24.4 C
Athens
Σάββατο, 10 Μαΐου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Eteron: Τα αναπάντεχα (;), «αιρετικά» ευρήματα μιας δημοσκόπησης, του Διονύση Ελευθεράτου      

Πόση δυσαρέσκεια ή ικανοποίηση για την οικονομική τους κατάσταση νιώθουν σήμερα οι άνθρωποι, στην Ελλάδα; Βάσει  πρόσφατης έρευνας (24/3/2025 – 4/4/2025), την οποία διενήργησε η aboutpeople για λογαριασμό του Ινστιτούτο Eteron, η εικόνα έχει ως εξής: «Μάλλον ικανοποιημένο» ή «πολύ ικανοποιημένο» δηλώνει το 16,5%, με το «πολύ» να αντιστοιχεί μόλις στο 3,3% του συνολικού ποσοστού. «Μάλλον δυσαρεστημένο» ή «πολύ δυσαρεστημένο» δηλώνει το 59,3%, με το «πολύ» να υπερισχύει (31.6%). Ούτε ικανοποιημένο, ούτε δυσαρεστημένο είναι το 23,9% (χάριν συντομίας, δεν αναφέρουμε στο σημείωμα αυτό τα ποσοστά όσων «δεν γνωρίζουν – δεν απαντούν»).

Τα ευρήματα τούτα συγκλίνουν με αντίστοιχα, άλλων σφυγμομετρήσεων. Προτού σπεύσει κανείς να πει  ότι στα οικονομικά το δίπολο «ικανοποίηση – δυσαρέσκεια» εξαρτάται και από υποκειμενικές παραμέτρους (πχ μπορεί να «περνάμε καλά», αλλά να είμαστε «γκρινιάρηδες» και «υπερβολικά απαιτητικοί»), παρατηρούμε εμείς κάτι: Οι στατιστικές της ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών για τις οικονομικές αποδοχές και την αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα βρίσκονται σε αντιστοιχία με όσα δηλώνουν οι ερωτώμενοι. Και… τέρατα στωικότητας να ήταν οι άνθρωποι εδώ, πολύ δύσκολα θα περιέγραφαν αλλιώς την κατάσταση.

Η έρευνα του Eteron καλύπτει πλειάδα θεμάτων και τομέων – οικονομία,  θεσμούς, έννοιες, ποινικό δίκαιο, εξωτερική πολιτική, διεθνείς εξελίξεις. Στο κείμενο αυτό εστιάζουμε την προσοχή μας στα ζητήματα που άπτονται της οικονομίας, του βιοτικού επιπέδου και του κοινωνικού κράτους.

Ας προταχθεί, όμως, μία επισήμανση: Κάποιες από τις τάσεις που αναδεικνύονται στην έρευνα φαντάζουν αντιφατικές και ασύμβατες μεταξύ τους. Αυτό παρατηρείται συχνά στα ευρήματα τέτοιων «ακτινογραφήσεων», ιδίως όταν θέτουν επί τάπητος, μεταξύ άλλων, έννοιες  που δεν σημαίνουν το ίδιο, στο νου όλων.

Έτσι, στην έρευνα του Eteron, το 59,7% κρίνει αρνητικά τον όρο «καπιταλισμός». Μόνο το 26,8% ευφραίνεται όταν τον  ακούει ή τον διαβάζει. Ακόμη και στις τάξεις όσων προτίθενται να ψηφίσουν τη ΝΔ, ο καπιταλισμός εκλαμβάνεται ως κάτι αρνητικό σε ποσοστό καθόλου ευκαταφρόνητο (25,8%). Στους υπόλοιπους πολιτικούς χώρους (με κριτήριο πάντα την πρόθεση ψήφου που ισχύει στην έρευνα) η απέχθεια προς αυτόν κυμαίνεται από 61,2% (ΠΑΣΟΚ) έως και άνω του 90% (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ 25, Νέα Αριστερά).

Κι εκεί που θα μπορούσε κάποιος ν’ αρχίσει να ψάχνει πού … στην ευχή κρύβεται τόσος «αντικαπιταλισμός» στην ελληνική κοινωνία, η οποία άλλα μας δείχνει στις εκλογές και στα γκάλοπ, καταφθάνει έτερο εύρημα: Οι  ερωτηθέντες θεωρούν καλή την «οικονομία της αγοράς» σε ποσοστό 55,6%. Το 30,5% προσδίδει στον όρο αρνητική φόρτιση.

