Δόθηκε προ ημερών στη δημοσιότητα το νομοσχέδιο για την τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου προκαλώντας σοβαρές αντιδράσεις από γυναικείες οργανώσεις, ψυχολόγους, νομικούς κύκλους, καθηγητές/ριες πανεπιστημίου.
Απέναντι στις επερχόμενες αλλαγές εξ αρχής στάθηκαν όλες οι φεμινιστικές συλλογικότητες μηδεμιάς εξαιρουμένης, η επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο που συγκροτήθηκε και αποτελείται από 22 γυναικείες οργανώσεις, αριστερές οργανώσεις ενώ κριτική άσκησαν ακόμη κι η Παιδοψυχιατρική Εταιρία Ελλάδος κι η Ένωση Δικαστών κι Εισαγγελέων Κύπρου. Οι έως τώρα παρεμβάσεις ενάντια στο νομοσχέδιο είναι πολλαπλές, πλούσιες και χρήσιμες καθώς προσθέτουν σοβαρά επιχειρήματα στην πολεμική ενάντια στο νομοσχέδιο. Μέχρι τώρα το γυναικείο κίνημα μέσω μαζικών πρωτοβουλιών, δημόσιων τοποθετήσεων, παρεμβάσεων και κινητοποιήσεων έχει στείλει μήνυμα ανυπακοής κι αγώνα.
Αρχικά ας δούμε τη μεγάλη εικόνα. Το ζήτημα της τροποποίησης του οικογενειακού δικαίου έχει ανοίξει τους τελευταίους μήνες, σε μία περίοδο που εξαιτίας της πανδημίας και των δύσκολων οικονομικών συνθηκών που βιώνουμε το οικογενειακό εισόδημα έχει πληγεί βαθειά, τα δικαιώματα παιδιών και γυναικών βάλλονται: τόσο με την κατακόρυφη αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας λόγω του εγκλεισμού όσο και σε επίπεδο εργασίας με τις γυναίκες να φορτώνονται σε μεγάλο βαθμό τα βάρη της τηλεργασίας και της αύξησης της ανεργίας, τα βάρη της φροντίδας των παιδιών με κλειστά σχολεία και την φροντίδα των ευπαθών μελών της οικογένειας εν μέσω κρίσης του συστήματος υγείας. Μία κυβέρνηση λοιπόν που δεν έχει λάβει κανένα ουσιαστικό μέτρο για την επίλυση όλων των παραπάνω ζητημάτων προχωρά σε μία σημαντική μεταρρύθμιση για το οικογενειακό δίκαιο.
Η συζήτηση για την εν λόγω τροποποίηση άνοιξε με τον εκκωφαντικό αποκλεισμό των γυναικείων οργανώσεων, ακόμα και της ίδιας της Γενικής Γραμματείας Ισότητας (την οποία είχε φροντίσει βέβαια η κυβέρνηση της ΝΔ με την ανάληψη των καθηκόντων της να την υποβαθμίσει μεταφέροντάς την από το Υπουργείο Εσωτερικών στο Υπουργείο Εργασίας και μετονομάζοντάς την σε Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής). Όχι μόνο δεν κλήθηκαν στις προπαρασκευαστικές διαδικασίες γυναικείες οργανώσεις, επιστημονικοί φορείς και νομικοί αλλά έμειναν αναπάντητες ακόμα κι οι δεκάδες επιστολές προς τον Υπουργό. Για να δοθεί δε τηλεοπτικός χρόνος ούτε λόγος…
Η συζήτηση άνοιξε με μία άνευ προηγουμένου αβάντα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (τηλεοπτικούς σταθμούς και ραδιόφωνα) άλλοτε ανοιχτά κι άλλοτε συγκαλυμμένα του λόμπι των “Ενεργών Μπαμπάδων”, ενός λόμπι ισχυρών συντηρητικών αντρών, που επιδόθηκαν σε μία αντιδραστική προπαγάνδα, διαστρέβλωση των φεμινιστικών θέσεων και ψευδοεπιστημονικών ασυναρτησιών. Ενός λόμπι ισχυρών αντρών που συνεργάζονται στενά με τον Υπουργό Δικαιοσύνης Τσιάρα, καθώς μερικοί εξ αυτών έχουν δηλώσει και δημόσια πως αποτελούν τους εμπνευστές του νομοσχεδίου. Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του δημοσιογράφου Ν. Τσιλιμπουνιδάκη που βρέθηκε προ μηνών στην εκπομπή του Αρναούτογλου για μία “συνηθισμένη” συνέντευξη λειτουργώντας κανονικά σαν λαγός για τις εν εξελίξει τροποποιήσεις, δηλώντας μάλιστα το αισχρό: “Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά το “ενοίκιο” της κυοφορίας των 9 μηνών”.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε πως η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου στην Ελλάδα τη δεκαετία του ‘80 αποτέλεσε μία ιστορική νίκη για το γυναικείο κίνημα της εποχής, όχι μόνο γιατί κατήργησε την έως τότε θεσμοθετημένη έννοια του πατέρα-αρχηγού της οικογένειας και το προικοσύμφωνο, αλλά και γιατί προχώρησε σε μία σειρά από τομές που το καθιστούσαν στην εποχή του από τα πλέον προοδευτικά, παιδοκεντρικά και υπέρ της ισότητας των φύλων νομικά πλαίσια. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές και οι μετέπειτα τροποποιήσεις κατοχύρωσαν το δικαίωμα των γονιών σε εξίσου επιμέλεια, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, γεγονός που η συντηρητική και μισογύνικη προπαγάνδα συνειδητά συκοφάντησε. Δεν παραγνωρίζουμε ωστόσο πως πολλές πλευρές του ισχύοντος δικαίου έμειναν μόνο στα χαρτιά κι ουσιαστικά στην αφάνεια, με ευθύνη της πολιτείας κι όλων όσων κυβέρνησαν μέχρι τώρα.
