Ανάμεσα στα πολλά ζητήματα που αφορούν τη μοναρχία στην Ελλάδα (πολιτικά, γεωπολιτικά, συνωμοτικά, κλπ), αυτοτελή σημασία έχει η ιδιότητα του «θεσμού» ως… ρουφήχτρας, που κατάπινε σε βαθμό αδιανόητο δημόσιο χρήμα. Μιας και συζητείται επί τόσες ημέρες η «εξώδιος ακολουθία» του έκπτωτου μονάρχη, ας ασχοληθούμε λίγο και με μια «εισόδιο διαδικασία». Την διαχρονική είσοδο χρημάτων στα ταμεία του Παλατιού.
Έπεται σταχυολόγηση, αναγκαστικά επιλεκτική, διότι μια σχετικά πλήρης θα απαιτούσε βιβλίο ολόκληρο.
Ας επισημανθεί πριν απ’ όλα ότι οι παροχές δεν περιορίζονταν στο «ρευστό». Λόγου χάρη, το 1887 η τότε κυβέρνηση του Χ. Τρικούπη παραχώρησε 250.000 στρέμματα της Μανωλάδας Ηλείας στον διάδοχο Κωνσταντίνο, ως δώρο για τον επικείμενο γάμο του με την πριγκίπισσα Σοφία, αδελφή του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄. Καθώς οι γάμοι εκείνοι τελέστηκαν στην Αθήνα, το 1889, η δημοτική αρχή της πόλης ενέκρινε πίστωση 200.000 δραχμών. Επειδή δεν είχε τόσα χρήματα, δανείστηκε με επιτόκιο 7%, για τη δέουσα «μεγαλοπρέπεια» των εορτασμών…
Στα χρόνια εκείνα, η συνήθης «ταρίφα» της κρατικής επιχορήγησης σε γάμους που έκαναν οι ημέτεροι «γαλαζοαίματοι» ήταν 400.000 δρχ. Τεράστιο ποσό, τότε. Έγιναν δυο τέτοιοι γάμοι μέσα στο 1889 – ο άλλος, που προηγήθηκε κατά λίγους μήνες, ήταν εκείνος της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας με τον δούκα Παύλο Αλεξάντροβιτς της Ρωσίας, γιο του τσάρου. Τουλάχιστον η τελετή έγινε στην Αγία Πετρούπολη και δεν χρειάστηκε να «ξηλωθεί» ο δήμος Αθηναίων και για αυτήν.
Πολιτική διαμάχη ξέσπασε το 1896, στα τέλη Νοεμβρίου, όταν η τότε κυβέρνηση του Θ. Δηλιγιάννη αποφάσισε να εκταμιεύσει τα «συνήθη» 400 χιλιάρικα για την «προικοδότηση» της πριγκίπισσας Μαρίας, που επρόκειτο να παντρευτεί άλλο Ρώσο δούκα, τον Γεώργιο Μιχαήλοβιτς.
Το πράγμα γινόταν πλέον πολύ «χοντρό», για τρεις λόγους. Πρώτος λόγος: Η χώρα είχε χρεοκοπήσει, προ τριετίας κι αντιμετώπιζε τις αφόρητες πιέσεις – και απειλές- των δανειστών. Δεύτερος λόγος: στα μέσα Νοεμβρίου, φοβερή πλημμύρα είχε καταστρέψει σημαντικό μέρος της Αθήνας και του Πειραιά. Ήταν τεράστιες οι οικονομικές ανάγκες για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ιδίως για την περίθαλψη των πλημμυροπαθών.
Τρίτος λόγος: Ήταν κοινό μυστικό ότι η χώρα προετοιμαζόταν για πόλεμο με την Τουρκία (ναι, εκείνος ο ολέθριος του 1897). Κι η αλήθεια είναι ότι πολλοί βουλευτές, απ’ όσους τάχθηκαν εναντίον της καταβολής του ποσού των 400.000 στη βασιλική οικογένεια, επιχειρηματολόγησαν επικαλούμενοι μόνο τις στρατιωτικές ανάγκες, έχοντας ήδη «ξεχάσει» την πλημμύρα και τις συνέπειές της.
Στις 3 Δεκεμβρίου, η Βουλή ενέκρινε έκτακτη δαπάνη του υπουργείου Εσωτερικών για την περίθαλψη των πλημμυροπαθών: μόλις 50.000 δραχμές. Την επόμενη ημέρα ενέκρινε τα 400 χιλιάρικα για την πριγκίπισσα. Το ποσό αυτό ισοδυναμούσε με το 95% του κονδυλίου που διατέθηκε από το δημόσιο ταμείο για την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής Μύλων – Καλαμάτας. Και υπερτερούσε κατά 27.400 δρχ. του συνόλου των ετήσιων βουλευτικών αποζημιώσεων.
