7.3 C
Athens
Τετάρτη, 15 Ιανουαρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Έξι (αλησμόνητοι ή μισοξεχασμένοι) «άθλοι» του Κ. Σημίτη, του Διονύση Ελευθεράτου

 

Εξιδανικεύσεις, αγιογραφίες, αλλά και εύστοχες επισημάνσεις: Πολλά ειπώθηκαν και γράφτηκαν για τον «μεγάλο εκσυγχρονιστή» Κώστα Σημίτη, μετά τον θάνατό του. Εμείς εδώ θα επικεντρωθούμε σε έξι νευραλγικά θέματα του  οικονομικού και εργασιακού πεδίου, λαμβάνοντας υπόψη τι αναφέρθηκε κατά κόρο και τι δεν συζητήθηκε (κατά τη γνώμη μας) επαρκώς τις τελευταίες ημέρες, όταν και  «επανήλθε» στη δημόσια σφαίρα η περίοδος 1996 – 2004. Τα έξι θέματα που προτάσσουμε αντιστοιχούν σε ισάριθμα κατ’ ευφημισμό  επιτεύγματα της εποχής Σημίτη.

«Άθλος» πρώτος: Το άλμα της ανεργίας και οι «απασχολήσιμοι»

Όπως μας πληροφορεί η ΕΣΥΕ, στην περίοδο  1985 – 1991 η επίσημη ανεργία κυμαινόταν από 7% έως 7,8% (μέσος ετήσιος όρος της εξαετίας7,5%). Μοιραία επήλθε μεγάλο σοκ το 1992 και 1993, όταν η ανεργία ανέβηκε στο 8,7%  και 9,7% αντίστοιχα, κάνοντας θρύψαλα τις προεκλογικές (1990) διακηρύξεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για  γενναία τόνωση της απασχόλησης. Τόνωση, μάλιστα, με δεκάδες χιλιάδες «καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας», κυρίως στον τριτογενή τομέα (αυτά έταζε).

Η δεύτερη μεγάλη εκτίναξη της ανεργίας έγινε επί πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη. Η πρώτη κυβέρνησή του, τον Ιανουάριο του 1996,  την «παρέλαβε» στο 10%  (1995), αλλά η «εκσυγχρονιστική πρόοδος» την ανέβασε στο 11,7% το 1999 και την κράτησε στο 11,2% το 2000.

Στην τριετία 2001 – 2003 ο μέσος όρος της ήταν 9,9%. Η  πτώση εκείνη οφειλόταν κατά βάση στο «γκάζι» που πατούσε τότε ο κατασκευαστικός τομέας (κυρίως αυτός), λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Έστω  κι έτσι, όμως, η «γκαζωμένη» οικονομική δραστηριότητα εκείνης της τριετίας δεν απέφερε μείωση της ανεργίας, παρά μόνο στα επίπεδα του 1994 – 1995. Δεν το λες και επιτυχία…

Ας σημειωθεί ότι οι στατιστικές της ανεργίας στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, έχοντας ήδη ευθυγραμμιστεί με το αγγλοσαξονικό μοντέλο καταγραφής, εκλάμβαναν ως κανονικό εργαζόμενο όποιον είχε έστω και μία ώρα δουλειάς την εβδομάδα.

Με την πρώτη ματιά, η ανάταση της ανεργίας την περίοδο του καθαρόαιμου νεοφιλελεύθερου Κων. Μητσοτάκη ήταν εξηγήσιμη, αλλά μυστηριώδης παραμένει η αντίστοιχη του σοσιαλ- φιλελεύθερου (χωρίς εισαγωγικά κι ας φωνάζουν όσο θέλουν οι αγιογράφοι) Κ. Σημίτη.

Επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο οι δείκτες που επηρέαζαν την απασχόληση (μεταποίηση, ιδιωτικές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κ.α.), με κορωνίδα την μεγάλη επιβράδυνση των αναπτυξιακών ρυθμών και τελικά την ύφεση το 1993. Ύφεση, για πρώτη φορά από το 1987. Αλλά την περίοδο του κυβερνώντος «εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ» τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά.

Ο  Κ. Σημίτης ανέλαβε τα ηνία της κρατικής εξουσίας, ενώ η ελληνική οικονομία είχε μόλις εισέλθει σε έναν ανοδικό κύκλο. Τα επόμενα χρόνια, ως το 2006, υπήρξαν περίοδος εντυπωσιακής μεγέθυνσης που όμως, όπως έμελλε να αποδειχθεί αργότερα με οδυνηρό τρόπο, διέθετε βάσεις αδύναμες, αν όχι σαθρές.

