Και λιγότερο μια ταινία για τον Στέλιο Καζαντζίδη
Κι όμως αυτή η Ελλάδα «ΥΠΑΡΧΕΙ» ακόμα!
Τώρα που πέρασε η πρώτη συγκίνηση και έξαψη γύρω από την ταινία για τον Καζαντζίδη, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις όχι για την αισθητική αποτίμηση της ταινίας, αλλά για το ίδιο το φαινόμενο «Καζαντζίδη» και τι σηματοδοτεί για την πολιτισμική εξέλιξη του μεταπολεμικού λαϊκού κόσμου της Ελλάδας.
Όμως, τι συγκυρία κι αυτή…
Εκεί που είχε ανάψει η συζήτηση, όχι για την αξία του Καζαντζίδη ως τραγουδιστή (ποιος να περιπέσει σε τέτοιο αμάρτημα), αλλά ως βιογραφία, ως στάση ζωής και ως προσωπικότητα και κυρίως ως σύντροφος και εραστής μεγάλων τραγουδιστριών της μεταπολεμικής Ελλάδας (καθότι ως γνωστόν εδώ στο Νότο οι ιστορίες αγάπης πάντα συγκινούν), η Καίτη Γκρέυ, η παντοτινή αρραβωνιαστικιά του Στέλιου, πεθαίνει, έχοντας κλείσει τους λογαριασμούς της με έναν αιώνα, ενώ η Μαρινέλλα, λύγισε κάποια στιγμή επί σκηνής και όλοι περιμένουμε πώς και πώς να ανακάμψει.
Πάντως για φευγάτος εδώ και 24 χρόνια ο Καζαντζίδης, πολύ φασαρία συνεχίζει να κάνει κι αυτή μάλλον είναι η «Αθανασία» που πρέπει στους «βροτούς».
Ένα φαινόμενο που προφανώς συνεχίζει να απασχολεί τους Έλληνες, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, όπως γράφεται στα ΜΜΕ, ότι την ταινία έχουν παρακολουθήσει περίπου 800.000 θεατές, ήτοι το 10% του ενήλικου πληθυσμού.
Ανήκω στους πρώτους απογόνους εκείνης της γενιάς που γεννήθηκε πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τη γενιά του Στέλιου Καζαντζίδη και που ταξικά ανήκαν στην ίδια λαϊκή κοινωνική ομάδα.
Γεννήθηκα υπό τους ήχους των τραγουδιών του, που μετέδιδε ο ραδιοσταθμός Μεσολογγίου (αυτόν πιάναμε στην Πάτρα) κάθε Κυριακή μεσημέρι την ώρα του φαγητού, στην ώρα των λαϊκών τραγουδιών, μετά την ώρα των δημοτικών.
Θυμάμαι σαν σε όνειρο, γύρω στο 1967, να τραγουδάνε στο σπίτι μας και σ’ όλη τη γειτονιά το καινούργιο του τραγούδι:
«Νυχτερίδες κι αράχνες γλυκιά μου
΄Εχουν χτίσει φωλιά
Μέσα στο έρημο κι άδειο μας σπίτι
Όσο λείπεις μακριά»
κι εγώ να φοβάμαι ότι πράγματι όσο ο πατέρας έλειπε ταξίδι με τα τρένα που δούλευε, το σπίτι μας θα γέμιζε αράχνες και νυχτερίδες.
Εν τω μεταξύ τόσο τα αρσενικά μέλη της οικογένειας (πατέρας, θείοι, γαμπροί κ.λπ.), όσο και η γειτονιά, είχε μοιραστεί ανάμεσα σε κείνους που έπιναν νερό στο όνομα του Καζαντζίδη και δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους και τους άλλους τους πιο light που προτιμούσαν τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Εμείς οι νεότεροι απόγονοι ασχοληθήκαμε μαζί του τη δεκαετία 1980-1990, μετά την μεταπολιτευτική ανακάλυψη του ρεμπέτικου. Συναντήσαμε αυτόν, το μύθο του και τους συν αυτώ, «πολιτιστικά» θα έλεγα, ως γνώση ενός λαϊκού παρελθόντος από το οποίο η γενιά μας εν μέρει είχε ξεφύγει αλλά συναισθηματικά ήταν παρόν. Ολονύχτιες συζητήσεις σε λαϊκά μαγαζιά που ξεπήδαγαν σαν τα μανιτάρια, όπου την ορχήστρα αποτελούσαν κυρίως νέοι, ακόμα και φοιτητές και αργότερα και επιστήμονες, εάν το «φυλακισμένο στις εταιρείες χρυσό αηδόνι» ήταν ένας ασυμβίβαστος λαϊκός βάρδος ή ένας ιδιότροπος καλλιτέχνης.
