Το σοκ του κορωνοϊού έχει κλονίσει τις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές, επιβάλλοντας την ανάγκη για τεράστια κρατικά προγράμματα διάσωσης. Ωστόσο, υπάρχει κίνδυνος τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης να ενθαρρύνουν έναν αυταρχικά ελεγχόμενο καπιταλισμό – ο οποίος θα προστατεύει τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, ενώ θα φορτώνει το κόστος σε εμάς τους υπόλοιπους.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην δημόσια υγεία που προκάλεσε ο COVID-19 έγινε γρήγορα κρίση του πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία απειλεί επίσης τις αναπτυσσόμενες χώρες της περιφέρειας. Έχει ήδη αλλάξει την ισορροπία μεταξύ κράτους και αγοράς, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά το κενό της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Η οικονομική κρίση είναι αποκαλυπτική για τον σύγχρονο καπιταλισμό και είναι πιθανό να αποδειχθεί ακόμα πιο σημαντική από το πλήγμα στη δημόσια υγεία.
Η κρίση έχει βέβαια βαθύτερες ρίζες και εδράζεται στις παθογένειες του χρηματιστικοποιημένου και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού της τελευταίας δεκαετίας. Η Μεγάλη Κρίση του 2007-9 έβαλε τέλος στη «χρυσή εποχή» της χρηματιστικοποίησης των δεκαετιών 1990-2000 και τα χρόνια που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν από την ισχνή ανάπτυξη στον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας. Η κερδοφορία ήταν μικρή, η παραγωγικότητα χαμηλή και οι επενδύσεις δεν σημείωσαν κανέναν δυναμισμό. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετώπιζε επίσης προβλήματα, παρουσιάζοντας χαμηλότερη κερδοφορία και καθόλου από τον εξαιρετικό δυναμισμό της προηγούμενης δεκαετίας. Όπως η ιστορικά πρωτοφανής κρίση του 2007-9 σηματοδότησε την κορύφωση της χρηματιστικοποίησης, έτσι και η νέα κρίση του κορωνοϊού σηματοδοτεί την επιδείνωσή της.
Φυσικά, η άμεση αιτία για την ανάφλεξη της κρίσης οφείλεται στις ενέργειες των εθνών-κρατών που αντιμετώπισαν την επιδημία. Αφού αγνόησαν αρχικά την επείγουσα ιατρική κατάσταση, αρκετά κράτη απέκλεισαν τεράστιες γεωγραφικές περιοχές – ολόκληρες χώρες – περιορίζοντας τα ταξίδια, κλείνοντας σχολεία και πανεπιστήμια κ.ο.κ. Αυτό έπληξε έντονα τις ήδη αποδυναμωμένες οικονομίες του πυρήνα προκαλώντας γενικευμένη κατάρρευση της ζήτησης, διακοπή των αλυσίδων εφοδιασμού, μείωση της παραγωγής, εκατομμύρια απολύσεις εργαζομένων και απώλεια εταιρικών εσόδων. Όλα αυτά προκάλεσαν μια άνευ προηγουμένου βουτιά των μεγάλων χρηματιστηρίων και συνθήκες πανικού στις χρηματαγορές.
Είναι σαν να έχει επιστρέψει ο Μαύρος Θάνατος του 14ου αιώνα, και οι κοινωνίες του 21ου αιώνα να αντιδρούν με παρόμοιο μείγμα τυφλού φόβου και απομόνωσης των κοινοτήτων. Ωστόσο, η πανούκλα σκότωσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης σε μια εποχή που οι χώρες της ήταν φτωχές και καθυστερημένες φεουδαρχικές μοναρχίες. Αντίθετα, ο κορωνοϊός φαίνεται να έχει χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας και έχει χτυπήσει προηγμένα καπιταλιστικά κράτη με ασύγκριτα τεχνολογικά επιτεύγματα. Υπάρχει ήδη έντονη συζήτηση μεταξύ των επιδημιολόγων σχετικά με το κατά πόσον η παγκόσμια καραντίνα είναι μια κατάλληλη και βιώσιμη απάντηση, ή αν τα κράτη έπρεπε να επικεντρωθούν στην διενέργεια εργαστηριακών αναλύσεων του πληθυσμού για τον εντοπισμό κρουσμάτων.
Δεν είναι δουλειά αυτών που ασχολούνται με την πολιτική οικονομία να αξιολογούν τις επιδημιολογικές πολιτικές. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αντιδράσεις αρκετών κρατών και η επακόλουθη κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας είναι συνέπειες της ριζικά στρεβλής φύσης του νεοφιλελεύθερου χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στον ανταγωνισμό και στην ωμή κερδοσκοπία – με την εγγύηση ενός πανίσχυρου κράτους – αποδείχτηκε ανίκανο να χειριστεί μετρημένα και αποτελεσματικά ένα σοκ δημόσιας υγείας, η σοβαρότητα του οποίου είναι ακόμη ουσιαστικά άγνωστη.
Πολλές προηγμένες χώρες δεν διέθεταν τη βασική υποδομή υγείας για να αντιμετωπίσουν όσους νόσησαν σοβαρά, αλλά ούτε και εξοπλισμό για τεστ του πληθυσμού σε μεγάλη κλίμακα, ή και για την προστασία των ατόμων που πιθανότατα θα κολλούσαν την ασθένεια. Η καραντίνα και η ευρεία απομόνωση τεράστιων τμημάτων της κοινωνίας είναι, εξάλλου, πιθανό να έχει πολύ σοβαρές συνέπειες για τους μισθωτούς, καθώς και για τα φτωχότερα, τα πιο αδύναμα και πιο περιθωριακά στρώματα. Οι ψυχικές και ψυχολογικές επιπτώσεις θα είναι επίσης καταστροφικές. Η κοινωνική οργάνωση του σύγχρονου καπιταλισμού αποδείχτηκε δυσλειτουργική ακόμη και από άποψη τεχνική-μηχανική.