Ο «προκαθήμενος» του «εκσυγχρονισμού» ταύτισε τη θητεία του με μια ανάπτυξη βασισμένη σε διαρκείς προτροπές για κατανάλωση, σε πιστωτική επέκταση και στις εισροές κοινοτικών πόρων (οι τρόποι αξιοποίησης πολλών εξ αυτών θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο  μεγάλης συζήτησης). Βασισμένη, επίσης, στη «μέθη» των Αγώνων του 2004 και των μεγάλων προσδοκιών για κατοπινά «βιώσιμα, μόνιμα οφέλη». Η προσγείωση στην πραγματικότητα ήταν ανώμαλη (1), αλλά έως και το 2004 ώθηση δόθηκε. Όπως, για να μην ξεχνιόμαστε, δόθηκαν για τη διοργάνωση των Αγώνων ποσά που υπερέβησαν έξι φορές τον αρχικό προϋπολογισμό  (2).

Κάποια «καμπανάκια» ηχούσαν, λχ το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο «συνέτριβε» ιστορικά ρεκόρ από το 1998 και μετά. Λίγοι, όμως, έδιναν σημασία σε τέτοιες «λεπτομέρειες»…  Οι αναπτυξιακοί δείκτες ήταν ισχυροί, ομοίως και η χίμαιρα η οποία, δια μέσου ενός θηριώδους επικοινωνιακού μηχανισμού, έταζε διαρκή βελτίωση της ζωής όλων. Είτε από «κανονικό δρόμο» είτε από τη Σοφοκλέους, όπου έδρευε το Χρηματιστήριο.

Υπό τις συνθήκες εκείνες, η υψηλή ανεργία φάνταζε παράταιρη προς την φαινομενικά ακάθεκτη ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, ήταν πρόγευση από «σκηνές προσεχώς». Μια ένδειξη για τα υλικά «φούσκας», με τα  οποία είχε φτιαχτεί η ευφορία της εποχής.

Κάτι ακόμη: Την ανεργία, τότε, δεν την τιθάσευσαν (ούτε καν τυπικά) οι ρυθμίσεις για περισσότερη «εργασιακή ευελιξία». Εκείνες που είχαν ως προμετωπίδα τον όρο του Κ. Σημίτη «απασχολήσιμοι».

Οι «απασχολήσιμοι» ήταν εκείνοι που έπρεπε να αποδεχθούν πολλά. Ότι ανά πάσα στιγμή θα άλλαζαν αντικείμενο εργασίας. Ότι  θα εργάζονταν εκ περιτροπής. Ότι θα είχαν δουλειές προσωρινές ή μερικής απασχόλησης – και οτιδήποτε ακόμη θα εμφάνιζε ως αναπόφευκτο η εκάστοτε επίκληση  στις «νέες προκλήσεις των καιρών».

Η αλήθεια είναι ότι κατά την περίοδο του «εκσυγχρονισμού» η μερική απασχόληση στην Ελλάδα υστερούσε κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ. Πολλοί θα αναθεμάτιζαν για την εν λόγω υστέρηση το «καλομαθημένο», «απροσάρμοστο» εγχώριο εργατικό δυναμικό. Καλό θα ήταν, προτού το κάνουν, να συγκρίνουν τις αποδοχές που εξασφάλιζε στην Ελλάδα και στην ΕΕ η μερική απασχόληση, η οποία – ειρήσθω εν παρόδω- εδώ εκτινάχθηκε προς τα πάνω αργότερα, στις άγριες εποχές των μνημονίων. Ως λύση ανάγκης βεβαίως, όχι ως επιλογή που συνεκτιμούσε άλλες παραμέτρους (πχ συνδυασμό αξιοπρεπών αποδοχών με περισσότερο ελεύθερο χρόνο).

Πλουσιότατο ήταν το νομοθετικό έργο των κυβερνήσεων Σημίτη για την επέκταση της «ευέλικτης εργασίας». Σταχυολογούμε: Ο Ν. 2639/98 μεταξύ άλλων παρείχε τη δυνατότητα να φαλκιδεύονται κλαδικές συμβάσεις (τον  συμπλήρωσε ο Ν. 2874/2000). Την ευχέρεια να καταργούνται δια νόμου συλλογικές συμβάσεις και γενικοί κανονισμοί εργασίας σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς παρέσχε ο Ν. 2579/98.

