11.4 C
Athens
Τρίτη, 28 Ιανουαρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Πώς ήλθε και γιατί έλκει ο τυφώνας Τραμπ, του Διονύση Ελευθεράτου

 

Ο βαρύγδουπος όρος «πλανητάρχης» καθιερώθηκε στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, για τον εκάστοτε πρόεδρο των ΗΠΑ. Εσχάτως γεννήθηκε και ο όρος «πρώτος παγκόσμιος ολιγάρχης», στις σελίδες μιας γνωστής γερμανικής εφημερίδας Έτσι χαρακτήρισαν τον Έλον Μασκ οι κοινωνιολόγοι ο Καρλ Άμλινγκερ και ο Όλιβερ Νάχτβεϊ, σε άρθρο τους στη Frankfurter Allgemeine Zeitung.

Δεν είναι μόνο οι νέες αρμοδιότητές και παρεμβάσεις του ζάμπλουτου Μασκ ενδείξεις για ό,τι έπεται. Από την παρέλαση «Κροίσων» στην τελετή στο Καπιτώλιο και την τοποθέτηση πλουσιότατων επιχειρηματιών (πχ ο Ντέιβιντ Σακς) σε θέσεις συμβούλων έως τη «γενναία» μείωση του εταιρικού φόρου στις ΗΠΑ, άφθονα πεπραγμένα και προγραμματισμένα καθιστούν εύλογη την πρόβλεψη: Η δεύτερη προεδρική θητεία Τραμπ θα αποτελέσει – εκτός πολλών άλλων – τομή στις σχέσεις της πολιτικής με τη δύναμη του χρήματος. Η πρωτοκαθεδρία της δεύτερης θα γίνει ακόμη πιο ευκρινής και ακλόνητη, με τις «συμφύσεις αρμοδιοτήτων» να αποτελούν ασφαλιστικές δικλείδες γι’ αυτό. Τόσο, ώστε να μιλάμε για άλμα.

Μόνο που κανένα μεγάλο άλμα δεν γίνεται χωρίς φόρα… Και την φόρα την έπαιρνε εδώ και δεκαετίες το «δίδυμο» πολιτικής – οικονομικής ισχύος. Για την… οικονομία του χώρου, ας μην το πιάσουμε το νήμα από πολύ παλιά, σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ. Ας το κάνουμε από το «ξημέρωμα» του 21ου αιώνα.

 

Το φραστικό «αντάρτικο» του Μακέιν και μια ατάκα του Γούντι Άλεν

Πολύ θυμωμένος ήταν ο Αμερικανός πολιτικός που μιλούσε για τη χώρα του στη γαλλική εφημερίδα Monde Diplomatique, το 2000: «Το πολιτικό μας σύστημα στηρίζεται σε ένα καθεστώς δωροδοκιών και δωροληψιών. Η χώρα στην ουσία εκχωρείται στους εκάστοτε πλειοδότες που αποκτούν το δικαίωμα να διαμορφώνουν όλες τις αποφάσεις και να ελέγχουν την υλοποίησή τους».

Όχι, δεν επρόκειτο για κανέναν εκπρόσωπο της «αριστερής πτέρυγας» των Δημοκρατικών, ούτε για τον «ακροαριστερό» Ραλφ Νάντερ των Πράσινων. Ήταν ο Ρεπουμπλικάνος – μακαρίτης πλέον – Τζον Μακέιν, που είχε μόλις ηττηθεί από τον υιό Τζορτζ Μπους στη μάχη για το κομματικό χρίσμα του υποψηφίου στις προεδρικές εκλογές (του 2000). Η πρόσκαιρη… αντάρτικη ρητορεία του Μακέιν οφειλόταν σε μια πικρή, για τον ίδιο, πραγματικότητα. Οι δικοί του χορηγοί (με πρώτη την εταιρεία τηλεπικοινωνιών US – West) του έδιναν ψίχουλα, σε σύγκριση με τα ποσά που πρόσφεραν στον υιό Μπους οι ενεργειακοί κολοσσοί (με πιο γενναιόδωρη την Enron). Χολωμένος, λοιπόν, κατήγγειλε το πολιτικό σύστημα των «δωρητών – πλειοδοτών».

