Το νεοφασιστικό κόμμα Fratelli d’ Italia της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι, ήδη πριν αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα, είχε ως πολιτικό και ιδεολογικό σημείο αναφοράς τον τραμπισμό και τις ευρύτερες ακροδεξιές διεργασίες της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Μάλιστα στο κεντρικό συνέδριο του κόμματος το 2018, κεντρικός καλεσμένος στην Ρώμη, ήταν ο Στιβ Μπάνον, πρώην επικεφαλής στρατηγικής του Τραμπ και για κάποια χρόνια ιδεολογικός και πολιτικός μέντορας της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.
Από εκείνο το συνέδριο πέρασαν εφτά χρόνια, το Fratelli d’ Italia, έγινε ο κύριος κυβερνητικός εταίρος, και πλέον η Τζόρτζια Μελόνι, ως πρωθυπουργός, της Ιταλίας , υπερασπίζεται και εφαρμόζει με μεγάλο ζήλο, τόσο τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, όσο και τις πολεμοκάπηλες γεωπολιτικές στοχεύεις του ΝΑΤΟ, έχοντας μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο σε πρωτοβουλίες, όπως η υποστήριξη της κυβέρνησης του Κιέβου στο πολεμικό μέτωπο της Ουκρανίας. Ο ρόλος της είναι κοινά αποδεκτός από τις αστικές πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις της ΕΕ και αποτελεί βασικό παράγοντα της κλιμακούμενης πολιτικής συμπόρευσης ακραίου κέντρου και ακροδεξιάς. Η εφημερίδα politico μάλιστα, τον περασμένο Δεκέμβρη σε καθιερωμένη λίστα που δημιουργεί, ως ετήσια επισκόπηση, χαρακτήρισε την Μελόνι ως «το πιο ισχυρό πρόσωπο στην Ευρώπη» και «αυτή που πρέπει να καλέσει κάποιος από την Αμερική αν θέλει να επικοινωνήσει με την Ευρώπη».
Τους τελευταίους μήνες, κυρίως μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία τον ΗΠΑ, έχει διαφανεί μια σύσφιξη σχέσεων μεταξύ της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ και της Ιταλίδας πρωθυπουργού. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη παίζει προφανώς η συγγενική ιδεολογική σχέση των δύο πλευρών, καθώς και ο όλο και πιο αυτόνομος ρόλος που έχει η Ιταλίδα πρωθυπουργός εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα η ίδια η Μελόνι, ακολουθώντας την επικοινωνιακή «σχολή Μπερλουσκόνι», ακολουθεί, τόσο με τον Τραμπ όσο και με τον Ίλον Μασκ, μια πολιτική χτισίματος προσωπικών σχέσεων, ως πολιτικό και διπλωματικό ατού.
Ενδεικτικό σημείο αυτής της κατεύθυνσης ήταν το γεγονός πως η Μελόνι ήταν η μόνη Ευρωπαία ηγέτης που έδωσε το παρόν στην ορκωμοσία του Τραμπ. Βέβαια, πριν από αυτό, είχε προηγηθεί επίσκεψη της Μελόνι στην εξοχική κατοικία του Τραμπ στην Φλόριντα, όπου ο νέος πρόεδρος της έπλεξε το εγκώμιό, χαρακτηρίζοντας την «φανταστική γυναίκα που σαρώνει τα πάντα στην Ευρώπη». Η συγκεκριμένη επίσκεψη έγινε με αφορμή την κράτηση Ιταλίδας δημοσιογράφου στο Ιράν, ωστόσο στις έξι ώρες που κράτησαν οι συνομιλίες, συζητήθηκαν θέματα της παρούσας συγκυρίας, που αφορούν τις σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η παροχή φυσικού αερίου στην Ευρώπη και φυσικά το θέμα της αύξησης των δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Όσον αφορά το τελευταίο, οι ήδη καταρρέουσες ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται υπ’ ατμόν, αναμένοντας την επαπειλούμενη δασμολογική πολιτική του Τραμπ. Η οικονομία της Ιταλίας είναι, μετά την Γερμανία, η δεύτερη πιο εκτεθειμένη, σ’ αυτό τον κίνδυνο , καθώς τα τελευταία χρόνια έχει αρκετά ικανοποιητικό εμπορικό πλεόνασμα, από εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, σε αρκετούς τομείς όπως η μηχανική, η μόδα, η αγροτική παραγωγή, το φάρμακο, τα οινοπνευματώδη ποτά, τα έπιπλα κτλ. Η τελευταία μέτρηση που αφορούσε το 2023 έδινε το εμπορικό πλεόνασμα στα 42,1 δις ευρώ, ποσό καθόλου αμελητέο για τις Ιταλικές εξαγωγικές δραστηριότητες.