Με τον Ν. 2956 /01 διαμορφώθηκε το πρώτο ειδικό καθεστώς δανεισμού εργαζομένων μέσω Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης. Με τον Ν. 3174/03 επεκτάθηκε η μερική απασχόληση στο Δημόσιο.

Όλες εκείνες οι ρυθμίσεις – και μερικές ακόμη –  παρουσιάζονταν ως ισχυρά όπλα εναντίον της ανεργίας, αλλά, όπως είδαμε, τα αποτελέσματα υπήρξαν από μηδαμινά έως πενιχρά.

Ο «συνήγορος» του Κ. Σημίτη μπορεί να επιστρατεύσει μια ορθή διαπίστωση, μόνο που αυτή είναι περισσότερο κόλαφος παρά υπερασπιστική γραμμή: Ότι υπήρχε και εκτεταμένη εργασία, αδήλωτη. Περισσότερα στις αράδες που ακολουθούν.

«Άθλος» δεύτερος: Η «μαύρη εργασία» γίνεται «κανονικότητα»

Στα χρόνια της «εκσυγχρονιστικής» δόξας θέριεψε – όσο ποτέ άλλοτε, νωρίτερα – η ανασφάλιστη, αδήλωτη εργασία, κυρίως εκείνη την οποία παρείχαν οι οικονομικοί μετανάστες από την Αλβανία.

Ακούσια «στρέβλωση», λόγω ολιγωρίας (μόνιμης;) και ανεπαρκειών (αξεπέραστων;) κάποιων ελεγκτικών μηχανισμών; Ας μας επιτραπεί να μην είμαστε τόσο εύπιστοι. Να πιστεύουμε ότι δεν επρόκειτο για ατύχημα διαρκείας, αλλά την εκούσια, συνειδητή αναγωγή – αναγκαστικά  σιωπηρή, αλλά μάλλον εμφανή – της «μαύρης» εργασίας σε «αναπτυξιακό μοχλό».

Όλοι θυμόμαστε, μεταξύ άλλων, πόσο ανθεκτικός στο χρόνο και ακατάβλητος αποδείχθηκε ο πολυδαίδαλος γραφειοκρατικός μηχανισμός που εμπόδιζε μαζικά μετανάστες να νομιμοποιηθούν, καθώς η μία υπηρεσία απαιτούσε χαρτιά που δεν παρείχε η άλλη. Είναι δε πασίγνωστο ότι, εκτός από την ολική υπήρχε και η μερική «μαύρη» εργασία. Πχ, μετανάστες που είχαν δουλέψει για 300 ένσημα αναγκάζονταν σε μαζικότατη κλίμακα να αρκεστούν στα 150, όσα δηλαδή τους «κολλούσε» ο εργοδότης προκειμένου να ανανεωθεί η πράσινη κάρτα τους.

Λίγο αργότερα, το  2001, όταν οι αλλοδαποί στην Ελλάδα ανέρχονταν (σύμφωνα με την απογραφή του ίδιου έτους) σε 763.000, ψηφίστηκε νέος νόμος που τους αφορούσε. Ο  Ν. 2910/01. Ερευνητές της ελληνικής αγοράς εργασίας (Απ. Καψάλης,  Γιάννης Κουζής κ.α.) συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ο νόμος εκείνος, μολονότι για άλλα ζητήματα απέκλινε από τη δρακόντεια λογική προηγούμενων ρυθμίσεων, δεν εμπόδιζε τη διαιώνιση της  αδήλωτης και ανασφάλιστης δουλειάς.

Είναι «κομμάτι» δύσκολο να αποδεχθεί κανείς ότι στον έκτο χρόνο της θητείας της η «εκσυγχρονιστική» διακυβέρνηση δεν διέθετε – ακόμη- την απαιτούμενη εμπειρία και τεχνογνωσία για να εξαλείψει ή τουλάχιστον να συρρικνώσει δραστικά το φαινόμενο. Προφανώς επιθυμούσε αυτήν την παράλληλη, εκτεταμένη – αν και  τυπικά αθέατη – αγορά εργασίας, η οποία, σε τελική ανάλυση πρόσφερε «πλεονεκτήματα» που παρείχε και η νόμιμη «ευελιξία».