Έλα όμως που κι αυτή η ηχηρή έγκριση στην «οικονομία της αγοράς» δεν εμποδίζει τους ερωτώμενους να εκφράζονται αρνητικά για τις ιδιωτικοποιήσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια.  .

Τι συμβαίνει, λοιπόν; Μήπως βλέπουμε τα σημάδια μιας γενικευμένης σύγχυσης; Αναμφίβολα οι αντιφάσεις δεν λείπουν. Δεν θα ήταν δυνατόν να λείπουν, όταν η δυσφορία για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση συναγωνίζεται σε ισχύ το «There Is No Alternative». Ωστόσο κάποια μυστήρια ίσως… διαλευκανθούν, εάν λάβουμε υπόψη ότι οι όροι δεν αποκωδικοποιούνται παντού και πάντα έτσι όπως ορίζει η ακριβολογία που διέπει τα επιστημονικά εγχειρίδια.

Πρώτον: Για πολύ κόσμο, ο καπιταλισμός δεν είναι ένα συγκεκριμένο, συνεκτικό οικονομικό – κοινωνικό σύστημα, αλλά  περισσότερο μια έννοια που «στεγάζει» διάφορα «κακώς κείμενα». Ανισότητες, αδικίες, μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, απληστία, χρηματισμούς, κ.α. Αλλά και ανάμεσα σε όσους  αντιλαμβάνονται τον καπιταλισμό ως… καπιταλισμό (και όχι σαν συρραφή απεχθών συμπτωμάτων του) κυριαρχεί η πεποίθηση πως «με όλα του τα κακά είναι το μόνο σύστημα, αφού κανένα άλλο δεν στέριωσε». Έτσι, ουδόλως αποθαρρύνεται η εκφορά αρνητικής άποψης για αυτόν: Στηλιτεύεις κάτι που δεν βλέπεις να απέρχεται στο «ορατό μέλλον. Και. κριτικάροντας κάτι ακλόνητο, έχεις και τη σιγουριά ότι δεν γίνεσαι «αντι- συστημικός» και «ακραίος».

Δεύτερον: Για πολύ κόσμο, ο όρος «οικονομία της αγοράς» δεν παραπέμπει στο «αόρατο χέρι» του Άνταμ Σμιθ, ούτε στις ισχυρότερες μερίδες του κεφαλαίου και στην ικανότητά τους να επιβάλλουν τις βουλήσεις τους. Συχνά εκλαμβάνεται ως άθροισμα κινήσεων που θα «τονώσουν την αγορά».

Με αυτήν την ερμηνεία του όρου, κάλλιστα εντάσσεται  στην «οικονομία της αγοράς» πχ το αίτημα των μικρομεσαίων επιχειρηματιών να αποκτήσουν πρόσβαση σε τραπεζική ρευστότητα. Ομοίως και η ελπίδα  ότι οι αποδοχές των εργαζόμενων κάποια στιγμή θα αυξηθούν τόσο, ώστε να αυξήσουν και την ποσότητα στην αγορά ειδών – όχι μόνο τη συνολική καταναλωτική δαπάνη, που «θεριεύει» λόγω ακρίβειας.

Λαμβάνοντάς τα αυτά υπόψη, διαπιστώνουμε ότι ορισμένες απαντήσεις δεν είναι τόσο ανακόλουθες και ανερμάτιστες, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνονται.

 

Ούτε ανεξέλεγκτη αγορά, ούτε ιδιωτικοποιήσεις…  

Να παρεμβαίνει περισσότερο το κράτος στην οικονομία, ή να παρεμβαίνει λιγότερο, με το σκεπτικό ότι «οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αποτελούν τον κύριο τρόπο για να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης»; Το 62,1% επιθυμεί «περισσότερο», το 28,2% «λιγότερο». Τεράστια διαφορά.

Δεν γνωρίζουμε, φυσικά, ποιες ακριβώς εντονότερες κρατικές παρεμβάσεις – και σε ποιους τομείς – θα ήθελε κάθε ερωτώμενος. Νοούνται πχ παρεμβάσεις για τη διοχέτευση κρατικού χρήματος σε ευνοούμενες επιχειρήσεις («κλασσική»… συνήθεια νεοφιλελεύθερων «αντι-κρατιστών»), όπως νοούνται και παρεμβάσεις με στόχο τον περιορισμό των «καρτέλ» ή τον καλύτερο έλεγχο σε τομείς που αφορούν δημόσια αγαθά και υποδομές. Ο δημόσιος λόγος και διάλογος, όμως, σπανιότατα  εντάσσει τις πρακτικές της πρώτης κατηγορίας στην επικράτεια του «κρατικού παρεμβατισμού». Και στο ερωτηματολόγιο της έρευνας, η διατύπωση του δεύτερου σκέλους της διάζευξης (αναφέρεται παραπάνω) δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αμφιβολίες: Οι ερωτηθέντες απάντησαν σε αυτό που… καταλαβαίνουμε.

