Ο Μίκης επέστρεψε αμετάκλητα στην (Κρητική) γη…
Γιατί όσο ζούσε, πετούσε στους αιθέρες ως «Ουρανο-Μίκης», όπως εύστοχα τον είχε αποκαλέσει ένας εμπνευσμένος ιεράρχης, ο Ειρηναίος Κρήτης.
Με αυτήν την αφίσα είχε γεμίσει η πόλη της Πάτρας, εκείνο το ζεστό Αύγουστο του 1975, έναν μόλις χρόνο μετά την πτώση της χούντας.
Και στην πιο δεξιά εφημερίδα της Πάτρας τον «Εθνικό Κήρυκα», περιέχεται μεγάλη συνέντευξη του συνθέτη που είχε επιμεληθεί ένας παλιός φίλος και πρόωρα κι αδόκητα χαμένος, ο Θανάσης Σταματόπουλος, που είχε πάρει μέρος στην κατάληψη του Παραρτήματος του Πανεπιστημίου της Πάτρας, εκείνες τις μέρες του Νοέμβρη του 1973.
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο (πόσο χρήσιμο είναι αυτό το άτιμο το εργαλείο πολλές φορές), τη βρήκα και τούτες τις ώρες μπαίνω στον πειρασμό να μεταφέρω ένα απόσπασμα:
«Στις 15 Αυγούστου του 1975 ο Μίκης Θεοδωράκης δίνει την πρώτη του συναυλία στην Πάτρα στο Στάδιο της Παναχαϊκής. Πρόκειται για ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό γεγονός το οποίο καλύπτει εκτενώς ο τοπικός Τύπος της εποχής. Η συναυλία δόθηκε υπό την αιγίδα του Δημάρχου Πατρέων. Το ρεπερτόριο περιελάμβανε το έργο του συνθέτη, Canto General σε ποίηση του Pablo Neruda. Στη συναυλία συμμετείχε και ο Μάνος Κατράκης.
Στον απόηχο της συναυλίας ο Τύπος και συγκεκριμένα ο Θανάσης Σταματόπουλος γράφει: Δεν ήταν μόνο ένα καλλιτεχνικό γεγονός υψηλού επιπέδου, η προχθεσινή συναυλία εις το Στάδιον της Παναχαϊκής. Ήταν ένα ταυτόχρονα ένα ξέσπασμα λευτεριάς.
Μετά το τέλος της συναυλίας ο Μίκης Θεοδωράκης, απάντησε σε ερωτήσεις. Για τη συναυλία που μόλις είχε ολοκληρωθεί είπε: “Είναι μια προσφορά για την εκπολιτιστική κίνηση της Πάτρας και 7.000 λαός που άκουσαν την σημερινή συναυλία πρέπει να είναι πολύ ευχαριστημένοι γιατί ίσως να μην ξανακουστεί πάλι, τέτοιας μορφής συναυλία”.
Σε ερώτηση για την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ:
“Μια τέτοια ερώτηση δεν είναι δυνατόν να λάβη απάντηση τώρα μετά από μια τέτοια συναυλία και μετά από τόση κούραση. Ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου αν ήταν στη θέση μου δεν θα σου απαντούσε”.
(Τα δημοσιεύματα είναι από Μουσείο Τύπου ΕΣΗΕΠΗΝ)
Βρήκα, τώρα, μετά από 46 χρόνια, σχεδόν δηλαδή μισό αιώνα μετά, πολύ ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική, την αμφιλεγόμενη απάντηση του Μίκη «για την ΕΟΚ».
Στην ίδια συνέντευξη και στην ίδια ερώτηση, ο Μάνος Κατράκης είχε απαντήσει : «Μα τι με ρωτάτε: εγώ είμαι κομμουνιστής».
Εν πάση περιπτώσει πώς θα ήταν δυνατόν να λείπουμε από ένα τέτοιο γεγονός εμείς, τα εφηβάκια της μεταπολίτευσης, ξαναμμένα από τον καινούργιο κόσμο που άνοιγε μπροστά μας.
Είχαμε πάρει μόλις μυρωδιά από το Νοέμβρη του 1973, όντας μαθητές και μαθήτριες Γυμνασίων και Λυκείων που σύχναζαν στο «απέναντι κτήριο», εκείνο το ονομαζόμενο Παράρτημα του Πανεπιστημίου Πατρών!