Κι έτσι το ερώτημα που τίθεται ξανά και ξανά ήταν ακριβώς αυτό.
Στην ταινία, όπου εμφανίζεται μόνιμα σκυθρωπός και μουρτζούφλης, πάντα παραπονούμενος και διεκδικητικός ή θυμωμένος έναντι κυρίως των εταιριών, ενώ πάντα κάποιος του έφταιγε (άλλωστε όλοι ομονοούν ότι ήταν ένας ιδιαίτερα περίπλοκος και συγκρουσιακός άνθρωπος), κάποια στιγμή του λέει η Μαρινέλλα «Γιατί ποτέ σου δε χαίρεσαι; Κοίτα το δρόμο που ανοίγεται μπροστά μας κ.λπ.».
Ο Καζαντζίδης της απάντησε κάτι περίπου σαν αυτό «μα δε βλέπεις πόσο ακριβές είναι οι τιμές στο μαγαζί. Πώς να έρθει ένας οικογενειάρχης να με ακούσει. Θα απαιτήσω να πέσουν οι τιμές κ.λπ., κ.λπ.»
Και του απαντά η Μαρινέλλα που δεν είχε ενοχές ν’ αλλάξει κοινωνική κατηγορία, γεγονός που απέδειξε και η μετέπειτα πορεία της: «Μα οι φτωχοί σου, δεν είναι πλέον φτωχοί, είναι αυτοί που σε ακολουθούν και έχουν αγοράσει πικ απ για να σε ακούνε».
Όμως ο Στέλιος δεν συμμερίζεται την άποψή της. Βλέπει ακόμα εφιάλτες τη νύχτα. Βλέπει τους ταγματασφαλίτες να δέρνουν τον πατέρα του.
Και τότε κατάλαβα ότι ο Καζαντζίδης από τη μια απολάμβανε μιας λαϊκής ασυλίας και από την άλλη τον βάραινε η ευθύνη που είχε εναποθέσει στους ώμους του αυτός ο ίδιος ο λαός: Να μην τον προδώσει ποτέ, όχι μόνο να τον εκφράζει αλλά και να τον εκπροσωπεί.
Ο Καζαντζίδης ήταν ένα με το λαό κι έπρεπε η στάση ζωής του και όχι μόνο τα τραγούδια του να συνάδει με το ρόλο που του είχαν αναθέσει.
Γι’ αυτό και στο σιδηροδρομικό σταθμό της Γερμανίας ή του Βελγίου, τον περίμεναν πάνω από 10.000 έλληνες εργάτες να τον υποδεχτούν.
Δεκαετίες του 50-60.
Πρόκειται για μια συναρπαστική διαδρομή, η οποία διασχίζει τη μεταπολεμική Ελλάδα, συλλογικά αισθήματα της οποίας εξέφρασε με μοναδική ευκρίνεια και ευαισθησία η φωνή του.
Μια γενιά σακατεμένη από τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Μια χώρα σε πένθος. Δεν υπήρχε οικογένεια που να μην θρηνεί κάποιον νεκρό της. Οι αριστερές δε οικογένειες είχαν επί πλέον το πένθος της ήττας τους. Ο Καζαντζίδης έπρεπε να εκφράζει αυτό το κοινά βιωμένο πένθος. Και η δική του οικογένεια ήταν πρόσφυγες. Κι ο δικός του πατέρας δολοφονήθηκε από τους ταγματασφαλίτες. Κι ο ίδιος στρατιώτης στη Μακρόνησο και μουλαράς στο στρατό. Ήταν ένας από αυτούς. Αυτή του η κοινωνική θέση δεν έπρεπε να αλλάξει.
Η λαϊκή ασυλία κρατούσε όσο κι αυτός κρατούσε γερά την εκπροσώπηση. Δε χώραγαν σ’ αυτά ούτε πολυτέλειες ούτε μεσοαστικά γλέντια.