Την ίδια εποχή, δημοσιεύονταν εύγλωττα στοιχεία για την «ανταποδοτικότητα» που χαρακτήριζε τις σχέσεις της πολιτικής σκηνής με την οικονομική ελίτ. Ως κυβερνήτης του Τέξας (1995 – 2000), ο Μπους φρόντισε να αυξηθούν οι επιτρεπόμενες στην Πολιτεία τιμές ρύπων, προς αγαλλίαση των πετρελαϊκών εταιρειών. Ο Αλ Γκορ, ο νικητής της αντίστοιχης διελκυστίνδας στους Δημοκρατικούς, είχε βοηθήσει την Occidental Petroleum που τον χρηματοδοτούσε να πάρει μεγάλη έκταση κρατικής ιδιοκτησίας. Ναι, οι «πετρελαιάδες» ενίσχυαν και στον «οικολόγο» Γκορ…

Ζήλο κάπως… υπερβάλλοντα επέδειξε ο αντίπαλός του Γκορ σε εκείνη τη διαμάχη για το χρίσμα των Δημοκρατικών, ο παλιός μπασκετμπολίστας των Knicks, γερουσιαστής Ουίλιαμ «Μπιλ» Μπράντλεϊ. Εκλαμβάνοντας, ίσως, τα νομοσχέδια υπέρ των χορηγών του ως πόντους σε αγώνα μπάσκετ, ο Μπράντλεϊ συνέταξε και πρότεινε, όχι ένα, όχι δύο, αλλά… 45, όλα με τον ίδιο σκοπό: Να μειωθεί η φορολογία για τις βιομηχανίες χημικών που τον χρηματοδοτούσαν.

Κι οι πακτωλοί με τα χρόνια αυξάνονταν. Στις 22 Αυγούστου του 2004, δύο και πλέον μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές, η ισπανική εφημερίδα El Pais παρατήρησε ότι οι δυο υποψήφιοι – Τζορτζ Μπους και Τζον Κέρι – είχαν ήδη συγκεντρώσει διπλάσια χρήματα απ’ όσα το «δίδυμο» των εκλογών του 2000.

Όταν μάλιστα δημοσιεύθηκαν (The Center for Public Integrity, 2004) οι κατάλογοι με τους δέκα μεγαλύτερους χρηματοδότες του ενός υποψηφίου για την προεδρία των ΗΠΑ και τους αντίστοιχους δέκα του άλλου, διαπιστώθηκε ότι τέσσερις κολοσσοί βρίσκονταν και στις δυο δεκάδες (αν και έδιναν πολύ υψηλότερα ποσά στον Μπους). Ήταν οι Goldman Sachs, UBS, Morgan Stanley, Citigroup. Ίσως εμπνεύστηκαν από τη ρήση του Γούντι Άλλεν: «Πηγαίνω στις λειτουργίες όλων των εκκλησιών, διότι δεν θέλω να χάσω τη βασιλεία των ουρανών για τεχνικές λεπτομέρειες…».

Ε, κάποια στιγμή οι διεκδικούντες θέση στη «βασιλεία των ουρανών» γίνονται οι ίδιοι κλειδοκράτορες στο «βασίλειο» ή και «βασιλιάδες». Και όσα ανάλογα μεσολάβησαν στην εικοσαετία 2004 – 2024, επιτάχυναν την προαναφερθείσα φόρα…

 

«Στην Ευρώπη υπάρχει κυβέρνηση Goldman Sachs»

«Η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για την αφήσει κανείς στους πολιτικούς». Το σλόγκαν άρχισε ν’ ακούγεται – αρχικά ως σκωπτικός «εκσυγχρονισμός» της αστικής σκέψης – στην πρώιμη δεκαετία του 1990. Κι έμοιαζε συμβατό με την εποχή. Ο Φουκουγιάμα διεκήρυττε ότι η Ιστορία εξέπνευσε και θάφτηκε, παρέα με τον Ψυχρό Πόλεμο. Σε παράπλευρο τάφο κείτονταν οι ιδεολογίες. Η νεοφιλελεύθερη οικονομική «ορθοδοξία» θα ήταν εφεξής το κοινό πηδάλιο όλου του κόσμου, άρα οι αντίστοιχοι ειδήμονες – τεχνοκράτες θα έπρεπε, είτε να καθοδηγούν άμεσα τους καπεταναίους είτε να αναλάβουν οι ίδιοι την πλοήγηση.