Ένας ήταν στο θρόνο, δύο επιχορηγήθηκαν…
Αρκετές πολιτικές προστριβές προκάλεσε και το ζήτημα του ύψους των «κανονικών» κρατικών χορηγιών προς τους εκάστοτε μονάρχες. Οι αποδοχές των Ελλήνων προέδρων της περιόδου 1924 – 1935 κυμάνθηκαν από 1.5 εκατ. έως 1,9 εκατ. δρχ, αλλά η βασιλική χορηγία το 1921 έφθανε στα 4,2 εκατομμύρια.
Το 1921, μάλιστα, θεσμοθετήθηκε κάτι… ξεχωριστό: Ο Κωνσταντίνος Α΄, ο παππούς του «Κοκού», έλαβε αναδρομική χορηγία – αφορολόγητη- για τα χρόνια της εξορίας του στην Ελβετία. Δηλαδή για το χρονικό διάστημα 1917 – 1920, κατά το οποίο βασίλευε ο γιός του Αλέξανδρος, κανονικότατα χορηγούμενος. Με άλλα λόγια, ένας βασίλευε, δυο έλαβαν επιχορήγηση.
Σημασία, όμως, είχε κάτι ακόμη: ο – αποκατασταθείς στο θρόνο- Κωνσταντίνος Α΄ υπέγραψε το οικονομικό ευεργέτημα στον εαυτό του, ευρισκόμενος στη Μικρά Ασία. Είχε πάει να επιθεωρήσει το στράτευμα κι εκεί υπέγραψε, στις 23 Ιουλίου, την απόφαση για την αναδρομική χορηγία, που έγινε νόμος τέσσερις ημέρες αργότερα (ΦΕΚ 130, 28.7.1921 ). Τόσο πολύ αδημονούσε, που δεν περίμενε καν λίγες ημέρες, να υπογράψει στην Αθήνα…
Όλα αυτά βεβαίως θα αποδεικνύονταν «ψίχουλα», μπροστά στο χρήμα που θα απομυζούσε η «βασιλική πρόνοια», ή «πρόνοια βορείων επαρχιών Ελλάδος» , όπως ακριβώς ονομαζόταν, της βασίλισσας Φρειδερίκης.
Η «βασιλική πρόνοια» θεσπίστηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, τον Ιούλιο του 1947. Σχετικό βασιλικό διάταγμα όρισε ότι θα γινόταν επί ένα εξάμηνο ειδικός έρανος, σε όλη την επικράτεια, «προς βοήθειαν των πληθυσμών των πληγέντων εκ των διαδραματιζομένων εις την Βόρειον Ελλάδα ή και αλλαχού γεγονότων».
Τη… δουλειά την ανέλαβε προσωπικά η Φρειδερίκη: σε πρώτο στάδιο, τα παιδιά απομακρύνθηκαν από τις εμπόλεμες περιοχές και κλείστηκαν σε «παιδουπόλεις» που φρουρούνταν. Τυπικά, αυτό έγινε για να προστατευτούν από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Ουσιαστικά, τούτη η «βελούδινη» αιχμαλωσία ασκούσε τρομερή πίεση στις οικογένειες. Κάθε γονέας θα έπρεπε να σκεφθεί πολύ καλά εάν θα τολμούσε να εκδηλώσει συμπάθεια για τους «αντεθνικώς δρώντας», γνωρίζοντας πως το παιδί του βρισκόταν στα χέρια των φρουρών «του έθνους». Αλλά ας επικεντρωθούμε στην οικονομική πλευρά της επιχείρησης.
Διαδοχικά χαράτσια για τη Φρειδερίκη
Επί πρωθυπουργίας Θεμιστοκλή Σοφούλη, με τον ΑΝ 843 του 1948 (ΦΕΚ 319, 20.12.1948), το κράτος θέσπισε φόρο «υπέρ τρίτων», ίσο με το 4% επί της αξίας των εισαγομένων από το εξωτερικό ειδών. Το 20% αυτού του φόρου ορίστηκε πως θα όδευε στον έρανο της Φρειδερίκης (άρθρο 9).
