16.1 C
Athens
Τετάρτη, 30 Απριλίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΒΙΕΤΝΑΜ μισός αιώνας μετά: Τα «παθήματα» και οι νέες τακτικές, του Διονύση Ελευθεράτου

Έτος 1975. Όπως κι εφέτος, η 30η Απριλίου «έπεφτε» Τετάρτη. Εκείνη η ημέρα, όμως, ήταν ιστορικό ορόσημο στον κόσμο που είχε «γεννηθεί»  με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο λόγος: Έληγε κι επισήμως ένας άλλος πόλεμος, εκείνος στο Βιετνάμ. Το απόγευμα της 30ης Απριλίου 1975 η σημαία των Βιετκόνγκ κυμάτιζε στο προεδρικό μέγαρο της Σαϊγκόν, πρωτεύουσας της Νότιου Βιετνάμ. Η εικόνα οριστικοποιούσε την τεράστια στρατιωτική και πολιτική ταπείνωση των ΗΠΑ.

Δέκα χρόνια ο αμερικανικός στρατός πολεμούσε λυσσαλέα στο Βιετνάμ, για να διασώσει το καθεστώς των συμμάχων της Ουάσινγκτον. Με όρους οικονομικής βοήθειας, επί μία δεκαπενταετία η «ιερή» αυτή υπόθεση είχε απορροφήσει 15,2 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το 28,4% του συνόλου των χρημάτων που οι ΗΠΑ παρείχαν σε ξένες χώρες, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.

Κι όμως, παρά τη χρήση κάθε μέσου εκ μέρους του στρατού τους (από ναπάλμ μέχρι αποφυλλωτικά χημικά), οι ΗΠΑ βίωσαν το 1975 στο Βιετνάμ την οικτρή ήττα, όπως και αποικιοκρατική Γαλλία το 1954. Το δε σκηνικό της αποχώρησης θαρρείς πως διαλαλούσε, από κάθε σημείο του, το επονείδιστο της ήττας…

Εν αρχή ην η «αχαριστία»: Στις 21 Απριλίου 1975, πέντε ημέρες προτού καταφύγει στην Ταϊβάν, παραιτήθηκε ο πρόεδρος του Ν. Βιετνάμ, ο Θιέου, κατηγορώντας την Ουάσιγκτον ότι είχε «εγκαταλείψει» τον ίδιο  και το καθεστώς του. Κατόπιν κατέφθασαν εικόνες πανικού και άτακτης φυγής.

Από την 29η Απριλίου έως και τις πρώτες πρωινές ώρες της 30ης, περίπου 1.500 Αμερικανοί και τετραπλάσια στελέχη (κάθε βαθμίδας, αξιώματος και ιδιότητας)  του καθεστώτος Θιέου στοιβάχτηκαν στα ελικόπτερα που απογειώνονταν από το πάρκινγκ του περίβολου της πρεσβείας των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν, καθώς και από την ταράτσα του ίδιου κτιρίου. Για τους Αμερικανούς η θέση σε ένα ελικόπτερο ήταν εξασφαλισμένη, όχι όμως και για όλους τους «δικούς τους» Νοτιοβιετναμέζους που πάσχιζαν να φύγουν. Άνθρωποι σκαρφάλωναν μαζικά στη μάντρα της πρεσβείας. Χίλιοι πεζοναύτες είχαν σταλεί εκεί για να απωθήσουν όσους «περίσσευαν». Οι τελευταίοι Αμερικανοί που σκοτώθηκαν ήταν δυο πεζοναύτες, των οποίων το ελικόπτερο έπεσε στη θάλασσα.

Κάπως έτσι, η φυγή με ελικόπτερο εντάχθηκε και στη σημειολογία των πολιτικών – όχι μόνο των στρατιωτικών- κατά κράτος ηττών. Η  συλλογική μνήμη, υποβοηθούμενη κι από ορισμένα δημοσιογραφικά αφιερώματα, ανέσυρε τις σκηνές της 29ης και 30ς Απριλίου 1975 μετά την 20η Δεκεμβρίου 2001. Ήταν τότε που ο πρόεδρος της Αργεντινής, Φερνάντο ντε λα Ρούα, αδυνατώντας ν’ αντιμετωπίσει τη λαϊκή εξέγερση εκείνης της περιόδου εγκατέλειψε το προεδρικό μέγαρο με ελικόπτερο.

