Η αγοραία συναλλαγή γίνεται σύστημα ηθικών αρχών
Καταιγιστικός είναι ο ρυθμός ψήφισης από την κυβερνητική πλειοψηφία νομοσχεδίων που επιφέρουν δομικές αλλαγές στους κανόνες λειτουργίας του κράτους, στα όρια του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα λειτουργιών του, στην κρατική βία και στις εργασιακές σχέσεις, στη δομή και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης, στις διεθνείς σχέσεις .
«Πλησιάζουμε πια στα δύο χρόνια από τότε που ο ελληνικός λαός μας εμπιστεύτηκε τη διακυβέρνηση του τόπου, έχουμε προωθήσει συνολικά 187 σχέδια νόμου, τα οποία έχουν γίνει νόμοι του κράτους και βέβαια οι μεταρρυθμίσεις συνεχίζονται ακάθεκτες με τη νέα δέσμη που περιλαμβάνει η σημερινή πλούσια ατζέντα μας». Οι δηλώσεις αυτές του Κ. Μητσοτάκη στο πρόσφατο υπουργικό συμβούλιο περιγράφουν αυτό που συμβαίνει.
«Οι πολίτες μπορεί να σκέφτονται ήδη τις διακοπές τους, εμείς πάλι όχι γιατί οι μεταρρυθμίσεις της Κυβέρνησης δεν προβλέπεται να κάνουν διακοπές ούτε φέτος». Αντιπροσωπευτικό δείγμα πολλαπλών ανάλογων αναφορών στο στόχο είναι η πρόσφατη τοποθέτηση του πρωθυπουργού στην 29η Τακτική Γενική Συνέλευση του ΣΕΤΕ (τουριστικές επιχειρήσεις) στο Ζάππειο: «…Προ της πανδημίας είχαμε ξεκινήσει μία προσπάθεια να ξανασκεφτούμε το brand* της χώρας. Το 2022 είναι ο χρόνος που ως κυβέρνηση και Πολιτεία θα παρουσιάσουμε τη νέα ταυτότητα της χώρας που θα έχει πολύ θετικές επιπτώσεις και στο τουριστικό μας προϊόν…»
Αλλά το Brand Name είναι το εμπορικό σήμα μιας επιχείρησης, η “επονομαζόμενη μάρκα”, ή το “εμπορικό σήμα”, ή η “επωνυμία”. Το Brand Name είναι ο καταλυτικός όρος για την επιτυχία στην αγορά. Το να δουλέψει η κάθε επιχείρηση πάνω στην γνωστοποίηση και καθιέρωση της ονομασίας του προϊόντος της αποτελεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική marketing.
Για μια χώρα – επιχειρηματία, το νεοφιλελεύθερο δόγμα συμπυκνώνεται στο ό,τι η αγοραία συναλλαγή αποτελεί ένα σύστημα ηθικών αρχών που μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός της ανθρώπινης δραστηριότητας στο σύνολό της (Ηarvey). Σε κάθε τέτοια χώρα σταθερά ενσταλάζεται η βασική αρχή του νεοφιλελευθερισμού ότι το κέρδος, το άτομο (η προσωπική ευθύνη) και η αγορά είναι πάνω απ’ όλα.
Όπου η χώρα αντιμετωπίζεται ως καπιταλιστική επιχείρηση
Οπλισμένη με αυτές τις αρχές η κυβέρνηση της ΝΔ πορεύεται πολιτικά στο σύγχρονο αντιδραστικό τύπο συντηρητισμού με στόχους:
Τη θεαματική και σκανδαλώδη επαναφορά του κράτους με επενδυτικό κεφάλαιο – χρηματοδοτήσεις στους κεφαλαιοκράτες και το ταυτόχρονο– σε αντίθεση με την κλασική σοσιαλδημοκρατία και τον μεταπολεμικά εφαρμοσμένο κεϋνσιανισμό – ανηλεές, κατά μέτωπο χτύπημα των εργατικών συνδικάτων και γενικότερα του εργατικού κινήματος.