Εξίσου εντυπωσιακές ήταν όμως και οι ενέργειες των ισχυρών κρατών, αφότου το μέγεθος της εξελισσόμενης οικονομικής κατάρρευσης κατέστη σαφές. Τον Μάρτιο, οι κεντρικές τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ιαπωνίας πραγματοποίησαν τεράστιες ενέσεις ρευστότητας με μηδενικά επιτόκια προσπαθώντας να σταθεροποιήσουν τις χρηματιστηριακές αγορές και να μετριάσουν την έλλειψη ρευστότητας. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, για παράδειγμα, ανακοίνωσε ότι θα αγοράσει απεριόριστο όγκο κρατικών ομολόγων, αλλά ακόμη και πρόσφατα εκδοθέντα ιδιωτικά εταιρικά ομόλογα. Οι κυβερνήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αλλού, εν τω μεταξύ, σχεδιάζουν μαζικές δημοσιονομικές επεμβάσεις, με τη μορφή δανειακών και πιστωτικών εγγυήσεων για τις επιχειρήσεις, επιδοτήσεις εισοδήματος για τους εργαζόμενους, που έχουν πληγεί, αναβολές φόρων, αναβολές κοινωνικής ασφάλισης ή επιδοτήσεις για τις επιχειρήσεις, και ούτω καθεξής.
Με μια πρωτοφανή κίνηση, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε σχέδια για την παροχή 1.200 δολαρίων ανά ενήλικα, ή 2.400 δολάρια ανά ζευγάρι, με πρόσθετες πληρωμές για τα παιδιά, ξεκινώντας από τις φτωχότερες οικογένειες. Αυτή η εκταμίευση ήταν μέρος ενός πακέτου που θα μπορούσε να υπερβεί τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια – περίπου το 10% του αμερικανικού ΑΕΠ – επιπλέον δάνεια ύψους 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις πληττόμενες επιχειρήσεις, 150 δισεκατομμύρια δολάρια σε νοσοκομεία και εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και δάνεια και επιχορηγήσεις 370 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Με μια εξίσου πρωτοφανή κίνηση, η κυβέρνηση των Συντηρητικών της Βρετανίας δήλωσε την πρόθεσή της να γίνει ο εργοδότης της έσχατης ανάγκης καταβάλλοντας μέχρι και το 80% των μισθών των εργαζομένων, αν οι εταιρείες τους κρατήσουν στο μισθολόγιο. Αυτές οι πληρωμές θα ανέρχονταν σε μέγιστο ποσό 2.500 λιρών το μήνα – λίγο πάνω από το μεσαίο εισόδημα. Επιπλέον, η βρετανική κυβέρνηση εθνικοποίησε τους σιδηροδρόμους για έξι μήνες και μίλησε επίσης για εθνικοποίηση των αεροπορικών εταιρειών.
Λίγες μέρες νωρίτερα, ακόμη και αριστεροί ακαδημαϊκοί θα είχαν θεωρήσει τα μέτρα αυτά ριζοσπαστικά. Τα συνθήματα και ταμπού της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών εξαφανίστηκαν γρήγορα και το κράτος αναδείχθηκε ως ρυθμιστής της οικονομίας με τεράστια δύναμη. Δεν ήταν δύσκολο για πολλούς στην Αριστερά να καλωσορίσουν μια τέτοια κρατική δράση, θεωρώντας ότι δείχνει την «επιστροφή του κεϋνσιανισμού» και το τέλος του νεοφιλελευθερισμού. Αλλά θα ήταν απερίσκεπτη η εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων
Αφενός, το έθνος-κράτος ήταν πάντα στο επίκεντρο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, διασφαλίζοντας την ταξική κυριαρχία του επιχειρηματικού και χρηματοπιστωτικού μπλοκ μέσω επιλεκτικών παρεμβάσεων σε κρίσιμες στιγμές. Αφετέρου, οι τωρινές παρεμβάσεις συνοδεύθηκαν από ιδιαίτερα αυταρχικά μέτρα ομαδικού περιορισμού των ανθρώπων στα σπίτια τους και αποκλεισμού τεράστιων μητροπόλεων. Το κράτος έχει επίσης επιδείξει την τεράστια δύναμή του στην αστυνόμευση της κοινωνίας με τη συλλογή πληροφοριών μέσω των Μεγάλων Δεδομένων (“Big Data”). Για παράδειγμα, η δεξιά κυβέρνηση του Ισραήλ ενέκρινε την παρακολούθηση των κινητών τηλεφώνων από την Κρατική Ασφάλεια με σκοπό την αποστολή μηνυμάτων σε άτομα που είχαν έρθει άθελά τους σε επαφή με επιβεβαιωμένους ασθενείς με κορωνοϊό. Όχι μόνο γνωρίζουμε πού βρίσκεστε, αλλά γνωρίζουμε καλύτερα από εσάς ποιους έχετε συναντήσει …
Αυτός ο αυταρχισμός είναι απολύτως σύμφωνος με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών. Η κρατική ισχύς συνδυάζεται με τον κατακερματισμό της κοινωνίας καθώς οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους και το τεράστιο βάρος πέφτει στην «ατομική ευθύνη» για να διατηρηθεί η κοινωνική απόσταση. Ταυτόχρονα, πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να υποχρεώνονται να πάνε στη δουλειά τους χρησιμοποιώντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ τα εργατικά δικαιώματα κατεδαφίζονται, κυρίως επειδή οι απολύσεις εκτοξεύονται παρακάμπτοντας τις νόμιμες διαδικασίες και η τηλεργασία καταστρέφει όλα τα χρονικά όρια της εργάσιμης εβδομάδας.