Είχαμε πρωτακούσει τα τραγούδια του, με τη φωνή της Φαραντούρη, από τις βραχνιασμένες κασέτες που αναμετέδιδαν τα μεγάφωνα στην οδό Κορίνθου επί δύο – τρεις μέρες και μετά πάλι σιωπή.
Και τώρα ξαφνικά ελευθερία!!!
Το «θαύμα» της Μεταπολίτευσης μόλις είχε αρχίσει και κανείς δεν έδινε σημασία, πόσο μάλλον εμείς, στις μουρμούρες και τη συγκαταβατικότητα κάποιων, σαν την γιαγιά μου που ήταν της αρχής «κάθε θάμα τρεις μέρες και δυο το παραθάμα». Αλλά η εξέλιξη της «μεταπολίτευσης», το τέλος της και το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα, είναι μια άλλη συζήτηση.
Για μας τότε, Ιστορία, αγώνες και πόλεμοι, ποίηση, αντίσταση και τέχνη, είχαν εισβάλλει ορμητικά στη ζωή μας, την τόσο νέα ακόμη.
Αχόρταγα ψάχναμε τους νέους ήχους, τα νέα νοήματα.
Η πολιτικοποίηση και η στράτευσή μας στην κομμουνιστική αριστερά, ήρθε πρώτα από τα τραγούδια του και ταυτόχρονα σχεδόν από την ποίηση, τη λογοτεχνία, το θέατρο, όπου «μιλούσε» η Ιστορία του τόπου. Μια ιστορία γραμμένη αλλιώς, απ’ ό,τι τα σχολικά βιβλία περιείχαν.
Εκείνο τον καιρό ο Μίκης είχε ενταχθεί στην ΕΔΑ (είχε ήδη διαλυθεί η Ενωμένη Αριστερά, μετά τις εκλογές του 1974) και μπήκε στο γήπεδο θυμάμαι μαζί με τον Η. Ηλιού.
Τότε το γήπεδο χωρίστηκε στα δύο. Οι μισοί χειροκροτούσαν και οι άλλοι μισοί γιουχάιζαν. Ακόμα κι εμείς, η παρέα, άλλοι ενταγμένοι στη ΜΟΔΝΕ και την ΚΝΕ, άλλοι στο Ρήγα Φεραίο, πιαστήκαμε στα λόγια…
Όλα αυτά, μέχρι ν’ αρχίσει η συναυλία. Ν’ ανάψουν οι αναπτήρες, να γεμίσει μικρές φλογίτσες ο ζεστός αέρας που έπαιρνε τις φωνές και τις ταξίδευε στο λιμάνι, μαζί με τα πλοία για την Ιταλία.
Στο γήπεδο της Παναχαϊκής, 7.000-8.000 άνθρωποι, κυρίως νέοι και νέες αλλά και μεγαλύτεροι, γέμιζαν το χώρο σε κατάσταση μέθης και μέθεξης. Γιατί τέτοιος ήταν ο Μίκης. Τώρα όλοι το ξέρουν αυτό.
Όμως το «τραύμα» είχε ήδη εγκατασταθεί μέσα μας. Άλλη ιστορία κι αυτή. Δεν είναι της παρούσης.
Λίγα χρόνια αργότερα, γύρω στο 1980, ήμουν φοιτήτρια της Νομικής και μέλος του ΘΤΠΑ, (Θεατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Αθηνών), τον είχαμε καλέσει για να προχωρήσουμε στη δημιουργία Φοιτητικής Χορωδίας.
Και ένα απόγευμα, στην κατάμεστη αίθουσα της Ίριδας, του υπέροχου κινηματοθεάτρου μας που βρισκόταν και βρίσκεται ακόμα στο ισόγειο της Πανεπιστημιακής Λέσχης (Ιπποκράτους και Ακαδημίας), με την Ιταλική του σκηνή, να σου ο Μίκης, μπροστά στο πιάνο, να μας μιλάει και να μας μιλάει …ατελείωτα.
Θυμάμαι ότι η συζήτηση είχε επικεντρωθεί κάποια στιγμή στη ροκ μουσική σε αντιδιαστολή με το λαϊκό και έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Συζήτηση που φούντωνε ανάμεσα στη νεολαία τότε.
Μεταξύ άλλων ο Μίκης άρχισε να παίζει και να τραγουδάει διάφορα δικά του γνωστά τραγούδια σε…ροκ εκδοχή!!!
