Σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού
Μετάφραση του Εμμανουήλ Δαυίδ (1933)
«Γιατί νά μήν ἀσκεῖ αἰώνια γοητεία, ὡς βαθμίδα πού ποτέ πιά δέν θά ξαναγυρίσει, καί ἡ παιδική ἡλικία τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας, ἐκεῖ ὅπου ἄνθισε πιό ὄμορφα;
Τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦτο τήν δίνει ὁ Marx σ’ ἕνα μικρό κείμενο γραμμένο γύρω στά 1857/8 ἀνάμεσα στίς ἄλλες προεργασίες τοῦ Κεφαλαίου.
«Ὑπάρχουν παιδιά ἀνάγωγα καί παιδιά πού μεγαλοφέρνουν. Πολλοί ἀπό τούς ἀρχαίους λαούς ἀνήκουν σ’αὐτήν τήν κατηγορία. Οἱ Ἕλληνες ἦσαν φυσιολογικά παιδιά. Ἡ γοητεία τῆς τέχνης τους γιά μᾶς δέν βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀνανάπτυκτη κοινωνική βαθμίδα, πάνω στήν ὁποία διαμορφώθηκε. Μᾶλλον εἶναι τό ἀποτέλεσμά της καί μᾶλλον συναρτᾶται ἀδιάσπαστα μέ τό γεγονός, ὅτι δέν μποροῦν νά γυρίσουν πιά πίσω οἱ ἀνώριμοι κοινωνικοί ὅροι, μέσα στούς ὁποίους γεννήθηκε καί μονάχα μέσα στούς ὁποίους μποροῦσε νά γεννηθεῖ».
Η φιλοσοφία τους (σ.σ. των αρχαίων Ελλήνων) μεταβάλλεται σέ μαχητική παγανιστική ἐγκοσμιολατρία, σέ ἀνεπιφύλακτη κατάφαση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης σέ ὅλη τήν αἰσθητή της διάσταση καί ὑφή. Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τοῦ κλασσικοῦ ἰδεώδους κάνει κατανοητό τόν ἐνθουσιασμό, μέ τόν ὁποῖο ὁ Marx ἐγκολπώνεται τήν ἴδια ἐκείνη περίπου ἐποχή, τήν ἀνθρωπολογία τοῦ Feuerbach, μέ ὅλή τήν ἔμφαση πού αὐτή δίνει στήν σωματικότητα καί στήν ἁπτή ὑλικότητα τοῦ ὄντος «ἄνθρωπος». *
Παρακολουθώντας στην Επίδαυρο, για πρώτη φορά στη ζωή μου, τους «Ιχνευτές» του Σοφοκλή δια χειρός Μιχαήλ Μαρμαρινού, σε έναν έξοχο δεκαπεντασύλλαβο του 1933, που μύριζε θυμαράκι κι άγρια μέντα, μου ήρθε στο νου η παραπάνω ανάλυση του Παναγιώτη Κονδύλη στο δοκίμιό του «Ο Μαρξ και η Αρχαία Ελλάδα».
Και ταίριαζε αυτή η αποστροφή του Μαρξ «για την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας και τους Έλληνες ως φυσιολογικά παιδιά της εποχής τους», περισσότερο όταν αναφερόμαστε σε ένα σατυρικό δράμα, αυτό το είδος δραματικής ποίησης που αποκλειστικά ελληνικό, καλλιεργήθηκε παράλληλα με τα άλλα δύο είδη του δράματος, την τραγωδία και την κωμωδία, προερχόμενο κατ ευθείαν από τον διθυραμβικό ύμνο.
Ως γνωστόν, το όνομα του είδους προήλθε ακριβώς από τον χορό των Σατύρων, που εμφανίζονταν με ωμή φυσικότητα και αχαλίνωτη διονυσιακή ευθυμία.
Μπροστά το χορό των Σατύρων που καθοδηγούσε ο Σειληνός, με τις προβιές και τα δερμάτινα ράκη, παρουσιάζονταν μεγαλοπρεπείς θεοί, ημίθεοι, και άρχοντες πόλεων με κυρίαρχη όμως εμφάνιση του Διονύσου καθώς και άλλοι που σχετίζονταν μ΄ εκείνον όπως ο Ερμής, ο Ήφαιστος κ.λπ. Από τους ημίθεους συχνά παρουσιάζονταν ο Ηρακλής, ο Θησέας, ο Οδυσσέας, ο Προμηθέας, ο Σίσυφος κ.ά.
