Στο μουσικό σχολείο του Ιλίου ο μαθητής έφτασε με φούστα και ο θεολόγος τον αποκάλεσε ντροπή της κοινωνίας. Τα περιστατικά έγιναν γνωστά προχθές. Οι μαθητές αντέδρασαν και την άλλη μέρα πήγαν όλοι τα μεν αγόρια με φούστες τα δε κορίτσια με σακάκια και γραβάτες. Εξαίσια εικόνα και εξαίσια αντίδραση. Αλλά ο θεολόγος που είδε την ντροπή της κοινωνίας στη φούστα φαίνεται πως δεν ζει στην ίδια κοινωνία με μας. Ή, και πιθανότερο, δεν ντρέπεται για τα ίδια πράγματα με μας.
Δεν είδε τον παπά των Κάτω Πατησίων που αποπλανούσε και βίαζε ανήλικες, όπως λένε οι καταγγελίες και το κατηγορητήριο και δεν είδε κι ούτε άκουσε την θρησκόληπτη που απέδωσε στο κοριτσάκι και στα κοριτσάκια εν γένει την ευθύνη («άμα βγάζουνε τα βυζάκια τους έξω τι να κάνουν και οι άντρες;»).
Να συλλέξουμε κι άλλες εικόνες;
Ένας νέος άνθρωπος δολοφονείται εν ψυχρώ στη Θεσσαλονίκη – λένε πως είναι οπαδική βία, αλλά είναι τόσο απλό; Αποκαλύπτεται πως είναι κύκλωμα φασιστικό. Και πάλι, είναι τόσο απλό;
Μια κοπέλα καταγγέλλει πως βιάστηκε σε πάρτι γνωστών παραγόντων της «υψηλής κοινωνίας», στην ίδια πόλη, η αστυνομία κάνει έρευνα, και τυχαία αργεί να συλλέξει τα στοιχεία, ή τα κρατά στα συρτάρια της, και χάνουν την ικανότητα της απόδειξης.
Στην πρωτεύουσα ένας μεγαλοδημοσιογράφος πεθαίνει και αποκαλύπτεται πως στη διάρκεια της δημοσιογραφικής του πορείας απέκτησε μια αμύθητη περιουσία. Από τη δουλειά του; Η πιο οικεία φωνή των ταξιτζήδων της Αθήνας και της ακροδεξιάς «αντίστασης»!
Στο Κερατσίνι δολοφονείται ένας ρομά από αστυνομικούς. Η έρευνα της αστυνομίας κινείται στα ρηχά, εξαφανίζονται στοιχεία, προσπαθούν να το κουκουλώσουν.
Στο ίδιο Κερατσίνι μια κοπελίτσα σφηνώνει στην πόρτα και πεθαίνει σφηνωμένη εκεί επί ώρες, υπό τα βλέμματα εργαζομένων που κανείς δεν πλησιάζει να βοηθήσει.
Ο διευθυντής της μεγάλης κρατικής θεατρικής σκηνής της χώρας δικάζεται για βιασμούς. Άλλοι μεγαλόσχημοι είναι υπόδικοι ή απλώς διέφυγαν γιατί παρήλθε το χρονικό όριο.
Ο Ζακ Κωστόπουλος δολοφονείται μέρα μεσημέρι στο κεντρικότερο σημείο της Αθήνας, γιατί είναι διαφορετικός (η λογική, αν και ακραία, συνέπεια της ντροπής της κοινωνίας του θεολόγου).
Μια πρόχειρη συγκέντρωση ειδήσεων, μόνο. Να προσθέσουμε στις εικόνες τα όσα συμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή; Να προσθέσουμε διώξεις δημοσιογράφων που ερευνούν; – αυτό είναι αναγκαίο, θα έλεγα προειδοποιητικό, συμπλήρωμα των προηγούμενων.
Μια χώρα (ένας κόσμος) σε γενική φθορά.
Δεν είναι πως όσα συμβαίνουν δεν έχουν ξανασυμβεί. Δολοφονικά ένστικτα που κυκλοφορούν υπό μορφή πεποιθήσεων. Διεφθαρμένοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί που κυκλοφορούν με ρομφαίες κάθαρσης. Μεγαλοεπιχειρηματίες που κυριολεκτικά, όσο δεν παίρνει κυριολεκτικά «γ….ν και δέρνουν». «Βλάκες που παίζουν ρόλο ηγέτη και μεγάλα ταλέντα ρόλο εκκεντρικού», όπως έγραφε ο Μούζιλ (Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες) για τις αρχές του 20ου αιώνα, λίγο πριν ξεσπάσει ο πρώτος πόλεμος.