Στις αρχές της «νέας εποχής» η σοβαρότητα της «υπόθεσης πολιτική» θεμελιωνόταν κυρίως στην ανάγκη να ενωθεί με τα νεωτερικά know how της αγοράς. Πολύ λιγότερο σχετιζόταν με τη σύναψη κοινωνικών συμβολαίων ή με τον χειρισμό του «λαϊκού παράγοντα», αφού όλα τούτα παρέπεμπαν σε περασμένο κύκλο. Ο νέος επεφύλασσε καθολική ευημερία και μηδαμινές συγκρούσεις. Υποτίθετο…

Στην Ευρώπη όμως, όταν τα μέτρα λιτότητας που ακολούθησαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) άρχισαν να προσκρούουν σε κοινωνικές αντιστάσεις (στη Γαλλία μάλιστα πολύ δυναμικές και εν μέρει αποτελεσματικές), επανήλθε και η «παλιομοδίτικη» εκδοχή για την κρισιμότητα της πολιτικής. Έγιναν λοιπόν δυο οι λόγοι, για τους οποίους «η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για την αφήσει κανείς στους πολιτικούς». Έγινε διπλή η ανάγκη: Αφενός η σύζευξη πολιτικής εξουσίας – τεχνοκρατίας και, αφετέρου, η επιβολή στους «κάτω», χωρίς πολλές περικοκλάδες και αναζητήσεις συμβιβασμών.

Το 1994 έγινε πρωθυπουργός στην Ιταλία ο μεγιστάνας μέσων ενημέρωσης Σίλβιο Μπερλουσκόνι, υποσχόμενος να ξεδοντιάσει το παλιό, φθαρμένο και βουτηγμένο στα οικονομικά σκάνδαλα πολιτικό σύστημα (κατ’ αναλογία, ο Τραμπ κηρύσσει πόλεμο εναντίον «του κατεστημένου»). Ωστόσο η διακεκομμένη «εποχή Μπερλουσκόνι» ήταν το πρώτο σκαλοπάτι. Το δεύτερο σηματοδοτήθηκε το Νοέμβριο του 2011, όταν ο Μπερλουσκόνι αντικαταστάθηκε από έναν «αστέρα» του χρηματοπιστωτικού τομέα, τον Μάριο Μόντι, τον οποίον διόρισε ο Ιταλός πρόεδρος Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, με διαδικασία… εξόχως εξεζητημένη. Σχεδόν ταυτόχρονα, στην Ελλάδα ανέλαβε καθήκοντα πρωθυπουργού άλλος παράγοντας του τραπεζικού συστήματος, ο Λουκάς Παπαδήμος. Κι αυτός… φυτευτός, μη εκλεγμένος.

Το Νοέμβριο του 2011 η γαλλική εφημερίδα Monde έγραψε ότι στην Ευρώπη είχε εγκαθιδρυθεί «ευρωπαϊκή κυβέρνηση Goldman Sachs», απαρτιζόμενη από τους Μ. Μόντι, Λ. Παπαδήμο, αλλά και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι (αργότερα, το 2021 έμελλε να γίνει κι αυτός πρωθυπουργός). Και οι τρεις ανήκαν επί χρόνια στο διευθυντήριο της εν λόγω αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας.

Το 2017 ήλθε η σειρά άλλου τραπεζικού κολοσσού , του οίκου Rothschild, να καμαρώσει ένα δικό του παιδί – αλλά εκλεγμένο, αυτό- σε ύπατο πολιτικό αξίωμα και μάλιστα σε μια πολύ μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα. Τον Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία.