«Βλέπετε μας λέει…Μια φόρμα είναι. Τίποτε άλλο. Μη δίνετε σημασία. Ο πλούτος των τραγουδιών μας είναι αξεπέραστος…» ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.
Δεν έχουν τίποτα καινούργιο, ή κάτι πρωτότυπο αυτά που καταθέτω. Μάλλον θα τα χαρακτήριζε κάποιος, εντελώς κοινότοπα. Αλλά γι αυτό ακριβώς τα έγραψα. Και εξηγούμαι:
Αμέσως με το που διαδόθηκε η είδηση του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη, ο τύπος, τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο, κατακλίστηκαν από προσωπικά βιώματα ανθρώπων, επωνύμων και ανωνύμων, που όλοι τους είχαν να πουν κάτι προσωπικό που τους συνέδεε μαζί του.
Από τον Αλ Πατσίνο και αρχηγούς κρατών ή διάσημους καλλιτέχνες έως απλούς ανθρώπους, συνοδοιπόρους του ή απλώς ακροατές και θεατές του, από την Ελλάδα αλλά κι από όλον τον κόσμο, από τη Ζαχάροβα την εκπρόσωπο της Ρωσίας, έως την Κουβανική Πρεσβεία και τους Παλαιστίνιους, τους Χιλιάνους που τον τιμούν σαν δικό τους ήρωα, έως και εκατοντάδες συνεργάτες του αλλά και καλλιτέχνες, διανοούμενους, συγγραφείς…
Γιατί πραγματικά ο Μίκης είχε καταφέρει να νιώθουμε όλοι μας ότι κατά κάποιον τρόπο, συνομιλεί με τον καθέναν μας προσωπικά. Ότι κάποιο κομμάτι του μας ανήκει.
Και είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτή η αίσθηση δεν περιορίζεται στους ανθρώπους που αυτοχαρακτηρίζονται αριστεροί ή κομμουνιστές. Αλλά και σε συντηρητικούς ή δεξιούς ακόμα.
Για τους φασίστες δεν ξέρω. Κρατώ επιφυλάξεις. Είχε φροντίσει ο ίδιος γι αυτό.
«Συνέδεσα τη ζωή μου με τους άλλους, δεν μπορώ μόνος…ζω όταν υπάρχουν γύρω μου έντονα γεγονότα, όταν υπάρχει ιστορική δίνη που τυλίγει τους πάντες και τα πάντα. Αν τελικά βγεις σώος μέσα απ’ αυτήν, δεν είσαι πια ο ίδιος, είσαι ίσως περισσότερο σοφός, ίσως καλύτερος»! Έλεγε σε κάποια από τις αμέτρητες συνεντεύξεις του και η πορεία του στη ζωή αλλά και το θάνατο το αποδεικνύει.
«Η τέχνη δεν είναι ένας καθρέφτης για να αντικατοπτρίζεις την πραγματικότητα αλλά ένα σφυρί για να τη διαμορφώνεις», έγραφε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Μίκης Θεοδωράκης το διεκδίκησε γερά με το συνολικό του έργο αλλά και την παράλληλη δημόσια και πολιτική του παρουσία.
Έτσι, αυτές τις μέρες, που είναι οι μέρες του, με τα δημοσιεύματα, τις εκπομπές και τα αφιερώματα, ξαναθυμηθήκαμε τον «όλο Μίκη», τη συνολική του προσωπικότητα που ζούσε, λειτουργούσε και παρενέβαινε με χίλιους τρόπους στη ζωή μας.
Ο Μίκης που άλλοτε υπερηφανευόμασταν ότι ήταν μαζί μας και άλλοτε θυμώναμε γιατί νοιώθαμε να μας εγκαταλείπει.
Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε ο αναμφισβήτητα σημαντικότερος συνθέτης της μεταπολεμικής Ελλάδας και μια μεγάλη προσωπικότητα. Συνδέθηκε άρρηκτα τόσο η τέχνη του όσο και πολιτική του παρουσία με την ίδια την μεταπολεμική Ιστορία του τόπου και μάλιστα με την ιστορία που έγραψε ο Ελληνικός λαός με το ΕΑΜ, το ματωμένο Δεκέμβρη του 1944, το ΔΣΕ, τους Λαμπράκηδες, το κίνημα του 114, με την αντιδικτατορική του πάλη.