Μπορεί, λοιπόν, να καμαρώνει ο «εκσυγχρονισμός »… Χάρη σε αυτόν ρίζωσε και εμπεδώθηκε για τα καλά η αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία που το 2009, στις παραμονές της υπαγωγής μας στα μνημόνια, υπολογιζόταν στο 22%. Είχε ήδη προλάβει να «πάρει μπόι»…

«Άθλος» τρίτος: Πολλαπλά πλήγματα στα ασφαλιστικά Ταμεία και το ρεκόρ… θράσους

Βαριά πλήγματα υπέστησαν τα ασφαλιστικά ταμεία εξ αιτίας του «συνδυασμού που σκοτώνει», δηλαδή της υψηλής ανεργίας και της ραγδαία αυξανόμενης αδήλωτης εργασίας. Επιπρόσθετα τραύματα, όμως, προκάλεσε η διαδικασία που «πέταξε» ένα τμήματα των αποθεματικών στη «ρουλέτα» των τραπεζικών και χρηματιστηριακών παραγώγων.

Αυτός ο δρόμος άνοιξε επί πρωθυπουργίας Κων. Μητσοτάκη και… διαπλατύνθηκε επί Σημίτη (ρότα φυσιολογική, εδώ που τα λέμε –  όπως σε αρκετά θέματα). Με το Νόμο 2042 του 1992 ορίστηκε ότι επιτρεπόταν να επενδυθεί «σε ακίνητα και κινητές αξίες» ετησίως το 20% των κατατεθειμένων σε τράπεζες διαθέσιμων κεφαλαίων των Ταμείων. Επί Σημίτη, τον Ιανουάριο του 1999, το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 23% (Ν. 2676).

Αργότερα, το 2003, έγινε ακόμη μεγαλύτερη η σύνδεση των αποθεματικών με χρηματιστηριακά παράγωγα υψηλού ρίσκου. Ας μείνουμε όμως στο 2002: Όπως έχει επισημανθεί στον Τύπο, στην τριετία 1999 – 2002 τα Ταμεία έχασαν 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ εξ αιτίας της… (μετα)μοντέρνας, της βουτηγμένης στη «νεωτερικότητα» μεθόδου για την «αξιοποίηση» της περιουσίας τους.

Για να έχουμε ένα μέτρο αποτίμησης του ειδικού βάρους που είχε, τότε, το ποσό των χαμένων 3,5 δισ. ευρώ, σημειώνουμε ότι ήταν κατά 1,3 δισ. υψηλότερο του αρχικού (άλλο θέμα πού έφθασε μετά) προϋπολογισμού των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 – χωρίς τα έξοδα του Οργανισμού «Αθήνα 2004».

Κι όμως… Σε μια τέτοια περίοδο, όταν – το ξαναλέμε  – όλα τούτα συνενώνονταν με τη διόγκωση της αδήλωτης  εργασίας, όταν πλήθαιναν τα ρεπορτάζ για πάμπολλες ανείσπρακτες εισφορές (με φορείς του Δημοσίου να φιγουράρουν σε θέσεις «βαρβάτων» οφειλετών), η κυβέρνηση Σημίτη έθετε στην ημερήσια διάταξη την «επίλυση του ασφαλιστικού» με τις περικοπές που προβλέπονταν στο πασίγνωστο «σχέδιο Γιαννίτση» (2001)… Εδώ οι λέξεις «κυνισμός» και «θράσος» είναι λίγες…

Το ίδιο θράσος, όμως, χαρακτήρισε στα κατοπινά χρόνια τις περισσότερες  αναφορές όλου του «ακραίου κέντρου» στο ασφαλιστικό και ειδικά στο νομοσχέδιο Γιαννίτση. Η καθεστωτική νοσταλγία που περιέβαλε αυτό το σχέδιο είναι εξηγήσιμη: Τη «μεταρρύθμιση» εκείνη τη ματαίωσε μια δυναμική κοινωνική – λαϊκή κινητοποίηση, άρα ο «όχλος» πρέπει να νιώσει βαριά ένοχος…

Δεν είναι φυσικά αντικείμενο του παρόντος σημειώματος κάποια ανάλυση του ασφαλιστικού, όσο κι αν μια τέτοια «ακτινογράφηση», από εποχή σε εποχή,  θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον (ιδίως αν υπενθύμιζε και τα πορίσματα των αναλογιστικών μελετών που έγιναν από διεθνείς φορείς, κατά παραγγελία της κυβέρνησης Σημίτη το 2003 και εκείνης του Καραμανλή, αργότερα). Ούτε είναι στόχος μας εδώ να καταγράψουμε μισές αλήθειες κι ολόκληρα ψέματα. Δεν μπορούμε ωστόσο να αγνοήσουμε την «επικοινωνιακή σταυροφορία»  (ήταν πολύ επίμονη στα χρόνια των μνημονίων κι εν μέρει «κρατάει» ακόμη) που προσδίδει διαστάσεις τραγωδίας στη ματαίωση της «μεταρρύθμισης» του 2001.

