27.5 C
Athens
Τετάρτη, 26 Ιουνίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Επικήρυξη Μαδούρο από τις ΗΠΑ: Οι πραγματικοί τρομοκράτες, του Π. Παπαδομανωλάκη

 

Ενώ οι συνέπειες τις αμερικάνικης πολιτικής στην αντιμετώπιση του κορονοϊού ήδη τοποθετούν τις ΗΠΑ στην κορυφή των χωρών με κρούσματα και θανάτους από την πανδημία (ξεπερνώντας τα αντίστοιχα της Κίνας ακόμα και σε απόλυτο αριθμό), το παραπάνω δεν φαίνεται ούτε στιγμή να εμποδίζει τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του Πενταγώνου για τον έλεγχο της «πίσω αυλής» του.

Χαρακτηριστικά, και ανεξάρτητα από το ανθρώπινο κόστος που προκαλεί ο οικονομικός αποκλεισμός στον λαό της Βενεζουέλας, ο Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ Γουίλιαμ Μπαρρ ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι η χώρα του θα χαρακτηρίσει τη Βενεζουέλα κράτος χορηγό της τρομοκρατίας, επικηρύσσοντας τον πρόεδρο της με 5 εκατομμύρια δολάρια.

Επικήρυξη για ναρκο-τρομοκρατία

Την Πέμπτη 26 Μαρτίου, οι ΗΠΑ επικήρυξαν τον Νικολάς Μαδούρο και 14 αξιωματούχους της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας για διακίνηση ναρκωτικών, «ναρκο-τρομοκρατία», διαφθορά και ξέπλυμα χρήματος, προσφέροντας αμοιβή 15 εκατομμυρίων δολαρίων για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψη και δίωξη του προέδρου της χώρας. Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ προσφέρει ακόμα 10 εκατομμύρια δολάρια έκαστος για πληροφορίες σχετικά με τον Diosdado Cabello, επικεφαλής της Εθνικής Συντακτικής Συνέλευσης, τον Hugo Carvajal, πρώην επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών της Βενεζουέλας, τον Clíver Alcalá, απόστρατος στρατηγός, και τον Tareck Zaidan El Aissami Maddah, υπουργός Βιομηχανίας της χώρας.

Αποκαλύπτοντας το κατηγορητήριο, ο εισαγγελέας William Barr, είπε ότι η ηγεσία της Βενεζουέλας συνεργάστηκε με την κολομβιανή ομάδα ανταρτών, τις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC), την οποία ο Barr χαρακτήρισε ως “εξαιρετικά βίαιη τρομοκρατική οργάνωση”. “Έχουν λάβει τη στήριξη του καθεστώτος του Μαδούρο, το οποίο τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν τη Βενεζουέλα ως ασφαλές καταφύγιο από το οποίο μπορούν να συνεχίσουν να πραγματοποιούν τη διακίνηση κοκαΐνης και την ένοπλη εξέγερση τους”, δήλωσε ο Μπαρρ.

Σε ξεχωριστά κατηγορητήρια, οι εισαγγελείς στο Μαϊάμι κατηγόρησαν τον επικεφαλής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βενεζουέλας, Maikel Moreno για ξέπλυμα χρήματος και τον υπουργό Άμυνας, στρατηγό Vladimir Padrino, ο οποίος κατηγορείται ότι επιτρέπει σε αεροπλάνα που μεταφέρουν ναρκωτικά να διασχίζουν τον εναέριο χώρο της Βενεζουέλας. Ομοίως παραπέμφθηκαν οι αρχηγοί του FARC, Ivan Marquez και Jesus Santrich.

Όπως μας πληροφορεί το Venezuelanalysis, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν κατηγορήσει εδώ και καιρό το Καράκας για λαθρεμπόριο ναρκωτικών, τιμωρώντας στο παρελθόν άλλους ανώτερους αξιωματούχους της Βενεζουέλας, συμπεριλαμβανομένου του τότε Αντιπροέδρου Ελ Αϊσάμι το 2017, για τους ίδιους λόγους. Παρόλα αυτά, έχουν μέχρι στιγμής αρνηθεί να παρέχουν απτά στοιχεία που εμπλέκουν κορυφαίους ηγέτες της Βενεζουέλας, ενώ στοιχεία από την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών δείχνουν ότι μόνο ένα μέρος των διαδρομών ναρκωτικών περνάει από τα εδάφη της Βενεζουέλας, με την πλειονότητα της κοκαΐνης να εισέρχεται στις ΗΠΑ μέσω Κεντρικής Αμερικής και Μεξικού.