Ο Θεοδωράκης δημιούργησε τον ήχο αυτών των αγώνων και ταυτόχρονα η τέχνη του δημιουργήθηκε μέσα και από αυτούς τους αγώνες. Έδωσε νέο περιεχόμενο στην έννοια της «στρατευμένης τέχνης». Είναι αυτός που τουλάχιστον έως και τα χρόνια της Χούντας, ταύτιζε τη λέξη «Ελλάδα» και «Έλληνες» με την έννοια του «λαού», των υποτελών τάξεων, των απλών ανθρώπων του μόχθου.
Ο Θεοδωράκης διαμόρφωσε καλλιτεχνικά την εικόνα της «πόλης» από την πλευρά των φτωχών, των σπουδαστών, των εργατών, των αγωνιζόμενων ανθρώπων και άλλαξε δια παντός την πρόσληψή μας γι’ αυτήν.
Δημιούργησε και δημιουργήθηκε από μια εποχή που τα πάντα έμοιαζαν πιθανά. Ακόμα και η ήττα της Κομμουνιστικής Αριστεράς στον εμφύλιο, οι μετέπειτα αγώνες και τραγωδίες, έπαιρναν δοξαστικό χαρακτήρα μέσα από τη μουσική και τα τραγούδια του. Ο Μίκης μετέτρεπε την ήττα σε νίκη!!!
Οι νεκροί δικαιώνονταν μέσα από την τέχνη. Ο νεκρός εργάτης μέσα από τον «Επιτάφιο», το Αλβανικό έπος και ο Εμφύλιος μέσα από το «Άξιον Εστί», οι Μακρονησιώτες θανατοποινίτες μέσα από τη μελοποιημένη ποίηση του Λειβαδίτη, ο εμφύλιος και η ανάγκη να επουλωθούν οι ανθρώπινες πληγές μέσα από «το τραγούδι του νεκρού αδερφού», ο Λαμπράκης μέσα από «Το Γελαστό παιδί», ο Πέτρουλας μέσα από το τραγούδι του, ο Ανδρέας Λεντάκης από την «ταράτσα», η αντιδικτατορική πάλη μέσα από την μελοποίηση της Ρένας Χατζηδάκη και ών ουκ έστιν αριθμός…
Αλλά και η ζωή, ο έρωτας, η υπαρξιακή μας αγωνία και η «πόλη» μέσα από την «Ομορφη Πόλη», τα «Λυρικά του» κλπ. κλπ…
Και οπωσδήποτε η ποίηση των άλλων λαών γίνεται επαναστατικό τραγούδι, συμφωνικό έργο, μουσική για τα πέρατα του κόσμου. Canto General και Πάμπλο Νερούντα, για τη Χιλή, την Κούβα, τη Λατινική Αμερική!!!
Ατέλειωτα τραγούδια, ατέλειωτη μουσική που απλώθηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Αναγνωρίστηκε, δοξάστηκε και μένει εσαεί παρακαταθήκη δικιά μας αλλά και των άλλων λαών. Όπως πρέπει.
Οφείλουμε όμως να αναφερθούμε και στην πολιτική του στάση τις δεκαετίες του ‘80 και κυρίως του ’90 και το στίγμα που αυτός άφησε. Η πολιτική πορεία του είναι γνωστή, εφόσον έδρασε ως πολιτικό πρόσωπο πρώτης γραμμής.
Και δεν πρόκειται μόνο για τις μετατοπίσεις του εντός του «αριστερού τόξου», την Ενωμένη Αριστερά, την ΕΔΑ, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ και τους συνακόλουθους σεισμούς που προκαλούσε στα μέλη των Οργανώσεων της Αριστεράς η εκάστοτε μετακίνησή του, αλλά και για την συμπόρευσή του με τη ΝΔ και τις θέσεις που κατά καιρούς εξέφραζε. Είτε για την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη, τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις του για το θάνατο του Ν. Τεμπονέρα, την παράδοση του Οτσαλάν και την ατυχέστατη (τουλάχιστον) συμμετοχή του στο συλλαλητήριο του 2018 για την περίφημη συμφωνία των Πρεσπών, όπου συνυπήρξε ακόμα και με Χρυσαυγήτες .