Είναι χαρακτηριστική η κινηματογραφική σκηνή έξω από το κοσμικό κέντρο «Λουξεμβούργο» στην περιοχή του Ποσειδωνίου που λειτουργούσε εκεί που σκάει το κύμα από τη δεκαετία του ’30 έως και το ’70 και η οποία αποδίδει απόλυτα μια πραγματική κατάσταση.
Το εξοχικό κέντρο βρισκόταν στο χώρο ενός εγκαταλειμμένου μοναστηριού καθολικών και συγκέντρωνε όλους τους αστούς και κοσμικούς της πόλης.
«Γινόταν το σώσε (διηγήθηκε ο ίδιος στον Βασ. Βασιλικό) στο ‘Λουξεμβούργο’. Εμείς βγαίναμε δυο φορές τη βραδιά. Ο κόσμος ήθελε να ακούσει Καζαντζίδη. Ο Μουσχουντής (ο γνωστός αντικομουνιστής αστυνομικός διευθυντής, κουμπάρος του Τσιτσάνη και μπλεγμένος άσχημα στην υπόθεση Πολκ) είχε επιστρατέψει σχεδόν τη μισή χωροφυλακή για να επιβάλει την τάξη. Δεν ξέρω αν θυμάσαι, το μαγαζί δεξιά και αριστερά είχε κάτι καρνάγια. Εκεί ήταν αραγμένα μεγάλα καΐκια. Τα πιτσιρίκια ανεβαίνανε στα κατάρτια. Μιλάμε για πολύ κόσμο. Λαοπλημμύρα. Μέχρι ένα μίλι στη θάλασσα ήταν βάρκες με κόσμο. Με φαναράκια, με τα ουζάκια τους, είχε κάτι μπουνάτσες ωραίες, ο κοσμάκης καθότανε εκεί μέχρι να σχολάσουμε. Παραγγελιές μας στέλνανε από όλο τον Θερμαϊκό».
Τί σήμαινε αυτό; Ότι ο κόσμος, ο λαϊκός κόσμος δεν μπορούσε να μπει μέσα στο μαγαζί. Δεν είχε την οικονομική δυνατότητα. Έτσι κάθονταν απ’ έξω. Άλλοι κάνοντας ένα άτυπο πικ νικ στην αμμουδιά με ουζάκια, μπύρες και σουβλάκια κι άλλοι στις βάρκες που έριχναν άγκυρα στα ρηχά.
Έτσι κατανόησα ότι η σχετική σκηνή που περιγράφει ανάλογα και ο Γιώργος Σκαπαρδώνης στο Μυθιστόρημά του «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» (στο οποίο ουσιαστικά περιγράφει τη δημιουργία του παρακράτους στη Θεσσαλονίκη), δεν ήταν αποτέλεσμα της φαντασίας του αλλά κοινωνική πραγματικότητα .
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Θεσσαλονίκη, 19 Μαϊου 1963, τρεις μέρες πριν δολοφονηθεί ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Επίσημη επίσκεψη του Ντε Γκωλ στην πόλη.
Το παρακράτος κάνει πρόβα τζενεράλε. 3.000 χαφιέδες των ασφαλίτικων οργανώσεων, αναλαμβάνουν την ασφάλεια του υψηλού επισκέπτη.
Στο φόντο η «ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΡΟΒΙΑ» ΚΑΙ Η «GLADIO”
Εν τω μεταξύ η πόλη φιλοξενεί τον Καζαντζίδη. Ο τροβαδούρος της φτωχολογιάς, παρουσιάζεται σε πολυτελές εξοχικό κέντρο διασκέδασης της παραλίας.
«Η φωνή του Καζαντζίδη βαριά, σπηλαιώδικη, παραπονετική, περνάει ως τη βάρκα κομματιασμένη απ’ το αεράκι.
Ο Νευρικός έχει παγώσει και κοιτάζει βουβός, θαυμάζοντας αυτήν την εικόνα του νυχτερινού μαγαζιού απέξω, μέσα απ’ τη θάλασσα – ακούει αποσπασματικές ομιλίες, θρύμματα από πενιές και μουσικές…: Δυό πόρτες έχει η ζωή…». Οι μυρωδιές, οι ευωδίες των ψητών ξανάρχονται και φεύγουν – ο Νευρικός βλέπει με κάποιο φθόνο τους καλοντυμένους πελάτες της ταβέρνας που τρώνε πίνουνε και γλεντάνε και μουρμουρίζει:
-Ρε Λέων, τι γίνεται; Αυτοί που έχουνε τα φράγκα και γλεντάνε είναι αριστεροί και συνοδοιπόροι, κι εμείς που δεν έχουμε μία είμαστε απ’ την άλλη μεριά!..