Συνεπώς αυτό το «62, 1% – 28,2%» αντιπροσωπεύει μια καθαρή παρέκκλιση από τα νεοφιλελεύθερα «όσια». Αξιοπρόσεκτο είναι ότι ακόμη και οι ψηφοφόροι της ΝΔ προκρίνουν το «να παρεμβαίνει περισσότερο το κράτος», με «σκορ» 49,1% – 44,3%.

Θετικές ή αρνητικές κρίνουν τις ιδιωτικοποιήσεις οι ερωτώμενοι; Αρνητικές, σύμφωνα με το 54,7%. Θετικά τις βλέπει μόλις το 33,8%. Οι μόνοι πολιτικοί χώροι, στις εκλογικές βάσεις των οποίων υπερισχύει η έγκριση των ιδιωτικοποιήσεων, είναι η ΝΔ με το συντριπτικό 77,1% και η Φωνή Λογικής, με το καθαρό 57,3%. Στις εκλογικές βάσεις όλων των άλλων κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ συμπεριλαμβανόμενου, η απόρριψη των ιδιωτικοποιήσεων είναι από καθαρή έως σαρωτική.

Είναι μάλλον προφανές ότι έχει φθαρεί σε σημαντικό βαθμό το δόγμα που εναπόθετε – θεωρητικά- στις ιδιωτικοποιήσεις την προστασία «των χρημάτων των φορολογουμένων» και την «αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών». Το έχουν φθείρει οι  σωρευμένες εμπειρίες της κοινωνίας από την «εφαρμοσμένες απελευθερώσεις»…

Τι να πρωτοθυμηθούμε; Ότι η «απελευθέρωση» στην ενέργεια είχε γίνει  συνώνυμη του πανάκριβου ρεύματος, προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία; Ότι η ιδιωτικοποίηση στους σιδηρόδρομους καταγράφεται στη συλλογική συνείδηση ως μια από τις βασικές παραμέτρους της οικτρής κατάστασης, που «έφερε» και το δυστύχημα στα Τέμπη, παρά τις άτσαλες επικοινωνιακές απόπειρες της κυβέρνησης να πείσει για το αντίθετο;

Άλλωστε, για αποτυχημένη ιδιωτικοποίηση που βασίζεται στο κρατικό χρήμα μιλά – σποραδικά, έστω – ακόμη και ο απολύτως «συστημικός» Τύπος. Σταχυολογούμε: «Τέμπη- Γιατί απέτυχε η ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ» («Οικονομικός Ταχυδρόμος», Μάρτιος 2023), «Η ‘άρρωστη’ ιδιωτικοποίηση των ελληνικών σιδηροδρόμων» («Βήμα», Ιούλιος 2024. «Σε κλοιό η Hellenic Train», («Καθημερινή», Ιανουάριος 2025).

«Πάει» όμως και πιο πίσω, στο χρόνο, το δίδυμο «εμπειρίες – εξαγωγή συμπερασμάτων». Κανείς δεν είδε να κτίζεται «ένα νοσοκομείο κάθε μήνα» χάρη στην πώληση της Ολυμπιακής Αεροπορίας, όπως δήλωνε μια φορά κι έναν καιρό ο Κωστής Χατζηδάκης. Οι πάντες είδαν όμως την κυβέρνηση της ΝΔ, το Νοέμβριο του 2020, να επιδοτεί την Aegean με 120 εκατομμύρια ευρώ (ποσό αντίστοιχο του 40% των μετοχών της εταιρείας), χωρίς ανταλλάγματα. Για να μην επεκταθούμε και σε  άλλους τομείς, όπου μόνο ενθουσιασμό δεν προκάλεσαν οι παρεχόμενες από ιδιώτες υπηρεσίες.

 

Και με την Ανώτατη Εκπαίδευση;

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις στο ερώτημα για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Το 50,2% τη θέλει δημόσια και απορρίπτει τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημιακών (ή «πανεπιστημίων») ιδρυμάτων. Στον αντίποδα, το 44,2% επιθυμεί ιδιωτικά ΑΕΙ, ισότιμα με τα δημόσια.