Συνεπώς, παραμένει ασαφές ποια κατεύθυνση θα λάβει ο παγκόσμιος καπιταλισμός, καθώς παραπαίει μετά το σοκ του κορωνοϊού και βιώνοντας ακόμη τις συνέπειες της Μεγάλης Κρίσης του 2007-9. Η κολοσσιαία δύναμη του κράτους και η ικανότητά του να παρεμβαίνει τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία θα μπορούσε να οδηγήσει, για παράδειγμα, σε μια πιο αυταρχική μορφή ελεγχόμενου καπιταλισμού, όπου τα συμφέροντα της επιχειρηματικής και οικονομικής ελίτ θα είναι πρωταρχικής σημασίας. Οι σοσιαλιστές θα πρέπει να αξιολογήσουν πολύ προσεκτικά και κριτικά τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη για να αντιμετωπίσουν την κρίση του κορωνοϊού.
Η τροχιά της κρίσης μέχρι τώρα
Το πρώτο βήμα είναι να κάνουμε μια απλή αναλυτική περίληψη της πορείας της κρίσης μέχρι σήμερα. Οι κρίσεις είναι πάντα πολύ συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα που αντικατοπτρίζουν τη θεσμική ανάπτυξη του καπιταλισμού. Τα κύρια στάδια της κρίσης του κορωνοϊού μπορούν να αντληθούν από μια σειρά (κάποιες φορές ήδη ξεπερασμένων) δημοσιεύσεων από τους διεθνείς οργανισμούς, τα ΜΜΕ και αλλού.
1.Ο COVID-19 εμφανίστηκε στην Κίνα στα τέλη του 2019, αλλά η αντίδραση του κινεζικού κράτους ήταν αρχικά αργή, κάτι που ίσως αποδίδεται στην έλλειψη γνώσης για τη σοβαρότητα του ιού. Ωστόσο και άλλα κράτη αντέδρασαν αργά, ακόμη και μετά την πλήρη έκρηξη της επιδημίας στην Κίνα. Μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2020, για παράδειγμα, ο αριθμός των ημερησίως επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ένας χαμηλός διψήφιος. Εν τούτοις η βρετανική κυβέρνηση δεν αξιοποίησε την κινεζική εμπειρία και δεν έκανε σχεδόν τίποτα.
2.Τελικά, το κινεζικό κράτος απέκλεισε τεράστιες περιοχές της χώρας, και την ίδια τακτική ακολούθησαν άλλα κράτη, περιορίζοντας την κίνηση εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Η ζήτηση στον τουρισμό, τα αεροπορικά ταξίδια, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και παμπ, κατέρρευσε τελείως. Η ζήτηση για τρόφιμα, ρούχα, οικιακά αγαθά κ.ο.κ. επηρεάστηκε επίσης σημαντικά, παρόλο που ο συνολικός αντίκτυπος εξακολουθεί να είναι ασαφής. Η αβεβαιότητα που δημιουργείται από την υποχώρηση της κατανάλωσης έχει αναπόφευκτα επιπτώσεις στα επενδυτικά σχέδια, αλλά, και πάλι, είναι αδύνατο να εκτιμηθεί ο συνολικός αντίκτυπος σε αυτό το πρώιμο στάδιο.
3. Η απομόνωση και η περιορισμένη μετακίνηση των εργαζομένων προκάλεσαν σοβαρές διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού, αρχικά στην Κίνα, η οποία παρέχει μεγάλο όγκο των μέσων παραγωγής παγκοσμίως και στη συνέχεια σε άλλες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Φυσικά, το πλήγμα στη ζήτηση, οδήγησε σε περιορισμό της παραγωγής.
4. Η πτώση της παραγωγής, η μείωση της ζήτησης και η αυξανόμενη αβεβαιότητα προκάλεσαν κατάρρευση των εταιρικών εσόδων. Απειλήθηκε κύμα πτωχεύσεων και κινδύνευσαν οι θέσεις εργασίας εκατομμυρίων εργαζομένων, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών. Εκατομμύρια απολύθηκαν τον Μάρτιο. Η απώλεια της απασχόλησης επιδείνωσε την κατανάλωση και υπονόμευσε περαιτέρω την παραγωγή. Καθώς τα έσοδα μειώθηκαν, οι επιχειρήσεις δεν ήταν ικανές να πληρώσουν τα χρέη τους, η εμπορική πίστωση εξαφανίστηκε και μέχρι τα μέσα Μαρτίου η ρευστότητα (δηλαδή, το μετρητό χρήμα) βρέθηκε σε πρώτη ζήτηση. Η κρίση απέκτησε μια σοβαρή πιστωτική διάσταση, επιδεινώνοντας περαιτέρω την παραγωγή.
5. Μια γεύση της δυνητικής οικονομικής καταστροφής μπορεί να αποκτηθεί από την Κίνα. Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, η προστιθέμενη αξία στην παραγωγή τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο μειώθηκε κατά 13,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο το 2019 (στον τομέα της μεταποίησης μειώθηκε κατά 15,7%). Επιπλέον, οι επενδύσεις, οι εξαγωγές και οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 24,5%, 15,9% και 2,4% αντίστοιχα. Και μόνο η κινεζική συρρίκνωση θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία. Με πολλές άλλες μεγάλες χώρες σε πλήρη απομόνωση, οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες, ιδιαίτερα σε τομείς όπως οι αεροπορικές εταιρείες και ο τουρισμός.
6. Οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους θα είναι καταστροφικές. Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα τμήματα που αποδυναμώθηκαν από τα χρόνια των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, για παράδειγμα, εκείνα που αφορούν σε ευέλικτες συμβάσεις, άτυπους εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους. Επίσης ευάλωτοι είναι οι εργαζόμενοι που είναι υπερχρεωμένοι (ή αυτοί που δεν έχουν αποταμιεύσεις) και έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε δημόσιες παροχές και υπηρεσίες. Οι γυναίκες πιθανότατα θα επηρεαστούν σοβαρότερα επειδή υπερ-εκπροσωπούνται σε αυτές τις ομάδες, αλλά και λόγω της αύξησης της δουλειάς που σχετίζεται με την υγειονομική φροντίδα, τα παιδιά που δεν πηγαίνουν στο σχολείο κ.ο.κ.
7. Οι παγκόσμιες συνθήκες επιδεινώθηκαν περαιτέρω καθώς η κρίση πυροδότησε μια τεράστια κατάρρευση των χρηματιστηριακών αγορών. Για χρόνια, οι κύριες χρηματιστηριακές αγορές σε ολόκληρο τον κόσμο είχαν διογκωθεί και ο κίνδυνος μιας σοβαρής κρίσης κατέστη εμφανής ήδη από το 2018. Το σοκ του κορωνοϊού οδήγησε σε θεαματική πτώση άνω του ενός τρίτου από το Φεβρουάριο έως τον Μάρτιο. Το αποτέλεσμα ήταν μια δραματική συρρίκνωση της ρευστότητας που προκάλεσε κρίση της χρηματαγοράς στις Ηνωμένες Πολιτείες – το επίκεντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος – στα μέσα Μαρτίου. Το σοκ του κορωνοϊού είχε μεταμορφωθεί σε μια πραγματική καπιταλιστική κρίση.
8. Καθώς ο φόβος επικράτησε στις παγκόσμιες αγορές, επηρεάστηκε επίσης η διασυνοριακή ροή κεφαλαίων, ιδίως από τον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας προς την περιφέρεια. Τα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν επιτρέπουν την εξαγωγή σταθερών συμπερασμάτων, αλλά υπάρχει μια σαφής δυνατότητα «αιφνίδιας στάσης» της εξωτερικής χρηματοδότησης που θα καθιστούσε τις αναπτυσσόμενες χώρες ανίκανες να πληρώσουν για τις εισαγωγές και να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, αυξάνοντας έτσι την προοπτική συναλλαγματικών κρίσεων. Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή, ξέσπασε και πόλεμος τιμών μεταξύ των παραγωγών πετρελαίου, που έφερε την τιμή του αργού πετρελαίου τύπου Brent κατά περίπου 50% κάτω, από τα τέλη Φεβρουαρίου έως τα τέλη Μαρτίου. Αυτή η γιγαντιαία πτώση απείλησε άμεσα τη βιωσιμότητα μιας σειράς παραγωγών ενέργειας σε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της εξορυκτικής βιομηχανίας των ΗΠΑ.
Αυτή η αλυσίδα των φαινομένων κρίσης αποκτά αναλυτική σημασία μόνο μέσα στο πλαίσιο που δημιούργησε η Μεγάλη Κρίση του 2007-9. Μετά την Κρίση, ο χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός έχασε τον δυναμισμό του στις χώρες του πυρήνα, αν και συνέχισε σε υποτελή μορφή στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι εκτιμήσεις μας που βασίζονται στα δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι οι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης την περίοδο 2010-19 ήταν οι χαμηλότεροι εδώ και σαράντα χρόνια: 1,4% στην Ιαπωνία, 1,8% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 2,5% στις Ηνωμένες Πολιτείες και 8,5% στην Κίνα (όπου η ανάπτυξη εξασθένησε εντυπωσιακά κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας).
Αυτά τα ποσοστά δείχνουν την εξάντληση των κινητήριων δυνάμεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία. Για να κατανοήσουμε τις βαθύτερες ρίζες της κρίσης, αρκεί να εξετάσουμε ορισμένες βασικές πτυχές της απόδοσης της αμερικανικής οικονομίας – την πατρίδα της παγκοσμιοποίησης και της χρηματιστικοποίησης.
Αδύναμη συσσώρευση
Ο απλούστερος τρόπος μέτρησης των βασικών επιδόσεων του αμερικανικού καπιταλισμού είναι η μελέτη του ποσοστού κέρδους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, όπως φαίνεται στο Σχήμα 1:
Σχ. 1 Ποσοστό κέρδους μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ΗΠΑ, 1980-2018
Πηγή: Ίδιες μετρήσεις. Δεδομένα BEA, NIPA
Η τροχιά του ποσοστού κέρδους ήταν έντονα κυκλική και σε γενικές γραμμές ευθυγραμμισμένη με τις συνολικές διακυμάνσεις της οικονομίας των ΗΠΑ. Μετά τη Μεγάλη Κρίση του 2007-9, το ποσοστό κέρδους ανέκαμψε ελαφρώς, κορυφώθηκε το 2014 και στη συνέχεια υποχώρησε. Είναι προφανές ότι το σοκ του κορωνοϊού έπληξε την αμερικανική οικονομία σε μια εποχή που ήταν ήδη αδύναμη και η συσσώρευση παρουσίαζε σημάδια εξάντλησης. Η βασική αδυναμία είναι επίσης εμφανής από μια ποικιλία άλλων δεδομένων. Έτσι, μετά το 2007-9, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε μόλις κατά 1% ετησίως, οι επενδύσεις παρέμειναν σταθερές και χαμηλές σε περίπου 18% του ΑΕΠ, και το πραγματικό κεφαλαιακό απόθεμα συρρικνώθηκε.