Αν, λοιπόν, θεωρήσουμε – και ορθότατα- ως ένα βασικό στοιχείο του «τραμπισμού» την επέλαση των ανθρώπων «της αγοράς» και της επιχειρηματικότητας «βαρέων βαρών» στα πολιτικά κέντρα λήψης αποφάσεων, τότε πόσο ξένη από μια ανάλογη διαδικασία μπορεί η νιώθει η Ευρώπη; Δεν νομίζουμε ότι είναι σε θέση να εκστομίσει πολλά «απαπά» βδελυγμίας το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Ούτε η ίδια Ευρωπαϊκή Ένωση, η περικυκλωμένη από 30.000 λομπίστες (τουλάχιστον τόσοι δρουν στις Βρυξέλλες) και έχουσα ως επικεφαλής την κυρία Ούρσουλα του ερευνώμενου Pfizer – gate.

 

Η Μελόνι, η περιφρόνηση για την Ευρώπη, η ξεπεσμένη αρχόντισσα παγκοσμιοποίηση

Αν εξετάσουμε μία προς μία τις εξαγγελίες, τις δηλώσεις και τις (πρώτες) κινήσεις του Τραμπ, θα διαπιστώσουμε πως οι περισσότερες έχουν κάποιους «ιστορικούς προγόνους».

Παράδειγμα: Ο Τραμπ προσκάλεσε στην τελετή της ορκωμοσίας του τη Τζόρτζια Μελόνι και κανέναν άλλον Ευρωπαίο ηγέτη, κάνοντας έτσι μια – ευεξήγητη, είναι αλήθεια – δήλωση προτίμησης στην κυρία του ιταλικού μετα-φασισμού. Εδώ ο διαχωρισμός της «ήρας από το σιτάρι» έβγαλε μόνο ένα… καλό πρόσωπο – προς το παρόν. Δύο δεκαετίες νωρίτερα, το… ξεδιάλεγμα έβγαζε αρκετές «καλές» χώρες. Τότε που ένας άλλος Ντόναλντ, ο Ράμσφελντ (υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση Μπους) διεκήρυττε τη συμπάθεια της Ουάσινγκτον στη «νέα Ευρώπη», δηλαδή τις ανατολικές χώρες που επιδοκίμαζαν την αμερικανο – βρετανική επίθεση στο Ιράκ (2003) σε αντιδιαστολή προς την… αχώνευτη «παλιά Ευρώπη» – κυρίως τη Γερμανία και τη Γαλλία.

Βεβαίως, πέρα από το στοιχείο του διαχωρισμού, η κίνηση του Τραμπ απέπνεε και περιφρόνηση προς την οικονομικά παραπαίουσα και γεωπολιτικά μειούμενη Ευρώπη. Είναι όμως δύσκολο οι όποιες δημόσιες δηλώσεις και κινήσεις του να «δώσουν» κάτι ηχηρότερο από εκείνο το «Fuck the Europe» που είχε εκστομίσει, στις αρχές Φεβρουαρίου του 2014, η Βικτόρια Νούλαντ, υφυπουργός για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις στην κυβέρνηση Ομπάμα. Φράση που ειπώθηκε σε τηλεφωνική συνομιλία της Νούλαντ με τον αμερικανό πρεσβευτή στο Κίεβο, Τζέφρι Πάιατ, αλλά… μαθεύτηκε.

Άλλο παράδειγμα: Ο Τραμπ απειλεί προς κάθε κατεύθυνση ότι θα επιβάλλει δασμούς κι αυτό πολλοί το εκλαμβάνουν ως αιχμή του δόρατος της απόπειρας του αμερικανού προέδρου να «σκοτώσει» την οικονομική παγκοσμιοποίηση. Στην ουσία ο Τραμπ επιθυμεί ν’ αλλάξει τους όρους της παγκοσμιοποίησης, η οποία ούτως ή άλλως ήταν ανέκαθεν «αλα καρτ». Όσες φορές οι ΗΠΑ έκριναν ότι έπρεπε να «παίξουν αλλιώς», το έκαναν ανενδοίαστα.