Μ’ αυτόν τον τρόπο αποτυπώνεται πολιτιστικά – καλλιτεχνικά η κοινωνική κινητικότητα της δεκαετίας κυρίως των αρχών του ’60, η δημιουργία μιας μεσαίας τάξης δημοκρατικής που μαζί με τους απόγονους των αριστερών αγωνιστών διαθέτουν μια κοινωνική αυτοπεποίθηση καινούργια.
Ταυτόχρονα το λαϊκό τραγούδι παίζει αντικειμενικά έναν ενοποιητικό παράγοντα μιας διχασμένης κοινωνίας που εκτός από τους παρακρατικούς και τους σκληρά ακροδεξιούς της ΕΡΕ, επιθυμεί να συμβιώσει ειρηνικά. Να ζήσει με όρους ανθρώπινους χωρίς διαχωρισμούς. Αυτό άλλωστε αποδεικνύει και η άνοδος της Ένωσης Κέντρου και της ΕΔΑ.
Αλλά ακόμα και οι παρακρατικοί τα ίδια τραγούδια ακούνε. Αυτή είναι η κοινωνική και πολιτισμική αντίφαση που απαγορεύει εύκολες κατατάξεις.
Οφείλω να πω ότι η ταινία με έναν απλό λαϊκό συναισθηματισμό μεταφέρει τίμια (ίσως όχι πλήρως) την αίσθηση μιας ολόκληρης εποχής και κυρίως της κοινής μας καταγωγής.
Γι’ αυτό και συγκίνησε, οι θεατές της αποτελούνταν από όλες τις ηλικίες σε άλλους θύμισε τα παιδικά του χρόνια και στους νεότερους έκανε κατανοητούς τους λαϊκούς μύθους.
Πραγματικά στην ταινία παίρνει εξ ίσου μέρος μια ολόκληρη γενιά λαϊκών καλλιτεχνών που εκπλήσσει με τον πλούτο της δημιουργίας της.
Καλλιτέχνες που ξεπηδάνε μέσα από την φτώχεια, την προσφυγιά, τον πόλεμο, οι περισσότεροι αγράμματοι, μέσα από τα ερείπια μιας χώρας ηττημένης, μετά από τους πολεμικούς της διθυράμβους και την αντιφασιστική της αντίσταση.
Αλλά και μια χώρα που τραγουδάει τις Κυριακές τα μεσημέρια, σε αυλές γεμάτες ντενεκέδες με κατιφέδες, όταν από κάπου πετάγεται μια κιθάρα ή ένα μπουζούκι όταν τελειώνει στο ραδιόφωνο η εκπομπή με τα λαϊκά.
Μια κοινωνία που εκτός από το χωροφύλακα και το χαφιέ, διαφυλάσσει τις γειτονιές της, διαθέτει αλληλεγγύη και στηρίζεται στην αλληλοβοήθεια, εκτός από τα πατριαρχικά ή ακόμα και μητριαρχικά πρότυπα ζωής και επιβίωσης που κυριαρχούν στις κλειστές κοινωνίες.
Μια τέτοια περίπτωση, μητριαρχικής εξουσίας, αποτελεί η οικογένεια του Στέλιου Καζαντζίδη, με την κα Γεσθημανή να τα ελέγχει όλα (καταπληκτική η ερμηνεία της Αγορίτσας Οικονόμου στο σχετικό ρόλο).
Δεν ήταν βέβαια μόνον ο Καζαντζίδης που εξέφραζε τους λαϊκούς ανθρώπους. Αλλά ήταν ο Καλύτερος, ο Μέγιστος και το απέδειξε με την κοσμοσυρροή στην κηδεία του, όταν η ουρά των αυτοκινήτων ξεκινούσε από την Αθήνα και έφτανε στην Ελευσίνα εφόσον ήρθαν ακόμα και μετανάστες δεύτερης γενιάς από τη Γερμανία, το Βέλγιο και αλλού, για το τελευταίο αντίο.