Η σύγκριση με την Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, είναι διδακτική. Μετά την κρίση του 2007-9, το εκτιμώμενο μέσο ποσοστό κέρδους στην Κίνα αυξήθηκε για αρκετά χρόνια, αλλά άρχισε να μειώνεται το 2014. Η βασική αδυναμία της συσσώρευσης εμφανίζεται επίσης σε άλλα δεδομένα, παρόλο που οι επιδόσεις της Κίνας παρέμειναν σημαντικά ισχυρότερες από εκείνες των Ηνωμένων Πολιτειών. Έτσι, μετά το 2007-9, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε σε περίπου 7-8% ετησίως, οι επενδύσεις παρέμειναν στάσιμες στο 45% του ΑΕΠ και η χρησιμοποίηση της βιομηχανικής ικανότητας μειώθηκε ραγδαία. Ο κορωνοϊός έπληξε την κινεζική οικονομία σε μία από τις πιο αδύναμες στιγμές της από την αρχή του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της.
Η σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι ως συλλογικότητα μεγαλύτερη από την Κίνα αλλά μικρότερη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, προσφέρει περαιτέρω πληροφορίες. Μετά την περίοδο 2007-9, η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν χειρότερη από ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα για τα κράτη της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), με τις κυριότερες χώρες να κυμαίνονται κάτω από το 1% ετησίως (η Πολωνία, η οποία δεν ανήκει στην ΟΝΕ, σημείωσε αύξηση της παραγωγικότητας άνω του 3%). Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά στη Γερμανία, παρά τη μικρή ανάπτυξη της παραγωγικότητάς της, καθώς οι καπιταλιστές συνέχισαν να επωφελούνται από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που αποκτήθηκε από μια μακρά περίοδο περιστολής των μισθών. Ωστόσο, το 2019 η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε, αποκαλύπτοντας την βασική αδυναμία της Γερμανίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που λυγίζει κάτω από το βαρύ πλαίσιο λιτότητας του ευρώ, σημείωσε στασιμότητα κατά την τελευταία δεκαετία. Την ίδια περίοδο άρχισε να εμφανίζεται ένα νέο βιομηχανικό συγκρότημα στην Ανατολική Ευρώπη, για παράδειγμα, στην Πολωνία, που συνδέεται στενά με τη γερμανική βιομηχανία. Το μερίδιο της εργασίας ως προς το ΑΕΠ παρέμεινε στάσιμο, καθώς το κεφάλαιο υπερασπίστηκε τα συμφέροντά του, εκτός από τη Γερμανία, όπου η αύξηση των μισθών ήταν σημαντική για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Δεδομένης μάλιστα της απουσίας σταθερής αύξησης της παραγωγικότητας, η γερμανική ανταγωνιστικότητα μειώθηκε. Συνολικά, ο κορωνοϊός έπληξε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια εποχή μεγάλης οικονομικής αδυναμίας.
Οι ρίζες της οικονομικής κρίσης που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό εδράζεται στην αποδυνάμωση της καπιταλιστικής συσσώρευσης την προηγούμενη περίοδο, η οποία είναι εμφανής στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Κίνα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, οι επιπτώσεις της κρίσης θα είναι πολύ διαφορετικές στις οικονομίες αυτές λόγω των διαφορετικών δομών τους. Η Κίνα έχει γίνει το εργαστήριο του κόσμου, με προστιθέμενη αξία στον τομέα της μεταποίησης που αντιπροσωπεύει περίπου το 30% του ΑΕΠ – το αντίστοιχο ποσοστό για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μόλις πάνω από 10%. Η προστιθέμενη αξία από τις υπηρεσίες έχει αυξηθεί σημαντικά στην Κίνα καθώς η οικονομία έχει ωριμάσει, αλλά εξακολουθεί να είναι μόνο στο 50% του ΑΕΠ, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πάνω από 75%. Δεδομένου ότι το σοκ του αποκλεισμού επιβαρύνει δυσανάλογα τις υπηρεσίες, είναι πιθανό οι Ηνωμένες Πολιτείες να επηρεαστούν σε χειρότερο βαθμό από την Κίνα, τουλάχιστον αρχικά.
Το ίδιο ισχύει σε γενικές γραμμές για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οικονομία της οποίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις υπηρεσίες, ιδίως στις χώρες της νότιας περιφέρειας, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, οι οποίες έχουν αδύναμη βιομηχανία και εξαρτώνται από τον τουρισμό. Το σοκ θα είναι ίσως ακόμη μεγαλύτερο για την Ιταλία, η οποία έχει παραμείνει στάσιμη για δύο δεκαετίες και από το 2010 βρίσκεται πολύ κοντά στη χρεοκοπία.
Επομένως, η ηγεσία της ΕΕ ορθά αντιλαμβάνεται την κρίση του κορωνοϊού ως υπαρκτή απειλή. Αυτός είναι ο λόγος για την μαζική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αλλά και για τις ενέργειες αρκετών κρατών-μελών, των οποίων οι δαπάνες για την αντιμετώπιση των κρίσεων έχουν καταργήσει στην πράξη το σιδερένιο κλουβί της λιτότητας στην Ευρώπη.
