Η ρευστότητα, αυτό το «πηγαινέλα» του κοινωνικού σώματος αποκαλύπτει τους μη στέρεους πολιτικούς, κυρίως προγραμματικούς, δεσμούς ξεχωριστά των κομμάτων της Αριστεράς με τη λαϊκή βάση.
Η αξιολόγηση των εκλογών του Μαΐου 2014 γίνεται με βάση στοιχεία που αντλούνται εντός της χρονικής περιόδου της ιστορικής σημασίας κρίσης, μια και αυτή συνιστά φαινόμενο εξαιρετικό, πολλαπλών και έντονων επιπτώσεων και πολιτικών αλλαγών με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η εκλογική διαδικασία είναι μια σοβαρή πολιτική-ταξική αναμέτρηση στην οποία καταγράφεται – όχι πάντα, ούτε πιστά – η ουσιαστική επιρροή ενός πρωτοπόρου κινήματος και αποτυπώνεται η δυναμική του.
1. Οι δημοτικές εκλογές έχουν έντονο τοπικό χαρακτήρα και δύσκολα προσφέρονται για την εξαγωγή ευρύτερων πολιτικών συμπερασμάτων. Εντούτοις, η εκλογή σε μεγάλη πλειοψηφία δημάρχων που προέρχονται από ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ οι οποίοι μάλιστα προβάλλονται ως οι ικανότεροι διαχειριστές της μνημονιακής πολιτικής, μαρτυρά τη λειτουργία πολυπλόκαμων μηχανισμών της αστικής τάξης και πολυεπίπεδες παρεμβάσεις του κράτους, καταδεικνύει σαφώς τις δυνατότητες ενσωμάτωσης που διατηρεί το αστικό πολιτικό σύστημα.
Οι εκτιμήσεις για το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ στις δημοτικές εκλογές είναι αρκετά συγκεχυμένες, με δεδομένο ότι σε αυτές τα σχήματα που υποστήριξαν εμφανίστηκαν με καμουφλάζ γεγονός που τα κάνει δυσδιάκριτα. Αυτές οι συγχύσεις ξεδιαλύνονται στις ευρωεκλογές.
Ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας είναι η κάθοδος στο Δήμο Πειραιά και στο Βόλο επιχειρηματιών εμπλεκόμενων στα παιχνίδια του ποδοσφαίρου καθώς και η αναμεταξύ τους διαπάλη που αποκρυσταλλώθηκε και αποκαλύφθηκε με τις δηλώσεις Αγγελοπούλου, Μαρινάκη, Κόκκαλη. Είναι αποτέλεσμα των οξυμένων προβλημάτων που έχουν και των εντεινόμενων ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων στη μοιρασιά και της πιο μικρής «λείας». Η κάθοδός τους στις εκλογές περιγράφει την άμεση (δίχως διαμεσολάβηση) πολιτική παρέμβαση του κεφαλαίου που εμφανίζεται ήδη από τη δεκαετία του ’90.
Οι περιφερειακές εκλογές έχουν πολύ περισσότερο το πολιτικό στοιχείο, γεγονός που μας επιτρέπει να βγάλουμε κάποια ακριβέστερα συμπεράσματα. Τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά είναι πολύ πιο «κοντά» στη γενική πολιτική, χωρίς να ταυτίζονται με αυτήν και αρκετά «μακριά» από τις δημοτικές εκλογές, δίχως όμως να αποκόπτονται τελείως από αυτές.
Παίρνοντας υπόψη το πιο πάνω κριτήριο, η σύγκριση γίνεται με τις βουλευτικές εκλογές του Ιούνη του 2012 καθ’ ότι αυτές έχουν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, κοινά χαρακτηριστικά με τις εκλογές του Μαΐου 2014 (παρά την αναφερθείσα πιο πάνω διαφορά τους) και κυρίως λαμβάνουν χώρα εντός της ίδιας ποιοτικά πολιτικής περιόδου, εντός της κρίσης.