Τον περιορισμό των κοινωνικών παροχών, της κοινωνικής λειτουργίας του αστικού κράτους, δηλαδή το χτύπημα λαϊκών κατακτήσεων όπως δημόσια εκπαίδευση, δημόσια ιατρική περίθαλψη, κοινωνική ασφάλιση κ.λπ.
Την προσέλκυση επενδύσεων μεσαίας κλίμακας κυρίως στις νέες τεχνολογίες, στον τουρισμό, στις κατασκευές, στις μεταφορές, στις συγκοινωνίες, στα τρόφιμα, στην καπιταλιστικοποίηση της γεωργίας, στην ενέργεια, στην εξόρυξη ορυκτού πλούτου, εντός του πλαισίου των χαμηλών μισθών, ωρομισθίων και συντάξεων καθώς και των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και του ωραρίου λάστιχου.
Την υλοποίηση ενός καθυστερημένου υπεραντιδραστικού εκσυγχρονισμού ικανού να αφομοιώσει και εντάξει δίχως σοβαρές διαταραχές τις σύγχρονες μηχανές της τεχνητής νοημοσύνης. Η ατάκα της κυβέρνησης είναι ότι όταν κάποιοι θέλουν να μείνουμε στο παρελθόν, εμείς νοιαζόμαστε για το μέλλον.
Ταυτόχρονα όμως γνωρίζει πως δίχως τους «φτωχοδιάβολους» δεν μπορεί να υπάρξει. Γι’ αυτό και σε στιγμές όπως η πανδημία, όταν απειλείται η ίδια η ζωή του μοναδικού παραγωγού υπεραξίας, της εργατικής τάξης, παίρνει αναγκαστικά τα τελείως ελάχιστα – και εντελώς ανεπαρκή σε σχέση με τις δυνατότητες και τις ανάγκες της εποχής – μέτρα δημόσιου χαρακτήρα ώστε να εξασφαλίσει στοιχειωδώς τη διατήρηση και αναπαραγωγή της. Πολύ περισσότερο αφού αντιδραστικές πολιτικές αλά Μπολσονάρο, σε ό,τι αφορά την πανδημία, συναντούν ισχυρότατες κοινωνικές αντιδράσεις που εύκολα μεταναστεύουν και στην Ελλάδα.
Αυτός ο σύγχρονος τύπος συντηρητισμού βαθαίνει επικίνδυνα τα χαρακτηριστικά της αστικής πολιτικής, της οποίας το κέρδος και το κεφάλαιο αντιμετωπίζονται ως οι θεοί της.
Αυτός ο σύγχρονος τύπος συντηρητισμού είναι ακριβώς το όραμα και το σχέδιο των αστών που διακηρύσσει ευθαρσώς και περισσό θράσος ο Μητσοτάκης.
Ειδικό και εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα είναι το θέμα της γεωπολιτικής, των διεθνών συμμαχιών, αυτό που ονομάζεται εξωτερική πολιτική.
Ήδη, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και συνεχιστή τη σημερινή κυβέρνηση συγκροτείται μια στρατηγική συμμαχία με τις πλέον ισχυρές στρατιωτικές και τις πλέον αμερικανοτραφείς δυνάμεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Η κυβέρνηση της ΝΔ διατηρεί, ενισχύει και επεκτείνει αυτή τη στρατιωτική συμμαχία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θραύοντας έτσι την πολιτική που ακολουθούσαν όλες οι αστικές κυβερνήσεις, αυτή της καλλιέργειας θετικών σχέσεων με όλα τα αραβικά κράτη και η οποία εξασφάλιζε έναν ευρύ διαμεσολαβητικό ρόλο στον αραβικό κόσμο.
Η επιλεκτική αυτή πολιτική εισάγει τις οξυνόμενες ενδοαραβικές αντιθέσεις στον ελληνικό χώρο με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ταυτόχρονα επιλέγουν την πολιτική του «προβλέψιμου» σύμμαχου με τις ΗΠΑ, η σε κρίσιμους καιρούς (π.χ. πρώτος παγκόσμιος, μικρασιατική εκστρατεία) παραδοσιακή στήριξη στο ξένο παράγοντα. Μετατρέπουν έτσι τη χώρα και το λαό της στο μεγαλύτερο στόχο για τις αντίπαλες στους Αμερικάνους πολιτικές στην περιοχή. Καθιστούν αποτέλεσμα χρηστικού χαρακτήρα την τύχη της χώρας στην εξελισσόμενη αμερικανοκινεζική (αλλά και τουρκική) διαμάχη στην περιοχή. Γυρίζουν ανομολόγητα τις πλάτες στους Παλαιστίνιους.