Η «έγκριση» των ιδιωτικών φορέων στην Ανώτατη Εκπαίδευση είναι συντριπτική στη βάση της ΝΔ (87%) και της Φωνής Λογικής (72%) και οριακή στο ΠΑΣΟΚ (50,1%). Στους υπόλοιπους πολιτικούς χώρους η απόρριψη των ιδιωτικών πανεπιστημίων «φτιάχνει» ποσοστά που κυμαίνονται από 62% ως 89%, με εξαίρεση την Ελληνική Λύση (53,9%).

Αξίζει να θυμηθούμε τι έδειχναν οι δημοσκοπήσεις κατά τον Φεβρουάριο και τις αρχές Μαρτίου του 2024, δηλαδή στην τελική ευθεία προς την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου. Υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων τασσόταν η πλειοψηφία, με διαφορές 12-13 εκατοστιαίων μονάδων. Εκ διαμέτρου αντίθετη, όμως, ήταν η άποψη των νέων.

Ενδεικτικά: Σε δημοσκόπηση της Opinion Poll , στην ηλικιακή ομάδα 17 – 29 ετών το «όχι» έφθανε στο 54,5% και το «ναι» περιοριζόταν στο 39%. Θετικότατα, όμως, έβλεπε τα «μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά (sic) πανεπιστήμια» η μεγάλη πλειονότητα των  65 ετών και άνω.

Με άλλα λόγια, η γενιά των άμεσα ενδιαφερόμενων (και κατά τεκμήριο πιο «ψαγμένων», επί του θέματος) απέρριπτε τη λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων, κάτι που βρήκε αντανάκλαση και στη μαζικότητα των κινητοποιήσεων εκείνης της περιόδου. Επειδή όμως τα ενέκρινε η γενιά των πατεράδων και των παππούδων τους, στο σύνολο υπερίσχυε τελικά η αποδοχή.

Έρχεται λοιπόν τώρα η έρευνα του Eteron και δείχνει ότι και στο σύνολο υπερισχύει η απόρριψη- με διαφορά, όχι μεγάλη, αλλά ούτε κι οριακή.  Τι μπορούμε να υποθέσουμε, ως εξήγηση;

Προς το τέλος της χρονικής περιόδου, κατά την οποία εξελισσόταν η έρευνα του Eteron, δημοσιοποιήθηκε ο κατάλογος δώδεκα ιδρυμάτων που είχαν καταθέσει αιτήσεις, ώστε να λειτουργήσουν, εδώ, παραρτήματά τους. Τα δέκα εξ αυτών συνεργάζονταν ήδη με κολέγια στην Ελλάδα (εδώ). Δεν επαληθεύτηκαν οι «σπαρμένες» από την κυβέρνηση προσδοκίες ότι τα μεγάλα, διάσημα πανεπιστήμια του εξωτερικού θα… σχημάτιζαν ουρές, για να εγκαταστήσουν παραρτήματα.

Ας μην θεωρήσουμε, πάντως, ότι τούτη η «ανώμαλη προσγείωση» εξηγεί από μόνη της το προαναφερθέν εύρημα – πολλώ μάλλον που, όπως ήδη αναφέραμε, η απομυθοποίηση αυτή συντελέστηκε όταν η έρευνα έβαινε προς την ολοκλήρωσή της. Έχει επενεργήσει και κάτι προγενέστερο: Δεν ήταν ευνοϊκό για τις κυβερνητικές θέσεις το  «καταστάλαγμα» που άφησε η σχετική με τα  ιδιωτικά πανεπιστήμια δημόσια συζήτηση, η οποία διήρκεσε – με αρκετή ένταση –  επί κάποιο διάστημα και μετά την ψήφιση της ρύθμισης, στη Βουλή.

Όσο κι αν προσπάθησαν για το αντίθετο τα περισσότερα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, η αντιπαράθεση εκείνη (στην οποία συμμετείχαν και αρκετοί πανεπιστημιακοί καθηγητές, καλοί γνώστες της κατάστασης στο εξωτερικό), «έσπειρε» ισχυρές αμφιβολίες ως προς τα «ευεργετήματα» που θα κόμιζαν τα ιδιωτικά ιδρύματα. Αποκάλυψε μάλιστα και αρκετές ανακρίβειες των κυβερνητικών «αφηγημάτων».