«Αν είχε εφαρμοστεί το σχέδιο Γιαννίτση…». Ε, τι θα είχε συμβεί ή αποφευχθεί; Οι πλέον ακράτητοι από τους «ακροκεντρώους» ισχυρίζονταν πως δεν θα φορτωνόμασταν καν μνημόνια, διότι «κυρίως το κόστος του ασφαλιστικού μας έριξε στα βράχια». Ω, ναι, κάθε ημέρα της εβδομάδας κηρυσσόταν και άλλος «βασικός ένοχος», αναλόγως των προπαγανδιστικών αναγκών – και στόχων- της στιγμής. Πότε η γενική βουλιμία μας (η δική μας και του Πάγκαλου), πότε οι διορισμοί, πότε το κόστος λειτουργίας των νοσοκομείων, πότε οι ιδιοκτήτες τυροπιτάδικων που δεν έκοβαν απόδειξη κλπ. Ε, να μην φταίνε και οι συντάξεις μας;

Οι κάπως πιο συγκρατημένοι «ακροκεντρώοι» δεν μας είπαν ότι θα αποφεύγαμε τη βίαιη «δημοσιονομική προσαρμογή» εάν είχαμε αποδεχθεί το σχέδιο Γιαννίτση. Μας είπαν ότι το ασφαλιστικό θα άντεχε περισσότερο στη «φουρτούνα» των μνημονίων και εντεύθεν. Κάπως δύσκολο να το δεχθεί κανείς, εκτός αν ξέχασε ότι «φουρτούνα» εκείνη έφερε, όχι μόνο το PSI, αλλά και τη δραματική αντιστροφή στην αναλογία εργαζομένων – μη εργαζομένων στην ελληνική κοινωνία.

Βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, το 2008 είχαμε 4,5 εκατομμύρια εργαζόμενους και 3,8 εκατομμύρια που εντάσσονταν στο φάσμα των οικονομικά ανενεργών (ηλικιωμένοι, παιδιά, κ.α) και των ανέργων. Όμως τον  Ιούνιο του 2012 καταγράφονταν 3,7 εκατομμύρια  εργαζόμενοι έναντι 4,6 εκατομμυρίων του αθροίσματος  ανέργων (1,2 εκατ.) και μη ενεργών οικονομικά (3,4 εκατ.). Είναι ολοφάνερο τι σήμαινε για το ασφαλιστικό αυτή εξέλιξη, όπως επίσης και η πτώση των μισθών και των συνακόλουθων εισφορών.

Θα ήταν, όντως, διαφορετικά τα πράγματα από το 2010, εάν είχε εφαρμοστεί το σχέδιο Γιαννίτση»: Λιγότερες συντάξεις παππούδων και γιαγιάδων θα επαρκούσαν για να τα «κουτσοβολέψουν» οικογένειες, χτυπημένες από την ανεργία και την εισοδηματική καθίζηση.

«Άθλος» τέταρτος: Η εισοδηματική ανισότητα σε επίπεδα… αλλοτινά

Στις αρχές φθινοπώρου του 1999, δημοσιεύθηκε μια στατιστική της Eurostat που έτυχε κάποιας προβολής σε  μικρή, μόνο, μερίδα του Τύπου. Η Ελλάδα δεν κατατασσόταν  δεύτερη (μετά την Πορτογαλία) στην ΕΕ μόνο σε ποσοστό φτωχών νοικοκυριών, αλλά δεύτερη και σε εισοδηματική ανισότητα. Το εισόδημα του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν 6,7 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του φτωχότερου 20%.

Ο πιο διαδεδομένος δείκτης εισοδηματικής ανισότητας είναι ο συντελεστής Gini. Αυτός μετρά πόσο απέχει η διανομή του εισοδήματος από την πλήρη ισότητα (που αντιστοιχεί στο μηδέν) ως την μέγιστη ανισότητα (τη μονάδα). Άρα, όσο μεγαλύτερη είναι η τιμή του, τόσο μεγαλύτερη ανισότητα αντανακλά.