Μαδούρο: «Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν καουμπόικες μεθόδους»

Σε τηλεοπτική ομιλία του το απόγευμα της Πέμπτης, ο Μαδούρο αποδοκίμασε τις “ρατσιστικές καουμπόικες μεθόδους” του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ο πρόεδρος της Βενεζουλεας αναφέρθηκε επίσης στο ρόλο της χώρας στην καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών και στην ειρηνευτική διαδικασία στην Κολομβία.

“Τα πνεύματα μας είναι ψηλά”, είπε. “Είχαμε αριθμούς ρεκόρ συλλήψεων για ναρκωτικά τα τελευταία 15 χρόνια, από τότε που ξεφορτωθήκαμε την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ”.

Νωρίτερα την ίδια ημέρα, ένα επίσημο ανακοινωθέν του υπουργείου Εξωτερικών αντέκρουσε τις κατηγορίες ως “άθλιες, χυδαίες και αβάσιμες”.

“Σε μια εποχή όπου η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει μια πανδημία, ο Ντόναλντ Τραμπ επιτίθεται για άλλη μια φορά στο λαό της Βενεζουέλας με άθλιες, χυδαίες και αβάσιμες κατηγορίες”, αναφέρει η δήλωση.

Επίδοξος πραξικοπηματίας -συνεργάτης των ΗΠΑ ανάμεσα στους κατηγορούμενους

Ο απόστρατος στρατηγός Clíver Alcalá, ο οποίος επικηρύχτηκε επίσης στο ίδιο κατηγορητήριο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, απέχει πολύ από αυτό που θα λέγαμε «περιβάλλον του Maduro». Ο Alcala έγινε πρωτοσέλιδο την Τετάρτη μετά την κατάσχεση αποστολής όπλων από τις αρχές της Κολομβίας, με τη κυβέρνηση της Βενεζουέλας να δηλώνει ότι τα όπλα ήταν μέρος απόπειρας πραξικοπήματος. Ο ίδιος επιβεβαίωσε το σχέδιο, υποστηρίζοντας ότι τα όπλα ανήκαν “στο λαό της Βενεζουέλας” και είχαν αποκτηθεί στο πλαίσιο υπογεγραμμένης συμφωνίας μεταξύ του αυτοαποκαλούμενου “Προσωρινού Προέδρου” Juan Guaido, του επί σειρά ετών αντικυβερνητικού στρατηγού J. J. Rendon και οι συμβούλων από τις ΗΠΑ.

Σε ραδιοφωνική συνέντευξη και αργότερα σε βίντεο στο Twitter, ο Alcala εξήγησε ότι στόχος ήταν να σχηματίσουν μια “απελευθερωτική δύναμη” για να “εξουδετερώσουν χειρουργικά στόχους στη Βενεζουέλα.”, ενώ κατηγόρησε τα μέλη της αντιπολίτευσης για τη διαρροή του σχεδίου, υποστηρίζοντας ότι οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης Guaido και Leopoldo Lopez ήταν “πολύ ενήμεροι” για την επιχείρηση. Επιβεβαίωσε ότι η Κολομβία σχεδίαζε την εκτέλεση τρομοκρατικών ενεργειών κατά της Βενεζουέλας αυτό το Μάρτιο, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας του Προέδρου Nicolas Maduro και ανθρώπων από το περιβάλλον του. [1]

«Το πραξικόπημα κατά της δικτατορίας του Μαδούρο σχεδιάστηκε στην Κολομβία, αλλά όχι από τους Κολομβιανούς, αλλά από τους Βενεζουελανούς, μαζί με τους Αμερικανούς συμβούλους», δήλωσε ο Clíver Alcalá σε συνέντευξη στο κολομβιανό μέσο ενημέρωσης La W Radio, ισχυριζόμενος ότι βρίσκεται στην πόλη Barranquilla.

Ο επίδοξος πραξικοπηματίας ανέφερε ότι τα παραπάνω “δεν μπορεί να το αρνηθεί [ο Guaido] καθώς έχω το συμβόλαιο να περιμένει τη στιγμή που θα έρθουν στο σπίτι μου [αξιωματούχοι] της δικαιοσύνης, για να παρουσιάσουν το κατηγορητήριο”. Αντιδρώντας στο κατηγορητήριο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Alcala αρνήθηκε τις κατηγορίες, αναφέροντας ότι είχε συναντηθεί στο παρελθόν με αξιωματούχους των ΗΠΑ σε τουλάχιστον “επτά περιπτώσεις.”