Ο Μίκης Θεοδωράκης σταδιακά, και όσο η «αστική νομιμότητα» της μεταπολίτευσης βάθαινε, άρχιζε να ταυτίζει το «εθνικό συμφέρον», την «Ελλάδα» και τους «Έλληνες», να τα αντιμετωπίζει ως «όλον». Να μιλά για «εθνική ενότητα και εθνικούς κινδύνους».
Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο κατά τη γράφουσα, να οδηγηθεί σε «συμμαχία με την αστική τάξη της χώρας» και τους πολιτικούς εκπροσώπους της. Πρόκειται για εκφυλισμό της ιδεολογίας «της αντιφασιστικής πατριωτικής συμμαχίας» και του «αντιδικτατορικού αγώνα».
Βέβαια μπαίνω στον πειρασμό να υπενθυμίσω ότι τέτοιες συμμαχίες έκανε και το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ, δημιουργώντας της Κυβέρνηση Τζανετάκη (1989-1990). Πέρα λοιπόν από την «ιδιοπροσωπία» του και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητά του, η πολιτική του εξέλιξη, είναι σε απόλυτη συνάφεια με αυτήν την ιδεολογική θέση.
Και από αυτήν την πλευρά, μας είναι ακόμα χρήσιμος για την ανάλυση του παρόντος και του σχεδιασμού του μέλλοντος, μιας χώρας και ενός λαού που ζει στην απόλυτη ιδεολογικοπολιτική ρευστότητα.
Ταυτόχρονα όμως όλοι μας θα τον θυμόμαστε πεσμένο μαζί με τον Μανώλη Γλέζο στο οδόστρωμα, μπροστά στο Κοινοβούλιο, και πνιγμένο από τα χημικά του γνωστού κυρίου Χρυσοχοΐδη. Ήταν 12 Φεβρουαρίου του 2012 κατά τη διάρκεια της μεγάλης διαδήλωσης κατά του μνημονίου.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έλυσε όλες του τις αντιφάσεις κόβοντας με το μαχαίρι το «γόρδιο δεσμό» που ο ίδιος δημιούργησε για τον εαυτόν του και κάπως περιγράψαμε.
Με τη γνωστή του επιστολή στο ΚΚΕ που άφησε ενεούς τους ακροκεντρώους και δεξιούς αλλά και με την επιστολή που είχε στείλει το 2017 στην εφημερίδα τα ΝΕΑ, απαντώντας τους σχετικά με την «εξίσωση φασισμού – κομμουνισμού εκ μέρους της ΕΕ (βλ. κατωτέρω).
Τελειώνοντας παραθέτω απόσπασμα της συνέντευξης του Στάθη Κατσαρού, γιού του μεγάλου μας ποιητή Μιχάλη Κατσαρού που εκτός από την περιπέτεια της μελοποίησης του «Κατά Σαδουκέων», νομίζω ότι τα λέει όλα:
«Ναι, δεν είναι της στιγμής, αλλά είναι αλήθεια: Ο Κατσαρός σε εκείνη τη φάση είχε καταλάβει πιο πολλά. Ο Μίκης πάλι, ποτέ δεν υπήρξε λαμπρός πολιτικός.
Όμως και ποιος υπήρξε; Η ηγεσία του κινήματος που άφησε τον ΕΛΑΣ να περιμένει, για να καταλάβουν την Αθήνα οι Άγγλοι; Ή όσοι πήραν την ολέθρια απόφαση για αποχή από τις εκλογές του ’46;
Ακόμα και σήμερα: Είναι δείγμα πολιτικής σοφίας για ένα Κόμμα να αποδεχτεί χωρίς πολλά – πολλά την αποκατάσταση τού …Στάλιν και των Γκουλάγκ, είκοσι χρόνια μετά τη συντριβή της ΣΕ; Ή μήπως είμαστε καλύτεροι εμείς, ο περίφημος κυρίαρχος λαός, που σήμερα κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου, την στιγμή που καταργείται το κράτος δικαίου, το κράτος πρόνοιας, η ισηγορία και η δημοκρατία;
Και, τελικά, γιατί να περιμένουμε την πολιτική σοφία, που κανένας δεν είχε, από κάποιον μουσουργό, όσο τεράστιος κι αν είναι;
…Οι (δε) πραγματικά μεγάλοι δημιουργοί μέσα στα άλλα, είναι καθρέφτες. Οι καθρέφτες μας. Λοιπόν, όπως λέει το παλιό ρωσικό ρητό, που έβαλε ο Γκόγκολ στην προμετωπίδα του Επιθεωρητή του: Μην κατηγορείς τον καθρέφτη, όταν η μούρη σου είναι στραβή.