Με την πλήρη ανάπτυξη του αρχαίου δράματος και ιδίως στους ποιητικούς αγώνες, κάθε ποιητής μπορούσε να παρουσιάσει μία τριλογία και ένα σατυρικό δράμα.
Πέρα από την αποφόρτιση της τραγικής έντασης που μετάφεραν στους θεατές οι τραγωδίες, το σατυρικό δράμα επανέφερε το πνεύμα της διονυσιακής λατρείας, ήτοι τις απαρχές του θεατρικού φαινομένου, αλλά και την εποχή της κυριαρχίας των βασικών ενστίκτων των ανθρώπων, πριν το Απολλώνιο στοιχείο εισέλθει με τη σκέψη, τη γαλήνη και την αρμονία της μουσικής, στον «εξανθρωπισμό» της πολιτισμικής εξέλιξης.
Ελάχιστα ψήγματα αυτών των μικρών αριστουργημάτων έχουν φτάσει έως εμάς. Ο «Κύκλωπας» του Ευριπίδη και 400 μόνο στίχοι των «Ιχνευτών», ράκη ενός ωραίου παραμυθιού για τη μουσική και πώς αυτή χαρίστηκε στον Απόλλωνα κι απ’ αυτόν στους ανθρώπους. Ένα σατυρικό δράμα που έχει παραδοθεί σε μας με κενά και ελλείψεις.
Παραμυθένιος είναι κι ο τρόπος που βρέθηκε. Ήταν το 1907, στις ακτές του Νείλου, στα ερείπια του Οξύρυγχου, από τους M.M.Erenfell και Huant, καθηγητές της Οξφόρδης, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει τις ανασκαφές το 1892.
Και χρειάστηκε τεράστια υπομονή και γνώση για να διασαφηνίσει ο Huant τα νοήματα, να συναρμολογήσει τα κομμάτια και να μας το παραδώσει σε μια ολοκληρωμένη μορφή, με σύμβουλο τον διακεκριμένο Βερολινέζο ελληνιστή Verich de Wilamovitz.
Έκτοτε άρχισε η φιλολογική αλλά και καλλιτεχνική περιπέτεια των «Ιχνευτών», που όμως δεν είχαν συχνή σκηνική παρουσία.
Στην Ελλάδα εκτός από κάποιες προσπάθειες του Γ. Χατζηδάκη (1991) και του Γιάγκου Ανδρεάδη το 2010 (μετάφραση – διασκευή) σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη, η πρώτη σκηνική αναπαράσταση έρχεται από τη Ζουζού Νικολούδη, που το 1973 περιλαμβάνει χορικά αποσπάσματα του έργου σε μια ενιαία σύνθεση με κομμάτια χορικών από τραγωδίες με το γενικό τίτλο «Χορικά».
Η υπόθεση – η γέννηση της μουσικής και ένα βρέφος-γίγαντας
Ο Απόλλωνας έχει αναθέσει στους Ιχνευτές Σατύρους να βρουν τα χαμένα βόδια του, με τη βοήθεια του Σειληνού, και με αντάλλαγμα χρυσάφι και την ελευθερία τους. Ακολουθώντας τα ίχνη των ζώων, οι Ιχνευτές οδηγούνται σε μια σπηλιά υπό τον ήχο της λύρας που έχει μόλις εφεύρει ο Ερμής. Οι αντιστοιχίες με τον Ιησού – θείο βρέφος έρχονται αβασάνιστα στο νου, ως μια παγκόσμια πολιτισμική παράδοση.
Αυτό είναι το έργο. Η φύση και τα πλάσματά της, οι ήχοι, το θαύμα της ίδιας της ζωής και το κάλεσμα στον άνθρωπο να αφεθεί να στροβιλιστεί στο θείο ρυθμό, να ξανασυναντηθεί με την Αρκαδία, με τον «χαμένο παράδεισο»;
Είναι η μουσική και η φύση, «η βασιλική οδός» που οδηγεί μέσω της Αρμονικής ζωής στην ελευθερία;
Το πιο δύσκολο και συνάμα γοητευτικό εγχείρημα για έναν σκηνοθέτη, είναι να παραστήσει στη σκηνή ένα «παρθένο» έργο. Να μην έχει στη διάθεσή του πατήματα άλλων, αλλά να δημιουργήσει τα δικά του.
