Το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK), στο 12ο συνέδριό του, που ολοκληρώθηκε στις 11 Μαΐου, αποφάσισε να διαλύσει την οργανωτική του δομή και να θέσει τέλος στον ένοπλο αγώνα που διεξάγει εναντίον του τουρκικού κράτους. Η δήλωση ανέφερε συγκεκριμένα πως «το κόμμα έχει εκπληρώσει την ιστορική του αποστολή» και ότι «ο αγώνας θα συνεχιστεί με δημοκρατικά, πολιτικά και κοινωνικά μέσα».
Το PKK, ως όργανο αυτοδιάθεσης της κουρδικής μειονότητας, ιδρύθηκε το 1978 και βγήκε μέσα από το καμίνι των λαϊκών αγώνων και των ευρύτερων διεργασιών της επαναστατικής Αριστεράς, στον τουρκικό χώρο τη δεκαετία του 1970. Ο ιδεολογικός χαρακτήρας του κόμματος αρχικά ήταν μαρξιστικός-λενινιστικός, και στρατηγικός στόχος του ήταν η δημιουργία ενός ανεξάρτητου σοσιαλιστικού Κουρδιστάν, τόσο ενάντια στο τουρκικό κράτος και τις φασιστικές παραστρατιωτικές ομάδες της εποχής, όσο και ενάντια στους Κούρδους γαιοκτήμονες.
Η απάντηση του τουρκικού κράτους ήταν σαρωτική, με την κήρυξη στρατιωτικών νόμων σε πολλές κουρδικές επαρχίες, και στη συνέχεια, μετά το πραξικόπημα του Εβρέν το 1980, με απαγόρευση της κουρδικής γλώσσας και οποιασδήποτε δημόσιας έκφρασης του κουρδικού πολιτισμού, στενεύοντας ακόμα περισσότερο τα περιθώρια έκφρασης της ήδη καταπιεσμένης μειονότητας. Το 1984, το PKK μετατράπηκε σε πολιτικοστρατιωτική οργάνωση, ξεκινώντας ένοπλο αγώνα που διαρκεί πλέον 41 χρόνια.
Δύο σημαντικές στιγμές στην πορεία του PKK ήταν η σύλληψη (ουσιαστικά παράδοση από το ελληνικό κράτος) το 1999 του ηγέτη του, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, και στη συνέχεια η υιοθέτηση από το κόμμα της πολιτικής πλατφόρμας του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού. Έτσι, αντί για την ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους, προσανατολίστηκε στο στόχο αυτόνομων αποκεντρωμένων κοινοτήτων.
Το καθεστώς Ερντογάν, εδώ και πάνω από έξι μήνες, έχει πάρει πρωτοβουλίες προσέγγισης με την κουρδική πλευρά (την πρωτοβουλία ξεκίνησε συμβολικά ο «γκρίζος λύκος» ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος MHP Ντεβλέτ Μπαχτσέλι, ), ώστε να επιτύχει κατάπαυση του πυρός. Με αυτόν τον τρόπο, επιδιώκει να απαλλαγεί από το αγκάθι του κουρδικού ένοπλου αγώνα, ευελπιστώντας σε στρατιωτικά, οικονομικά, γεωπολιτικά και πολιτικά οφέλη.
Η τουρκική κυβέρνηση, σε πρώτο επίπεδο, θέλει να τερματίσει ένα 40χρονο μέτωπο, που αποτελεί μεγάλη οικονομική και στρατιωτική αιμορραγία (σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Σισμέκ, ο πόλεμος κόστισε 1,8 τρις δολάρια), ενώ ο ίδιος ο Ερντογάν επιδιώκει να πιστωθεί ως «ειρηνοποιός», με τα συνακόλουθα πολιτικά κέρδη που θα του εξασφαλίσει αυτός ο τίτλος. Ταυτόχρονα εν μέσω σαρωτικής οικονομικής κρίσης και δύο μήνες μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον του, ο πρόεδρος της Τουρκίας υπόσχεται δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να προσεταιριστεί το προοδευτικό φιλοκουρδικό κόμμα DEM (πρώην HDP) και να διαλύσει τη συμμαχία που το τελευταίο έχει συνάψει με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα δύο κόμματα έχουν τακτική συνεργασία και αποτελούν ένα άτυπο μέτωπο σε θέματα κυρίως δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Βασιζόμενος, λοιπόν, στην απόφαση αφοπλισμού του PKK, ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να ανοίξει ένα διαπραγματευτικό πεδίο, όπου θα δώσει ως κίνητρο εγγυήσεις για παραχωρήσεις σε κουρδικά αιτήματα. Με αυτή την κίνηση ευελπιστεί σε νέες συμμαχίες και ψήφους, προκειμένου να τροποποιήσει το τουρκικό Σύνταγμα, ώστε να καταφέρει να επεκτείνει την θητεία του και μετά το 2028.