Ειδικά η Τουρκία στηρίζεται στο δόγμα της μέγιστης αξιοποίησης των δυνατοτήτων μιας ανεξάρτητης πολιτικής η οποία ανταποκρίνεται στο μέγεθος της. Γι’ αυτό ακριβώς η δουλική πολιτική δημιουργεί αντικειμενικά πλέον μία ετεροβαρή σχέση με την Τουρκία η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αναζητά σταθερά ζωτικό χώρο, επιμένει να συνάπτει διεθνείς σχέσεις και να ισχυροποιεί τη γεωπολιτική της θέση.
Τίποτα από αυτά δεν γίνεται πρόχειρα και χωρίς σχέδιο
Η στρατηγική σκέψη της αστικής τάξης εκτιμά ότι υπάρχει η κατάλληλη πολιτική συγκυρία ώστε οι μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης και ο ελληνικός λαός να αποδεχτούν τους στόχους της πολιτικής της και τον πυρήνα των δικών της ιδεών ως απαντήσεις στα σύγχρονα ζητήματα της χώρας. Θεωρούν ότι είναι η κατάλληλη ιστορική περίοδος όπου οι ιδέες τους αναπτύσσουν αρκετή επιρροή ώστε να επιδρούν στις λαϊκές συνειδήσεις, να μεταβάλλουν τη φύση και τη λειτουργία των θεσμικών μορφών της χώρας.
Η ισχυρή εργατική πολιτική αμφισβήτηση που αναπτύχθηκε την μεταπολιτευτική περίοδο υπέστη προσωρινά ήττα κατά την πολιτική κρίση της δεκαετίας του ’10.
Από τη δεκαετία του ’90 τα κύρια χαρακτηριστικά που επικράτησαν είναι η αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, η υποβάθμιση μέχρι διάλυσης του κινήματος και της οργάνωσής του, η στρατηγική ήττα των εργατικών κομμάτων, η διάχυση του κινήματος σε επί μέρους στόχους, που κρατούν ζωντανή την παρουσία του, αλλά ταυτόχρονα το κατακερματίζουν αν δεν υπάρχει δυνατότητα πολιτικής ενοποίησης και στόχευσης. Όλα αυτά έγιναν φανερά τη δεκαετία της κρίσης.
Αυτό διαμόρφωσε ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων για τις αστικές δυνάμεις. Ενσωμάτωσε ένα μεγάλο μέρος της λαϊκής αριστεράς στις δικές τους ιδέες, μετατόπισε τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη σοσιαλφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, στα συνέδρια της οποίας μετέχει για πρώτη φορά ο ίδιος ο Τσίπρας, και απομόνωσε ή περιθωριοποίησε τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις οι οποίες δεν ενέδωσαν στις απειλές της και επέμειναν στην αναγκαιότητα υλοποίησης του δικαίου.
Σημειωτέον, ότι η προσωρινή αυτή νίκη της, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, αφήνει και ιδεολογικά αποτυπώματα.
Σε συνδυασμό με την παγκόσμια επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής γίνεται αποδεκτή η κυριαρχία της αγοράς η οποία διαλύει αντιλήψεις περί δικαιοσύνης, εξαναγκάζει τους εργαζόμενους να θεωρούν φυσική την κοινωνική ανισότητα, αρκεί να εξασφαλίζονται οι όροι επιβίωσης και το δικαίωμα του ονείρου της κοινωνικής ανέλιξης σύμφωνα με τα αστικά πρότυπα. Συγκροτούνται νέοι κανόνες ηθικής συμπεριφοράς.