Οι δυσκολίες του χρηματοπιστωτικού τομέα
Η αδυναμία του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να εκτιμηθεί περαιτέρω λαμβάνοντας υπόψη την κερδοφορία των εμπορικών τραπεζών των ΗΠΑ στο Σχήμα 2:
Σχ.2 Το ποσοστό κέρδους των εμπορικών τραπεζών (απόδοση ιδίων κεφαλαίων), ΗΠΑ, 1980-2018
Πηγή: Ίδιες μετρήσεις. Δεδομένα FDIC
Η κερδοφορία των αμερικανικών εμπορικών τραπεζών – του άξονα του χρηματοπιστωτικού συστήματος – έφθασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι λίγο πριν την κρίση του 2007-9. Αυτή ήταν η “χρυσή εποχή” της αμερικανικής χρηματιστικοποίησης. Δύο παράγοντες εξηγούν τα εξαιρετικά κέρδη των τραπεζών: πρώτον, η ικανότητά τους να εξασφαλίζουν σημαντική διαφορά μεταξύ του επιτοκίου των δανείων και του επιτοκίου των καταθέσεων και, δεύτερον, η ικανότητά τους να κερδίζουν μεγάλα τέλη και προμήθειες με τη διαμεσολάβηση χρηματοπιστωτικών συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων, νοικοκυριών, και άλλων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Μετά το 2007-9, η κερδοφορία των τραπεζών δεν έφθασε ποτέ στα ίδια ύψη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα Επενδύσεων οδήγησε σε σχεδόν μηδενικά επιτόκια, συμπιέζοντας έτσι τα τραπεζικά σπρεντ, καθώς και επειδή τα έσοδα από τέλη και προμήθειες μειώθηκαν γιατί ο όγκος των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών μειώθηκε. Η κερδοφορία των τραπεζών είχε μια σύντομη αύξηση το 2018 πράγμα που οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αύξησε ελαφρά τα επιτόκια το 2017-8.
Για να διερευνήσουμε καλύτερα τη δεκαετία μετά το 2007-9, ας κοιτάξουμε στο Σχήμα 3 την τροχιά του χρέους στις Ηνωμένες Πολιτείες, που κατανέμεται σε χρέος: i) των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ii) των νοικοκυριών, iii) της κυβέρνησης, iv) των εγχώριων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων – όλα σε σχέση με το ΑΕΠ
Σχ.3 Αμερικανικό χρέος ανά τομέα σε σχέση με το ΑΕΠ
Πηγή: Ίδιες μετρήσεις. Δεδομένα St. Louis FRED
Το ιδιωτικό χρέος των ΗΠΑ (σε σχέση με το ΑΕΠ) μειώθηκε μετά το 2007-9, σε αντίθεση με πολλές αναπόδεικτες εκτιμήσεις που μιλούν για «έκρηξη χρέους». Το χρέος των ενυπόθηκων δανείων υποχώρησε σημαντικά καθώς τα νοικοκυριά είχαν πληγεί σοβαρά κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Κρίσης. Επίσης, μειώθηκε το χρέος των εγχώριων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, αφήνοντας έτσι λιγότερα περιθώρια στις τράπεζες να κερδίσουν από τέλη και προμήθειες. Αντίθετα, το χρέος των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων άρχισε να αυξάνεται το 2015, υπερβαίνοντας τελικά την παλαιότερη κορύφωσή του, πριν τη Μεγάλη Κρίση.
Η αύξηση του εταιρικού χρέους έχει διευκολύνει την επιβίωση πολλών αδύναμων επιχειρήσεων με χαμηλή κερδοφορία, οι οποίες είναι πολύ ευάλωτες στις κρίσεις. Αυτές οι «εταιρείες ζόμπι» αντιπροσώπευαν το 12% όλων των επιχειρήσεων σε δεκατέσσερις ανεπτυγμένες οικονομίες, το 2017. Παραμένει να δούμε πώς η κρίση του κορωνοϊού θα επηρεάσει την ικανότητά τους να εξοφλήσουν τα χρέη τους, έχοντας κατά νου ότι τα μηδενικά επιτόκια μειώνουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Η πραγματική αύξηση χρέους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ωστόσο, ήταν στο δημόσιο χρέος, αφήνοντας την αμερικανική κυβέρνηση πιο χρεωμένη από οποιαδήποτε στιγμή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η χρηματιστικοποίηση μετά τη Μεγάλη Κρίση, στο βαθμό που επέδειξε δυναμισμό, κατέληξε σε μια διαδικασία έκρηξης του δημόσιου χρέους, το οποίο συνδέθηκε με το χρέος των επιχειρήσεων στις ανοιχτές χρηματοπιστωτικές αγορές – συμπεριλαμβανομένης της χρηματιστηριακής αγοράς.
Ο ρόλος του κράτους και η έκρηξη της φούσκας της χρηματιστηριακής αγοράς
Μετά τη Μεγάλη Κρίση, η αμερικανική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να χρησιμοποιήσει την τεράστια δύναμή της για να υπερασπιστεί τον χρηματιστικοποιημένο και παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Πάνω απ’ όλα, κατέγραψε μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας – αλλά κυρίως στα έτη 2009-2012 και 2018-19 – στηρίζοντας έτσι την αύξηση του ΑΕΠ, και αυξάνοντας σημαντικά το χρέος της. Η άνοδος του δημόσιου χρέους επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να δημιουργήσει τεράστια ποσά χρήματος, διατηρώντας τα επιτόκια κοντά στο μηδέν. Η προσφορά χρήματος (Μ3) αυξήθηκε από 50% του ΑΕΠ το 2007 σε 70% το 2017-19.