Τώρα, βεβαίως, εάν μονιμοποιηθεί και ενταθεί η κυβερνητική «γραμμή» που προβάλει τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια σαν βασίλεια «βίας και ανομίας», μπορούμε να εικάσουμε  ότι η καμπάνια υπέρ των ιδιωτικών θα εδραστεί περισσότερο στο δόγμα πως αποτελούν… καταφύγια γαλήνης. Αφού τα αμιγώς εκπαιδευτικά «επιχειρήματα» δεν έχουν την επιθυμητή διεισδυτικότητα, τα… άλλα θα ήταν μια κάποια λύση…

 

Και μια έκπληξη για τις στρατιωτικές δαπάνες

Τι πρέπει να γίνει με τις αμυντικές δαπάνες; Να αυξηθούν, «ώστε να προστατευθεί καλύτερα η εθνική ακεραιότητα» ή να μειωθούν, «ώστε να δοθεί μεγαλύτερο βάρος σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία και οι κοινωνικές ασφαλίσεις;». Επ’ αυτού, η επικρατούσα απάντηση στην έρευνα του Eteron θα μπορούσε, ίσως, να θεωρηθεί έκπληξη:  Το 63,5% θέλει να μειωθούν και μόνο το 27,7% επιθυμεί την αύξησή τους.

Κι αυτό πότε; Στην εποχή, κατά την οποία τα άνωθεν… εντατικά μαθήματα περί της «αναγκαιότητας» του «ReArm Europe» τα συνοδεύουν εκφράσεις ανησυχίας για νέες κινήσεις της Άγκυρας στο εξοπλιστικό πεδίο, αλλά και συζητήσεις σχετικά με τον τουρκικό «τσαμπουκά» στην υπόθεση του καλωδίου (ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου).

Ακόμη πιο αναπάντεχο φαντάζει το εξής: Η άποψη ότι οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να αυξηθούν υπερισχύει μόνο στους ψηφοφόρους της ΝΔ (61,1%) και της Φωνής Λογικής (61,2%). Υπέρ της μείωσής τους εμφανίζονται κατά πλειοψηφία ακόμη και οι υποστηρικτές της Ελληνικής Λύσης (57%) και της Νίκης (57,8%) – κι ας πρόκειται για ένα παραδοσιακό «θέμα- ταμπού» της ελληνικής «σκληρής Δεξιάς» και Ακροδεξιάς. Στους ψηφοφόρους των άλλων κομμάτων, η ισχύς  του αιτήματος για μείωση των αμυντικών δαπανών κυμαίνεται από 64,6% (ΠΑΣΟΚ), μέχρι και άνω του 85% και του 95%.

Πού να οφείλεται, άραγε, αυτό; Μπορούμε να επισημάνουμε δύο  στοιχεία. Πρώτον: Συχνά – πυκνά εμφανίζεται στη δημόσια σφαίρα το ζήτημα της μεταφοράς οπλικών συστημάτων από την Ελλάδα στην Ουκρανία. Κάτι που μοιραία θέτει υπό μερική αμφισβήτηση τη βεβαιότητα πως «κάθε ευρώ που δίνουμε αξιοποιείται για την αμυντική θωράκιση της χώρας». Και – ειρήσθω εν παρόδω – είναι παγκοίνως γνωστό ότι, ανάμεσα στις χώρες του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα ανέκαθεν ξόδευε για αμυντικές δαπάνες ποσά που αντιστοιχούσαν σε μεγάλα ποσοστά επί του ΑΕΠ της.

Δεύτερον: Ειδικά ως προς τα εξοπλιστικά προγράμματα, η ελληνική κοινωνία υποβάλλεται σε ένα διαδοχικό «σκοτσέζικο ντους». Πρώτα ανθεί η ευφορία για τα εκάστοτε νέα (κατά κανόνα πανάκριβα) αποκτήματα,  αλλά κατόπιν «πλακώνει» προβληματισμός, καθώς η Άγκυρα αγοράζει όσα ακυρώνουν τα «ημέτερα στρατηγικά πλεονεκτήματα».

Ενίοτε, μάλιστα, η κυβέρνηση διαμαρτύρεται προς «φιλικές και συμμαχικές χώρες», που πρώτα πουλούν σε εμάς… καλό πράμα και στη συνέχεια βάζουν στο πρόγραμμα να πουλήσουν τα «αντίδοτα» στην Τουρκία. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα οι πύραυλοι Meteor.