Είναι μία στρατηγική η οποία συνοδεύεται από γενικότερη πολιτιστική υποβάθμιση. Απόνερα αυτού του γεγονότος απασχολούν καθημερινά το αστυνομικό δελτίο ειδήσεων, όπως οι κάθε είδους δολοφονίες στη χώρα, που δίνουν τη δυνατότητα στα λεγόμενα ΜΜΕ να μετατρέπουν τέτοια γεγονότα κεντρικά έως και αποκλειστικά θέματα της καθημερινής λαϊκής συζήτησης.
Σε επιμέρους ζητήματα, όπως στην εφαρμογή του δόγματος νόμος και τάξη, όπου η κυβέρνηση φαίνεται να συναντά δυσκολίες από τη δράση της νεολαίας και των εργαζομένων, παρατηρούμε ευελιξία στη συμπεριφορά της. Αλλάζει τακτική μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης και σε ό,τι αφορά την αστυνομία στα πανεπιστήμια. Παρόλα αυτά ο εξοπλισμός με νέο υλικό, οι προσλήψεις και η εκπαίδευση του στρατού της αστυνομίας, απαραίτητου για την αποτελεσματική αντιμετώπιση οξυμένων ταξικών συγκρούσεων, προχωρά σύμφωνα με το σχέδιο.
Εν κατακλείδι, το επιτελικό κράτος της αστικής τάξης ανασυγκροτείται μετά τον κλονισμό που υπέστη τα τελευταία χρόνια και έχει ήδη επιτυχίες. Αποκτά κοινωνικά στηρίγματα, ελέγχει τα μέσα επικοινωνίας, συγκροτεί ισχυρό νομικό πλαίσιο και κατασταλτικό μηχανισμό, απορροφά τους εμφανιζόμενους αντιπολιτευτικούς κραδασμούς.
Η …αντιπολίτευση
Φαίνεται ότι η εκτίμησή τους -όσο αφορά τουλάχιστον την αντιπολίτευση των μεγαλύτερων κομμάτων- είναι σωστή. Μεγάλος αριθμός διατάξεων από τα νομοσχέδια που εισάγει η κυβέρνηση ψηφίζονται από ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ. Πρόσφατα παραδείγματα ο νόμος για την εκμετάλλευση του παλιού αεροδρομίου του Ελληνικού, ο αντεργατικός νόμος του Χατζηδάκη (όπου ψηφίστηκαν τα μισά περίπου άρθρα, στο όνομα κάποιας συνετής αντιπολίτευσης εντός των νομικών πλαισίων της ΕΕ), αλλά και η συμφωνία του προέδρου και της πλειοψηφίας του πολιτικού συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ να αποζημιωθεί η Fraport για διαφυγόντα κέρδη λόγω πανδημίας!..
Άλλωστε αυτές οι εκτιμήσεις συνοδεύονται από επαναλαμβανόμενες απειλές προς όσους εντός του ΣΥΡΙΖΑ έχουν ή προσποιούνται ότι έχουν αυταπάτες για επιστροφή σε ριζοσπαστικές θέσεις. Προειδοποιήσεις τύπου… Παπαχελά στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 24ης Ιουνίου: «… Η δημοκρατία έχει χώρο για όλους. Μην μπερδεύουμε όμως τη βαβούρα που προκαλείται σε κλειστά οικοσυστήματα του δημοσίου διαλόγου με την κοινωνία. Όποιος πολιτικός κάνει το λάθος να τα μπερδεύει κινδυνεύει να βρεθεί με απόλυτα συσπειρωμένους και φανατισμένους οπαδούς και μαζί να επιστρέψει στο… προπατορικό του ποσοστό»…
Γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι αυτό που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις είναι αληθινό. Σημαντικό μέρος του λαού δυσαρεστείται από τις κυβερνητικές πολιτικές αλλά η υποστήριξη στη νεοδημοκρατική κυβερνητική εξουσία παραμένει. Στο χώρο των κομμάτων διαμορφώνεται μία ιδιότυπη πατριαρχικού τύπου πολιτική σχέση ανάμεσα στη ΝΔ από τη μια και το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ από την άλλη.