Όσο για το πένθος των ημερών, σήμερα, εν έτει 2021, στην πραγματικότητα δεν θρηνούμε μόνο το Μίκη. Θρηνούμε το θάνατο της εποχής του, στους απόηχους της οποίας μεγαλώσαμε και μεις, οι σημερινοί 60άρηδες, όπως και οι λίγο μεγαλύτεροι, εκείνοι του 1-1-4, μαζί με την κατασυκοφαντημένη και καθυβρισμένη “γενιά” του Πολυτεχνείου, που εμπνεύστηκε από εκείνη την ηρωική εποχή και την ξαναέζησε με τον αντι-χουντικό αγώνα.
Είναι μεγάλη κοινοτοπία να το λέει κανείς και μεγάλη μελούρα, αλλά και τόσο αληθινό: Ο μέγας Θεοδωράκης, ο Κατσαρός, όλοι οι εκατοντάδες πρωταγωνιστές των ιστορικών εξάρσεων, του έπους του 40, του έπους της Εθνικής Αντίστασης, του Δεκέμβρη, της Μακρονήσου, των Πέτρινων χρόνων, εκείνα δηλαδή “τα παιδιά της Γαλαρίας” που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν, που τόσο έλπισαν και τόσο απογοητεύτηκαν, στη συλλογική συνείδηση τού Ελληνικού λαού δεν έχουν πεθάνει.
Θα πεθάνουν μόνο όταν η κοινωνία τούς ξεχάσει, όταν ο κόσμος δεν διαβάζει την ποίησή τους, δεν ακούει την μουσική τους, δεν μαθαίνει για την ζωή τους, δεν θυμάται τα οράματά τους. Μέχρι τότε θα ζουν.»
Γι αυτό και οι άνθρωποι θέλουν να τον θυμούνται το Μίκη Θεοδωράκη για τα υψιπετή του, γι αυτό και οι Κρητικοί στον τελευταίο αποχαιρετισμό, του τραγουδούσαν το γνωστό ριζίτικο:
«Tον αντρειωμένο μην τον κλαις όντε κι αν αστοχήσει,
μ’ αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος είναι…»
Ο Μίκης Θεοδωράκης πέθανε. Και με το φευγιό του, μας έκανε άλλη μια μεγάλη χάρη.
Να ξανασυζητήσουμε για τα «μεγάλα» και «σημαντικά».
Να θυμηθούμε και να ξαναζήσουμε την Ιστορία του λαϊκού μας κινήματος.
Να ξανασκεφτούμε τους όρους που η τέχνη σήμερα, μπορεί να εμπνεύσει και να εμπνευστεί από την πραγματική, χειροποίητη ζωή των ανθρώπων και όχι την εικονική πραγματικότητα του διαδικτύου. Εκείνοι το χρέος τους το έκαναν.
Ακόμα κι ο Γκράμσι θα συμφωνούσε πως για κάποιες δεκαετίες, την ιδεολογική ηγεμονία στη χώρα μας την διεκδίκησαν σθεναρά οι ηττημένοι κομμουνιστές του εμφυλίου.
Και σ’ αυτό το φαινόμενο ο Μίκης Θεοδωράκης έβαλε τη σφραγίδα του. Αλλά ο Θεοδωράκης πέθανε. Και τώρα με ποιόν θα θυμώνουμε; Ποιόν θα αγαπάμε μουρμουρίζοντας;
ΥΓ. ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦ. «ΤΑ ΝΕΑ»
27 Αυγούστου 2017 | 20:25
Με τρομάζει η αντικομμουνιστική υστερία που κατακλύζει την εφημερίδα σας.
Ως νέος κομμουνιστής είχα την τιμή να παλέψω μέσα απ’ τις γραμμές του ΕΑΜ για την κατάκτηση της Ελευθερίας. Αργότερα, την εποχή της Χούντας, μέσα από το Πατριωτικό Μέτωπο για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Ομως για την πάντοτε ενιαία εθνικοφροσύνη και για σας που την εκπροσωπείτε μαζί με τα υπόλοιπα ΜΜΕ δεν έχουν καμιά σημασία οι όποιες πράξεις με αριστερό πρόσημο, ακόμα και οι πιο σημαντικές, όσο και αν αυτές βοηθούν και τιμούν την πατρίδα και το λαό μας. Ακόμα και την αναγνωρισμένη από εχθρούς και φίλους, ντόπιους και ξένους προσφορά μας στην ανάδειξη του νεοελληνικού πολιτισμού, την αγνοείτε επιδεικτικά. Το μόνο που μετράει για σας είναι η ήττα μας στον Εμφύλιο και η ενόχλησή σας γιατί η ιδεολογία της Αριστεράς εξακολουθεί να υπάρχει, να δρα και να επιδρά ύστερα από τόσους και τόσους διωγμούς.