Έχουν γραφεί πολλά και ενδιαφέροντα για τον αντίκτυπο που είχε η έκβαση του πολέμου στο Βιετνάμ στις κοινωνίες της υφηλίου, ειδικότερα δε στους κόλπους των ριζοσπαστικών και προοδευτικών κινημάτων της εποχής. Σήμερα, όμως, θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε κάτι άλλο: Στα διδάγματα που άντλησε η πλευρά των ηττημένων από την πικρή εμπειρία του Βιετνάμ. Στις αναπροσαρμογές και στα νέα – άτυπα, κυρίως – δόγματα που «γεννήθηκαν» από τα «πώς» και τα «γιατί» του Βιετνάμ.

Θα κωδικοποιήσουμε τέσσερα «μετα- βιετναμικά» δόγματα – ας μην θεωρηθεί αξιολογική η σειρά.

Πρώτο: Αν μπορείς να πολεμάς «δι’ αντιπροσώπων», κάνε το

Δεν περίμεναν ασφαλώς το Βιετνάμ για να εμφανιστούν στην Ιστορία οι πόλεμοι μέσω τρίτων, ή οι συρράξεις σε επί μέρους μέτωπα που ανατίθενται σε τρίτους. Ως προς το δεύτερο, αρκεί πχ να ανατρέξουμε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να θυμηθούμε τον «Λόρενς της Αραβίας» (Τόμας Έντουαρντ Λόρενς) και την επιτυχή  χρησιμοποίηση των Αράβων εναντίον των δυνάμεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έναντι υποσχέσεων τις οποίες πανεύκολα αθέτησε η Βρετανία.

Μετά το Βιετνάμ, όμως, ήταν φανερό ότι θα γινόταν εντονότερος ο προσανατολισμός στους πολέμους «δι’ αντιπροσώπων» – κάτι που φυσικά δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ, αλλά κι άλλα ισχυρά κράτη.

Ως προς τις ένοπλες συρράξεις άμεσου «αμερικανικού ενδιαφέροντος» και με δεδομένες τις διαφορές ανάμεσα σε περιπτώσεις, εποχές και συνθήκες, μπορούμε εν τάχει να σταχυολογήσουμε: Στη δεκαετία του 1980, τον οκταετή πόλεμο του Ιράκ (συμμάχου, τότε, των ΗΠΑ) εναντίον του Ιράν, καθώς και τις επιχειρήσεις των ακροδεξιών ανταρτών «Κόντρας» κατά της αριστερής κυβέρνησης των Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Χώρα, στην οποία κάποτε (1909 – 1933) ήταν σχεδόν συνεχής η παρουσία Αμερικανών πεζοναυτών.

Στα πολύ πιο κοντινά μας χρόνια, γνωστή είναι η αξιοποίηση των Κούρδων της Συρίας εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Όσο για το ουκρανικό, αρκεί η διαπίστωση ότι αποδείχθηκε δημοφιλής ακόμη και στις τάξεις αναλυτών που κάθε άλλο παρά «χαϊδεύουν» τη Μόσχα η έκφραση «το ΝΑΤΟ δείχνει αποφασισμένο να πολεμήσει ως τον τελευταίο… Ουκρανό».

Προσοχή, όμως: Η εύλογη προτίμηση προς τις στρατιωτικές επιχειρήσεις «φίλων», όπου και όποτε οι συνθήκες το επιτρέπουν, δεν σήμανε την «περιθωριοποίηση» των κλασσικών μεθόδων στρατιωτικών επεμβάσεων. Κάθε άλλο..