“Στη σύμβαση που υπεγράφη από τον Πρόεδρο Guaidó και τους Αμερικανούς συμβούλους, τα όπλα ήταν ιδιοκτησία του λαού της Βενεζουέλας που επρόκειτο να απελευθερωθεί. Αυτά τα όπλα δεν ήταν για έγκλημα ή μαφία. Συσκευάστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να χρησιμοποιηθούν στη τοποθεσία Guajira της Βενεζουέλας για να πραγματοποιήσουν στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της δικτατορίας Maduro“, αφηγήθηκε μέσω τηλεφωνικής γραμμής, σε μια κλήση που έπρεπε να διακοπεί επειδή έλαβε άλλη μια κλήση από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

“Συντόνισα τη μεταφορά όπλων στη Βενεζουέλα, στο πλαίσιο της απελευθέρωσης της χώρας, όπλων που αγοράστηκαν σε σύμβαση που υπεγράφη από τον Πρόεδρο Guaidó (Χουάν) και Αμερικανούς συμβούλους”, τόνισε σε άλλο μέρος της συνέντευξης.

Ανέφερε επίσης το ψευδώνυμο “Pantera” για κάποιον αξιωματικό υπό τη διοίκησή του, μαζί με άλλους 90 αξιωματικούς, “όλοι αφοσιωμένοι στην απελευθέρωση της Βενεζουέλας”, ενώ ήταν αντιφατικός όταν ρωτήθηκε αν η κολομβιανή κυβέρνηση του Ivan Duque γνώριζε για την επιχείρηση αυτή να επιτεθεί στη Βενεζουέλα. Σε ένα μέρος δήλωσε ότι η απάντησή του ήταν επιφυλακτική και σε ένα άλλο ανέφερε ότι το γνώριζε μόλις πριν από 48 ώρες όταν ήρθαν στο φως όλα.

Η ομολογία του επίδοξου πραξικοπηματία δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία. Τον περασμένο Νοέμβριο, η κολομβιανή εφημερίδα Publimetro διέρρευσε ηχητικό μεταξύ του πρέσβη της Κολομβίας στις ΗΠΑ Francisco Santos Calderón και της υπουργού Εξωτερικών της χώρας Claudia Blum, το οποίο αποκάλυπτε τη βαθιά κρίση στους κύκλους εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μετά την αποτυχία της επιχείρησης αλλαγής του καθεστώτος των ΗΠΑ εναντίον του Προέδρου της Βενεζουέλας. Ο Santos υπέθεσε τυχαία ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να διατάξει εισβολή για να κερδίσει τις εκλογές του 2020. Η Μπλουμ απάντησε ότι, “η λύση δεν είναι στρατιωτικό πραξικόπημα επειδή ο στρατός της Βενεζουέλας δεν θα το κάνει”. Έπειτα διαμαρτυρήθηκε ότι “το θέμα της ανθρωπιστικής βοήθειας ήταν ένα απόλυτο φιάσκο”, αναφερόμενη στην αποτυχημένη απόπειρα ένοπλης συνοδείας “ανθρωπιστικής βοήθειας” κατά μήκος των συνόρων Βενεζουέλας-Κολομβίας τον περασμένο Μάιο.[2]

Η υποκρισία των πραγματικών χορηγών της ναρκο-τρομοκρατίας

Αν και είναι πιθανό με την επικήρυξη τους οι ΗΠΑ να «δολοφονούν» έναν αποτυχημένο πραξικοπηματία συνεργάτη τους για να καλύψουν την αποκάλυψή του, εντούτοις δεν πρόκειται παρά μια κυνική και υποκριτική κατηγορία από μέρους τους. Δεν πρόκειται άλλωστε για πρώτη φορά που με άλλοθι επιχείρηση κατά των ναρκωτικών, οι Aμερικάνοι ιμπεριαλιστές προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τα στρατηγικά τους συμφέροντα, καθώς στο παρελθόν έχουν εξαπολύσει αντίστοιχες κατηγορίες κατά του ανατραπέντα Βολιβιανού προέδρου Μοράλες, ενώ ο υποτιθέμενος «πόλεμος κατά των καρτέλ» έχει χρησιμοποιηθεί από τις ΗΠΑ ως μοχλός πίεσης για να επιβάλλουν την στρατιωτική τους παρουσία στο Μεξικό.