Ενδεικτικά θυμίζουμε ότι το 2002, επί υιού Μπους, οι ΗΠΑ επέβαλαν δασμούς (έως και 30%) στα εισαγόμενα προϊόντα χάλυβα, προκαλώντας αγανάκτηση στην ΕΕ, την Ιαπωνία και την Κίνα.

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, βεβαίως, απαιτούσε ευθυγράμμιση και με εκείνους του κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) οι οποίοι, για τη διασφάλιση της «ελευθερίας του ανταγωνισμού», εμπόδιζαν πολιτικές κρατικών ενισχύσεων στους αγρότες. Ε, οι ΗΠΑ έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια όσους από αυτούς τους κανόνες ήθελαν.

Κάποια στιγμή η ΕΕ επισημοποίησε τη δυσφορία της για αυτού του είδους τον αμερικανικό «εσωτερικό προστατευτισμό» που ευνοούσε τις εξαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων σε βάρος των ευρωπαϊκών (συνεδρίαση της αρμόδιας για τη Γεωργία Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 11/10/ 2012). Αλλά και η Αυστραλία, όπως και ο Καναδάς, δυσφορούσαν διαπιστώνοντας ότι οι ΗΠΑ παραβίαζαν κανόνες του ΠΟΕ.

Όποιος, όπως οι ΗΠΑ, ένιωθε αρκετά ισχυρός για να παραβιάσει προς δικό του όφελος τα «θέσφατα» της παγκοσμιοποίησης το έκανε, άλλο αν ταυτόχρονα κουνούσε αυστηρά το δάχτυλο σε άλλους (επίδοξους) παραβάτες.

Άλλωστε διεθνώς «έχουμε δει, τα τελευταία 15 χρόνια περίπου, αυξανόμενες περιπτώσεις προστατευτισμού», όπως επί λέξει ανέφερε προ ημερών, μιλώντας στο φόρουμ του Νταβός, ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, Ματίας Κόρμαν. Κι αυτό διότι, όπως τόνισε, «η παγκοσμιοποίηση δεν λειτούργησε τόσο καλά, όσο θα έπρεπε για όλους…».

Όποιος έλεγε πριν από 15 – 20 χρόνια ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν λειτουργούσε καλά για όλους χαρακτηριζόταν με συνοπτικές διαδικασίες οπαδός του «απομονωτισμού», «μηδενιστής, «λαϊκιστής»… Σήμερα το ομολογεί και ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ, έστω κι αν είναι βέβαιο ότι κάνοντας αυτήν παραδοχή δεν έχει στο νου του τα ίδια ακριβώς πράγματα (ούτε έγνοια για τους ίδιους χαμένους), με αυτά που αναδείκνυαν οι προοδευτικές αναλύσεις.

 

Ένα τρομακτικό τρίο – κι αυτό με «προηγούμενα»…

Χωρίς αμφιβολία, τρεις από τις πρόσφατες εκφάνσεις του «τραμπισμού» προκαλούν ξεχωριστή ανατριχίλα – τουλάχιστον στο νουνεχές, προοδευτικό τμήμα της ανθρωπότητας.

Πρώτη: Ακόμη κι αν αποδειχθούν λεκτικά «σκιάχτρα », οι απειλές για προσαρτήσεις (Γροιλανδία, Διώρυγα του Παναμά) σπάνε «ταμπού» του ιστορικού κύκλου που ακολούθησε την πτώση της «κλασσικής» αποικιοκρατίας. Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου – κι εδώ πρόκειται για τους βασικότερους- δεν εξαλείφονται μόνον όταν οι απειλές υλοποιούνται. Ουσιαστικά «τελειώνουν» κι όταν ο ισχυρός που επισείει μια τέτοια εξωφρενική «δαμόκλειο σπάθη» πετυχαίνει κάποια απ’ όσα εκβιαστικά επιδιώκει – ή και όλα.