Στον ίδιο νόμο (και άρθρο) προβλέφθηκε πως ο έρανος θα ενισχυόταν με πρόσθετα ποσά, από ειδική εισφορά επί εκτελωνισμών, η οποία είχε θεσπιστεί το 1941. Στον έρανο θα δινόταν ολόκληρη η εισφορά, από τους εκτελωνισμούς του χρονικού διαστήματος 1.12.1948 – 9.1.1949. Κάτι σαν δώρο προς τη Φρειδερίκη, για την εορταστική περίοδο Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1948 συνεδρίασε το υπουργικό συμβούλιο και αποφάσισε δυο ακόμη παροχές προς το «κοινωνικό έργο» της «μεγαλειοτάτης».
Η πρώτη: η απόφαση 1108 (ΦΕΚ 322, 22.12.1948) καθόρισε φόρο 10 % σε όλα τα δημόσια θεάματα (κινηματογράφος, θέατρο, κλπ), σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, υπέρ «του εράνου βορείων επαρχιών». Οι επιχειρήσεις υποχρεούνταν να αποδίδουν αυτό το… «κερατιάτικο» στο τέλος κάθε εβδομάδας ή κατά τις δυο πρώτες ημέρες της επόμενης. Κάθε σχετική παράβαση, αμέλεια ή ανυπακοή θα επέσυρε από πρόστιμα έως την αναστολή του δημοσίου θεάματος, μέχρι να συμμορφωθεί ο «θεατρώνης».
Την ίδια ημέρα που το υπουργικό συμβούλιο αποφάνθηκε ποιο ήταν το χρέος του φιλοθεάμονος κοινού, όρισε και το αντίστοιχο των καπνιστών (απόφαση 1109, στο ίδιο ΦΕΚ): όποιος αγόραζε πακέτο, με τα ίδια χρήματα θα απολάμβανε δυο τσιγάρα λιγότερα, αν επρόκειτο για «σιγαρέτα εξαιρετικής ποιότητος», ή ένα, αν κάπνιζε «βασικά σιγαρέτα». Η διαφορά της τιμής δινόταν στον «έρανο» της Φρειδερίκης.
Όταν ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε, ο έρανος για τις «βόρειες επαρχίες» έπαψε να έχει ακόμη και προσχηματικούς λόγους ύπαρξης. Η ισχύς του «θεσμού» της βασιλικής πρόνοιας, όμως, παρατεινόταν συνεχώς. Από την πρώτη ημέρα του 1949 έως τις 30 Απριλίου 1956 η εισφορά από τσιγάρα… πρόλαβε να «στείλει» στο ταμείο της «βασιλικής πρόνοιας» 186 εκατ. δραχμές. Και η είσπραξη συνεχίστηκε… .
Η συνέχεια της είσπραξης του «χαρατσιού» στα θεάματα, επεφύλασσε μια ενδιαφέρουσα αλλαγή: το 1961 ενσωματώθηκε κανονικότητα στην τιμή των εισιτηρίων. Έως τότε, οι υπεύθυνοι κάθε επιχείρησης θεάματος ήταν υποχρεωμένοι να αποδίδουν τα χρήματα που αντιστοιχούσαν στα ειδικά δελτία του εράνου, «ανεξαρτήτως του αν διένειμαν μετά των εισιτηρίων και τα δελτία ταύτα ή μη».
Πρακτικά, δηλαδή, εάν κάποιος αιθουσάρχης προτιμούσε να μην μοιράσει τα δελτία, μπορούσε να το αποφύγει, γνωρίζοντας ότι θα πλήρωνε ποσά που δεν είχε εισπράξει από το κοινό. Με την ενσωμάτωση του «χαρατσιού» στην τιμή των εισιτηρίων, ουδεμία τέτοια ευχέρεια απέμενε.
Εν τω μεταξύ, οι πηγές χρηματοδότησης είχαν διευρυνθεί και πληθύνει, με τους ΑΝ 1419 και 1427 του 1950 (ΦΕΚ 61, 27/2/1950 και ΦΕΚ 72, 2/3/1950 αντίστοιχα). Με σχετική πρόβλεψη του ΑΝ 1427 (άρθρο 7), η βασιλική πρόνοια έφθασε να απορροφά και το 20% των εσόδων που προέρχονταν από «φόρο υπέρ τρίτων», που είχε θεσπιστεί δύο χρόνια νωρίτερα (ΑΝ 843, άρθρο 5) σε βιοτεχνικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις.