Τα χαμηλά επιτόκια και η άφθονη ρευστότητα επέτρεψαν στις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να δανειστούν φτηνά σε ανοικτές αγορές και να συμμετάσχουν στο κλασικό παιχνίδι της χρηματιστικοποίησης, αυτό της «επαναγοράς μετοχών», εξασφαλίζοντας υψηλά κέρδη για τους μετόχους και την άνοδο της τιμής των μετοχών. Με τα χρήματα εύκολα διαθέσιμα, άλλοι χρηματιστηριακοί φορείς, πάνω απ’ όλα οι Εταιρείες Διαπραγματεύσιμων Κεφαλαίων (Exchange–Traded Funds) και τα Αμοιβαία Κεφάλαια, επέκτειναν επίσης τις δραστηριότητές τους.
Το αποτέλεσμα ήταν μια σταθερή και σταδιακή άνοδος της χρηματιστηριακής αγοράς, με τον δείκτη Standard & Poor’s (S&P) να αυξάνεται από 735 τον Φεβρουάριο του 2009 σε 3337 μονάδες το Φεβρουάριο του 2020. Εν συντομία, μετά το 2007-9, η παρέμβαση του αμερικανικού κράτους για την στήριξη του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού οδήγησε σε μια φούσκα στο χρηματιστήριο που δεν είχε σχέση με την βασική αδυναμία της κερδοφορίας, τους ρυθμούς ανάπτυξης, την αύξηση της παραγωγικότητας κ.ο.κ.
Όλα αυτά καθιστούν ευκολότερη την κατανόηση του οικονομικού σοκ που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό. Ήταν φανερό ήδη από το 2017-18 ότι η φούσκα των χρηματιστηρίων δεν θα διαρκούσε, καθώς η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια λίγο πάνω από το μηδέν προσπαθώντας να καταστήσει ομαλότερες τις συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τον Δεκέμβριο του 2018, ο δείκτης S&P κατέρρευσε για λίγο στις 2416 μονάδες, αλλά η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αντέστρεψε γρήγορα την αύξηση των επιτοκίων και η φούσκα συνεχίστηκε. Ωστόσο, για τους λόγους που ήδη εξηγήθηκαν, το πλήγμα του κορωνοϊού ήταν τεράστιο και η χρηματιστηριακή αγορά κατέρρευσε θεαματικά, πέφτοντας στις 2237 μονάδες, στις 23 Μαρτίου 2020. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης Τραμπ ότι θα προβεί σε μια τεράστια δημοσιονομική παρέμβαση οδήγησε τον δείκτη S&P σε ανάκαμψη, αλλά η αστάθεια παραμένει πολύ υψηλή.
Η κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς αποκάλυψε περαιτέρω κερδοσκοπικές πράξεις που επιδείνωσαν δραματικά τις συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι πτώση των τιμών άσκησε τεράστια πίεση στα Διαπραγματεύσιμα Κεφάλαια και στα Αμοιβαία Κεφάλαια, υποχρεώνοντάς τα να αναζητήσουν μετρητά για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Στη συνέχεια, διαπιστώθηκε ότι δημιουργήθηκαν κερδοσκοπικές αλυσίδες με τις οποίες τα εν λόγω Διαπραγματεύσιμα Κεφάλαια δανείστηκαν στην αγορά των repos (την κύρια αγορά για ρευστότητα μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) με την πώληση κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ, και στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τα χρήματα για την αγορά κρατικών ομολόγων στις προθεσμιακές αγορές, αξιοποιώντας τις μικρές διαφορές τιμών. Τα ποσά ήταν τεράστια. Καθώς οι τιμές των μετοχών κατέρρευσαν, οι πωλήσεις κρατικών ομολόγων από τις Εταιρείες Διαπραγματεύσιμων Κεφαλαίων εκτινάχθηκαν δραματικά, ωθώντας τα επιτόκια προς άνοδο.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ βρέθηκε αντιμέτωπη με την παράξενη κατάσταση μιας όλο και μεγαλύτερης έλλειψης ρευστότητας και αυξανόμενων επιτοκίων στις χρηματαγορές, παρόλο που η ίδια είχε πλημμυρίσει την αμερικανική οικονομία με δολάρια για περισσότερο από μια δεκαετία. Ο καπιταλιστικός παραλογισμός στο αποκορύφωμά του. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αναγκάστηκε να παρέμβει επειγόντως υποσχόμενη να αγοράσει απεριόριστο όγκο κρατικών αλλά και ιδιωτικών ομολόγων, αυξάνοντας έτσι περαιτέρω την προσφορά χρήματος. Η μαζική παρέμβασή της σύντομα συνοδεύτηκε με την εξίσου τεράστια δημοσιονομική δέσμη μέτρων της αμερικανικής κυβέρνησης που αναφέρθηκε παραπάνω. Για άλλη μια φορά, το αμερικανικό κράτος έδωσε την στήριξή του για την αποφυγή της κατάρρευσης του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού.
Είναι σημαντικό, εν προκειμένω, να σημειωθεί η διαφορά μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέτρεψε σιωπηρά στα κράτη-μέλη να αγνοήσουν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ενώ η ΕΚΤ έχει εγκαταλείψει τους κανόνες αγοράς ομολόγων σε μια προσπάθεια αποφυγής μιας ιταλικής χρεοκοπίας, η οποία θα προκαλούσε αμέσως νέα κρίση για το ευρώ. Αυτές είναι σημαντικές ενέργειες που επέτρεψαν στα έθνη-κράτη της ΕΕ να λειτουργούν χωρίς περιττά εμπόδια. Ωστόσο, δεν υπήρξε συντονισμένη φορολογική παρέμβαση από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, συγκρίσιμη με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών ή ακόμη και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στην πραγματικότητα, η κρίση έχει αναγκάσει την ΕΕ να υιοθετήσει ήδη μια οικονομική πολιτική που παρακάμπτει τους ίδιους τους δικούς της κανονισμούς. Τα έθνη-κράτη της ΕΕ έχουν λειτουργήσει μέχρι τώρα, με ελάχιστη συνεργασία ή αμοιβαία πειθαρχία. Το μακροχρόνιο πρόβλημα της σύγκρουσης και της ιεραρχίας μεταξύ αυτών δεν έχει εκλείψει και γι’ αυτό οι προτάσεις για την έκδοση “κωρονομολόγων ” της ΕΕ για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών δαπανών συναντά ισχυρή αντίσταση. Εάν υπάρξουν χρήματα για να διατεθούν σε πληγείσες χώρες της ΕΕ, αυτό μάλλον θα γίνει μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, με πολλούς περιορισμούς. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση με τον τρόπο που αντέδρασε το αμερικανικό κράτος.