Στην Ελλάδα ο συντελεστής Gini μετράται συστηματικά από το 1974 και μετά. Το 1974 μετρήθηκε στο 0,382 (εικαζόταν μάλιστα ότι νωρίτερα, επί χούντας, υπερέβαινε το 0,4). Στη μεταπολιτευτική εποχή μειώθηκε αισθητά και το 1981- 82 έπεσε στο 0,309. Στη συνέχεια κατέγραψε μικρότερες αυξομειώσεις, για να… πεταχτεί όμως στο 0,322 το 1998 – 99 (3). Κι επεφύλαξε νέα «εκτίναξη» το 2002 – 03, όταν και έφθασε στο 0,347  (4). Με άλλα λόγια, ο «εκσυγχρονισμός» έφερε την εισοδηματική ανισότητα σε επίπεδα προ του 1981.

Δειλά – δειλά, μετά το 1999 άρχισε να ακούγεται και να γράφεται ο όρος «δυο Ελλάδες», ως απάντηση στο ιδεολογικό τοτέμ της οικονομικά «ισχυρής Ελλάδας». Υποτίθεται ότι η «κοινωνική συνοχή» ήταν ένας από τους σταθερούς στόχους της «κεντροαριστεράς» τύπου Μπλερ ή Σημίτη. Και αποδείχθηκε διακήρυξη – ανέκδοτο.

«Άθλος» πέμπτος: Χρηματιστηριακό σκάνδαλο 1997- 1999

Ηχεί απίστευτο, αλλά ειπώθηκε κι αυτό: Ότι δεν επρόκειτο για σκάνδαλο, διότι  καμία κυβέρνηση, ως εκ της θέσεώς της, δεν θα μπορούσε να πει στον κόσμο να σταματήσει να παίζει ή να προσέχει πώς παίζει. Ότι όλα επαφίονταν στην κρίση των ατόμων, που αν αποδείχθηκαν αφελή, αδαή ή μεθυσμένα από το όραμα του γρήγορου πλουτισμού, κανείς άλλος δεν τους φταίει…

Αν το ποινικό δίκαιο υιοθετούσε μια τέτοια «λογική», τότε θα έπαυε να διώκει σχεδόν κάθε απάτη, εφ’ όσον η επιτυχία της προϋποθέτει την αφέλεια, την ανοησία ή έστω την απροσεξία των θυμάτων.

Ολοφάνερο είναι το σόφισμα στο οποίο βασίζεται αυτό το «ξέπλυμα». Διότι το θέμα με το καθεστώς Σημίτη δεν είναι ότι απέφυγε να συμβουλεύσει τους «μεθυσμένους» να συγκρατηθούν , αλλά πως δεν σταμάτησε να τους κερνά αλκοόλ, διαβεβαιώνοντάς τους συνεχώς ότι τα καλύτερα στη Σοφοκλέους ήταν  μπροστά…

Το έκανε ο ίδιος ο Κ. Σημίτης και μάλιστα από το βήμα της ΔΕΘ. Το έκανε τουλάχιστον έντεκα (!) φορές με δηλώσεις και συνεντεύξεις του ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Γιάννος Παπαντωνίου. Δεν σταμάτησε, μάλιστα, ούτε όταν – το φθινόπωρο του 1999 – άρχισε το «κραχ».

Ακόμη και στις 28 Μαρτίου 2000, δηλαδή δώδεκα μέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, ο Γ. Παπαντωνίου δήλωνε πως το Χρηματιστήριο θα ξεπερνούσε τη «νευρικότητά του» (sic). Και πως θα ακολουθούσε άνοδος. «Το οποίο σημαίνει ότι όσοι είναι στο Χρηματιστήριο θα είναι κερδισμένοι», έλεγε ανερυθρίαστα. Νωρίτερα ο Ν. Χριστοδουλάκης διατύπωνε και… μανιφέστο, εκείνο του «μετοχικού λαϊκού καπιταλισμού». Και μετά ήρθε το «φταίτε εσείς που μας πιστέψατε…».

Δεν υπήρξε παρόμοιο χρηματιστηριακό σκάνδαλο στην Ελλάδα του 20ου αιώνα. Ήταν το δεύτερο τόσο μεγάλο, από καταβολής νεοελληνικού κράτους. Το πρώτο παραπέμπει στα έτη 1872 – 1874, σε μία καλοστημένη παγίδα του τραπεζίτη και «ευεργέτη» Ανδρέα Συγγρού.

Η κεντρική εξουσία της παλιάς εκείνης εποχής δεν είχε τόσο άμεση ανάμειξη στο κόλπο. Δεν φώναζαν υπουργοί στον κόσμο «αγοράστε, θα ανέβει κι άλλο…». Ο εμβρυώδης ελληνικός καπιταλισμός του 1870 είχε ασφαλώς κουσούρια, ευνοιοκρατία και διαπλοκή, αλλά όχι και Σημίτη – Παπαντωνίου να υποδαυλίζουν αυτοπροσώπως την «τρέλα» των κατοπινών θυμάτων.

