Η δραματική Ιστορία του Σουλίου κορυφώνεται αρκετά πριν την Επανάσταση του 1821.
Οι Σουλιώτες αποτελούσαν μια αυτόνομη επαρχία ορθοδόξων, βασικά Αλβανών στα πλαίσια του κρατιδίου της Ηπείρου το οποίο διατηρούσε μια σχετική αυτονομία από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ζούσαν στο οροπέδιο μεταξύ της Παραμυθιάς από Δυτικά, της Δωδώνης από Βόρεια και της Φιλιππιάδας από Νότια.
Σήμερα είναι μια δυσπρόσιτη και υποβαθμισμένη ορεινή περιοχή με μικρά χωριά και ελάχιστους μόνιμους κατοίκους.
Τον 19ο αιώνα ήταν μια πλούσια σε κτηνοτροφία επαρχία που βρισκόταν υπό τον έλεγχο μεγάλων οικογενειών. Σπουδαιότερες εξ αυτών ήταν η φάρα του Δημοδράκου, του Ζάρμπα, του Ζέρβα, του Μπότσαρη, του Τζαβέλλα, του Δαγκλή, του Καραμπίνη, του Κουτσονίκα κ.ά.
Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό του οποίου το αξίωμα ήταν κληρονομικό «κατ΄ αρρενογονία». Οι αρχηγοί των φαρών συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει. Μιλούσαν βασικά Αλβανικά αλλά είχαν ενσωματώσει μέσω της εκκλησίας και αρκετές λέξεις από την Ελληνική.
Μάλιστα ο Μάρκος Μπότσαρης σε μια προσπάθεια να βοηθηθεί η επικοινωνία έγραψε το «Λεξικόν της Ρωμαϊκής και Αρβανίτικης απλής» που αποτελείται από ένα άθροισμα δυσνόητων λέξεων με μεγάλη ιστορική και πολιτιστική αξία.
Οι σχέσεις τους με το (Αλβανό) Αλή Πασά ήταν πάντα προβληματικές. Περισσότερο βάραιναν οι οικονομικές διαφορές παρά οι θρησκευτικές.
Ο Αλή Πασάς είχε καθιερώσει μια σχετικά ανεκτική πολιτική απέναντι στις θρησκείες και τις εθνότητες στο κρατίδιο της Ηπείρου που εκτείνονταν από την Αυλώνα μέχρι την Άρτα. Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Εβραίοι συνυπήρχαν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα χωρίς σοβαρά προβλήματα.
Οι Σουλιώτες είχαν μεν υποχρεώσεις φορολογικές έναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά παράλληλα είχαν επιβάλει και φορολόγηση στα διερχόμενα εμπορεύματα των Ιωαννίνων που αναγκαστικά πέρναγαν μέσα από τα εδάφη τους.
Εκείνη την εποχή ο δρόμος για τα Γιάννενα δεν ξεκίναγε από την Ηγουμενίτσα (που δεν υπήρχε ως πόλη ) αλλά από την Πάργα. Η Πάργα είχε τελωνείο , κάστρο και ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις.
Τα κάρα με τα εμπορεύματα που τροφοδοτούσαν τα Γιάννενα περνούσαν από το Γεφύρι του Αχέροντα στο Γλυκή, κάτω από την Παραμυθιά, από την Δωδώνη και κατέληγαν στα Γιάννενα. Το γεφύρι στο Γλυκή ήταν το σημείο στο οποίο τα καραβάνια κατέβαλαν στους Σουλιώτες διόδια σε είδος. Να σημειωθεί ότι στην διάρκεια της διαδρομής τα καραβάνια έπεφταν και θύματα ληστειών από Σουλιώτες τις οποίες ληστείες ουδέποτε παραδεχόταν οι μεγάλες οικογένειες του Σουλίου.
Οι οικογένειες του Σουλίου ήταν κάτι σαν τους φεουδάρχες την Κέρκυρας αλλά γενικά η φεουδαρχική εποχή ανατολικού τύπου ήταν ηπιότερης μορφής.
Γενικά η κοινωνία των Σουλιωτών ήταν κοινωνία των οικογενειών και των υπηρετών τους. Κλειστή κοινωνία με αυστηρά έθιμα όπου πολύ δύσκολα μπορούσε να δεχτεί κάποιον ξένο ως μέλος της.
Η αριστοκρατία της Κέρκυρας ήταν σκληρότερης μορφής. Δεν ήταν απλώς ιδιοκτήτες των πάντων εντός του φέουδου. Πίστευαν ότι ήταν και ανώτεροι βιολογικά από τον λαό τους. Όταν οι Γάλλοι Δημοκρατικοί και οι Κερκυραίοι Ιακωβίνοι κρέμασαν ορισμένους από αυτούς στους δρόμους τους άφηναν για μέρες κρεμασμένους προκειμένου να βρωμίσουν ώστε να βεβαιωθεί ο λαός ότι δεν υπάρχει βιολογική διαφορά.
Η ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ του Αλή Πασά, των Σουλιωτών αλλά και των Παργινών εκδηλώνεται με μεγάλη ένταση μετά το 1803 οπότε και πολλοί Σουλιώτες καταφεύγουν στην Κέρκυρα και γίνονται δεκτοί από τον Ρώσο Ναύαρχο Ουζακώφ ο οποίος τους παραχωρεί αγροτικές εκτάσεις στην Λευκίμμη για την εγκατάσταση τους.
Ο Ουζακώφ έχει ήδη εκδιώξει τους Γάλλους δημοκρατικούς από τα Επτάνησα και έχει επαναφέρει προσωρινά τα δικαιώματα της αριστοκρατίας.
Σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες ενός Άγγλου περιηγητή της εποχής οι Σουλιώτες δεν ήθελαν να γίνουν αγρότες διότι θεωρούσαν υποτιμητικό επάγγελμα την καλλιέργεια της Γής. Καθόταν τις νύχτες δίπλα στη φωτιά και τραγουδούσαν με «τες κιθάρες των» άσματα για τα κατορθώματα τους. Μην έχοντας άλλους πόρους για να ζήσουν έκλεβαν τα κοτέτσια των Λευκιμιωτών με αποτέλεσμα να σημειώνονται καθημερινές ένοπλες συγκρούσεις με τους χωριάτες της Λευκίμμης.
Ο Αλή Πασάς εκτός των άλλων ήθελε να καθαρίσει τον δρόμο διέλευσης των εμπορευμάτων του τόσο από τους Παργινούς που τον κλέβανε στη Δογάνα (Τελωνείο) όσο και από τους Σουλιώτες. Διαισθανόμενος την νέα εποχή που ερχόταν προσπαθεί να οχυρώσει το κρατίδιο του και ταυτόχρονα εκπαιδεύει στην σχολή πολέμου στα Γιάννενα τα μεγαλύτερα ονόματα των αρβανιτών οπλαρχηγών της επανάστασης του 1821 (Καραϊσκάκης κλπ).
Το 1819 συνάπτει στα Γιάννενα συμφωνία με τον Άγγλο Αρμοστή της Κέρκυρας Τόμας Μαίτλαντ και αγοράζει την Πάργα έναντι 150.000 λιρών με την υποχρέωση οι Άγγλοι να πάρουν τον πληθυσμό των πέντε χιλιάδων Παργινών στην Κέρκυρα. Επιπλέον στην συμφωνία προστίθεται ο όρος να μην πουλήσουν οι Άγγλοι πολεμοφόδια στους Σουλιώτες και οι Άγγλοι επιβάλουν τον όρο οι Παργινοί να πουλήσουν τις περιουσίες τους πριν φύγουν.
Έτσι οι Παργινοί φτάνουν στην Κέρκυρα όπου σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες αποβιβάστηκαν στο λιμάνι κουβαλώντας σακιά με τα κόκκαλα των προγόνων τους που ξέθαψαν από τα νεκροταφεία. Μαζί τους ήρθαν και οι «γραμματιζούμενοι» δικηγόροι που έκαναν τα συμβόλαια των αγοραπωλησιών.
Ένα μέρος της νέας αστικής τάξης στην Κέρκυρα αποτελούνταν από Παργινούς και Σουλιώτες δικηγόρους που πλούτισαν εις βάρος των αγράμματων Παργινών κατά την σύναψη των «Συμβολαίων».
Οι σκληρότεροι εργοστασιάρχες και «ευεργέτες» που τα ονόματα τους πήραν κεντρικοί δρόμοι της Κέρκυρας πλούτισαν εκείνη την εποχή ενώ οι Παργινοί εγκαταστάθηκαν σε παραπήγματα στις παρυφές της πόλης και αργότερα έγιναν εργάτες στα εργοστάσια των απογόνων των δικηγόρων. Οι απλοί Σουλιώτες ήταν βαθειά συντηρητικοί, παραβατικοί και δουλικοί απέναντι στους αφέντες ενώ έβλεπαν πάντα από απόσταση τα κοινωνικά κινήματα των Επτανησίων.
Αντιθέτως, την ίδια εποχή η αριστοκρατία στα Επτάνησα έδινε μάχες οπισθοφυλακών, οι εποχές άλλαζαν ραγδαία και οι περήφανοι και εμπειροπόλεμοι Σουλιώτες μετατρέποντας σε περιθωριακές φιγούρες της κοινωνικής ζωής.
Έτσι φτάσαμε στις τελευταίες ημέρες του Σουλίου που έγιναν πηγή έμπνευσης για τον Giovanni Peruzzini και έγραψε μια άγνωστη όπερα με τίτλο Ultimi Giorni di Suli (Οι τελευταίες ημέρες του Σουλίου).
Την Σαρακοστή του 1856 ανέβηκε στο μεγάλο θέατρο «Φοίνικας» της Βενετίας. Πρόκειται για ένα λυρικό δράμα σε 4 μέρη. Το λιμπρέτο τυπώθηκε το 1856 από το I.R. Stabilimento Νazionale Privilegiato di T. di G. Ricordi (Milano)
Την Σαρακοστή του 1856 ανέβηκε στο μεγάλο θέατρο «Φοίνικας» της Βενετίας η όπερα του Giovanni Batista Ferrari «Οι τελευταίες μέρες του Σουλίου» .
Συγγραφέας του έργου ήταν ο Giovanni Peruzzini (1815-1869).
Πρόκειται για ένα λυρικό δράμα σε 4 μέρη.
Το λιμπρέτο τυπώθηκε το 1856 από το I.R. Stabilimento Νazionale Privilegiato di T. di G. Ricordi (Milano).
Το λιμπρέτο και οι παρτιτούρες της όπερας έχουν χαθεί.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Πορτογαλίας έχει την μεγαλύτερη συλλογή έργων του Giovanni Peruzzini ( Jone , La contessa d’Amalfi κλπ.).
Είναι δυνατόν να έχει και το λιμπρέτο από το έργο αυτό ; Δεν ξέρω .
Μου φαίνεται όμως αδιανόητο να υπάρχει και να μην ενδιαφέρθηκε κανείς.