Η ΝΔ στις περιφερειακές εκλογές πήρε 305.440 ψήφους λιγότερες από τον Ιούνιο του 2012. Αν όμως συνυπολογίσουμε το γεγονός, ότι οι συνδυασμοί που υποστήριξε πήγαν στις επαναληπτικές της επόμενης Κυριακής σε 11 από τις 13 περιφέρειες και επίσης προσθέσουμε τις 323.000 ψήφους του ‘ανεξάρτητου’ Τζιτζικώστα και τις 48.000 που πήρε ο άλλος δικός της Γιαννόπουλος, έχουμε ως αποτέλεσμα η συντηρητική παράταξη, ευρύτερα, να παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη αντοχή (έλαβε περίπου 65.000 ψήφους περισσότερες από όσες είχε πάρει τον 6/2012) μετά την ιστορικής σημασίας συρρίκνωση που υπέστη το 2012. Οι αποτυχίες ειδικά που είχε στη Κεντρική Μακεδονία, Αττική κ.α., ήσαν αποτυχίες επιλογών του αρχηγού της Αντώνη Σαμαρά και της ηγετικής της ομάδας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε, κατά την ηγετική του ομάδα, ως να βρίσκεται στα πρόθυρα της εξουσίας. Ωστόσο πήρε 630.000 ψήφους λιγότερο, (ποσοστιαία έχασε το 38,5% της δύναμής του) από τον Ιούνιο του 2012. Εξέλεξε όμως πολλαπλάσιο αριθμό συμβούλων και δύο περιφερειάρχες. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός πως δεν μπόρεσε να κερδίσει ένα μεγάλο δήμο ή μια μεγάλη (πλην Αττικής στο δεύτερο γύρο) περιφέρεια και το πρόσθετο [επιβαρυντικό] στοιχείο να μην έχει κερδίσει ούτε ένα μεγάλο συνδικάτο ή έναν επαγγελματικό – επιστημονικό σύλλογο, επιβεβαιώνει πως δεν έχει, ακόμα τουλάχιστον, βαθιές ρίζες και ισχυρούς δεσμούς με τον ελληνικό λαό, και κυρίως δεν συγκροτεί ακόμα ένα δυναμικό ρεύμα.
Το ΚΚΕ διπλασίασε τις ψήφους που έλαβε (498.533) σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012 και πήρε ποσοστό 8,71%. Αν συγκρίνουμε όμως τα αποτελέσματα αυτά με τις ευρωεκλογές και τα συνδέσουμε με την κινητικότητα που παρουσίασε ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη Κυριακή του Ιούνη του 2012 παρατηρούμε μια ρευστότητα 100.000 με 150.000 περίπου ψήφων, που υποδηλώνει ελαστικούς δεσμούς του Κόμματος με τη βάση των ψηφοφόρων, (το παλιό μπετόν αρμέ εμφανίζει ήδη ρωγμές).
Η ρευστότητα, αυτό το «πήγαινε έλα» του κοινωνικού σώματος, ανάμεσα στις εκλογές πρώτου και δεύτερου γύρου του 2012, μεταξύ δημοτικών, περιφερειακών, πρώτου και δεύτερου γύρου και ευρωεκλογών του 2014 εμφανίζεται σε όλα τα πολιτικά κόμματα αριστερής αναφοράς. Ρευστότητα που σε όσον αφορά τη γενικότερη πολιτική (ευρωεκλογές, βουλευτικές) κατευθύνεται τελικά – παρά την ορατή πλέον επιβράδυνση – κατά κύριο λόγο προς το ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό το γεγονός αποκαλύπτει τους μη στέρεους πολιτικούς, κυρίως προγραμματικούς, δεσμούς ξεχωριστά των κομμάτων της Αριστεράς με τη λαϊκή βάση.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε συνδυασμό με το ότι πέτυχε να εκλέξει 27 δημοτικούς συμβούλους σε σχέση με τους 20 συμβούλους που διέθετε, με το ότι κάλυψε με συνδυασμούς της περισσότερους δήμους και περιοχές από τις προηγούμενες τοπικού χαρακτήρα εκλογικές αναμετρήσεις και ενεργοποίησε ως υποψήφιους περίπου 2.500 μέλη της και συνεργαζόμενους, σημείωσε επιτυχία. Έλαβε 128.000 ψήφους, ποσοστό 2,3% και εξέλεξε 7 περιφερειακούς συμβούλους. Συσπείρωσε όσους δέχονται θετικά την επιρροή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προσέλκυσε αριστερά τμήματα του ΕΠΑΜ, την ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, το Σχέδιο Β΄, ανοργάνωτους αριστερούς, όσους περιελάμβανε η αποτυχημένη πρωτοβουλία για τη συμπόρευση. Η αντοχή και η άνοδος αυτού του ρεύματος στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές έδειξε ότι είναι ρεύμα που έχει δεσμούς με την ελληνική κοινωνία. Το ζήτημα είναι το βάθος και η σταθερότητα αυτών των δεσμών.
2. Οι ευρωεκλογές, ανέδειξαν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις αντιθέσεις εντός του ιμπεριαλιστικού μηχανισμού, τα προβλήματα της πολιτικής εκπροσώπησης, τις έντονες αμφισβητήσεις του επιθετικού ιμπεριαλιστικού μοντέλου το οποίο προωθεί η Γερμανία. Δυστυχώς η πιο έντονη αμφισβήτηση εκφράστηκε κυρίως από τα δεξιά στις χώρες του Κέντρου και του Βορρά ενώ υπήρχαν ενδιαφέρουσες ανακατατάξεις και προς τα αριστερά στις χώρες του Νότου.