Έστω κι έτσι, το 1874 η κυβέρνηση Δεληγεώργη έπεσε, καθώς δεν μπορούσε να αντέξει την κατακραυγή και το στίγμα ότι επέτρεψε στον Συγγρό να παίξει τέτοιο βρόμικο παιχνίδι.  Ο «εκσυγχρονισμός» του 1996 και εντεύθεν ήταν πολύ πιο χοντρόπετσος και… προστατευμένος.

«Άθλος» έκτος: Η ένταξη στην ΟΝΕ, ως βραβείο σε …ανύπαρκτο διαγωνισμό και μοχλός για «σύγκλιση»

Μια από τις  λέξεις που είχαν κολλήσει σαν τσιμπούρια στην καθεστωτική φρασεολογία καθ’ οδόν προς την ένταξη στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), αλλά και μετά από αυτήν, ήταν η «επιβράβευση». Υποτίθεται ότι με την ένταξη επιβραβευόταν η ελληνική οικονομία για τις «μεταρρυθμιστικές» προόδους και το νοικοκύρεμά της (έργο «εκσυγχρονισμού», βεβαίως – βεβαίως).

Όχι, δεν θα αντιτάξουμε εδώ αναλύσεις για «πειραγμένα» στοιχεία και αλχημείες. Θα θέσουμε κατ’ ευθείαν το ερώτημα: Υπήρξε, τότε, έστω και μία χώρα που θέλησε να μπει στην ΟΝΕ και είδε κλειστή την πόρτα; Καμία. Τι συνέβαινε, λοιπόν; Διέθεταν «οικονομίες – κούκλες» όλες οι υποψήφιες για ένταξη χώρες; Αστεία πράγματα…

Τα τυπικά κριτήρια  τα πληρούσε το Λουξεμβούργο και ακόμη ένα, το πολύ δυο, κράτη. Η Γερμανία όμως ήθελε τότε να «μαντρώσει» στο δικό της… μαγαζί όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες, ώστε να τις εντάξει στη  «σφαίρα επιρροής της» – ανταγωνιζόταν άλλωστε με τις ΗΠΑ γι’ αυτό.

Τα όποια προβλήματα θα γεννούσαν οι ανεπάρκειες, καθώς και η ανομοιομορφία στα χαρακτηριστικά των επί μέρους οικονομιών, θα «λύνονταν» αργότερα. Στην ελληνική περίπτωση, η Κομισιόν άρχισε από το 2002 (δηλαδή αμέσως μετά την  ένταξη) να εκφράζει ζωηρές αμφιβολίες για την ακρίβεια των σχετικών με τις δημόσιες συναλλαγές στοιχείων, τα οποία ανακοίνωνε η κυβέρνηση Σημίτη.

Κατά συνέπεια, η διαδικασία ένταξης χωρών στην ΟΝΕ (εμείς συμμετείχαμε στο 3ο στάδιο) δεν έμοιαζε με πραγματική εξεταστική διαδικασία. Έμοιαζε με μια «κούρσα», στην οποία θα λάμβαναν τιμητικές πλακέτες όλοι όσοι συμμετείχαν.

Δυο άλλες λέξεις που δέθηκαν άρρηκτα με την τελική ευθεία για την ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν  «Κασσάνδρες» και «σύγκλιση». Με την πρώτη «κατακεραυνώνονταν» όσοι προέβλεπαν κύμα ακρίβειας με την άφιξη του νέου, του κοινού νομίσματος. Γνωστό είναι αν δικαιώθηκαν ή όχι.

Όσο για το όραμα της σύγκλισης, αυτό περιλάμβανε και την «εισοδηματική σύγκλιση με τα κράτη του ευρωπαϊκού Βορρά». Κάτι που ηχεί ως πικρό ανέκδοτο στις ημέρες μας, όταν γνωρίζουμε (και με τη «βούλα» της Eurostat) ότι σε όρους αγοραστικής δύναμης ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι 27ος  στην ΕΕ, δηλαδή τελευταίος  – και με αρκετά αισθητή απόσταση από τους άλλους της «ουράς».

