Μόνος του βάφτισε τον εαυτό του Όρκα ο Γιώργος Μανιάτης, δεν του κολλήσαμε εμείς αυτό το παρατσούκλι. Ένα παρατσούκλι εφήμερο, καλοκαιρινό.
Ήταν όρκα, το γνωστό θαλάσσιο κήτος, σε σύγκριση με τους άλλους συμπαίκτες του σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στο Κατάκολο, ένα αυγουστιάτικο απόγευμα, το 1991, όταν ο ήλιος έγερνε. Γιατί οι παίκτες και των δύο ομάδων ήταν πιτσιρίκια 10-15 χρονών το πολύ. Ανάμεσά τους κάνα δυο μεγάλοι, όμως η φιγούρα του Γιώργου ξεχώριζε λόγω ύψους και όγκου (τότε ήταν κάπως χοντρούλης, αργότερα έχασε πολύ βάρος και έκτοτε διατήρησε την πασίγνωστη πάνκομψη σιλουέτα του). Ξεχώριζε επίσης λόγω χρώματος, κάτασπρος, δεν τον είχε πιάσει ο ήλιος, ενώ όλα τα παιδιά ήταν κατάμαυρα, πίσσα, κατράμι. Όλα ξυπόλυτα, μόνο με το μαγιό ή ένα κοντό παντελονάκι.
Ο Γιώργος δεν ήταν Κατακολίσιος, ούτε καν Πελοποννήσιος. Μαζί με τη Λία και τον Γιάννη είχαν νοικιάσει για λίγες μέρες ένα δωμάτιο στο γειτονικό Κορακοχώρι στην ακτή του Ιονίου. Στην παραλία του Κατακόλου είχαν έρθει να επισκεφθούν κάποιους φίλους τους.
Εκείνη η περιοχή του Κατακόλου (θέση Συκιά ή Αλκυών, ανάμεσα στο κύμα και την πρώτη γραμμή των σπιτιών, περίπου ένα χιλιόμετρο από το λιμάνι), κομμάτι του Κυπαρισσιακού κόλπου, ήταν ιδανική για ποδόσφαιρο. Παραλία απέραντη και η άμμος μαλακή τόσο όσο. Τόσο μαλακή ώστε να μη σπας τα πόδια σου αν έπεφτες αλλά και τόσο σκληρή ώστε να μη βουλιάζουν οι πατούσες και η μπάλα. Χρόνια ολόκληρα έρχονταν εδώ τα απογεύματα του Σαββάτου ή της Κυριακής βετεράνοι του Πανηλειακού κι έπαιζαν μπάλα με λιγότερο βετεράνους. Παλιοί ποδοσφαιριστές που μια ζωή αγωνίζονταν για την τιμή της φανέλας και όχι για να κάνουν καριέρα: οι περισσότεροι ήταν οικοδόμοι, τεχνίτες, εργάτες. Υπάλληλος, επιχειρηματίας ουδείς. Μετά τον αγώνα, οι παίχτες βουτούσαν στη θάλασσα για να ξεπλύνουν την άμμο και τον ιδρώτα.
Τα περισσότερα παιδιά ήταν ντόπια, κάποια μάλιστα δούλευαν σε καφενεία και ψαροταβέρνες της περιοχής κι είχαν κάνει κοπάνα για να παίξουν, μια που όλη μέρα (συχνά και μέχρι αργά το βράδυ) δεν τους περίσσευε χρόνος να κολυμπήσουν όπως τα παιδιά των παραθεριστών. Παιδιά ενός λιγότερου Θεού ή μάλλον ενός λιγότερου καλοκαιριού.
Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες από τον αγώνα. Πάντως, η ομάδα του Γιώργου έχανε. Ο Γιώργος- Όρκα δεν ιδρωκοπούσε, δεν όργωνε το –ας το πούμε– γήπεδο. Δεν καθοδηγούσε, δεν έδινε γραμμή, δεν βλαστημούσε. Μάλλον νωχελικά στεκόταν, σε στάση ημιανάπαυσης, αλλά με το μάτι άγρυπνο, να δράξει την κατάλληλη ευκαιρία. Η ευκαιρία, η μοναδική στιγμή ήρθε. Η μπάλα τσούλησε κοντά στα πόδια του Γιώργου κι εκείνος, με ένα αριστοτεχνικό σουτ, που αιφνιδίασε τους πάντες, την έστειλε στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Εννοείται πως δεν υπήρχαν δίχτυα, μόνο τέσσερα (2 + 2) καλάμια μισοβυθισμένα στην άμμο.