Τι έπεται;
Η κρίση του κορωνοϊού αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη στιγμή στην εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση θα διαρκέσει περισσότερο – και ο πλήρης αντίκτυπός της στις ΗΠΑ, την ΕΕ, την Κίνα, την Ιαπωνία και τις αναπτυσσόμενες χώρες παραμένει προς συζήτηση. Ήδη όμως αντιπροσωπεύει την απειλή μιας γιγαντιαίας ύφεσης για ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία.
Οι συστημικές αποτυχίες της χρηματιστικοποίησης και της παγκοσμιοποίησης έχουν σαφώς αποκαλυφθεί από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία. Παράλληλα το κράτος έχει όλο και περισσότερο εμπλακεί στη διατήρηση αυτού του βαθιά προβληματικού κοινωνικού συστήματος. Ωστόσο, ο χαρακτήρας των παρεμβάσεών του δεν προσφέρει κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι θα υπάρξει μια μεταστροφή στην κορυφή της πολιτικής και κοινωνικής ιεραρχίας που θα οδηγήσει σε πολιτικές που θα ευνοούν τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να αυξήσει σημαντικά το έλλειμμά της – και συνεπώς το δανεισμό της – ενώ συγχρόνως επεκτείνει την προσφορά χρήματος και οδηγεί τα επιτόκια στο μηδέν, είναι ουσιαστικά η ίδια απόφαση με εκείνη που υλοποίησε μετά το 2007-9. Ακόμη και αν αποφευχθεί η ύφεση, τα μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα είναι πιθανό να είναι τα ίδια, καθώς δεν αντιμετωπίζεται η βαθύτερη αδυναμία της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Αλλά θα υπάρξουν σίγουρα πολιτικές αντιφάσεις που θα προκύψουν από την υπεράσπιση της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, δεδομένης της επίδειξης δύναμης των εθνών-κρατών να παρεμβαίνουν στην οικονομία. Οι αντιφάσεις θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές στην ΕΕ, όπου η δημοσιονομική αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και της έκτακτης ανάγκης για την υγεία, έχουν καθοριστεί από τα έθνη-κράτη και όχι από τα συλλογικά όργανα.
Υπογραμμίζοντας τις ανεπάρκειες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, αυτή η κρίση έθεσε άμεσα το θέμα της δημοκρατικής αναδιοργάνωσης τόσο της οικονομίας όσο και της κοινωνίας προς όφελος των εργαζομένων. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπιστεί το χάος της παγκοσμιοποίησης και της χρηματιστικοποίησης, και να παρουσιαστούν συγκεκριμένες ριζοσπαστικές προτάσεις. Αυτό απαιτεί επίσης μορφές οργάνωσης ικανές να μεταβάλλουν την κοινωνική και πολιτική ισορροπία υπέρ των εργαζομένων.
Η πανδημία έφερε στο προσκήνιο ζωτικά ζητήματα κοινωνικού μετασχηματισμού. Απαιτείται ένα σύστημα δημόσιας υγείας που να είναι ορθολογικά οργανωμένο και ικανό να αντιμετωπίσει σοβαρές επιδημίες. Υπάρχει επίσης άμεση ανάγκη για αλληλεγγύη, κοινοτική δράση και δημόσιες πολιτικές για την υποστήριξη των εργαζομένων και των φτωχότερων που αντιμετωπίζουν αδιέξοδα, ανεργία και οικονομική κατάρρευση.
Σε γενικές γραμμές, η κρίση του COVID-19 επανεπιβεβαίωσε την ιστορική ανάγκη αντιμετώπισης ενός φθίνοντος συστήματος που βρίσκεται σε αδιέξοδο λόγω των δικών του παραλογισμών. Ανίκανος να αλλάξει, ο παγκοσμιοποιημένος και χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός εξακολουθεί να καταφεύγει σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις των ίδιων καταστροφικών πολιτικών. Προέχει να υπερασπιστούμε τα δημοκρατικά δικαιώματα απέναντι σε ένα απειλητικό κράτος και να επιμείνουμε οι εργαζόμενοι να έχουν ισχυρό λόγο σε όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται.
Μόνο σε αυτή τη βάση θα μπορέσουν να προταθούν ριζοσπαστικές εναλλακτικές λύσεις, συμπεριλαμβανομένων μέτρων μεγάλης κλίμακας, όπως η χάραξη βιομηχανικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της αδυναμίας της παραγωγής, τη δημιουργία ενός προγράμματος πράσινης μετάβασης, την αντιμετώπιση των ανισοτήτων εισοδήματος και πλούτου και την αντιμετώπιση των αδυναμιών του χρηματοπιστωτικού συστήματος με τη δημιουργία δημόσιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η κρίση του κορωνοϊού έχει ήδη διαμορφώσει τους νέους όρους της πολιτικής πάλης και οι σοσιαλιστές πρέπει να απαντήσουν, επειγόντως.