Οι υπερασπιστές της πολιτικής Κ. Σημίτη θα πουν φυσικά πως το πράγμα «στράβωσε αργότερα», ότι οι μετέπειτα κυβερνήσεις δεν αξιοποίησαν όπως έπρεπε το «πολύτιμο εργαλείο» της ένταξής μας στην ΟΝΕ, κ.α. Δεν θα κάνουμε εδώ μια αξιολογική αποτίμηση ανά περίοδο. Μπορούμε όμως να «ζουμάρουμε» στην εκπνοή της πρωθυπουργικής θητείας του Κ. Σημίτη, για να δούμε αν είχε αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα κάποια τέτοια σύγκλιση.

Βάσει και στοιχείων της ΕΕ που δημοσιεύθηκαν το 2004 (El Pais, 25/3/2004), τίποτα τέτοιο δεν διαφαινόταν. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο μέσος ελληνικός μισθός αντιστοιχούσε στο 41% του γερμανικού, όταν περιοριζόταν στο 1,9% η απόκλιση στην παραγωγικότητα της εργασίας (που στην Ελλάδα κατέγραφε ανοδική τροχιά από το 1994), ανάμεσα στις δυο χώρες. Με την Ισπανία είχαμε παρεμφερείς επιδόσεις στην παραγωγικότητα, αλλά στη χώρα αυτή ο μέσος μισθός ήταν κατά 12,1% υψηλότερος του ημέτερου. Κι όλα αυτά, με τον αριθμό των εργάσιμων ωρών να είναι στην Ελλάδα  κατά 15% μεγαλύτερος από όσο στην ΕΕ.

Είναι αλήθεια ότι σταδιακά προχώρησε σε ορισμένες παραδοχές το πάλαι ποτέ «μονολιθικό», ενθουσιώδες και σίγουρα ευρύτατο φάσμα των υποστηρικτών της ένταξης στην ΟΝΕ. Ακούστηκε και γράφηκε πχ  πως το τόσο σκληρό ευρώ αποδείχθηκε βαρύ για την ελληνική οικονομία, καθώς και ότι η κυβέρνηση Σημίτη θα έπρεπε να είχε πιέσει για μια άλλη ισοτιμία ανάμεσα στο κοινό νόμισμα και την απελθούσα δραχμή.

Να μία ακόμη αιτίαση, εκπορευόμενη από τα χείλη ή τα πληκτρολόγια ανθρώπων που διάνθισαν με κάποια «ναι μεν, αλλά» το τελικό τους συμπέρασμα πως χρειαζόταν η ένταξή μας στην ΟΝΕ: Ότι με το ευρώ δόθηκε το έναυσμα για υπερδανεισμό και υπερχρεώσεις στο εξωτερικό. Ενδιαφέρουσα παραδοχή για ένα φαινόμενο που είχε στενότατη σχέση με τη χρεοκοπία του 2009 -10. Αλλά λίγο καθυστερημένη.

Κάπως έτσι, το κέντρο βάρους της σχετικής επιχειρηματολογίας μετατοπίστηκε σε περισσότερο αμυντικές θέσεις. Απομακρύνθηκε αρκετά από το «ευρώ – ευλογία» και στάθηκε στο «ό,τι και αν έγινε, είτε καλώς είτε κακώς, αν φύγουμε τώρα από την ευρωζώνη θα καταστραφούμε» . Μετατόπιση που κουβαλά ψήγματα έμμεσων ομολογιών.

Για περισσότερες τέτοιες παραδοχές, ποιος ξέρει, μπορεί να περιμένουμε χρόνια ή και δεκαετίες. Τότε, ίσως, που οι εγχώριες οικονομικές και πολιτικές ελίτ θα ψάχνουν  για νέες «μεγάλες ιδέες», ικανές ν’ αντικαταστήσουν τον «ευρωπαϊσμό». Λέμε, ίσως…

Σημειώσεις – παραπομπές

(1) Για μια συνοπτική αλλά εμπεριστατωμένη καταγραφή προσδοκιών και οφέλους κατά τομέα (τουρισμός, κατασκευές, κλπ), βλ. «Ο Τιτανικός της Ολυμπιάδας», έρευνα στην «Ελευθεροτυπία», 13/3/2010.

(2) Κόστος 13 δισ. ευρώ «έδειξε» το πόρισμα της επιτροπής που είχε επικεφαλής τον Πέτρο Δούκα, πρώην υφυπουργό Οικονομικών.

(3) Πηγή: Έρευνα Μητράκου – Τσακλόγλου.

(4) Πηγή:  «Εισοδηματική ανισότητα και δείκτης Gini στην Ελλάδα», των Διον. Κουλλόλλι –  Δημη. Μιχαηλίδη, βλ. Πίνακα για τα έτη 1995 – 2021 (https://greeceinfigures.com/eisodimatiki-anisotita5).

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