Στην πραγματικότητα, το μόνο κράτος στην περιοχή που επίσημα εμπλέκεται στο εμπόριο ναρκωτικών είναι η σύμμαχος των ΗΠΑ Κολομβία, η οποί συνεχίζει να κατατάσσεται στην πρώτη θέση στην παραγωγή κοκαΐνης στον πλανήτη με τις ΗΠΑ να αποτελούν τη πρώτη χώρα σε κατανάλωση του συγκεκριμένου ναρκωτικού διεθνώς. Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ έχουν επιχειρήσει να εργαλειοποιήσουν πολιτικά το εμπόριο ναρκωτικών, με το Λατινοαμερικανικό Γραφείο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να κατατάσσει από το 2000 τις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC) και τον Εθνικοαπελευθερωτικό Στρατό (ELN) ως τους «σημαντικότερους προστάτες της παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών», δικαιολογώντας την παρακρατική δράση εναντίον τους.

Μάλιστα, σύμφωνα με το Institute for Policy Studies: «Εκτός από αυτές τις στοχευμένες δολοφονίες, οι παραστρατιωτικές οργανώσεις —με την υποστήριξη των εμπόρων ναρκωτικών— έχουν ασκήσει γενικότερη βία στις αγροτικές περιοχές κατά του άμαχου πληθυσμού. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι έμποροι ναρκωτικών, μαζί με τους ιδιοκτήτες γης και τους τοπικούς στρατιωτικούς διοικητές, έχουν δημιουργήσει παραστρατιωτικές οργανώσεις για να “καθαρίσουν” την επικράτειά τους από αντάρτες και φερόμενους υποστηρικτές των ανταρτών και να προστατεύσουν τα εργαστήρια γης, βοοειδών και κοκαΐνης και στρατηγικών οδών ναυτιλίας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, παγιώθηκαν οι δεσμοί μεταξύ παράνομων επιχειρήσεων ναρκωτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων, με αρκετούς παραστρατιωτικούς αρχηγούς να γίνονται διακινητές υψηλού επιπέδου. Για παράδειγμα, η Διοίκηση Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ (DEA) έχει χαρακτηρίσει τον παραστρατιωτικό ηγέτη Carlos Castaño “σημαντικό διακινητή ναρκωτικών”».[3]

Ο Carlos Castaño Gil ήταν ένας Κολομβιανός παραστρατιωτικός ηγέτης και διακινητής ναρκωτικών, ο οποίος ήταν ιδρυτής των Αγροτών Κολομβιανών και Ουραβά (ACCU), μιας ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης και ένα πρώην μέλος του καρτέλ του Μεντελίν. Ο Castaño και οι αδελφοί του Fidel και Vicente ίδρυσαν την ACCU μετά την απαγωγή και δολοφονία του πατέρα τους από τις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC), σε συνεργασία με άλλους εχθρούς ή θύματα των ανταρτών. Η ACCU αργότερα έγινε ένα από τα ιδρυτικά μέλη των Ηνωμένων Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Κολομβίας (AUC).

Στην ίδια έκθεση του το Institute for Policy Studies δηλώνει πως δεν υπάρχουν στοιχεία για εμπλοκή του FARC στα επικερδή στάδια της παράνομης βιομηχανία».

Αντίθετα, αρχεία που ήρθαν στο φως  στο πλαίσιο του Νόμου περί Ελευθερίας της Πληροφόρησης των ΗΠΑ από το Εθνικό Αρχείο Ασφάλειας, παρέχουν σημαντικές νέες λεπτομέρειες σχετικά με την συνεργασία των επίσημων κρατικών αρχών της Κολομβίας με τα ακροδεξιά καρτέλ κοκαΐνης στον πόλεμο κατά των ανταρτών.[4] Με δύο από τους παραπάνω παρακρατικούς ναρκέμπορους, μέλη της δύο μέλη της συμμορίας «Λος Ραστρόχος», συναντήθηκε όχι ο πρόεδρος Maduro, αλλά η αμερικάνικη μαριονέτα και αποτυχημένος επίδοξος πραξικοπηματίας Guaido, κατά την παράνομη επίσκεψή του στην Κολομβία κατά την διάρκεια της απόπειρας εισβολής της ένοπλης «ανθρωπιστικής βοήθειας».

Αντίστοιχα, μετά την Κουβανική Επανάσταση οι μαφιόζοι συνεργάτες του δικτάτορα Batista, βρήκαν άσυλο στο Μαϊάμι των ΗΠΑ, όπου βρίσκεται το πιο επιθετικό αμερικάνικο λόμπι ανατροπής καθεστώτων στην Λατινική Αμερική.