Δεύτερη: Η συνολική εκστρατεία του Τραμπ εναντίον μεταναστών αλλά και ανθρώπων που αιτούνται άσυλο προφανέστατα στέλνει τον θεσμικό ρατσισμό σε άλλα επίπεδα. Ο Τραμπ παρακάμπτει τη νομοθεσία, αλλά και την εκ γενετής ιθαγένεια, την οποία εγγυάται ξ 14η Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ. Απειλεί με απέλαση 11 εκατομμύρια ανθρώπους, περίπου το 3,2% του πληθυσμού της χώρας. Κι όλα αυτά «αμπαλάρονται» σε μία απύθμενα επιθετική ρητορική, που προωθεί με επιμονή την εξίσωση «παράτυπος = εγκληματίας». Με όσα αυτό το αμπαλάρισμα σημαίνει και ιδίως με όσα μπορεί να τροφοδοτήσει στην καθημερινότητα.

Τρίτη: Η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, πέραν των άμεσων επιπτώσεων που μπορεί να έχει, θεμελιώνεται στην ίδια την άρνηση της κλιματικής αλλαγής. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Ας μην υποτιμήσουμε τη διεισδυτικότητα που μπορεί να έχει μια τέτοια θεωρία, σκεπτόμενοι ότι την στραπατσάρουν τόσα ερευνητικά πορίσματα, αλλά και κλιματικά συμπτώματα. Ειδικά σε μία χώρα (ΗΠΑ), όπου σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Νιού Χάμσαϊρ ένα 19% πιστεύει πως η γη είναι επίπεδη κι ένα 28% εμφανίζεται βέβαιο πως με τους εμβολιασμούς εμφυτεύονται μικροτσίπ, δεν φαντάζει απίθανη η ισχυροποίηση της ιδέας ότι η κλιματική αλλαγή είναι «απάτη πονηρών επιστημόνων».

Αλλά όλα τα παραπάνω διαθέτουν κι αυτά «τα προηγούμενά τους», τα «δεδικασμένα τους» – όχι μόνο στις ΗΠΑ, σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο. Μάλλον περιττεύουν οι αναλυτικές αναδρομές (θα ήταν άλλωστε μακροσκελέστατες), ειδικά για την εξέλιξη κρατικών πολιτικών απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες.

Περίπου το ίδιο ισχύει και για τις εναλλαγές ανοχής – ενθάρρυνσης σε παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, όταν βεβαίως ο δράστης ήταν ή είναι αρεστός ή «ημέτερος». Η απειλή προσάρτησης εδαφών συνιστά, αναμφίβολα, μια ξεχωριστή βαθμίδα αυθαιρεσίας κι επιθετικότητας. Δεν θυμόμαστε όμως ξεχωριστές αντιδράσεις εκ μέρους της «διεθνούς κοινότητας», παρά μόνο (με ελάχιστες εξαιρέσεις) κάποιες ξέπνοες εκφράσεις «ανησυχίας», κάθε φορά που το Ισραήλ εξήγγειλε προσαρτήσεις παλαιστινιακών εδαφών. Ούτε είδαμε ποτέ κυρώσεις για τις de facto προσαρτήσεις που γίνονταν και γίνονται μέσω των παράνομων εποικισμών.

Όσο για την απόσυρση από τη Συμφωνία του Παρισιού, αυτή δείχνει να συμπυκνώνει πολλά από όσα διαπιστώνουμε διεθνώς, εδώ και δεκαετίες, σε σχέση με την αντιμετώπιση του τεράστιου περιβαλλοντικού προβλήματος. Κυβερνήσεις διστακτικές, μπλεγμένες σε διαδοχικά «ναι μεν, αλλά», ευάλωτες σε πιέσεις οικονομικών συμφερόντων.