Ας δούμε τι λένε και τι… καταμετρούν οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Στις 8 Μαρτίου 2022, δημοσιεύθηκε έκθεση της Υπηρεσίας Ερευνών του Κογκρέσου (CRS), με τίτλο «Περιπτώσεις χρήσης των Ενόπλων Δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών στο εξωτερικό, 1798-2022». Η  έκθεση αυτή μας παρέχει ένα εξόχως ενδιαφέρον στοιχείο: Από το 1798 ως και το 1990, έγιναν ανά τον κόσμο 218 στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ. Έγιναν όμως περισσότερες, 251 συγκεκριμένα, ανάμεσα στο 1991 και το 2022. Σε τρεις δεκαετίες, μόνο! Σημειώνεται δε ότι ο κατάλογος όπως η ίδια η έκθεση της CRS  διευκρινίζει, «δεν περιλαμβάνει μυστικές ενέργειες ».

Εν ολίγοις η λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η οποία κατά την ανεκδιήγητη προφητεία του Φράνσις Φουκουγιάμα θα σήμαινε «το τέλος της Ιστορίας» και τα γεννητούρια μιας οικουμενικής ευημερίας και γαλήνης, έφερε την κατακόρυφη αύξηση των στρατιωτικών επεμβάσεων της «μόνης υπερδύναμης».

Η σκληρή εμπειρία του Βιετνάμ ανέδειξε τη χρησιμότητα του «πολέμου μέσω άλλων», αλλά όταν τα… σχέδια είναι πολλά και απλώνονται σε διάφορα μήκη και πλάτη της γης τη δουλειά δεν θα τη διεκπεραίωναν παντού οι «τρίτοι».

Δεύτερο: Κτύπα έναν αδύναμο, να ανακτήσεις το ηθικό σου

«Διάλεξε μάχες που είναι αρκετά μεγάλες για να αξίζουν και αρκετά μικρές, ώστε να νικήσεις», συμβούλευε ο Αμερικανός συγγραφέας κι εκπαιδευτικός, Τζόναθαν Κόζολ. Η ρήση του μάλλον απευθυνόταν στους «κοινούς» ανθρώπους και προσέδιδε σιβυλλική έννοια στη λέξη «μάχες». Αν όμως μεταφέρουμε τη νουθεσία του στο πεδίο των «κανονικών» μαχών (ή πολέμων, ή στρατιωτικών επεμβάσεων) τι θα δούμε; Σε αδρές γραμμές, τη λογική που διέπει και τις αποφάσεις κυβερνήσεων και επιτελείων.

Μόνο που οι υπολογισμοί για το αρκούντως «μικρό» δεν αντιστοιχούν πάντα σε ασήμαντο κόστος (μιλάμε για το κόστος που επωμίζονται οι εισβολείς, εκείνο – το ασήκωτο-  των γηγενών πληθυσμών τους αφήνει αδιάφορους). Ούτε εγγυώνται πάντα νίκες. Δεν ήταν «περίπατος» η κατοχή του Ιράκ (2003 – 2011), όπου σκοτώθηκαν 4.599 Αμερικανοί στρατιωτικοί, 3.669 μισθοφόροι και 31.951 τραυματίστηκαν. Δεν  τελεσφόρησε η εικοσαετής (2001 – 2021) στρατιωτική δράση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, καθώς οι – πάλαι ποτέ σύμμαχοί τους- Ταλιμπάν κυριάρχησαν ξανά.

Τί γίνεται όμως με το σκέλος του «διάλεξε κάτι που να αξίζει»; Και τι ορίζει την εκάστοτε αξία; Κάπου εδώ συναντάμε και την παράμετρο «γόητρο»…

Για να το κατανοήσουμε αυτό, θα πρέπει θυμηθούμε κάτι: Έπειτα από την ήττα στο Βιετνάμ, τον Απρίλιο του 1975, «ήλθε» κι ένα μεγάλο φιάσκο, τον Απρίλιο του 1980. Τότε απέτυχε παταγωδώς η επιχείρηση που έκαναν στο Ιράν επίλεκτες δυνάμεις πεζοναυτών, με στόχο να απελευθερώσουν τους 53 Αμερικανούς, τους οποίους κρατούσαν ως ομήρους ένοπλοι ισλαμιστές στην Τεχεράνη, από τις αρχές Νοεμβρίου του 1979.

Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, αποφάσισε την επιχείρηση εκείνη διότι διαπίστωνε κάτι: Οι όμηροι δεν επρόκειτο να απελευθερωθούν μέχρι την ημέρα της διεξαγωγής των αμερικανικών προεδρικών εκλογών (4/11/1980), παρά μόνο εάν ο ίδιος αποδεχόταν τρεις όρους, τους οποίους έθετε η ισλαμική ηγεσία της Τεχεράνης: Να αίρονταν οι κυρώσεις σε βάρος του Ιράν. Να αποδιδόταν στη χώρα η τεράστια περιουσία του αποκαθηλωθέντος Σάχη, η οποία είχε φυγαδευτεί στις ΗΠΑ μέσω του «Ιδρύματος Ρεζά Παχλεβί». Και να ζητούσε η Ουάσινγκτον δημόσια συγγνώμη για «εγκλήματα σε βάρος του Ιράν». Και τα δυο «σενάρια» – παράταση ομηρείας, ταπεινωτική αποδοχή των ιρανικών όρων- θα ήταν ολέθρια για τον Κάρτερ, εν όψει εκλογών.

Το φιάσκο της αμερικανικής στρατιωτικής επιχείρησης ήταν πρωτοφανές και ηχηρότατο. Τρία ελικόπτερα τέθηκαν εκτός λειτουργίας εξ αιτίας ανεμοθύελλας. Ένα, εν ενεργεία, συγκρούστηκε με κάποιο από τα ακινητοποιημένα, προκαλώντας έκρηξη. Οκτώ πεζοναύτες σκοτώθηκαν, οι υπόλοιποι έφυγαν κακήν κακώς, αφήνοντας πίσω τα καρβουνιασμένα πτώματα των συναδέλφων τους. Η ιρανική ηγεσία τελικά έκανε «δώρο» στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν, την απελευθέρωση των ομήρων. Ο διασυρμός, όμως, καταγράφηκε. Και ήταν απόλυτος. Πρώτα το Βιετνάμ και μετά αυτό…

Τι κάνει ένας πυγμάχος βαρέων βαρών, εάν ηττηθεί σε δυο διαδοχικά ματς, μολονότι εθεωρείτο ακλόνητο φαβορί; «Προετοιμάζεται καλύτερα για το επόμενο», είναι μια λογική απάντηση. Μπορεί όμως να κάνει κάτι άλλο ο πυγμάχος: Να δείρει ένα μικρό παιδί που βλέπει στη γειτονιά για να νιώσει καλύτερα…

Στη θέση του άτυχου παιδιού βρέθηκε η μικροσκοπική Γρενάδα. Ένα νησάκι – κράτος της Καραϊβικής, με 110.000  κατοίκους και έκταση μικρότερη από τη μισή της Κεφαλονιάς.

Τον Μάρτιο του 1983, τον ίδιο μήνα κατά τον οποίο ανακοίνωσε και το πρόγραμμα του «πολέμου των άστρων», ο Ρίγκαν δήλωσε κάτι που προκάλεσε, διεθνώς, θυμηδία: Πως η Γρενάδα απειλούσε την «εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ»… Τα γέλια όμως πάγωσαν τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, όταν άρχισαν οι προετοιμασίες για στρατιωτική εισβολή στο νησί. Κι αυτή έγινε στις 25 του μήνα.

Από το 1979 η Γρενάδα εθεωρείτο σοσιαλιστική κι αυτό, κατά τον Ρίγκαν, συνιστούσε… κίνδυνο για τις ΗΠΑ. Όταν όμως, στα μέσα Οκτωβρίου του ’83, ο αριστερός πρωθυπουργός της Γρενάδας, Μορίς Μπίσοπ, ανατράπηκε από τον επίσης μαρξιστή αντιπρόεδρο Μπέρναρντ Κόαρντ και τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων, Χάντσον Όστιν, τότε η Ουάσιγκτον «συνειδητοποίησε» πόσο… αγαπούσε την πρότερη ηγεσία.  Και επενέβη στρατιωτικά, ώστε να διαγραφεί η Γρενάδα από τον «σοσιαλιστικό χάρτη» της περιοχής.

