Πηγή: iEidiseis
Η συντελούμενη αύξηση του ΑΕΠ κατά το 2021 στην Ελλάδα συνοδεύεται, μεταξύ των άλλων, από την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος κατά 17,1% (εισαγωγές 34,5 δις ευρώ και εξαγωγές 22 δις ευρώ, κατά την περίοδο Ιανουαρίου- Ιουλίου 2021).
Η ΕΛΣΤΑΤ πρόσφατα (Σεπτέμβριος 2021) ανακοίνωσε τα στοιχεία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά το 2ο τρίμηνο του 2021 (Q2), όπου σημειώθηκε υψηλός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 16,3% (σε τρέχουσες τιμές), έναντι του ίδιου τριμήνου του 2020.
Για το πρώτο τρίμηνο του 2021, η ΕΛΣΤΑΤ είχε ανακοινώσει ύφεση της τάξης του -2,4% (σε τρέχουσες τιμές). Συνολικά το πρώτο εξάμηνο του 2021 το ΑΕΠ σημείωσε αύξηση κατά 6,4% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2020.
Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, για να επιτευχθεί ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 5,9% για το 2021 (εκτίμηση οικονομικού επιτελείου) θα πρέπει το δεύτερο εξάμηνο του 2021 να επιτευχθεί ένας ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 5,6%. Αυτό σημαίνει ότι για να επιτευχθεί αυτός το στόχος θα πρέπει το 3ο τρίμηνο του 2021 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ να είναι της τάξης του 6%. Εάν αυτό επιτευχθεί, τότε το ΑΕΠ του 3ου τριμήνου του 2021, θα προσεγγίσει το 96% του ΑΕΠ του 3ου τριμήνου του 2019.
Παράλληλα, η ανεργία τον Αύγουστο του 2021 ανακοινώθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ στο 14,2% όταν την αντίστοιχη περίοδο το 2020 ήταν 16,4%. Ο υψηλός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ που παρατηρήθηκε στο 2ο τρίμηνο του 2021, βασίσθηκε αποκλειστικά στο υψηλό επίπεδο κατανάλωσης το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την αύξηση των αποταμιεύσεων τόσο των ελλήνων, όσο και των ξένων τουριστών που επισκέφτηκαν την χώρα μας ως απόρροια των προγραμμάτων στήριξης και του παρατεταμένου lockdown.
Στις συνθήκες αυτές, το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο θα συνεχιστεί το υψηλό αυτό επίπεδο αύξησης του ΑΕΠ, ειδικά κατά το 4ο τρίμηνο του 2021, στο οποίο θα πρέπει ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, προκειμένου να διαμορφωθεί ο μέσος όρος αύξησης του ΑΕΠ κατά το 2021 στο επίπεδο του 5,9%, να είναι της τάξης του 5,8%.
Όμως, σε πραγματικούς αναπτυξιακούς και δημοσιονομικούς όρους αξίζει να σημειωθεί ότι η συντελούμενη αυτή αύξηση του ΑΕΠ κατά το 2021 στην Ελλάδα συνοδεύεται, μεταξύ των άλλων, από την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος κατά 17,1% (εισαγωγές 34,5 δις ευρώ και εξαγωγές 22 δις ευρώ, κατά την περίοδο Ιανουαρίου- Ιουλίου 2021), αναδεικνύοντας με τον πιο εύληπτο τρόπο, μεταξύ των άλλων, δύο μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις: α) την πρόκληση του παραγωγικού-τεχνολογικού ελλείμματος της απώλειας ανταγωνιστικότητας των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα η αύξηση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ στην χώρα μας να κινητοποιεί τα τελευταία πολλά χρόνια, κατά βάση, τις αλυσίδες αξίας παραγωγής οικονομιών εξαγωγής των προϊόντων τους στην Ελλάδα, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την εγχώρια παραγωγή, τις επενδύσεις, την απασχόληση, τα εισοδήματα, το εμπορικό έλλειμμα, το ισοζύγιο πληρωμών, κ.λ.π., β) την πρόκληση της αναντιστοιχίας του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ με τον ρυθμό αύξησης των φορολογικών εσόδων, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται τόσο το μέγεθος της παραοικονομικής δραστηριότητας, της φοροαποφυγής, της φοροδιαφυγής, κ.λπ., όσο και το επίπεδο των εισοδηματικών ανισοτήτων στην Ελλάδα.
Στις συνθήκες αυτές, οι ασκούμενες πολιτικές της τρέχουσας δεκαετίας στην χώρα μας, απομακρύνονται, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, από την στρατηγική και πολιτική της αντιμετώπισης του «δίδυμου ελλείμματος», δηλαδή του παραγωγικού-τεχνολογικού και εισοδηματικού-κοινωνικού ελλείμματος του κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, εγκαθιδρύοντας, στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, τους όρους και τις προϋποθέσεις της μονομερούς ενδυνάμωσης (πράσινη οικονομία, ψηφιακή τεχνολογία) της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, της απομείωσης της εργασίας και του κοινωνικού κράτους.
Πράγματι, η στρατηγική αυτή αποδεικνύεται τόσο από την κεντρική επενδυτική (58% των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης) πράσινη και ψηφιακή κατεύθυνση η οποία θα κινητοποιήσει τις αλυσίδες αξίας παραγωγής του εξωτερικού, όσο και από την ασκούμενη πολιτική απομείωσης των πυλώνων του κοινωνικού κράτους ( Εργασία, Δημόσια Υγεία, Δημόσια Εκπαίδευση, Κοινωνική Ασφάλιση, Πρόνοια), διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το « δίδυμο έλλειμμα» της ελληνικής οικονομίας.
Αντίθετα, σε πραγματικούς όρους η ουσιαστική αντιμετώπιση του παραγωγικού και κοινωνικού ελλείμματος, δηλαδή του «δίδυμου ελλείμματος», το οποίο έχει βυθίσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία, απαιτεί η στρατηγική και πολιτική οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην χώρα μας να μη βασίζεται σε όρους τεχνολογικής-παραγωγικής εξάρτησης και κοινωνικού ελλείμματος, ούτε, όπως στο άμεσο παρελθόν, σε πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης και ανασφάλειας των εργαζομένων που οδηγούν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, σε κατάρρευση της παραγωγικότητας-ανταγωνιστικότητας τιμής.
Έτσι, στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται η συστολή της μονοκαλλιέργειας των υπηρεσιών και του τουρισμού (20,8% του ΑΕΠ και 21,7% της απασχόλησης) με την τεχνολογική-καινοτομική αναβάθμιση των μεταποιητικών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων ( μερίδιο βιομηχανίας στο ΑΕΠ 10% (2018) από 33% (1970), των αναπτυξιακών υποδομών και της πρωτογενούς παραγωγής.
Διαφορετικά, σε μία οικονομία, όπως η ελληνική που παρήγε (27%-2010 των προϊόντων που κατανάλωνε), το μέλλον που προδιαγράφεται γι αυτήν είναι ο δανεισμός, το χρέος, οι εξαγορές, η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων, των δημόσιων υποδομών, των δημόσιων δικτύων και περιουσιακών στοιχείων, η ανεργία (ιδιαίτερα των νέων ανδρών και γυναικών), η μείωση των εισοδημάτων, η αύξηση των ανισοτήτων, η μετανάστευση στο εξωτερικό, η φτωχοποίηση του πληθυσμού, κ.λπ.
*Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου -Ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου