Ντίνα Κώνστα: Σπαθαραίοι Σάμου 31 Δεκεμβρίου 1938-Αθήνα 3 Ιουλίου 2022.
H Nτίνα Κώνστα που μας άφησε την Κυριακή 3 Ιουλίου, υπηρέτησε το θέατρο σχεδόν 50 χρόνια και μάλιστα σε όλες του τις εκδοχές.
Στην τελευταία της συνέντευξη στην Ιωάννα Μπλάτσου, για «Το Ποντίκι» με αφορμή τη θεατρική παράσταση «Σωτηρία Μπέλλου – Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας», το 2012, εν μέσω της απόλυτης οικονομικής κρίσης, η σπουδαία ηθοποιός στη σχετική ερώτηση της δημοσιογράφου: Έχουμε λοιπόν τους πολιτικούς που μας αξίζουν, απαντούσε:
«Ε, όχι, εμένα δεν μου αξίζουν αυτοί οι πολιτικοί! Μπορεί σε κάποιους να αξίζουν. Όχι σε μένα. Έχω διαχωρίσει προ πολλού τη θέση μου. Εγώ θέλω ευημερία για τη χώρα μου. Δικαιοσύνη. Αξιοκρατία. Αλληλεγγύη. Πολιτισμό. Και όχι μόνο σε επίπεδο τέχνης, αλλά καθημερινής συναναστροφής. Να αρχίσουμε να λέμε «ευχαριστώ» και «παρακαλώ» στην καθημερινότητά μας. Να έχουμε μια ευγένεια μεταξύ μας, βρε αδερφέ».
Ήταν μια αριστερή πολίτης η Ντίνα Κώνστα με έναν θα λέγαμε «παλιό ΕΔΑΐτικο τρόπο».
Πάντα με μια δική της συνέπεια και απόλυτη αξιοπρέπεια.
Ανέφερε η ίδια:
«Παίζαμε μέσα στη χούντα το «Ω τί κόσμος μπαμπά» του Μουρσελά, με το Μιχαλακόπουλο και το Βασίλη Διαμαντόπουλο και μας το απαγόρευσαν.
Σε κάθε πόλη που πηγαίναμε μας σταματούσε ο εκάστοτε στρατιωτικός διοικητής. Λογόκριναν μέχρι και τις αρχαίες τραγωδίες.
Εμείς ακούγαμε τους λόγους του Παπαδόπουλου και γελάγαμε. Υπογράφαμε για τους φυλακισμένους, παίζαμε στο Πορεία και μιλούσαμε συνωμοτικά. Μόλις βλέπαμε την αστυνομία, τρέχαμε να κρυφτούμε σε ένα μαγαζάκι».
«Πρέπει να σου πω πως έγινα ηθοποιός γιατί δεν μπορούσα να ζω μια φυσιολογική ζωή. Θέλω να ζω τις ζωές των άλλων», είχε εκμυστηρευθεί σε μια από τις σπάνιες τηλεοπτικές της συνεντεύξεις.
Η αγάπη της για το θέατρο την έκανε να οδηγηθεί σε δραματική σχολή και να φοιτήσει στη σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη, όπου μαθήτευσε δίπλα στη Μαίρη Αρώνη. Προκειμένου να πληρώνει τα δίδακτρα της σχολής, καθώς η οικογένειά της δεν γνώριζε ότι παρακολουθούσε μαθήματα υποκριτικής, εργαζόταν σε χρωματοπωλείο.
Ξεκίνησε τη θεατρική της πορεία το 1965 στο Ελεύθερο Θέατρο, παίζοντας πάντα δραματικούς ρόλους, λόγω της φυσιογνωμίας και της φωνής της, ενώ τη δεκαετία του 1980 έρχεται μια μακρόχρονη συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο μέσα από ρόλους ρεπερτορίου, όπως η παράσταση «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 είχε μοιραστεί στη σκηνή το «Πρόσωπα φυσικά κι αλλόκοτα» του Τζουζέπε Γκρίφι σε μετάφραση Παύλου Μάτεσι, μαζί με τη Μπέτυ Βακαλίδου, την τρανσέξουαλ συγγραφέα και ηθοποιό. Μια «δούλα μπορντέλου, δίχως όνομα, πλάι σε μία τραβεστί» που τη λέγαν «Μαριακάλας».
Παράλληλα με το θέατρο, μπαίνει στη ζωή της η τηλεόραση, στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τα πρώτα χρόνια θα παίξει σε σειρές κάνοντας guest εμφανίσεις, μέχρι που τη χρονιά 1979-1980 θα αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη σειρά «Ο Συμβολαιογράφος», μαζί με τους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Γιάννη Φέρτη και Στάθη Ψάλτη.
Ακολούθησαν πολλοί τηλεοπτικοί ρόλοι σε σειρές που ξεχώρισαν και σημείωσαν τεράστια εμπορική επιτυχία -μεταξύ άλλων ο «Κίτρινος φάκελος», «Οι φρουροί της Αχαΐας», το «Δις εξαμαρτείν». Ο ρόλος της Γιολάντας Ραγιά, μέσα από την πένα των Ρέππα-Παπαθανασίου, βάζει τα θεμέλια για να γεννηθεί ακριβώς την επόμενη χρονιά ένας ρόλος που την ακολούθησε μέχρι το τέλος της διαδρομής της: η Ντένη Μαρκορά στο σίριαλ «Δύο ξένοι», που θα παιχτεί για δύο σεζόν και θα κάνει ασύλληπτα νούμερα τηλεθέασης.
Η Ντίνα Κώνστα έπαιζε την κωμωδία με έναν «δυσάρεστο» τρόπο, με μία νότα δυστυχίας στο πίσω μέρος «ενός καλαμπουριού». Έδινε υπόσταση ακόμα και σε «ατάκες» του συρμού, ξεφεύγοντας από την αγοραία τηλεοπτική αντίληψη.
Όπως και να το κάνουμε, έφερε μέσα της και πάνω της την ευγένεια μιας «αριστερής κουλτούρας» παλιού καιρού.
Κατά τη γνώμη μου παρέμεινε πάντα μία δραματική ηθοποιός.
Και εάν έμειναν οι ατάκες της «Ντένης Μαρκορά» από τους «Δύο ξένους», δεν ήταν μόνον από την «τρέλα των συγγραφέων», αλλά και τη μεταλλική φωνή της ηθοποιού και το σκληρό της βλέμμα, που σκιαγραφούσε βιτριολικά τη μεγαλοαστή των ΜΜΕ!
Κι αυτό ήταν δικό της επίτευγμα.
Φυσικά, δεν θα την ξεχάσουμε και στον άλλο μεγάλο βιτριολικό της ρόλο, στο «Μάνα, μητέρα, Μαμά» του Γ. Διαλεγμένου, αλλά και να θυμίσουμε ότι υπήρξε και η πρώτη Μποστική «Φαύστα» εκεί στα 1965 (με Ριτσάκι την αξέχαστη Τζότζο Ζάρπα), αλλά και ότι έφτιαξε μία δική της ερμηνευτική φόρμα, που τη διέκρινε μία ειλικρινής μελαγχολική ειρωνεία, όταν έφτιαχνε επί σκηνής τις γυναίκες της. Αυτές τις κάπως απροσάρμοστες, ατσούμπαλες, περιθωριακές, αλλά γήινες, έτοιμες να σου ετοιμάσουν ένα τσιπουράκι, ή έναν γλυκύ βραστό, αν δεν σε έχουν ποτίσει βιτριόλι.
Την πλούτισε τη σκηνή η Ντίνα Κώνστα κι εμάς που τη χαρήκαμε για χρόνια και που την περιμέναμε σε κάθε καινούργια της απόπειρα.
Θα τη θυμόμαστε και θα τη μνημονεύουμε!