Ένα εξόφθαλμο, αντιεπιστημονικό και τελικά σοβινιστικό χαρακτηριστικό της επίσημης ιστορίας είναι η απόκρυψη γεγονότων που αλλοιώνουν το «εθνικό αφήγημα». Η λογική της αγιοποίησης των «δικών μας» δεν μπορεί να ανεχτεί άλλο χρώμα από το λευκό της αγνότητας, κάθε γκρίζα ή μαύρη πινελιά είναι εξοβελιστέα. Κραυγαλέο παράδειγμα είναι η αποσιώπηση της πειρατικής δράσης και του λαθρεμπορίου που ανέπτυξαν Έλληνες, ειδικά στις αρχές του 19ου αιώνα. Συναγωνίστηκαν, και συχνά ξεπέρασαν τους πειρατές της Βόρειας Αφρικής με πρωταγωνιστές μετέπειτα ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης και αξιωματούχους του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Φυσικά δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τις συνθήκες της εποχής όπως και το γεγονός της διαφορετικότητας των περιπτώσεων. Ενδεικτικά και πολύ διαφορετικά παραδείγματα είναι οι κατ επάγγελμα πειρατές της Μάνης, υπήρχε κι η περίφημη «Μαύρη Μοίρα», ο πειρατικός στόλος του Β. Αιγαίου.
Οι πειρατές της Μάνης
«Από τον Κάβο Ματαπά / σαράντα μίλια μακριά / κι’ από τον Κάβο Γκρόσο / …σαράντα κι’ άλλο τόσο». Η πασίγνωστη παροιμία των θαλασσινών, που αναφέρεται στα δυο ακρωτήρια της Μάνης (το Ταίναρο και τον βράχο του Γερολιμένα) είναι ενδεικτική του τρόμου που προκαλούσαν οι μανιάτες πειρατές. Τα κυρίαρχα αφηγήματα βρίθουν συναρπαστικών αφηγημάτων με γοητευτικούς αρχιπειρατές, κρυμμένους θησαυρούς, ερωτικές ιστορίες που θυμίζουν γνωστά λογοτεχνικά έργα ή κινηματογραφικές ταινίες. Ονόματα όπως του Λυμπεράκη, του «μονόφθαλμου» Σάσσαρη, του Μαυρομιχάλη, του Στεκούλη ή του Μούρτζινου πρωταγωνιστούν στις ιστορίες αυτές. Στην επίσημη, κρατική εκδοχή υπάρχει και η χρυσόσκονη του «πατριωτισμού», η πειρατεία εμφανίζεται ως αντίσταση κατά των Τούρκων κατακτητών.
Η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική: Για αιώνες η περιοχή από τον Κάβο Μαλιά ως τη Μάνη ήταν ορμητήριο πειρατών. Ειδικά μετά το 1718, όταν υπογράφεται μεταξύ Βενετών κι Οθωμανών η συνθήκη του Πασάροβιτς, ο θαλάσσιος χώρος Μάνης – Ελαφονήσου – Κυθήρων και Φαλκονέρας έγινε η βάση των Χριστιανών πειρατών του Αιγαίου καθώς αποτελούσε το θαλάσσιο σύνορο των δύο αυτοκρατοριών… Πολλά πειρατικά κατέπλεαν στη Μάνη για επισκευές ή για να ξεχωρίσουν τη λεία τους. Σταδιακά το Οίτυλο έγινε οργανωμένο κέντρο πειρατών, έφτασε να αποκαλείται «Μικρό Αλγέρι» καθώς υπήρχε κανονικό σκλαβοπάζαρο. Μετά το 1760 οι μανιάτες πειρατές συνεργάζονταν με τους Μαλτέζους ομόλογούς τους. Είναι χαρακτηριστικό πως υπήρχε και ειδική «υπηρεσία», Τελωνείο με επικεφαλής τη χήρα αρχιπειρατή, που εξέδιδε αποδείξεις καταβολής φόρων και οι Μαλτέζοι πειρατές επέτρεπαν την ελεύθερη διέλευση στους «ταμειακώς» εντάξει εμπόρους, σε όσους δηλαδή είχαν πληρώσει την «προστασία» στους Μανιάτες. Φυσικά υπήρχαν μεγάλες συγκρούσεις στο εσωτερικό για τον έλεγχο της πειρατικής λείας, πιο γνωστή η σύγκρουση μεταξύ της Φάρας των Μαυρομιχαλαίων με αυτήν των Μαντούβαλων.
Εννοείται πως δεν έκαναν καμία διάκριση ως προς τα θύματά τους. Έκλεβαν, πουλούσαν για σκλάβους ή δολοφονούσαν Έλληνες ή αλλοεθνείς, χριστιανούς ή μουσουλμάνους. Η δράση τους είχε ελάχιστα «ηρωικά» ή χολιγουντιανά στοιχεία. Κατά κανόνα δρούσαν ως «ναυαγιστές», μετακινούσαν τους φάρους ή έδεναν αναμμένα στουπιά στα κέρατα κατσικιών με αποτέλεσμα τα πλοία να συντρίβονται στα βράχια της Μάνης. Αυτό που ακολουθούσε δεν ήταν καθόλου ηρωικό: δολοφονούσαν τους ναυαγούς και έκλεβαν το φορτίο τους. Η Οθωμανική διοίκηση σε ελάχιστες περιπτώσεις προσπάθησε να χτυπήσει την πειρατεία στη Μάνη. Μετά την αποτυχία και της τελευταίας προσπάθειας το 1803 ουσιαστικά θα έρθει σε συμβιβασμό με τους Μανιάτες. Ο «Μπέης» της Μάνης, ο εκπρόσωπος δηλαδή της ισχυρότερης φατρίας (κυρίως των Μαυρομιχαλαίων) θα έχει ρόλο «συλλογικού πειρατή» μοιράζοντας τη λεία και δίνοντας και στην Οθωμανική διοίκηση το μερίδιό της.
Η μοναδική περίπτωση που μπορούμε να μιλήσουμε για διαφορετική διαδικασία είναι αυτή του Κατσώνη. Το 1791, μετά τη ναυμαχία της Άνδρου, ο Λάμπρος Κατσώνης μαζί με τον οπλαρχηγό Ανδρούτσο (πατέρα του Οδυσσέα) έχοντας 24 πλοία και 500 πεζοναύτες θα μετατρέψει το Πόρτο Κάγιο σε ορμητήριό του. Αρνείται να δεχτεί τη ρωσοτουρκική συνθήκη του Ιάσιου (1792) και συνεχίζει τον αγώνα. Οι πειρατικές επιδρομές τους ήταν σχεδόν πάντα στοχευόμενες έχοντας ως στόχο τουρκικά πλοία και ως λάφυρα εφόδια και πολεμικό υλικό, σε καμία περίπτωση σκλάβους. Η δράση του Κατσώνη αποτέλεσε εξαίρεση. Τελικά, το 1792 θα δεχτεί επίθεση από 2 γαλλικά και 30 τουρκικά πολεμικά. Οι δυνάμεις του θα εκμηδενιστούν και ο ίδιος θα σωθεί με μόλις 12 συντρόφους του. Αν ήταν πραγματικός πειρατής και είχε οργανώσει σκλαβοπάζαρο πιθανότατα δε θα τον ενοχλούσε κανείς.
Η «Μαύρη μοίρα»
Μια διαφορετική περίπτωση «πειρατείας» συναντούμε στο Βόρειο Αιγαίο στις αρχές του 19ου αιώνα. Τον Αύγουστο του 1807 ο ρώσος ναύαρχος Σινιάβιν, διοικητής της Ρωσικής μοίρας, αποχώρησε από το Αιγαίο όπου, θεωρητικά, προστάτευε τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Αρκετοί Υδραίοι, Σπετσιώτες και κάτοικοι άλλων νησιών που υπηρετούσαν στον ρωσικό στόλο δεν ήθελαν να γυρίσουν στις πατρίδες τους, επειδή φοβούνταν τουρκικά αντίποινα. Την ίδια περίοδο, ο Αλή Πασάς ουσιαστικά ελέγχει όλη τη Νότιο Βαλκανική. Θέλοντας να εκκαθαρίσει τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία από τους ισχυρούς τοπικούς στρατιωτικούς ηγέτες, εκστράτευσε εναντίον τους. Τα αντάρτικα σώματα δεν μπορούσαν να προβάλουν ουσιαστική αντίσταση και κατέφυγαν στις Βόρειες Σποράδες, όπου ενώθηκαν με τους νησιώτες. Οι πιο σημαντικοί μεταξύ αυτών των αρματολών ήταν ο Καψαβέρνης, ο Βλαχάβας, οι Λαζαίοι, ο Μπεζιώτης. Πάνω από όλους ξεχώριζαν ο Σταθάς κι ο Νικοτσάρας.