Ειδικά ως προς τις ΗΠΑ, μπορεί να θυμηθεί κανείς ότι ο πρόεδρος Μπους το 2001 απέσυρε τη χώρα από το Πρωτόκολλο του Κιότο (1997). Ήταν τότε που η Ουάσιγκτον πρόβαλε το επιχείρημα: «Η χώρα μας έχει πολλά δάση που προσφέρουν οξυγόνο, άρα δικαιούται να ρυπαίνει περισσότερο» (Οι ΗΠΑ αντιστοιχούσαν στο 5% του παγκόσμιου πληθυσμού και ευθύνονταν για το 25% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου). Και σ’ αυτό, λοιπόν, υπήρχε «προϊστορία».

 

Γιατί ο «τραμπισμός» έλκει τόσο διαφορετικούς ανθρώπους;

Τελικά τι είναι το φαινόμενο του «τραμπισμού»; Κάπως επιθετικότερη συνέχεια του σύγχρονου καπιταλισμού, ή τομή που πλάθει ένα ποιοτικά διαφορετικό μοντέλο στην αστική διαχείριση, στην επιδίωξη πειθάρχησης «των κάτω» και στην επιβολή των γεωπολιτικά ισχυρότερων στους γεωπολιτικά πιο αδύναμους;

Το στοιχείο της συνέχειας ασφαλώς υπάρχει – το είδαμε ήδη. Ο «τραμπισμός» γεννήθηκε στα εργαστήρια της αστικής «κανονικότητας». Αυτής που ανακύκλωνε συνεχώς αδιέξοδα (κοινωνικά, αλλά και δικά της) και πάσχιζε διαρκώς να βρει «λύσεις», συρρικνώνοντας δημοκρατικές ελευθερίες και κατεδαφίζοντας ό,τι απέμενε από το αλλοτινό «κράτος πρόνοιας». Ο «τραμπισμός» ασφαλώς δεν προέκυψε από παρθενογένεση, όσο κι αν παριστάνουν τις ανήξερες «παρθένες» επιφανείς εκπρόσωποι του «ακραίου κέντρου», μέτρ του… λελογισμένου ρατσισμού και επιλεκτικοί (άρα υποκριτές) υπερασπιστές του διεθνούς δικαίου.

Θα ήταν όμως ασυγχώρητο λάθος να μην δούμε το άλμα, όσο κι αν επιβάλλεται να δείξουμε τον βατήρα… Η «νέα εποχή Τραμπ» φέρνει, όντως, την καπιταλιστική ωμότητα σε «νέο level», εφ’ όλης της ύλης. Επιπλέον, εμπνέει, ενθαρρύνει και αποθρασύνει τις – ήδη ευρισκόμενες σε ανοδική τροχιά- δυνάμεις της παγκόσμιας ακροδεξιάς, σε όλες τις εκφάνσεις της. Συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που φλερτάρουν με το νεοφασισμό.

Αξιοπρόσεκτο όμως είναι κάτι ακόμη: Ο «τραμπισμός» αποδεικνύεται πολυσυλλεκτικός κι όχι μόνο υπό μία έννοια. Κατά πρώτον, εναποθέτουν σε αυτόν ελπίδες άνθρωποι από πολύ διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, χωρίς φυσικά να εξαιρούνται μισθοσυντήρητοι και οικονομικά αδύναμοι.

Ως προς λαϊκές τάξεις των ΗΠΑ, διαπιστώνεται ότι η γοητεία του Τραμπ δεν περιορίζεται στους «WASP» (Λευκοί – Αγγλοσάξονες – Προτεστάντες) του εν λόγω κοινωνικού φάσματος. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, στις πρόσφατες εκλογές ο Τραμπ κέρδισε τις ψήφους πολλών περισσότερων (σε σχέση με την αναμέτρηση του 2020) ισπανόφωνων. Δεν ήταν στην πλειονότητά τους «ματσωμένοι» – κάθε άλλο. Ήταν ωστόσο δεκτικοί στην καθησυχαστική «γραμμή» του Τραμπ: «Εσείς δεν είστε παράτυποι μετανάστες, άρα δεν κινδυνεύετε από εμένα. Αν βγω πρόεδρος, δεν θα κινδυνέψετε να χάσετε δουλειές από νεοφερμένους μετανάστες – αντίθετα, θα κερδίσετε και εσείς από την οικονομική ανασυγκρότηση που θα πετύχω…».