Ε, θα ήταν κάπως αφύσικο να μην έχει προκαλέσει αυτό το αέναο «φτου κι απ’ την αρχή» κάποιες «ρωγμές» στο «ιερό τοτέμ» των στρατιωτικών  δαπανών. Ιδίως όταν ακούγονται και αναλύσεις ειδημόνων, που αμφισβητούν τη χρησιμότητα συγκεκριμένων αγορών.

 

Οι φόροι και ένα «εν κατακλείδι»…  

Έκδηλη είναι στα ευρήματα της έρευνας του Eteron η αγωνία για το «κοινωνικό κράτος», όρος που αντιπροσωπεύει κάτι θετικό για το 88,1%  των ερωτηθέντων. Όταν όμως καλούνται ν’ απαντήσουν αν χρειάζονται περισσότεροι φόροι για χάρη της Υγείας, της Παιδείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης ή – αντιθέτως – μείωση των φόρων, έστω κι αν αυτό θα σημάνει πλήγματα στους παραπάνω τομείς, η επιλογή «λιγότεροι» υπερισχύει με 40,2%, έναντι του 31,1% που ζητά περισσότερους.

Επιτομή της έννοιας αντίφαση; Όχι, απαραιτήτως… Πριν απ’ όλα, ο γενικός όρος «φόροι»  τους καλύπτει όλους – έμμεσους, άμεσους, τους πάντες. Προφανώς,  δεν τρέφουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες διαθέσεις για κάθε  κατηγορία φόρου. Εξηγήσιμο είναι, επίσης, να φοβούνται ότι θα υποστούν οι ίδιοι ένα περεταίρω «ξεζούμισμα», που η οικονομική τους κατάσταση δεν το αντέχει (ενδεχόμενο ανοιχτό, όταν δεν διευκρινίζεται ποιοι και πώς θα φορολογηθούν). Κι αφ’ ης στιγμής κρίνουν ότι η κεντρική εξουσία μπορεί να εξοικονομήσει πόρους (είδαμε τι απαντούν για τις αμυντικές δαπάνες) προκειμένου να αναστηλωθούν βασικές πλευρές του κοινωνικού κράτους, δεν βλέπουν λόγο να αποδεχθούν ενθουσιωδώς μια απροσδιόριστη φορολογική λύση.

Γενικά, σε ό,τι αφορά αυτά τα θέματα (οικονομία, βιοτικό επίπεδο, κοινωνικό κράτος), η έρευνα του Eteron αναδεικνύει τάσεις που για τα «μέτρα και τα σταθμά» των καιρών μας θα μπορούσαν να θεωρηθούν αρκετά «αριστερόστροφες», ή τουλάχιστον ασύμβατες προς τα νεοφιλελεύθερα στερεότυπα. Ας μην βιαστεί όμως κανείς να διαγνώσει ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα κάποιου νέου, μαζικού ριζοσπαστισμού.

Έχει μάλιστα τη σημασία του και το εξής: Οι ερωτηθέντες που απάντησαν τα παραπάνω και διακήρυξαν ηχηρά το έλλειμμα εμπιστοσύνης τους σχεδόν σε όλες τις «συνιστώσες» του πολιτικού συστήματος (με ποσοστά από 63,4% έως 85%) κι ακόμη ηχηρότερα στα Μ.Μ.Ε (93,1% ), είναι οι ίδιοι που κρίνουν την έννοια «ριζοσπαστισμός» ως αρνητική. Με 47,4%, απέναντι στο 29.9% που θεωρεί τον ριζοσπαστισμό ελπιδοφόρο.

Επίσης, αρκετά επί μέρους ευρήματα «σηκώνουν» διπλές αναγνώσεις. Βλέπεις πχ ότι το 26,9% όσων προτίθενται να (ξανα)ψηφίσουν τη ΝΔ εκδηλώνει δυσαρέσκεια για την οικονομική του κατάσταση. Είναι εύκολο να επικαλεστείς αυτό το σημαντικό ποσοστό (πάνω από το ένα τέταρτο), για να ενισχύσεις τη διαπίστωση ότι τα κυβερνητικά «success stories» δείχνουν πολύ χλωμά, στην κοινωνία. Αλλά θα ήταν μεγάλη επιπολαιότητα να προσπεράσεις την άλλη όψη του νομίσματος: Ότι πολλοί δυσαρεστημένοι, συνεχίζουν να είναι στη ΝΔ «στοιχημένοι»…

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