Σε μεγάλη σύσκεψη στη Σκιάθο συγκροτήθηκε ένας στόλος από 70 περίπου πλοία. Έβαψαν τα σκαριά και τα πανιά τους μαύρα ώστε να προκαλούν φόβο στον εχθρό αλλά και να περνούν απαρατήρητοι τη νύχτα. Δεν ήταν κάτι πρωτοφανές, την επιλογή αυτή έκαναν συχνά πειρατές στην Καραϊβική ενώ κατά κανόνα μαύρες ήταν βαμμένες και οι «φούστες», τα στενά και γρήγορα πλοία των πειρατών της Μπαρμπαριάς. Ο περιηγητής Couzineri (Voyage dans le Macedoine, I, σελ. 74) γράφει ότι η Μαύρη Μοίρα αποτελούνταν από εβδομήντα πλοία διαιρεμένα σε δέκα μοίρες που αποκαλούνταν «ταϊφέδες». Κάθε μοίρα έφερε το όνομα της πατρίδας των πολεμιστών που επέβαιναν σ’ αυτήν (Μοριάς, Ρούμελη, Βάλτος, Όλυμπος, Σκιάθος, Νάουσα κ.λπ.). Εκτός από τα πληρώματα στα πλοία επέβαιναν και περίπου 1400 πεζοναύτες. Δημοτικά τραγούδια που διέσωσε ο Πάσοβ, μιλούν για τα κατορθώματα της Μαύρης Μοίρας στα νερά του Αιγαίου, της Κασσάνδρας και του Θερμαϊκού. «Είχαν πανιά κατάμαυρα και του ουρανού παντιέρα» είναι ο πιο γνωστός στίχος που αναφέρεται και στη γαλάζια σημαία των πλοίων.
Η μεγάλη έκπληξη ήταν ο διοικητής του στολίσκου «Μοριάς» που δεν ήταν άλλος από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που δρούσε ως πειρατής. Όταν βρισκόταν στα Ιόνια κυβερνούσε το πλοίο «Άγιος Γεώργιος». Ήταν ελαφρό τρικάταρτο καταδρομικό με δέκα πυροβόλα. Το πλήρωμα του ήταν τριανταεπτά ναύτες και ογδόντα «πεζοναύτες», για επιδρομές στην ξηρά. Με το που ανέλαβε τα καθήκοντα του εξασφάλισε άδεια από την Κυβέρνηση των Ιονίων Νήσων «να κτυπάει από στεργιάς και θάλασσας τους Τούρκους όθεν τον εβόλαγε». Αμέσως σαλπάρισε για Λευκάδα για να ενισχύσει την άμυνα της. Την περίοδο εκείνη την απειλούσε ο Αλή πασάς. Ο Κολοκοτρώνης έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Δεν παρέμεινε όμως για πολύ. Απέπλευσε με κατεύθυνση τον Πατραϊκό. Στην Αχαγιά, κοντά στην Πάτρα έκανε επιδρομή σπέρνοντας τον τρόμο στους Τούρκους της περιοχής. Γύρισε θριαμβευτικά στη Λευκάδα όπου τον… φυλάκισαν! Την φυλάκιση του την προκάλεσαν επτανήσιοι έμποροι που είχαν δοσοληψίες με την Πάτρα. Φρόντισαν μάλιστα να επηρεάσουν και την Επτανησιακή Γερουσία η οποία με έγγραφο της προς τον Αντιπρόσωπο της Ρωσικής Αρχής εξέφρασε την δυσαρέσκεια της. Θεώρησε απαράδεκτη την ενέργεια του πλοίου «Άγιος Γεώργιος». Το πλοίο αυτό θα έπρεπε να περιορισθεί στο έργο της προστασίας της Λευκάδας και να μην εκτελεί επιδρομές. Με παρέμβαση του στρατηγού του ρωσικού στρατού Παπαδόπουλου αποφυλακίστηκε και βρέθηκε στις Σποράδες, διοικητής του στολίσκου «Μοριάς», υπό τις διαταγές των Σταθά και Νικοτσάρα. Σημαντικότερη στιγμή της δράσης του ήταν η αποτροπή της καταστροφής της Ύδρας από τουρκική μοίρα πολεμικών.
Η δράση της «Μαύρης Μοίρας», που έλεγχε όλο το Αιγαίο εξόργισε την Υψηλή Πύλη, η οποία αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει, στέλνοντας μεγάλη ναυτική δύναμη από φρεγάτες, κορβέτες και μπρίκια εναντίον τους. Ο τουρκικός στόλος θα υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή και σημαντικό ρόλο σε αυτό θα έχει η συνδρομή της αγγλικής φρεγάτας «Sea Horse» με κυβερνήτη τον Τζον Στιουάρτ. Οι Άγγλοι δεν είχαν πρόβλημα με τους Έλληνες πειρατές που χτυπούσαν τουρκικά πλοία περιορίζοντας έτσι την κυριαρχία της Πύλης στο Αιγαίο. Μετά την ήττα οι Οθωμανοί, ακολουθώντας την τακτική που πρότεινε ο μεγαλοφυής διπλωμάτης και ραδιούργος Αλή πασάς επεδίωξαν τη συνδιαλλαγή: έδωσαν αμνηστία στους πειρατές, οι νησιώτες γύρισαν στα νησιά τους, οι αρματολοί στα αρματολίκια τους και η Μαύρη Μοίρα διαλύθηκε. Όμως, οι αρματολοί καθώς χωρίστηκαν, απομονωμένοι δέχτηκαν την επίθεση του Αλή πασά και μέσα σε τρία χρόνια εξοντώθηκαν όλοι. Ο Κολοκοτρώνης επέστρεψε στα Επτάνησα.