Εντάξει λοιπόν! Νικηθήκαμε και μπήκαμε στην γωνία! Τι άλλο θέλετε από εμάς εσείς οι νικητές και ξύνετε τις πληγές μας; Με το αίμα το δικό μας που συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάκτηση της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας τα πήρατε όλα! Κράτος, Κυβέρνηση, Παιδεία, Πολιτισμό, Στρατό, Αστυνομία, Τράπεζες, Τύπο, Τηλεοράσεις. Εμείς μείναμε στην γωνία, ουσιαστικά και πάλι (όπως στον Εμφύλιο) πολίτες β’ κατηγορίας.
Και από τον Στάλιν δεν θυμάστε παρά μόνο τα εγκλήματά του… Το μόνο που δεν άκουσα γι’ αυτόν είναι ότι με το πρωινό του έτρωγε τηγανητό ανθρώπινο κρέας. Για κείνον τον Στάλιν, τον Αρχιστράτηγο του Κόκκινου Στρατού με τις νίκες στο Στάλινγκραντ, στη Μόσχα, στο Λένινγκραντ και στο Βερολίνο, δεν έχετε τίποτα να πείτε; Αν έλειπε ο Κόκκινος Στρατός και ο Στάλιν, τι θα είχαμε σήμερα; Αραγε το σκεφτήκατε; Ποιος θα εμπόδιζε τον Χίτλερ να γεμίσει την υφήλιο με χιλιάδες Αουσβιτς; Φαντάζεστε την Ελλάδα γεμάτη με στρατόπεδα εξόντωσης;
Εκεί πάνω στην Ευρώπη και ειδικά στα ρατσιστικά κράτη, ξέρω γιατί πονάνε και τα βάζουνε με τον Στάλιν και τον κομμουνισμό. Γιατί νίκησε κατά κράτος τον πολυαγαπημένο τους Φύρερ. Τον Αδόλφο Χίτλερ! Ομως εσείς εδώ, τι λόγο έχετε; Εσείς τους κομμουνιστές τους σκοτώνατε σαν μύγες. Με τις συμμορίες τύπου Σούρλα και Βρεττάκου. Με τα στρατοδικεία και τις εκτελέσεις 16.000, νέων κυρίως κομμουνιστών. Αγοριών και κοριτσιών. Με τα Μακρονήσια όπου μαρτύρησαν 100.000 Ελληνες κομμουνιστές. Με τα σφαγεία της Ασφάλειας, όπου βασανίστηκαν με τις πιο φρικαλέες μεθόδους χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες. Τι είμαστε λοιπόν όλοι εμείς, εγκληματίες ή θύματα; Και γιατί παλεύαμε; Δεν αγωνιζόμασταν τάχα για την Ελλάδα και τον Ελληνικό Λαό; Μήπως μέσα από τις γραμμές μας ξεπήδησαν ο θρόνος, οι παρακρατικές οργανώσεις που σκότωσαν τον Λαμπράκη και η Χούντα; Για να μην αναφερθώ στους συνεργάτες των ξένων κατακτητών που πάνω τους στηρίχτηκε η Αμερικανοκρατία που ζει και βασιλεύει μεταμφιεσμένη σε Μνημόνια και Τρόικες που μας έχουν οδηγήσει στο χείλος της εθνικής καταστροφής.
Πιστεύω ότι εύκολα μπορείτε να κατανοήσετε το θυμό μου, γιατί για μένα όπως και για χιλιάδες άλλους, η στράτευση και οι αγώνες μας κάτω από την Κόκκινη Σημαία αποτελεί την ιερότερη περίοδο της ζωής μας, που είχε ένα και μόνο στόχο, να κάνει τον Λαό μας ελεύθερο, ανεξάρτητο και ευτυχισμένο.
Αθήνα, 26.8.2017
Μίκης Θεοδωράκης