Αυτό έκανε και πέτυχε, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.
Χωρίς να παρασυρθεί σε έναν θορυβώδη «διονυσιασμό», κέντησε ένα χειροποίητο υφαντό με μικρούς δροσουλήτες σαν διαμαντάκια…
Τίποτα δεν ήταν εύκολο ή γκροτέσκο, σ΄ αυτήν την προσέγγιση… Η αρμονία είχε κατακλύσει τη σκηνή, κι όλα συνέβαιναν με νύξεις. Έπρεπε να βάλεις τ αυτί σου στη γη για να διακρίνεις τους ήχους των ζώων ή τη μουσική που προέρχονταν από …νεκρά ζώα, που μιλούν μετά το θάνατό τους, ενώ όσο ζούσαν ήταν μουγκά! Ένα καύκαλο χελώνας και αντεράκια βοδιού. Αυτά ήταν τα συστατικά του νέου οργάνου. Όλα ανακυκλούμενα. Από τη ζωή στο θάνατο και πάλι στη ζωή. Κι όλα τα γένναγε η γη, εκεί που τα ζωντανά θα ξαναβρεθούν για να θαφτούν.
Δε χρειαζόταν «πραγματικά» βόδια να βοσκάνε τη γη , αλλά ένα πανό με παιδικές ζωγραφιές.
Είπαμε, εδώ ξανασυναντάμε την «παιδική ηλικία της ανθρωπότητας».
Δε χρειαζόταν μια υπερμεγέθης λύρα για να δείξει ο σκηνοθέτης το νέο απόκτημα του Απόλλωνα. Μόνο δέρματα ζώων με μια ζωγραφιά που την παρίστανε.
Ο «επουράνιος» Ερμής εμφανίζεται ακολουθούμενος από μουσικούς που εκτελούσαν τη μουσική της παράστασης σε ειδικές εξέδρες, ψηλά σε τέσσερις μεριές του κοίλου, περιμετρικά, και μας έζωναν με τη ζωοδόχα μουσική, δημιουργώντας μια μυστικιστική ατμόσφαιρα, σε συνδυασμό με τα κουδουνάκια του χορού, που ηχούσαν σε κάθε του κίνηση. Ήταν η στιγμή που το Διονυσιακό στοιχείο συναντά το Απολλώνιο.
Αυτός λοιπόν ο Ερμής, που αποδόθηκε από τον Βιετναμέζο του Βερολίνου Steve Catona, έναν κόντρα τενόρο, που μου θύμισε τους περίφημους Καστράτους της εκκλησιαστικής μουσικής και της Όπερας, ακολουθούμενος, από το ζωντανό κουαρτέτο των άριστων μουσικών εκτελεστών επί σκηνής, (Μενέλαος Μωραΐτης, Δημήτρης Αλεξανδράκης, Σπύρος Βεργής και Λεωνίδας Παλαμιώτης), ήταν πράγματι μια αποκάλυψη. Μια συμβολική και πραγματική αποκάλυψη της μουσικής, που προκάλεσε μια εσωτερική συγκίνηση, χωρίς εύκολη εξήγηση. Σαν να μας έπαιρνε μαζί του ο Ερμής στο μυστικό του ταξίδι.
Η παράσταση στηρίχτηκε όπως προείπα στην ομοιοκατάληκτη μετάφραση – απόδοση του κειμένου από τον Εμμανουήλ Δαυίδ (1933). Κι ενώ θάλεγε κανείς ότι αυτή η απόδοση σε δεκαπεντασύλλαβο, θα ηχούσε πολύ παλιά, αντίθετα, ταίριαζε τόσο με την όψη τη συνολική της σκηνοθετικής προσέγγισης σε συνδυασμό με τη μουσική του Billy Bultheel και τους ήχους του Κώστα Μπώκου, φτιάχνοντας έναν δικό της κόσμο που διέτρεχε τον Ι. Ξενάκη, τον Χρήστου αλλά και τον Μάνο Χατζηδάκη. Κάπου εκεί, κάποια στιγμή ένιωσα, άκουσα και την Αηδόνα κατά Κάρολο Κουν… Φτερωτοί άγγελοι (δικοί μας, της θεατρικής επιδαύριας γης) στεφάνωναν αυτήν την παράσταση όπου ο χορός των Σατύρων κάτω από τους φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ και μέσα σ’ ένα σκηνικό κι αυτό σαν παιδική χαλκομανία και κοστούμια πέραν κάθε αναμενόμενης αναπαράστασης σατύρων (Γιώργος Σαπουντζής) σε μια οργιώδη κίνηση – χορογραφία του Τάσου Καραχάλιου που μόνο πλήρως εκπαιδευμένοι ηθοποιοί – χορευτές μπορούσαν να αποδώσουν, παρέδωσε σε μας μια σύγχρονη αλλά και αειφόρα εκδοχή του εσωτερικού οργασμού της ζωής.
