψηλότερες επικουρικές συντάξεις από τις σημερινές, δεδομένου ότι το υπάρχον σύστημα επικουρικής ασφάλισης υπόκειται μόνο στον δημογραφικό κίνδυνο, ενώ το προτεινόμενο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης υπόκειται [Antolin P. And Payet S. (2011), Assessing the labour, financial and demographic risks to retirement income from defined–contribution pensions, OCDE] τόσο στον δημογραφικό κίνδυνο όσο και στον κίνδυνο χρηματοδότησης του κόστους μετάβασης (57-67 δισ. ευρώ), στον κίνδυνο των εξόδων διαχείρισης, τον κίνδυνο του πληθωρισμού και τον κίνδυνο των επενδύσεων στα χρηματιστήρια.
*Ομ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
**Δρ Παντείου Πανεπιστημίου