Ο πολιτικός κύκλος της μεταπολίτευσης συνεχίζεται με σύγχρονους όρους
Η οικονομική και πολιτική αυτή κατάσταση δημιουργεί ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας σε συγκεκριμένο ηγετικό πυρήνα της Ν.Δ. «Αν είναι να κλείσει ένα νοσοκομείο κοιτάτε και μη μου κλέψετε τη δόξα», έλεγε πριν καιρό με περισσό θράσος και μπόλικη ανοησία ο Γεωργιάδης. Τρία χρόνια μετά έτρεχε και δεν πρόφταινε να ενισχύσει τα δημόσια νοσοκομεία.
Η πανδημία και η οικονομική κρίση συγχρονισμένα δημιουργούσαν μια πραγματική κατάσταση που είχε τις δικές της απαιτήσεις.
Οι δημοσκοπήσεις και το επίπεδο του κινήματος, η αδυναμία της μαχόμενης Αριστεράς να χαράξει μια πολιτική συγκέντρωσης πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων ικανών να αναμετρώνται νικηφόρα με τη νεοθατσερική πολιτική δημιουργούν ταυτόχρονα ψευδαισθήσεις πολιτικής σταθερότητας υπό την ηγεμονία και κυριαρχία της Ν.Δ. και ταυτόχρονα ηττοπαθείς σκέψεις στην αριστερά.
Στην πραγματικότητα όμως όλοι οι αποσταθεροποιητικοί όροι τρέφονται από την ίδια την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική και τις οικονομικές και διεθνείς πολιτικές εξελίξεις.
Η αντίθεση φτώχειας – πλούτου, εργασιακής σιγουριάς και εργασιακής ανασφάλειας, η αντίθεση ανάμεσα στις νέες εργασιακές δυνατότητες των σύγχρονων μηχανών και της πολιτικής που στρέφει τα ανθρώπινα αυτά επιτεύγματα ενάντια στους δημιουργούς τους, τους σύγχρονους εργάτες, αλλά και η αδυναμία της αστικής τάξης να ενσωματώσει στην καπιταλιστική παραγωγή με ομαλό τρόπο τις σύγχρονες υπεραυτόματες μηχανές που η ίδια ιδιοποιείται και διαστρέφει, οι αντιθέσεις ανάμεσα κυρίως σε Κίνα, ΗΠΑ, Γερμανία, Ρωσία αλλά και στις αναδυόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενός σύγχρονου πολυπολικού κόσμου (Τουρκία, Ινδία, Νοτιοαφρικανική Ένωση) δημιουργούν ένα εκρηκτικό, κοχλάζον μίγμα που κινεί την ιστορία προς νέες αναμετρήσεις. Η τάση αυτή είναι σε γνώση των ρεαλιστών της ΝΔ και συνολικά της αστικής πολιτικής. Γι’ αυτό εξάλλου και παίρνουν μέτρα ώστε να δυσκολέψουν το εργατικό κίνημα στις μελλοντικές αναμετρήσεις.
Εξάλλου όσο κι αν καμώνονται πως το ξεχνούν, η κοινωνική ιστορία έχει τη δική της στρατηγική (ίσως γι’ αυτό καταργούν τη διδασκαλία της κοινωνιολογίας -ακόμη και της αστικής εκδοχής της- από τα σχολεία).
Ανοίγει λοιπόν ένας νέος πολιτικός κύκλος όπου η αστική τάξη έχει και πάλι τα χαρτιά στα χέρια της. Προς το παρόν τους κανόνες της νέας πορείας ορίζει ο νικητής του προηγούμενου κύκλου, η αστική τάξη και στην Ελλάδα μέσω του εκπροσώπου της, της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Σε αυτό το νέο κύκλο όλα θα κριθούν εκ νέου. Ιδέες και παλιά σχήματα που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στον κύκλο της μεταπολίτευσης θα δοκιμαστούν σκληρά.
Για τη μαχόμενη αριστερά η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με ετοιματζίδικες απαντήσεις, εύκολους χαρακτηρισμούς, πρόσκαιρες απαντήσεις μιας χρήσης. Από την μαχόμενη αριστερά αυτή η νέα εποχή απαιτεί αντίστοιχες συλλογικές απαντήσεις που θα λύνουν πολιτικές εκκρεμότητες του παρελθόντος, θα απαντούν στις άμεσες ανάγκες με τη στρατηγική στο τιμόνι και την τακτική στις ταχύτητες.