Ούτε όλα τούτα, όμως, κρίθηκαν αρκετά! Κάποια στιγμή η διορισμένη διοίκηση της ΓΣΕΕ αποφάσισε να παρακρατηθεί ένα ημερομίσθιο από κάθε μισθωτό εργαζόμενο, υπέρ της «βασιλικής πρόνοιας», η οποία γινόταν, πλέον, «κράτος εν κράτει».
Εκτός, όμως, από την «πρόνοια» της βασίλισσας υπήρχε – από τον Μάιο του 1947- και το ίδρυμα ερευνών του βασιλιά, το ΒΕΙ. Ένα ίδρυμα που κατά κύριο λόγο μεριμνούσε για την «εθνικόφρονα» διαπαιδαγώγηση, αλλά και την κατάρτιση επίδοξων στελεχών των ανακτόρων και του καθεστώτος. Εξυπακούεται ότι «ρουφούσε» κι αυτό δημόσιο χρήμα.
1962: Πολιτική «θύελλα» για τα δύο νομοσχέδια Θεοτόκη
Το 1962 ήταν το έτος, κατά το οποίο συμπληρώθηκε ένας αιώνας από το τέλος της βασιλικής «θητείας» του Όθωνα στην Ελλάδα. Έμελλε να αποδειχθεί και το έτος μιας διπλής πολιτικής «θύελλας», που θα είχε στο επίκεντρο τη ροή δημόσιου χρήματος προς το Παλάτι.
Εν αρχή, το νομοσχέδιο του υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης της ΕΡΕ, Σπ. Θεοτόκη, για την καταβολή 9 εκατ. δρχ. (300.000 δολαρίων), ως προίκα στην πριγκίπισσα Σοφία που τον Μάιο θα παντρευόταν τον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας, «Δότης», βεβαίως, ο κρατικός προϋπολογισμός. Πλήρης η απαλλαγή του ποσού από κάθε φορολογία και ελεύθερη η μετατροπή του σε συνάλλαγμα.
Απόντων των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου και της ΕΔΑ, που αρνήθηκαν νομιμοποιήσουν τη διαδικασία, το νομοσχέδιο εγκρίθηκε στην ολομέλεια της Βουλής, στα μέσα Μαρτίου. Με το σχετικό νόμο, (4228/1962), δόθηκε για πέμπτη φορά κρατική προίκα σε Ελληνίδα πριγκίπισσα. Αλλά το ποσό ήταν… το κάτι άλλο.
Η προίκα αντιπροσώπευε το 9,4% των δαπανών του υπουργείου Βιομηχανίας, το 10,5% του Ναυτιλίας και το 12% του Εργασίας , για εκείνο το έτος. Αντιστοιχούσε, επίσης, στο 1,7% του συνόλου των ξένων κεφαλαίων που είχαν τοποθετηθεί στην Ελλάδα κατά το 1961, ή στο 4,1%, εάν εξαιρούνταν οι τραπεζικές καταθέσεις…
Σύμφωνα, μάλιστα, με τους ανθρώπους της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, το πραγματικό μέγεθος της προίκας τελούσε υπό πλήρη εχεμύθεια. Από τα κρατικά ταμεία, ανέφεραν, «βγήκαν 100 έως 200 χιλιάδες χρυσές λίρες». Το βέβαιο είναι ότι η «γκλαμουριά» της γαμήλιας τελετής επιβάρυνε τα κρατικά ταμεία κατά 2,9 εκατ. δολάρια επιπλέον της προίκας…
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1962, ο Σπ. Θεοτόκης κατέθεσε στην αρμόδια Επιτροπή σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος «εξ ενός άρθρου». Αυτό όριζε σημαντική αύξηση της βασιλικής χορηγίας, από την 1η Ιανουαρίου 1963: από το ποσό των 11,5 εκατ. δραχμών, που είχε οριστεί το 1956, η χορηγία θα ανέβαινε στα 17 εκατ. ετησίως. Σε δολάρια, από 384.000 σε 567.000.
Θεσπιζόταν ειδική, δεύτερη χορηγία προς τον διάδοχο Κωνσταντίνο (τον «Κοκό»), της τάξης των 2,5 εκατομμυρίων δρχ. (83.000 δολαρίων), αντί των 900.000 δρχ. Ποσού που ίσχυε από το 1953, διότι ο Κωνσταντίνος το 1956 ήταν ανήλικος κι έτσι το νομοθετικό διάταγμα του έτους εκείνου δεν αναπροσάρμοσε τη δική του χορηγία. Το νομοσχέδιο όριζε πως η χορηγία προς τον διάδοχο θα έφθανε στα 5 εκατ. δρχ. ετησίως, όταν θα έφθανε «η ώρα η καλή» και θα νυμφευόταν.