Αυτό το «θα κερδίσετε και εσείς» έχει το παρελθόν του… Από την πρώιμη εποχή του Μπερλουσκόνι συζητιόταν εντονότατα η «πέραση», την οποία είχε το σκεπτικό πως ένας επιτυχημένος, δαιμόνιος επιχειρηματίας διαθέτει τα «φόντα» να ωφελήσει τη χώρα του, εάν αναλάβει τα ηνία της. Όσο κι αν καγχάσουμε με τέτοια αποκυήματα «κοινωνικού ραγιαδισμού», η ουσία δεν αλλάζει: Μπορεί να μην πέθαναν οι ιδεολογίες το 1990 (κι ας το ισχυρίζονταν πολλοί), αλλά έκτοτε αποδυναμώθηκαν αισθητά τα ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια, ως εργαλεία για την ανίχνευση του παρόντος και του μέλλοντος.

Φυσικά, ούτε ο Μπερλουσκόνι αποδείχθηκε «Μεσσίας» και λυτρωτής των κοινωνικά αδύνατων (το πολύ – πολύ αυτοί να χαίρονταν επί των ημερών του με τις επιτυχίες της Μίλαν, αν ήταν οπαδοί της). Πολύ ταχύτερα απομυθοποιήθηκε ο «Αργεντινός Μπερλουσκόνι», ο Μαουρίτσιο Μάκρι – εκείνος ντε, που «επειδή ήξερε τις αγορές θα απογείωνε την οικονομία της χώρας» (αν θυμάστε…). Κι όμως, ανά τον κόσμο εκατομμύρια άνθρωποι αναζητούν τέτοιους «Μεσσίες», σχεδόν στα τυφλά…

Η δεύτερη πλευρά της πολυσυλλεκτικότητας του «τραμπισμού» δεν αφορά την κοινωνική θέση των ανθρώπων, αλλά το πολιτικό τους στίγμα. Μοιάζει αδιανόητο, αλλά υπάρχουν αρκετοί προοδευτικοί άνθρωποι που βλέπουν στον «τραμπισμό» κάποιες… ευκαιρίες. Είτε επιμέρους ευκαιρίες (πχ «τουλάχιστον μ’ αυτόν θα τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία») είτε και συνολικότερες («θα αναστατώσει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα»). Επενεργεί, επίσης, η «λογική» που βλέπει τον «τραμπισμό» ως ταφόπλακα του «κλασσικού» νεοφιλελευθερισμού και χαίρεται για την τιμωρία που υφίσταται (;) ο τελευταίος. Απλώς, χαίρεται…

Όλα τούτα τα διευκολύνει πιθανότατα και η «περσόνα Τραμπ». Απρόβλεπτος, ικανός τη μία ημέρα να εξαγγέλλει μεγάλους δασμούς εναντίον της Κίνας και την άλλη να «καλμάρει» απέναντι στο Πεκίνο και να απειλεί με υψηλούς (δασμούς) την Ευρώπη, με στιλ «μπλοφατζή» που σε προκαλεί να μαντέψεις πότε σοβαρολογεί και πότε όχι, ο Τραμπ επιτρέπει στον καθένα να κρατά και να προβλέπει ό,τι θα ήθελε.

Αλλά, όπως κι αν έχει, το φαινόμενο προσώπων που προσδιορίζονται ως προοδευτικά και ανακαλύπτουν στον «τραμπισμό» ευκαιρίες «αντισυστημικές», μάλλον μας επιβάλλει να διασκευάσουμε ελαφρά τον Μιχάλη Κατσαρό: Να πάρουμε μαζί μας νερό, ώστε ν’ αντιμετωπίσουμε την ξηρασία του μέλλοντος, αλλά και λίγο παραπάνω για να δροσιστούν μερικά κεφάλια. Μπας και συνέλθουν τα εσώκλειστα μυαλά…

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