Τα αμερικανικά «επιχειρήματα» ήταν τόσο σαθρά, ώστε ακόμη και η Μάργκαρετ Θάτσερ χαρακτήρισε αδικαιολόγητη την επέμβαση (30/10/1983). Την καταδίκασε και η γενική συνέλευση του ΟΗΕ (2/11/1983) με μεγάλη πλειοψηφία. Τη σχετική απόφαση καταψήφισαν οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, το Σαλβαδόρ και έξι μέλη του Οργανισμού Κρατών Ανατολικής Καραϊβικής.

Ο Ρίγκαν, όμως, πέτυχε αυτό που ήθελε. Το «μικρό παιδί» έφαγε ξύλο κι  ο πυγμάχος βαρέων βαρών κορδωνόταν, αντί να ντραπεί. Το μήνυμα «αποφασιστικότητας» προς την Κούβα και τη Νικαράγουα στάλθηκε.  «Ξεπλύθηκε» το όνειδος του Βιετνάμ και της επιχείρησης στο Ιράν. Ο εγχώριος «πατριωτισμός» μπορούσε πάλι να βασιστεί στην έπαρση, όχι σε καταλογισμούς ευθυνών για αποτυχίες.

Τρίτο: Μην αφήνεις τον Τύπο να δείχνει όσα δεν θέλεις να φανούν

«Χάσαμε τον πόλεμο στο Βιετνάμ εξ αιτίας μερικών φωτογραφιών», είπε κάποτε ένας Αμερικανός αξιωματούχος. Το απόφθεγμά του ασφαλώς έκρυβε την πολύ άβολη αλήθεια, δηλαδή ότι την πρώτιστη «ευθύνη» για την ήττα την έφερε η αποφασιστικότητα και ανθεκτικότητα των Βιετναμέζων.

Ας αναγνωρίσουμε όμως το υπόλοιπο της αλήθειας: Το αντιπολεμικό κίνημα (και μέσα στις ΗΠΑ) φούντωσε, η υπερδύναμη βρέθηκε αντιμέτωπη με τόση κατακραυγή και στιγματίστηκε ηθικά όσο ποτέ άλλοτε έως τότε, επειδή –  συν τοις άλλοις – αρκετά από τα εγκλήματα του «βρώμικου πολέμου» βρέθηκαν σε κοινή θέα. Μπορούμε να υποθέσουμε ποιες «κλασσικές» φωτογραφίες είχε στο νου του ο εν λόγω αξιωματούχος. Θα αρκούσαν ίσως δύο, για να φανεί το μέγεθος της θηριωδίας. Εκείνες που έδειχναν στις σφαγές αμάχων στο Πλεϊκού (Νοέμβριος 1967) και το Μι Λάι (Μάρτιος 1968).

Ασφαλώς προϋπήρχε – σε όλους τους πολέμους και στις προτεραιότητες όλων των εμπόλεμων – η μέριμνα, ώστε να «βγαίνει προς τα έξω» μια όσο το δυνατόν πιο βολική και συμφέρουσα εικόνα. Είτε για την έκβαση των μαχών είτε για τη συμπεριφορά των «φίλιων» και των εχθρικών δυνάμεων.  Άλλωστε ο άνθρωπος στον οποίον αποδίδεται η φημισμένη ρήση πως η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα κάθε πολέμου, ο Βρετανός συγγραφέας και πολιτικός Άρθουρ Πόνσονμπι (1871- 1946), «είδε» πολέμους που έγιναν από τη δύση του 19ου αιώνα έως και τον Β΄ Παγκόσμιο. Όχι κατοπινούς.

Το «καθήκον», όμως, του αυστηρότερου ελέγχου ειδήσεων και εικόνων έγινε επιτακτικότατο, μετά το Βιετνάμ. Η νέα (ως προς αυτό) εποχή χάραξε το 1982, στον πόλεμο των Φόκλαντ. Η κυβέρνηση Θάτσερ ανέθεσε την κάλυψη σε λίγους δημοσιογράφους, επιλεγμένους και εξαρτώμενους από τις στρατιωτικές επικοινωνίες. Μετά πήραν τη σκυτάλη οι ΗΠΑ.