Ρεμάλια ή ήρωες;
Θα μπορούσαν να αναφερθούν και πολλά ακόμα παραδείγματα όπου τα όρια ανάμεσα στην αντάρτικη δράση και την πειρατεία, τον ηρωισμό και την κτηνωδία ήταν δυσδιάκριτα. Δυσδιάκριτα όχι μόνο ανάμεσα σε διαφορετικές περιπτώσεις ή εποχές αλλά δυσδιάκριτα ανάμεσα και σε πλευρές της δράσης του ίδιου ατόμου ή της ίδιας ομάδας. Το παράδειγμα των Μαυρομιχαλαίων της Μάνης είναι ενδεικτικό: πειρατές, συνεργάτες των Τούρκων, εκμεταλλευτές των συμπατριωτών τους. Την ίδια στιγμή όμως, 50 άντρες της οικογένειάς τους έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα της Ανεξαρτησίας. Αν προσπαθήσουμε να δώσουμε μονολεκτικό χαρακτηρισμό, πάντα κάτι θα περισσεύει.
Αυτήν τη βασική διαπίστωση ξεχνά σκόπιμα η επίσημη ιστορία, δεν είναι όμως λίγες οι περιπτώσεις που προοδευτικοί ιστορικοί λυγίζουν τη βέργα από την άλλη μεριά, με την αγιοποίηση ή τη δαιμονοποίηση αντίστοιχα προσωπικοτήτων, υποτάσσοντας τη διαλεκτική προσέγγιση της Ιστορίας σε σκοπιμότητες που εξυπηρετούν πολιτικές επιλογές της κάθε εποχής. Το σίγουρο είναι πως στην εποχή μας είναι έντονη η προσπάθεια να αμφισβητηθεί η κυρίαρχη αφήγηση από ένα αναθεωρητικό, «κοσμοπολίτικο» ρεύμα που, πατώντας στις υπαρκτές αντιφάσεις της Επανάστασης και των φυσικών προσώπων, επιδιώκει ουσιαστικά την ακύρωση και απαξίωση της ίδιας της Επαναστατικής διαδικασίας. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε η υποταγή στη «γοητεία του αναθεωρητικού κουτσομπολιού» που ανάγει σε κεντρικό ζήτημα το βρωμόστομα του Καραϊσκάκη ξεχνώντας πως αυτός έσωσε την Επανάσταση ούτε όμως και η καταφυγή στο «Εορτολόγιο των Αγίων» που αποκρύπτει πως ο Καραϊσκάκης έκαψε τη μισή Πελοπόννησο στον Εμφύλιο πόλεμο. Ο Καραϊσκάκης κι ο Κολοκοτρώνης κι οι Μαυρομιχαλαίοι δεν ήταν μια πλευρά, η Επανάσταση δεν είναι μια πλευρά.
Επίλογος … αντικαπνιστικός
Ο αγώνας, ειδικά στη θάλασσα, συχνά κάνει καλό στην υγεία. Κατά τη διάρκεια της πειρατικής ζωής ο Κολοκοτρώνης σταμάτησε το κάπνισμα. Έμεινε από καπνό και έχοντας έντονη επιθυμία να καπνίσει, έξυσε ότι είχε απομείνει στην πίπα του, «έστριψε» τσιγάρο και προσπάθησε να το καπνίσει. Δεν καπνιζότανε όμως. Τον γέμισε αηδία. Αγανάκτησε με τον ίδιο του τον εαυτό. Πέταξε όχι μόνο το τσιγάρο αλλά και την πίπα, όλα τα σύνεργα του καπνίσματος και … όπως γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Όρσε μωρέ άνθρωπος που θέλει να λευθερώσει τον τόπο του και δε μπορεί να λευτερωθεί ο ίδιος από ένα κακό συνήθιο. Θε μου, συχώρεσε με». Από τότε δεν ξανακάπνισε ποτέ του! Αντάρτικο και θάλασσα, συνδυασμός πάντα θετικός!