Το νομοσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα παρότι έχει αφαιρέσει μία σειρά από σκανδαλώδη σημεία που είχαν κυκλοφορήσει άτυπα το προηγούμενο διάστημα, βρίθει από ασάφειες, αόριστες έννοιες και πολλαπλές ερμηνείες, ενέχοντας πολλούς κινδύνους για το παιδί, τη γυναίκα και εν γένει την ευάλωτη γονεϊκότητα. Και το κύριο δεν έρχεται να ενισχύσει την υπάρχουσα παιδοκεντρική νομοθεσία αντιθέτως προσθέτει αναχρονιστικές αλλαγές.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να σταθούμε σε ορισμένα σημαντικά σημεία του κατατεθειμένου νομοσχεδίου.
Όπως καταγγέλλουν μία σειρά από γυναικείες οργανώσεις, φεμινιστικές πρωτοβουλίες το νομοσχέδιο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με σωρεία διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, της Διεθνούς Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και τη καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, της ΕΣΔΑ και την Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεως κατά των γυναικών.
Βασική πλευρά που διέπει τις τροποποιήσεις είναι η μετατόπιση του πυρήνα του οικογενειακού δικαίου από το συμφέρον του παιδιού (όπως κατοχυρώνεται στο διεθνές δίκαιο σήμερα και στη διεθνής σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, που κατ’ άλλα έχει ψηφίσει κι η Ελλάδα) στις επιθυμίες, στο ασαφές δικαίωμα και τις επιδιώξεις των γονέων. Παραβιάζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού καθώς αίρεται η δυνατότητα να κρίνεται από τον αρμόδιο δικαστή κατά περίπτωση το συμφέρον του κάθε τέκνου. Ενώ σήμερα δηλαδή η εξατομικευμένη εξέταση κάθε περίπτωσης αποτελούσε τον κανόνα, τώρα μετατρέπεται σε εξαίρεση. Ο νομοθέτης εισάγει οριζόντια και υποχρεωτικά μέτρα όπως το τεκμήριο του 1/3 του χρόνου του παιδιού (χωρίς να προκύπτει αν αφορά πραγματικό ή ελεύθερο χρόνο) για την άσκηση επικοινωνίας με τον γονέα που δεν διαμένει, το οποίο δένει ουσιαστικά τα χέρια των δικαστικών αρχών και τις εμποδίζει να κρίνουν εξατομικευμένα λαμβάνοντας υπόψιν τις δυναμικές κάθε οικογένειας, τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, τις εκάστοτε συγκρούσεις και προβληματικές.
Με το τελευταίο μάλιστα τεκμήριο ανοίγει το δρόμο για τη δραστική μείωση ουσιαστικά των διατροφών καθώς οι ημέρες επικοινωνίας/διαμονής θα συμψηφίζονται με το ποσό της διατροφής των παιδιών. Αφήνει ανοιχτή την πόρτα στην τροποποίηση για την υποχρεωτικά εναλλασσόμενη κατοικία του παιδιού μεταξύ των δύο γονέων, μέτρο το οποίο όπου εφαρμόστηκε διεθνώς κατηγορήθηκε για την μη ομαλή ψυχοκοινωνική ένταξη του τέκνου στην νέα συνθήκη του διαζυγίου, ενώ μάλιστα στις περιπτώσεις όπου υπήρχε ενδοοικογενειακή βία ενέτεινε τα περιστατικά βίας σε βάρος των γυναικών από το εν διαστάσει σύζυγο.