Μελέτες που έχουν βγει στην δημοσιότητα όπως για παράδειγμα η έκθεση της συμβουλευτικής εταιρίας prometeia εξετάζουν δύο σενάρια όσο αφορά τις επιπτώσεις στις εξαγωγές ιταλικών προϊόντων από αύξηση των αμερικάνικων δασμών. Το πρώτο σενάριο αφορά μια «επιλεκτική» δασμολογική αύξηση και το δεύτερο μια γενικότερη μεγαλύτερη κλίμακας. Στην πρώτη περίπτωση οι ιταλικές εξαγωγές θα υποστούν αύξηση τιμών του ύψους 4,12 δις δολαρίων με τα προϊόντα που θα επηρεαστούν περισσότερο να είναι αυτά που ανήκουν στον κλάδο της ιταλικής μόδας, ενώ στην δεύτερη περίπτωση θα υπάρχουν υψηλότερες αυξήσεις του ύψους των 7,2 δις δολαρίων με τα προϊόντα που θα επηρεαστούν περισσότερο να είναι του τομέα της μηχανικής.
Την ίδια στιγμή είναι εξαιρετικά δύσκολο, να υλοποιηθεί από την Ιταλία, ο επιθυμητός, από την νέα κυβέρνηση Τραμπ, στόχος αύξησης των πολεμικών δαπανών, στο 5% του ΑΕΠ, καθώς μετά βίας μέχρι στιγμής ο συγκεκριμένος δείκτης προσεγγίζει το 1,5%. Το υψηλό δημόσιο χρέος και οι περιορισμοί του δημοσιονομικού συμφώνου καθιστούν ακόμα πιο δύσκολους τους δημοσιονομικούς ελιγμούς στο συγκεκριμένο τομέα παρά τις αυξήσεις εξοπλιστικών που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της γενικότερης κούρσας εξοπλισμών που συμβαίνει στην Ευρώπη.
Επιστρέφοντας στο θέμα των δασμών η ίδια η Μελόνι προσπαθεί να είναι κατευναστική, και να υπερασπιστεί μια υποτιθέμενη ευρωπαϊκή «ενότητα», δηλώνοντας πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη είναι συμπληρωματικές οικονομίες, οπότε μια σύγκρουση για τους δασμούς δεν είναι βολική για κανέναν». Ωστόσο πέρα από αυτού του είδους τις τυπικότητες, και με δεδομένο τον νέο ρόλο που φαίνεται να έχει η Μελόνι, ως το αγαπημένο παιδί του Τραμπ στην Ευρώπη, είναι πολύ πιθανό να βάλει στην άκρη τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ και να επιχειρήσει να κινηθεί αυτόνομα, επιλέγοντας τον δρόμο μιας ειδικής εταιρικής σχέσης με τις ΗΠΑ, όπου, για παράδειγμα, μέσω συμφωνιών, θα εξαιρεθούν ιταλικά προϊόντα από τις δασμολογικές πολιτικές. Σε αυτή την περίπτωση, ενδέχεται άλλες οικονομίες, λιγότερο «ευέλικτες» και περισσότερο «εχθρικές» στην ηγεσία της Ουάσινγκτον, όπως η Γερμανική, να αποτελέσουν σε μεγαλύτερο βαθμό «θύματα» του κλιμακούμενου εμπορικού πολέμου.
Ένα πρώτο δείγμα λογικής που προσεγγίζει μια πιο ειδική σχέση Ιταλίας και Τραμπικής Αμερικής είναι η προχωρημένη συζήτηση της Ιταλικής κυβέρνησης με την Space X του Έλον Μασκ για χρησιμοποίηση του δορυφορικού συστήματος starlink σε στρατιωτικές, κυβερνητικές, αστυνομικές και ευρύτερες υπηρεσίες ασφάλειας. Σύμφωνα με το Βloomberg η συγκεκριμένη συμφωνία θα είναι πενταετής της τάξης των 1,5 δις ευρώ και έχει ήδη εγκριθεί από το υπουργείο άμυνας και τις υπηρεσίες πληροφοριών της Ιταλίας. Μια τέτοια προοπτική, εκτός του ότι δίνει απεριόριστη πρόσβαση στην Space X, σε πλήθος δεδομένων και πληροφοριών, έρχεται εκ των πραγμάτων σε αντιπαραθετική σχέση με την ΕΕ η οποία αναπτύσσει (και με την συμμετοχή Ιταλικής εταιρείας) το δορυφορικό πρόγραμμα Iris 2, το οποίο έχει ως στόχο την «ευρωπαϊκή αυτονομία» σε θέματα ασφάλειας και συνδεσιμότητας, φιλοδοξώντας να αποτελέσει και τον αντίπαλο ευρωπαϊκό πόλο του starlink.