Το γκολ αυτό έκρινε το παιχνίδι. Το ξυπόλυτο τάγμα αλάλαζε, ζητωκραύγαζε τον γκολτζή. (Δεν τους είχε συστηθεί ως Όρκα.) Mαζεμένοι οι μικροί παίχτες σε μια άκρη, ακόμα και οι πιο αλητάμπουρες ψιθύριζαν με σεβασμό, διακριτικά για να μην πληγώσουν τον ήρωά τους: «Είδες ο Χοντρός;» «Μπράβο, κύριε Χοντρέ». Εμείς οι θεατές, λίγο παράμερα, τρίβαμε τα μάτια μας. Ο Γιώργος δεν χοροπηδούσε από χαρά, δεν θριαμβολογούσε. Χαμογελούσε – εκείνο το γνώριμο τρυφερό και παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να μάθω ότι ο Γιώργος όχι μόνο δεν είχε ξεχάσει το προσωρινό alter ego του, την Όρκα του Κατακόλου, αλλά και ότι ήταν περήφανος για εκείνη τη νίκη της ομάδας του που, κατά γενική ομολογία, οφειλόταν αποκλειστικά σ’ αυτόν. Πιο πολύ καμάρωνε για εκείνο το γκολ παρά για τις συγγραφικές και ακαδημαϊκές περγαμηνές του, που δεν ήταν λίγες. Πολλές φορές, σε συζητήσεις μεταξύ φίλων περί ποδοσφαίρου, μιλούσε με καμάρι για το περίφημο γκολ του Κατακόλου σαν να έλεγε «εσείς μιλάτε θεωρητικά, εγώ απέδειξα στην πράξη ότι ξέρω από μπάλα». Ούτε ο έπαινος του δήμου, ούτε ο έπαινος των σοφιστών τον ενδιέφεραν, του αρκούσε εκείνη η εφήμερη αναγνώριση από τα πιτσιρίκια.
Πάει, έφυγε ο Γιώργος που τον λάτρεψε η μαρίδα του Κατακόλου, όπως πάει, χάθηκε κι εκείνος ο εξαίσιος αμμοτάπητας. Πατήθηκε, ζουλήχτηκε από χιλιάδες αυτοκίνητα καθώς κάθε παραθεριστής θεωρούσε αυτονόητο δικαίωμά του να παρκάρει το όχημά του ακριβώς έξω από το σπίτι του, κάθε οδηγός ΙΧ θεωρούσε δικαίωμά του να διασχίζει εποχούμενος την κάποτε απάτητη αμμουδιά (και συχνά με το ηχοσύστημα του αυτοκινήτου στη διαπασών). Πάνε, τελειώσανε τα θερινά παραθαλάσσια ποδοσφαιρικά απογεύματα των ερασιτεχνών ποδοσφαιριστών, των μικρών και των μεγάλων.
Σήμερα το Κατάκολο, που ανήκει στον Δήμο Πύργου, διαθέτει ένα κανονικό γήπεδο αλλά στην ενδοχώρα, ανάμεσα στα χωράφια. Εκεί προπονείται και αγωνίζεται η ιστορική τοπική ομάδα, ο Αργοναύτης. Το ίδιο το χωριό-λιμάνι του Κατακόλου έχει γίνει κρουαζιερότοπος καθώς εκεί αράζουν, για λίγες ώρες, κρουαζιερόπλοια-κήτη, ογκώδη σαν χίλιες όρκες μαζί, ώστε οι χιλιάδες επιβάτες τους να επισκεφθούν την Αρχαία Ολυμπία και να κάνουν βόλτα στην παραλία με αμαξάκια που τα σέρνουν ψωραλέα άλογα ή να πεταχτούν με πολύχρωμα «τρενάκια» στον γειτονικό Άγιο Ανδρέα, σε ένα πανέμορφο τοπίο που δεν είναι ούτε χωριό, ούτε λαϊκή παραλία αλλά κερδοφόρο τρισδιάστατο καρτ-ποστάλ όπου ανθεί το τουριστικό-επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα.
Κι όσο κι αν αγναντεύουμε τη θάλασσα, όσο και αν το βλέμμα μας γυρεύει τη μακρινή γραμμή του ορίζοντα (του κάθε ορίζοντα), η Όρκα δεν θα βγει στη στεριά.
(Το διήγημα αυτό γράφτηκε για τον αγαπημένο φίλο Γιώργο Μανιάτη λίγες μέρες μετά το θάνατό του την 1η Νοεμβρίου 2023.)