Ο «Πειναλέων» του «Μποστ» έχει μαθηματικές απορίες
Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1962, ο απολαυστικός Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ) σάρκαζε με τον δικό του τρόπο τη χορηγία. Μια από τις κλασσικές μορφές που είχε πλάσει ο Μποστ, ο «Πειναλέων», διατύπωνε εύλογη απορία, μιλώντας στην μητέρα του, τη ρακένδυτη Ελλάδα (το κείμενο παρατίθεται, φυσικά, με την «ορθογραφία» που άρεσε στον δημιουργό του):
«Μυτέρα, παρετήρησα κι’ έχω μιαν απορία
εν σχέση με την άφξηση δι’ αυτήν την χορηγία.
Λαβών τον πρίνκιψ δον Χουάν κε φέβγων η μια κόρη,
με βάρη ολιγότερα, πώς μπένουν νέοι φόροι;
Αφού τα συντηρούμενα μέλη των ελατούνται,
Γιατί τα λαμβανόμενα του βασιλιά αφξούνται;
Εάν εις λίγο διάστημα φύγει και η Ειρίνη,
Της χορηγίας το ποσόν τριάκοντα θα γίνει; »
(…).
Η αντιπαραβολή με τις αποδοχές του προέδρου των ΗΠΑ προσφερόταν για σαρκασμό. Ο Ηλ. Ηλιού, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό:
«Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών λαμβάνει το 1/5 των όσων ζητεί η κυβέρνησις να δοθούν εις των βασιλέα των Ελλήνων. Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι αι ΗΠΑ έχουν κατά κεφαλήν επταπλάσιον εισόδημα και αριθμών κεφαλών εικοσαπλάσιον των Ελλήνων. Ως εκ τούτου, θα είναι δικαιολογημένον να ζητούν αι ΗΠΑ από την Ελλάδαν βοήθειαν και δεν θα πρέπει να παραπονείται η ελληνική κυβέρνησις, ότι δεν μας δίδουν βοήθειαν…».
Ο ίδιος ο μονάρχης Παύλος υπέγραψε το νομοθετικό διάταγμα για την αύξηση της χορηγίας στις 4 Οκτωβρίου του 1962. Τα 19,5 εκατ. έφθαναν το 10,2% των δαπανών του υπουργείου Συντονισμού, το 20,3% του Βιομηχανίας και το 26,1% του Εργασίας, πάντα για το 1962.
Τα χρόνια πέρασαν, ο διάδοχος Κωνσταντίνος έγινε βασιλιάς και κατόπιν «τέως». Ας θυμηθούμε κάτι: όταν ήταν ξενιτεμένος, ύστερα από το αποτυχημένο «αντιπραξικόπημά» του (Δεκέμβριος 1967), απέρριπτε μετά βδελυγμίας την πρόταση να παραιτηθεί από τη βασιλική χορηγία, για να αποδείξει την αντίθεσή του στη χούντα. Πρόταση που του είχαν κάνει ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος το Νοέμβριο του ’70 και ο πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα, Ορλάντι, τον Μάρτιο του ’71.
Ας θεωρήσουμε ότι το «ριφιφί» του 1991 παραμένει στη συλλογική μνήμη. Ομοίως και το «σίριαλ» της δικαστικής διαμάχης για τη «βασιλική περιουσία», που έληξε με τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 28 Νοεμβρίου 2002 (ο «Κοκός» και τα μέλη της οικογένειάς του που είχαν προσφύγει πέτυχαν σημαντικές «αποζημιώσεις», αλλά απείρως μικρότερες εκείνων που διεκδικούσαν).
Αντί επιλόγου, αναφέρουμε κάτι θεμελιώδες, που έχει επισημάνει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Νίκος Αλιβιζάτος: η υπόθεση της βασιλικής περιουσίας θα είχε κλείσει από την πρώιμη μεταπολίτευση, εάν στο Σύνταγμα το 1975 είχε περιληφθεί διάταξη, «αντίστοιχη με αυτήν του μεταβατικού άρθρου ΧΙΙΙ του ιταλικού Συντάγματος του 1948». Ο άρθρο αυτό όριζε: «Η περιουσία των πρώην βασιλέων της Σαβοΐας , των συζύγων και των αρρένων απογόνων τους, η οποία βρίσκεται στο εθνικό έδαφος, περιέχεται στο κράτος».
Αλλά, δεν…