Το επόμενο έτος, κατά τα πρώτα εικοσιτετράωρα της εισβολής τους στη Γρενάδα, οι Αμερικανοί απαγόρευσαν τη μετάδοση ειδήσεων από το νησί. Αφ’ ενός έπρεπε να κρυφτούν κάποιες επιχειρησιακές δυσκολίες, οι οποίες  ανάγκασαν το αμερικανικό Πεντάγωνο να στείλει στη Γρενάδα 3.500 ακόμη στρατιώτες, επιπλέον των 2.000 που εισέβαλαν αρχικά (μπορεί να ήταν εξωφρενικά άνιση η αναμέτρηση εκείνη, αλλά αντίσταση υπήρξε). Αφ’ ετέρου, έπρεπε να γίνει καλή, προσεκτική  «επικοινωνιακή διαχείριση» θεμάτων, όπως ήταν οι απώλειες αμάχων, αλλά και ο αεροπορικός βομβαρδισμός ενός νοσοκομείου ψυχικών παθήσεων.

Κάπως έτσι, διαμορφώθηκε ο θεσμός των «ενσωματωμένων δημοσιογράφων». Επί της ουσίας εγκαινιάστηκε στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου (1991) και τελειοποιήθηκε κατά τη δεύτερη επίθεση (2003 και εντεύθεν) των ΗΠΑ στο Ιράκ. Οι άνθρωποι του Τύπου υποχρεωτικά τηρούσαν συγκεκριμένους κανόνες για το τι θα δημοσίευαν και τι όχι. Η δε ένταξή τους στην καθημερινότητα των μονάδων, καθώς και  συνεχής συναναστροφή με τους Αμερικανούς στρατιώτες, συχνά τους έκαναν ακόμη πιο μεροληπτικούς.

Τυπικά, οι δημοσιογράφοι έπρεπε να «ενσωματώνονται» μόνο και μόνο για να είναι ασφαλείς. Νωρίτερα, λοιπόν, εκπέμφθηκε το μήνυμα: Όσοι  καλύπτουν πολεμικές επιχειρήσεις «κατά βούληση» και άνευ περιορισμών, κινδυνεύουν να φάνε το κεφάλι τους… Τον Δεκέμβριο του 1989, κατά τη διάρκεια της εισβολής στον Παναμά, Αμερικανοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ εναντίον Ισπανών δημοσιογράφων και σκότωσαν τον φωτορεπόρτερ της El Pais, Χουάντσο Ροντρίγκεζ.

Οι κατοπινές διηγήσεις των συναδέλφων του Ροντρίγκεζ δεν άφηναν  αμφιβολία: Δεν επρόκειτο για λάθος, οι πεζοναύτες γνώριζαν πολύ καλά ότι στόχευαν δημοσιογράφους. Κι η λογική υπαγορεύει ότι οι Αμερικανοί είχαν αρκετά «επί μέρους» να κρύψουν, προβαίνοντας σε μια στρατιωτική επιχείρηση που τελικά άφησε μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα 4.000 νεκρούς και ισοπεδωμένες ολόκληρες συνοικίες της Πόλης του Παναμά.

Κατόπιν, η τεχνολογική εξέλιξη διαμόρφωσε νέα πεδία στον πόλεμο της πληροφορίας. Σήμερα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να αναρτηθεί οπτικό και ακουστικό υλικό που δεν προέρχεται καν από επαγγελματίες της ενημέρωσης. Αυτό όμως δεν κάνει την ανεπιθύμητη δημοσιογραφική δουλειά – ακόμη και τη χρήση μιας κάμερας – λιγότερο ενοχλητική. Το αντίθετο.