Στο παρόν νομοσχέδιο βάλλονται επίσης τα δικαιώματα του παιδιού καθώς στη γενική αρχή ότι λαμβάνεται υπόψιν και συνεκτιμάται η γνώμη του παιδιού ανάλογα με την ωριμότητά του, εισάγεται το εξής “εφόσον η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής”. Εισάγονται επίσης αυθαίρετες έννοιες και ασαφείς ορολογίες που περισσότερα προβλήματα δημιουργούν παρά επιλύουν όπως η υποχρέωση του γονέα απέναντι στους ανιόντες της μητέρας και του πατέρα, δηλαδή παππούδες και γιαγιάδες, ενώ τίθεται “η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του” ως λόγος για αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Εδώ έχει αξία να σταθούμε καθώς φαίνεται ότι ανοίγει η πόρτα για την κεκαλυμμένη νομοθέτηση του “συνδρόμου της γονεϊκής αποξένωσης”. Το τελευταίο αφορά τη θεωρία του αμερικανού ψυχιάτρου Δρ. Richard Gardner η οποία χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν σε μία σειρά από δικαστικές διαμάχες ειδικά σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας ενάντια στις γυναίκες θύματα και τα παιδιά.
Σε αδρές γραμμές υποστηρίζει πως η άρνηση των παιδιών να έρθουν σε επαφή με έναν εκ των δύο γονέων αποτελεί αποτέλεσμα “πλύσης εγκεφάλου” του άλλου γονέα, συνήθως της μητέρας που θέλησε δολιώς να στρέψει το παιδί ενάντια στον πατέρα. Το σύνδρομο αυτό χρησιμοποιήθηκε σε μία σειρά από δικαστικές υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας στην Αμερική όπου με το επιχείρημα πως οι καταγγελίες είναι ψευδείς κι αποτελούν αποτέλεσμα πατροναρίσματος του τέκνου, οι μητέρες έχαναν την επιμέλεια των τέκνων κι αυτά υποχρεώνονταν σε διαμονή με τον κακοποιητή πατέρα. Η θεωρία αυτή αποτελεί ουσιαστικά ψευδοεπιστήμη, έχει απορριφθεί από την επιστημονική κοινότητα διεθνώς και δεν συμπεριλαμβάνεται σε καμία έκδοση του Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM). Το εν λόγω ψευδοσύνδρομο αποτελεί το κυρίαρχο επιχείρημα του κινήματος των “Ενεργών Μπαμπάδων” και μάλιστα στις πρώτες διαρροές του νομοσχεδίου είχε συμπεριληφθεί.
Σημαντικό στοιχείο επίσης του νομοσχεδίου που αποτελεί ουσιαστικά σκανδαλώδης μεταρρύθμιση αφορά το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης. Στο σημείο που αφορά την αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας (άρα και της επικοινωνίας κατά το 1/3 του χρόνου) απαιτείται η αμετάκλητη καταδίκη του γονέα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Για να μιλήσουμε απλά: αμετάκλητη καταδίκη νομικά σημαίνει όχι πρωτόδικη καταδίκη (οριστική απόφαση), όχι καταδίκη στο εφετείο (τελεσίδικη απόφαση) αλλά ουσιαστικά απόφαση Αρείου Πάγου (αμετάκλητη απόφαση). Αν συνυπολογίσει μάλιστα κανείς πόσα νομικά, οικονομικά και κοινωνικά εμπόδια έχει να αντιμετωπίσει μία γυναίκα για να καταγγείλει τον κακοποιητή σύζυγό της, πόσους σκοπέλους τις θέτουν οι αστυνομικές αρχές, η ίδια η Πολιτεία και το υπάρχον νομικό πλαίσιο, πόσες λίγες καταγγελίες καταφέρνουν να φτάσουν στις δικαστικές αίθουσες μιλάμε για μια επικίνδυνη μεταρρύθμιση που θα υποχρεώνει το παιδί-θύμα σε επικοινωνία με τον κακοποιητή του για πολλά πολλά χρόνια.
Το νομοσχέδιο όχι μόνο δεν δημιουργεί ευνοϊκούς όρους και ένα υποστηρικτικό πλαίσιο για να καταγγέλεται η ενδοοικογενειακή βία αλλά προσθέτει κι άλλους βασάνους. Το νομοσχέδιο φαίνεται πως προσπαθεί να αποκρύψει την έμφυλη διάσταση της βίας και της καταπίεσης αγνοώντας ότι συχνά ζητήματα που αφορούν την επιμέλεια των παιδιών λειτουργούν ως μέσο διαιώνισης της ανδρικής εξουσίας και του ελέγχου πάνω στις γυναίκες αλλά και τα ίδια τα παιδιά. Αντί ο νομοθέτης να στέκεται προστατευτικά απέναντι σε αυτές τις περιπτώσεις εισάγει νέους σκοπέλους που εκβιάζουν και εγκλωβίζουν την ευάλωτη γονεϊκότητα, προβλέποντας ακόμα και ποινές σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.