Αν πας πίσω – και το πίσω δεν είναι παρελθοντολογία, είναι η προβολή του προηγηθέντος στο παρόν, που σημαίνει πως έχεις την εικόνα ολόκληρη – θα δεις παρόμοια συμβάντα να εξελίσσονται κατά τρόπο δραματικό σε όλη την μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Το κράτος των δοσιλόγων, η αστυνομία των διωκτών και της αυθαιρεσίας, η δικαιοσύνη της σκοπιμότητας, το παρακράτος και ο υπόκοσμος αδελφωμένοι, οι δολοφόνοι και οι ευυπόληπτοι στα ίδια μέτωπα και μερικές φορές και στα ίδια σαλόνια, οι έμποροι των ναρκωτικών μαζί με τους εμπόρους του αντικομμουνισμού… Ο βιασμός ως κανονικότητα, ο βιασμός ψυχών, συνειδήσεων, σωμάτων. Η νικηφόρα εθνικοφροσύνη χόρευε πάνω στα αιματηρά σημάδια του νικημένου λαού –όχι μόνο των νικημένων ανταρτών.
Με την κυρίαρχη δύναμη του παρακράτους και των ξένων προστατών του και την ανοχή, και τη βολή ή, έστω, την αδυναμία της «φωτισμένης» πλευράς της κυρίαρχης τάξης να αντείπει τον δικό της λόγο.
Η κορύφωση του κράτους της μεταπολεμικής ελληνικής τραγωδίας ήταν η χούντα του 1967, οπότε η κατάρρευσή της και η ακολουθήσασα μεταπολίτευση υπέχει θέση, ή προσδοκία, κάθαρσης.
Όταν το ελληνικό κράτος αποπειράθηκε να πάρει για λίγο τον εαυτό του κάπως στα σοβαρά και να διαμορφώσει μια κάποια αντικειμενική δικαιοσύνη, ένα θεσμικό πλαίσιο με κανόνες και με κάποιο σεβασμό στον κατακτημένο πολιτισμό και ο κόσμος, που μπορεί να μην πήρε μέρος στην αντιδικτατορική αντίσταση (θεέ μου πόση μοναξιά έχει κάθε φορά αυτή η ιστορία) αλλά που ωστόσο αποφάσιζε τότε να
μην επιτρέψει να χαθεί αυτή η ευκαιρία, και διεκδίκησε μαχητικά και δικαιώματα και δημοκρατία.
Μια δυνατότητα σε ένα ρημαγμένο τοπίο το οποίο όμως διατηρούσε ακόμη ζωτικές δυνάμεις και πεποιθήσεις μιας άνοιξης.
Ίσως γι’ αυτό έρρεαν οι κατάρες κατά της μεταπολιτευτικής «ασυδοσίας», από τις πηγές της δημοσιογραφικής διαφθοράς, της οικονομικής ατασθαλίας και της πολιτικής αβελτηρίας. Το τοπίο βομβαρδίστηκε ανηλεώς, από τηλεοπτικούς και άλλους παράγοντες, από οικονομικούς συντελεστές – οι οποίοι οικοδομούν τεράστιες επιχειρήσεις με τον γκαγκστερισμό, λαθρεμπόριο, τράφικινγκ, ναρκωτικά, «εξαφανιζόμενους» μάρτυρες, προστασία, φέουδα, ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες περιορισμένης ευθύνης και εκτεταμένης δράσης – από κυβερνήτες και αστυνομικούς που μετέτρεπαν (και μετατρέπουν) κάθε διαδήλωση και κοινωνική διαμαρτυρία, κάθε εκδήλωση της δημοκρατίας των κάτω δηλαδή, σε αιματηρό στίβο, ώστε να μην υπάρχει κανείς να φωνάζει.
Και μια εικονική, εν πολλοίς, ευμάρεια, που από τη μια παρήγαγε καταναλωτές και από την άλλη δημιουργούσε κοινωνικά ευνούχους
Το δείγμα των αποτελεσμάτων εκτίθεται στα μάτια μας καθημερινά, και δεν χρειάζεται εργαστήριο της Ελβετίας για να πιστοποιήσει το βιασμό.
Η υπόθεση Παγκρατίδη, όπου οι εξωμότες δικαστές σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Ασφάλειας καταδίκασαν σε θάνατο, εν γνώσει τους, έναν αθώο, το 1968, δεν είναι μακρινή υπόθεση. Ο εφιάλτης επανέρχεται.
Και αν εκείνα ήταν συμπτώματα μιας καθυστερημένης και εξαρτημένης χώρας τα τωρινά είναι συμπτώματα μιας «αναπτυγμένης» (αναδυόμενης δεν λένε;) χώρας του καπιταλισμού, και γι’ αυτό πιο αδυσώπητα, πιο βαθιά και πιο διαβρωτικά.
Αυτά είναι η πραγματική ντροπή της κοινωνίας. Και οι κάθε είδους θεολόγοι που τα κάνουν δικά τους, τρόπο ζωής μας.