Η παρούσα κατάσταση στην Τουρκία, όπως είναι γνωστό, δεν είναι και η… ιδανική για τα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Εκλεγμένοι δήμαρχοι σε κουρδικές περιοχές διώκονται και στη θέση τους μπαίνουν κεντρικά διορισμένοι, εντός των φυλακών βρίσκονται αντιφρονούντες (ακτιβιστές, δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί) και πολιτικοί κρατούμενοι, ενώ ο αντιτρομοκρατικός νόμος αποτελεί εργαλείο καταστολής του λαϊκού κινήματος και γενικότερα οποιουδήποτε θεωρείται εχθρικά διακείμενος στο καθεστώς. Την ίδια στιγμή, επίσημη αναγνώριση του κουρδικού έθνους και γλώσσας δεν υπάρχει, και όποιες μικρές μεταρρυθμίσεις έγιναν κατά τη δεκαετία του 2000 σε αυτό τον τομέα είναι ουσιαστικά διακοσμητικές.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην τωρινή πραγματικότητα και μια ενδεχόμενη μελλοντική κατάσταση, όπου θα τηρούνται τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα, με το καθεστώς Ερντογάν να μην εμπνέει καμία εμπιστοσύνη ως φορέας ουσιαστικής αλλαγής. Όπως είναι λοιπόν λογικό, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, καθώς η διαδικασία διαπραγμάτευσης θα είναι αρκετά δύσκολη και γεμάτη κινδύνους για την κουρδική πλευρά.
Όσο αφορά τώρα το «πρακτικό κομμάτι», ο Μπαχτσελί πρότεινε σύσταση εκατομελούς επιτροπής, που θα αποτελείται από εκπροσώπους των 16 κομμάτων της Βουλής και θα επιβλέπει τη διαδικασία αφοπλισμού και διαπραγματεύσεων. Η πρόταση αυτή προκάλεσε συζητήσεις σχετικά με τη σύνθεση, τις αρμοδιότητες, τον χρόνο λειτουργίας και τους δρόμους που θα ανοίξει, όσον αφορά τις συνταγματικές τροποποιήσεις, καθώς αποκλείονται για ακόμα μια φορά οι φωνές της κοινωνίας, και ιδιαίτερα του κουρδικού λαού. Η Σεβντά Καράτσα, βουλεύτρια του κόμματος της κομμουνιστικής Αριστεράς EMEP (Κόμμα Εργασίας), εκφράζοντας ανησυχίες για αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις δήλωσε:
«Η πρόταση του Μπαχτσελί φαίνεται να στοχεύει στη δημιουργία μιας επιτροπής που θα μοιάζει με το υπάρχον αντιδημοκρατικό κλίμα της Βουλής. Εμείς πιστεύουμε ότι μια πραγματικά δημοκρατική επιτροπή, με αντιπροσώπους όλων των κομμάτων και δυνατότητα συμμετοχής του λαού, είναι απαραίτητη. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Οι κύριοι ενδιαφερόμενοι για μια λύση στο κουρδικό ζήτημα είναι ο κουρδικός λαός, οι εργαζόμενοι (Κούρδοι και Τούρκοι), οι καταπιεσμένοι και οι δυνάμεις της εργασίας και της δημοκρατίας. Γι’ αυτό, η διαδικασία πρέπει να είναι διαφανής και ανοικτή στη συμμετοχή του λαού».
Βέβαια, οι διαστάσεις διάλυσης του PKK υπερβαίνουν τα τουρκικά σύνορα και αποτελούν μέρος των συνολικών διεργασιών που εκτυλίσσονται στην περιοχή, καθώς η απόφαση διάλυσης συμπίπτει με ένα πλαίσιο πιέσεων από την κυβέρνηση της Συρίας (πρώην τζιχαντιστές) για ενσωμάτωση των Κουρδικών Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) (οργάνωσης αδελφής του PKK) στον κεντρικό Συριακό στρατό. Μια τέτοια προοπτική αποτελεί επιθυμητό στόχο για την Τουρκία, η οποία, δεδομένου και της προνομιακής σχέσης που έχει με την κυβέρνηση της Δαμασκού, θα «ξορκίσει» την, με όρους αυτονομίας, ένοπλη κουρδική παρουσία και εκτός των συνόρων της.
Όπως και να έχει, το επόμενο διάστημα αναμένεται να δημοσιοποιηθούν περισσότερες λεπτομέρειες του μετώπου των διαπραγματεύσεων μεταξύ τουρκικής κυβέρνησης και PKK. Το μόνο σίγουρο είναι πως μια δημοκρατική και πραγματική λύση στο κουρδικό ζήτημα απαιτεί ουσιαστική αναγνώριση της κουρδικής εθνικής ταυτότητας, κατάργηση των κατασταλτικών μηχανισμών και συμμετοχή των ίδιων των κουρδικών κοινοτήτων στις διαδικασίες που θα δρομολογηθούν. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητη η παρουσία του δημοκρατικού και λαϊκού κινήματος, ώστε να μην γίνουν οι Κούρδοι ανάχωμα και να μην μετατραπεί η πορεία των διαπραγματεύσεων σε ένα εργαλείο περαιτέρω εμβάθυνσης της ηγεμονίας του καθεστώτος Ερντογάν και του αστικού μπλοκ που εκπροσωπεί.