Δουλειά συλλογική που άφηνε όλους τους συντελεστές της να έχουν το δικό τους μερίδιο στη λάμψη.
Με πρώτο απ’ όλους έναν οικείο, φιλικό, ανθρώπινο, παιγνιδιάρη Σειληνό – Σταμάτη Κραουνάκη, που ήταν ο μαέστρος αυτής της απίθανης κομπανίας, που δεν έχασε λεπτό το μέτρο, που ήξερε να παίζει το λυρικό και επικό στοιχείο στα δάχτυλα και να γεμίζει το χώρο με την απόλυτα ελεγχόμενη φωνή του. Και στο τέλος, σα ζαβολιάρης θείος, να τρώει απολαυστικά το γιαουρτάκι του, αφού τα είχε φέρει όλα στο σημείο της αρμονίας που στόχευε.
Και το σημαντικότερο όλων, αυτή του η κίνηση να μην ξεπέφτει στο γκροτέσκο μα να κρατεί την παιδική ευωχία.
Ο Μαρμαρινός είχε διδάξει να αποδίδονται όλοι οι ρόλοι, σε απόλυτα ανθρώπινο μέγεθος.
Έτσι απολαύσαμε έναν νευρικό, αγχωμένο, Χάρη Φραγγούλη – Απόλλωνα και μια γλυκύτατη Αμαλία Μουτούση- Κυλλήνη, αερικό και συνάμα μια ζεστή παραμάνα ενός παρατημένου, νόθου βρέφους.
Να μην αφήσουμε ασχολίαστο τον υπέροχο δεκαμελή χορό, με την άρτια ζωόμορφη κίνηση (αλογόμορφες ή τραγόμορφες) και τα μέλη του: Τάσος Καραχάλιος, Ηλέκτρα Νικολούζου, Θεοδώρα Τζήμου, Λάμπρο Γραμματικό, Adrian Frieling, Αλεξάνδρα Καζάζου, Χρήστο Κραγιόπουλο, Άγγελο Νεράντζη, Μάνο Πετράκη και Ανδρομάχη Φουντουλίδου. Όλοι αυτοί, θεοί, ημίθεοι, νύμφες και σάτυροι, είχαν μέτρο τον άνθρωπο και αυτή ήταν η πεμπτουσία της σκηνοθετικής προσέγγισης.
Κι όλα αυτά συνέβησαν με φόντο τα πεύκα της Επιδαύρου κι τον ίδιο εκείνο κόκκινο ουρανό του ηλιοβασιλέματος, ίδιο όπως και πριν 2000 χρόνια.
Το λες και ευλογία!
ΥΓ. Σε μια ευτυχή συγκυρία το Σάββατο 31/7 (6.60 μ.μ.) η παράσταση κίνησε για το οροπέδιο της Ζήρειας στα 1500 μέτρα υψόμετρο. Παίχτηκε δηλαδή στον ίδιο ακριβώς τόπο που διαδραματίζεται κατά το μύθο! Το μύθο εκείνο που συνδέει τις απαρχές της μουσικής και του πολιτισμού με τον τόπο που φιλοξενεί το Ziria music festival. Μαθαίνουμε δε, ότι η εμπειρία ήταν μοναδική, καθώς η παράσταση παίχτηκε όχι μόνο στο φυσικό της χώρο, πάνω στο βουνό αλλά αποτέλεσε ενιαίο σύνολο με την συναυλία «Soul of Epirus» του Πετρολούκα Χαλκιά σε σύμπραξη με τον Βασίλη Κώστα, ένα κορυφαίο μουσικό της τζαζ που επιτελεί σημαντικό έργο σαν συνεχιστής των δρόμων του Πετρολούκα Χαλκιά, πρωτοπορώντας με το λαούτο του.
Τί άλλο να επιθυμήσει κανείς!!!