Ο Καζαντζίδης εξέφρασε στον υπέρτατο βαθμό τον μουσικό πολιτισμό μας, αυτόν που εμπεριέχει τα δημοτικά, τα σμυρναίικα, τα ρεμπέτικα και τέλος τα πρώτα λαϊκά τραγούδια. Αυτή είναι η κοινή μας πολιτιστική μήτρα. Αυτό το γεγονός αναγνώρισαν ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης και του έδωσαν άλλες διεξόδους πέρα από τη νύχτα με τη λούμπεν πελατεία και τους μαχαιροβγάλτες.
Κι αν κάτι μοιραζόταν ο Στέλιος Καζαντζίδης με την Καίτη Γκραίυ (την περήφανη λέαινα αυτήν, την καθήμενη δίπλα στον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα και τον Μάρκο), αλλά και άλλους και άλλες της γενιάς τους και του είδους τους, ήταν το ότι τα τραγούδια τους, οι φωνές τους, δεν αποτελούσαν απλά ένα καλλιτεχνικό γεγονός απέναντι στο οποίο στεκόταν το κοινό τους με δέος. Τα τραγούδια αυτά έπαιρναν μέρος στην ίδια τη ζωή των ανθρώπων, ήταν «δικά τους», μπαινόβγαιναν από τα παραθυρόφυλλα, τις σάλες και τα κουζινάκια, τις αυλές και τα πεζοδρόμια, από ραδιόφωνα και πικ απ (που άλλωστε ελάχιστοι διέθεταν τότε). Όπως και οι μορφές τους που πετάγονταν από τα εξώφυλλα των λαϊκών περιοδικών που τα χάζευαν στα περίπτερα τ’ απογεύματα, στα καφενεία και τα κομμωτήρια το Σάββατο. Από εκεί πολλές φορές δραπέτευαν για να στολίσουν δωμάτια εργατικών και προσφυγικών κατοικιών. Αλλά το καλύτερο όλων ήταν οι ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες που τους περιείχαν όλους και όλες, με ζωντάνια και μπρίο για να συνοδεύουν τα γλέντια ή τα πένθη τους. Σαν διαφημιστικό βιντεοκλίπ της εποχής τους.
Κάπως έτσι φαίνεται επιβίωσε ο κόσμος μετά τον εμφύλιο και δεν έσπασε σε χίλια κομμάτια.
Για μας αποτελούν όλοι τους μια τεράστια πολιτιστική παρακαταθήκη και ένα μάθημα ιστορίας.
Υ.Γ. Σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου, Σενάριο Κατερίνας Μπέη, συνθέτης Μίνως Μάτσας
Ερμηνείες:
- Χρήστος Μάστορας, ως Στέλιος Καζαντζίδης
- Κλέλια Ρένεση, ως Καίτη Γκρέυ
- Ασημένια Βουλιώτη, ως Μαρινέλλα
- Αγορίτσα Οικονόμου, ως Γεσθημανή Καζαντζίδη
- Δημήτρης Καπουράνης, ωςΓιώργος Λιάνης
- Άννα Συμεωνίδου, ως Βάσω Καζαντζίδη
- Γιώργος Καραμίχος, ως Μάκης Μάτσας
- Νίκος Ψαρράς, ως Τάκης Λαμπρόπουλος
- Γιώργος Γιαννόπουλος, ως Βασίλης Χειλάς
- Γιάννης Εγγλέζος, ωςΓιάννης Παπαϊωάννου
- Γιώργος Γάλλος, ωςΠυθαγόρας
- Μαρία Φιλίππου, ως Ελισσώ
- Αλέξανδρος Μπουρδούμης, ως Κλεάνθης Μαρόπουλος
- Περικλής Σιούντας, ως Χρήστος Νικολόπουλος
- Μιχάλης Βαλάσογλου, ως Άκης Πάνου
- Ευθύμης Χαλκίδης, ως Ηλίας
- Φοίβος Παπακώστας, ως Ζήσης
- Πανάγος Ιωακείμ, ως Μάνθος Βενέτης
- Άρης Νούσης, ως Χωριάτης οπαδός του Στέλιου
- Φώτης Πετρίδηςως Αφεντικό του Στέλιου