Εν κατακλείδι πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που όχι μόνο δεν ενισχύει την προοδευτικότητα της υπάρχουσας νομοθεσίας αλλά κάνει άλματα πίσω. Δεν ευνοεί την εξωδικαστική επίλυση των υποθέσεων αλλά είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα πολλαπλασιάσει τις δικαστικές προσφυγές. Εισάγει την υποχρεωτικότητα και την οριζοντιότητα των μέτρων, αναιρώντας την έως τώρα κατά περίπτωση και εξατομικευμένη εξέταση των υποθέσεων. Παραμερίζει το συμφέρον του παιδιού από τον πυρήνα του οικογενειακού δικαίου. Θέτει νομικούς σκοπέλους στον απεγκλωβισμό παιδιών και γυναικών από το κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον. Εισάγει αόριστες και ασαφείς έννοιες που δεν απαντώνται στις διεθνείς συμβάσεις. Δημιουργεί σκοπέλους για την ευάλωτη γονεϊκότητα και το οικονομικά ασθενές μέρος, που συνήθως αφορά τη μητέρα. Δεν κάνει καμία αναφορά για τη στήριξη των παιδιών, της μονογονεϊκής οικογένειας. Δεν κάνει καμία αναφορά σε άλλα μοντέλα οικογένειας (ομόφυλα ζευγάρια, θετοί γονείς κλπ).
Σήμερα η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου οφείλει να έχει στον πυρήνα της και να ενισχύσει την παιδοκεντρική αντίληψη και το συμφέρον του παιδιού. Να προωθεί την ισότητα των φύλων, την αμοιβαία συνεργασία και την ανακατανομή του χρόνου φροντίδας των τέκνων μεταξύ των γονέων. Αυτό προϋποθέτει την ανάληψη των αντίστοιχων υποχρεώσεων και τη λήψη κρατικών μέτρων από τη μεριά της Πολιτείας που θα απελευθερώνει τη γυναίκα από τα βάρη της φροντίδας των παιδιών, των υπερηλίκων, της οικιακής οικονομίας. Προϋποθέτει τη στήριξη του οικογενειακού εισοδήματος κι ειδικά της μονογονεϊκής οικογένειας. Προϋποθέτει συνολικές μεταρρυθμίσεις που θα χτυπούν τη γυναικεία ανισοτιμία στους χώρους δουλειάς και συνολικά στην κοινωνία. Η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου σήμερα χρειάζεται να προβλέπει πρώτα και κύρια τη στήριξη της ευάλωτης γονεϊκότητας, τη ολόπλευρη νομική, οικονομική, ψυχοκοινωνική στήριξη των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, γυναικών και παιδιών.
Η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου σήμερα δε μπορεί παρά να στηρίζει και να προωθεί τη συναινετική συνεπιμέλεια και όχι τα οριζόντια και υποχρεωτικά μέτρα επιβαλλόμενης συνεπιμέλειας. Δε μπορεί παρά να προβλέπει τη συγκρότηση ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών που θα στηρίζουν τους γονείς και τα παιδιά, θα προβλέπει την δημόσια και δωρεάν διαμεσολάβηση που δε θα βάζει ταξικούς κι οικονομικούς φραγμούς και θα προωθεί την εξωδικαστική επίλυση τυχόν διαφορών. Δε μπορεί παρά να προβλέπει τη συγκρότηση οικογενειακών δικαστηρίων με εμπειρογνώμονες και κατάλληλους λειτουργούς που θα προσβλέπουν στην πραγματική επίλυση κι όχι την απλή διευθέτηση των διαφορών σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου χρειάζεται να συμπεριλάβει όλα τα μοντέλα οικογένειας χωρίς αποκλεισμούς.
Το νομοσχέδιο της ΝΔ για το οικογενειακό δίκαιο γυρίζει το ρολόι 40 χρόνια πίσω όπως σημειώνουν φεμινιστικές οργανώσεις. Γι’ αυτό πρέπει να μείνει στα χαρτιά. Γι’ αυτό και το Σάββατο 27/3 θα είμαστε όλες και όλοι στο Σύνταγμα στις 2μμ. Γιατί λέμε #ΑμετάκληταΟΧΙ στο νομοσχέδιο Τσιάρα.