Κι όταν η πληθώρα και το μέγεθος των εγκλημάτων που πρέπει να κρυφτούν (αν και όσο γίνεται) συναγωνίζονται το βάθος της ηθικής σήψης και της εκβαρβάρωσης του «στρατού – δράστη», όταν βαφτίζεται «πόλεμος» η εφαρμογή τυπικών κανόνων γενοκτονίας, τότε μπορεί να συμβαίνει αυτό, το οποίο διαδραματίζεται στη Λωρίδα της Γάζας. Μέχρι το τέλος του Μαρτίου 2025, τουλάχιστον 232 δημοσιογράφοι – στη συντριπτική πλειονότητά τους Παλαιστίνιοι- σκοτώθηκαν εκεί, αναφέρει μελέτη του αμερικανικού Πανεπιστημίου Μπράουν. Ασύλληπτη επίδοση, που δεν «σηκώνει» σύγκριση με τίποτα προγενέστερο.

Υπάρχουν φυσικά και πιο τυχεροί δημοσιογράφοι, αν βρίσκονται στη Δυτική Όχθη και όχι στη Γάζα και κάνουν ρεπορτάζ για τις βιαιοπραγίες  εποίκων σε βάρος των Παλαιστινίων. Όπως οι Γερμανοί του τηλεοπτικού δικτύου ARD που «απλώς» απειλήθηκαν από Ισραηλινούς στρατιώτες και κατόπιν συνελήφθηκαν. Όπως ο συμπατριώτης τους, ανταποκριτής της Frankfurter Allgemeine Zeitung, Κρίστιαν Μάιερ, που για να αφεθεί ελεύθερος αναγκάστηκε να διαβεβαιώσει εγγράφως ότι δεν θα επέστρεφε στη Δυτική Όχθη για δυο εβδομάδες.

Ποιος ξέρει, ίσως οι ισραηλινές δυνάμεις που τον συνέλαβαν να γνώριζαν ότι επρόκειτο να συμβούν «ενδιαφέροντα πράγματα» κατά τις δυο συγκεκριμένες εβδομάδες…

Τέταρτο: Πάρε τη ρεβάνς στον… κινηματογράφο

Για το Βιετνάμ έχουν «γυριστεί» και προβληθεί ορισμένες αξιόλογες αμερικανικές ταινίες, εδώ όμως εστιάζουμε σε… άλλες. Στις χονδροειδώς προπαγανδιστικές και «αμερικανόψυχες».

Όσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι ταινίες αυτής της κατηγορίας ήταν λίγες. Πιο γνωστή ήταν τα «πράσινα μπερέ» του 1968, με πρωταγωνιστή τον Τζον Γουέιν, σε σκηνοθεσία του ίδιου και του Ρέι Κέλογκ.

Στη δεκαετία του 1980 όμως, στην εποχή Ρίγκαν, όταν η «πατριωτική» ανάταση διαδέχθηκε το μούδιασμα που είχε επιφέρει η ήττα, έγινε «το έλα να δεις». Τι να δεις; Μα φυσικά Αμερικανούς να θριαμβεύουν συνεχώς εναντίον των κομμουνιστών «κιτρινιάρηδων», στον κινηματογράφο. Το μοτίβο, σταθερό: Τα παλικάρια της μαμάς – Αμερικής πηγαίνουν στο Βιετνάμ και απελευθερώνουν αιχμαλώτους.

Το έκανε ο Σιλβέστερ Σταλόνε ως «Ράμπο», το έκανε τρεις (!) φορές, σε ισάριθμες ταινίες ο Τσακ Νόρις. Ακόμη και ο Τζιν Χάκμαν (όλοι έχουν τις κακές στιγμές τους) έγινε… απελευθερωτής, το 1983, στην ταινία «οκτώ ριψοκίνδυνοι» του Τεντ Κότσεφ. Μόνο που εκείνος δεν διέπρεψε στο Βιετνάμ, αλλά στο Λάος…

Νικήσατε στα πεδία των μαχών, εσείς; Νικάμε στη μεγάλη οθόνη, εμείς. Ποιος ξέρει, ίσως να είχε αυτό το «1-1» στο νου του ο Κέβιν Κλάιν, υποδυόμενος τον τρελαμένο Αμερικανό στην απολαυστική κωμωδία «ένα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα» (1988). Όταν τον πικάριζαν για το Βιετνάμ, απαντούσε: «Εκεί δεν χάσαμε, ισοπαλία ήρθαμε». Και το γέλιο «πήγαινε σύννεφο»…

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