Οπλοποιώντας  την πανδημία (αντί επιλόγου)

Η προκλητική απόφαση των ΗΠΑ να επικηρύξει τον πρόεδρο και αξιωματούχους της Βενεζουέλας, δεν έρχεται σε κενό χρόνο.  Παρά την πανδημία του κορονοϊού, οι ιμπεριαλιστές δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό το εμπάργκο τους ενάντια στον λαό της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας, όπως και τον λαό του Ιράν παρά τις τραγικές ανθρώπινες απώλειες.

Η Έκθεση του Κέντρου Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας ανέφερε ότι οι κυρώσεις είχαν προκαλέσει τουλάχιστον 40.000 θανάτους το 2017-2018[5].  Ο πρώην ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ Alfred de Zayas, ενημέρωσε τον αριθμό αυτό σε 100.000 θανάτους[6], οι οποίοι προκλήθηκαν από “την αδυναμία έγκαιρης πρόσβασης στα φάρμακα” ως αποτέλεσμα των κυρώσεων των ΗΠΑ. Η ίδια η κυβέρνηση της Βενεζουέλας έχει δηλώσει ότι οι κυρώσεις έχουν οδηγήσει σε “αύξηση της θνησιμότητας βρεφών και ενηλίκων, αύξηση των ασθενειών, μείωση της θερμιδικής πρόσληψης, συρρίκνωση των εισαγωγών τροφίμων και αρνητικές επιπτώσεις στις δημόσιες υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση, η πρόσβαση σε πόσιμο νερό, το ηλεκτρικό ρεύμα και τις μεταφορές”.[7]

Όπως καταγγέλλει το γυναικείο αντιπολεμικό κίνημα Pink Code:[8] «Αυτό που έχουν κάνει οι κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας και του Ιράν είναι να αποδεκατίσουν την ικανότητα των συστημάτων υγείας τους, πιέζοντας την καμπύλη (της ικανότητας του συστήματος υγείας) προς τα κάτω.

Αντί να προτείνει την άρση των κυρώσεων ως ανθρωπιστική χειρονομία για την καταπολέμηση αυτής της πανδημίας, η κυβέρνηση Τραμπ ασκεί ακόμη μεγαλύτερη πίεση τόσο στη Βενεζουέλα όσο και στο Ιράν. Πρόκειται για έγκλημα όχι μόνο κατά των Βενεζουελάνων και των Ιρανών, αλλά κατά ολόκληρου του κόσμου. Οι πανδημίες δεν γνωρίζουν σύνορα και οι αδύναμοι δεσμοί στην παγκόσμια ανταπόκριση θα δουν μόνο τον ιό να συνεχίζεται για περισσότερο, προκαλώντας περισσότερους θανάτους παντού».

Όσον αφορά ειδικότερα τον κοροναϊό, σύμφωνα με το Venezuelanalysis: «Οι κυρώσεις αυξάνουν το κόστος των δοκιμαστικών κιτ και των ιατρικών προμηθειών και απαγορεύουν στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας να αγοράζει ιατρικό εξοπλισμό από τις ΗΠΑ (και από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ρισκάροντας να οδηγήσουν τη Βενεζουέλα στην πορεία προς το χειρότερο σενάριο, όπως το Ιράν (επίσης χτυπημένο από κυρώσεις) ή η Ιταλία (κακοποιημένη από την λιτότητα και τον νεοφιλελευθερισμό)». [9]

Μάλιστα, τον περασμένο μήνα, το αμερικάνικο Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε νέες κυρώσεις για το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα, τη Συρία και τη Βενεζουέλα.[10] Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν περισσότερες κυρώσεις και το ΔΝΤ[11], ευρέως γνωστό ότι βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ[12], αρνήθηκε ένα αίτημα της Βενεζουέλας για 5 δισεκατομμύρια δολάρια σε έκτακτη χρηματοδότηση που υποστηρίζει ακόμη και η Ευρωπαϊκή Ένωση[13].



[3] https://ips-dc.org/colombias_role_in_international_drug_industry/

[5] https://cepr.net/images/stories/reports/venezuelasanctions-2019-04.pdf

[6] https://orinocotribune.com/formerunrapporteuronhumanrightsussanctionshavekilledmorethan-100-thousandvenezuelans/

[7] https://albaciudad.org/2020/03/lassancionessonuncrimenpdf/

[11] https://thegrayzone.com/2020/03/17/italyukhelpcubachinavenezuelacoronavirusussanctions/

[12] https://twitter.com/MarkWeisbrot/status/1240279242803482629

[13] https://www.telesurenglish.net/news/EUSupportsIranVenezuelaBidsforIMFCOVID-19-Funds-20200323-0012.html

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