Σε 21 (!) από τα 27 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η συμμετοχή είναι κάτω του 50%. Στις οκτώ από τις 11 πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες η συμμετοχή κυμάνθηκε από 13% (!) (Σλοβακία) ως 32% (Ρουμανία). Μόνο σε εφτά χώρες η συμμετοχή είναι πάνω από 50 %, από τις οποίες οι έξι, (πλην Ιταλίας), είναι ολιγάριθμες: Μάλτα, Λουξεμβούργο, Ιρλανδία, Ελλάδα, Βέλγιο, Δανία.
Στην Ελλάδα το ποσοστό αποχής είναι υψηλό αλλά χαμηλότερο από τις άλλες (πλην Ιταλίας, Βελγίου, Μάλτας και Λουξεμβούργου) ευρωπαϊκές χώρες. (πραγματική αποχή 30%, τυπική 40% λόγω της μη εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων από αποβιώσαντες και άλλες περιπτώσεις).
Η αποχή αυτή στις χώρες της ΕΕ και στην Ελλάδα είναι ουσιαστικά μια αμφισβήτηση του συστήματος χωρίς όμως πρόσημο. Σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός πως σε όλες ανεξαίρετα τις χώρες (πλην Γερμανίας) τα κόμματα που κυβερνούν υφίστανται μεγάλη φθορά ως αποτέλεσμα της αντιλαϊκής πολιτικής που προωθούν, η αποχή αυτή αποκαλύπτει μια βαθειά αποστροφή στην ΕΕ, στους θεσμούς και στη δυνατότητα μέσω αυτών να δοθεί λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εκλογείς.
Σχεδόν σε όλες τις χώρες εμφανίζονται νέα πολιτικά κόμματα. Η δημιουργία αυτών των σχηματισμών δεν εντάσσεται στο σχεδιασμό μιας «παντοδύναμης αστικής τάξης» που ελέγχει τα πάντα. Αποτελεί έκφραση της αδυναμίας της λόγω των αντιθέσεων και της ύφεσης που συνοδεύει την κρίση η οποία αποσταθεροποιεί σχετικά το κομματικό σύστημα. Τα αστικά επιτελεία, μετά την εμφάνιση αυτών των κομμάτων και εκ των υστέρων κυρίως, παρεμβαίνουν για να τα εντάξουν στο γενικότερο σχεδιασμό τους.
Ειδική και σοβαρή εξέλιξη αποτελούν τα ακροδεξιά, εθνικιστικά (και όχι νεοναζιστικά) κόμματα στη Βρετανία, τη Γαλλία και αντίστοιχα στη Γερμανία. Το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) του Φάραντζ ήρθε πρώτο με ποσοστό 27,5% και σημαντική αύξηση σε σχέση με το 16,09% στις ευρωεκλογές του 2009 και το 3% των εθνικών εκλογών του 2010, το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία (πρώτο κόμμα επίσης) με 24,95% και το AfD, με 7% και εκλογή 7 ευρωβουλευτών στη Γερμανία. Τα κόμματα αυτά υποστηρίζονται από επιχειρηματικούς κύκλους με σύνθημα την επάνοδο στο Έθνος – Κράτος ως το βασικό και μια χαλαρή Ε.Ε., στην «Ευρώπη των κρατών εθνών» καθώς και την επάνοδο σε εθνικό νόμισμα.
Η ακροδεξιά ενισχύεται επίσης σε: Ολλανδία, το ακροδεξιό – αντιμεταναστευτικό Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) 12,2%, Αυστρία, το εθνικιστικό ακροδεξιό Κόμμα των Ελευθέρων στο 19,5% από12,7%, στην Ιταλία η ακροδεξιά ξενοφοβική «Λέγκα του Βορρά» με 6,2%, στη Φινλανδία, οι Αληθινοί Φιλανδοί 13,2%, αυξάνοντας τη δύναμή τους κατά 3,4 μονάδες σε σύγκριση με τις εκλογές του 2009.
Τα κόμματα αυτά δεν είναι αμιγώς νεοφασιστικά ή νεοναζιστικά. Είναι ακροδεξιά κόμματα που περικλείουν κοινωνικές δυνάμεις του «ακροδεξιού ριζοσπαστισμού» αλλά και νεοναζί – εκεί όπου οι τελευταίοι δεν εμφανίζονται αυτοτελώς.
Καθαρά νεοναζί ή νεοφασιστικά κόμματα εμφανίζονται με μικρά ποσοστά (Γερμανία NPD: 1%, Αγγλία, «Εθνικό Μέτωπο» 1,14%. Ειδικό φαινόμενο εμφανίζεται στην Ουγγαρία όπου το νεοναζιστικό κόμμα Jobbik με 14,88%, είναι δεύτερο κόμμα και στην Ελλάδα, όπου υπάρχουν 4 ακροδεξιά κόμματα με ενσωματωμένα (νεοναζί) χαρακτηριστικά και τη ΧΑ (9,3%).
Ειδικότερα στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα, ο σχηματισμός και η εμφάνιση πολλών κομμάτων αποκαλύπτει μια αξιοσημείωτη ρευστότητα της εκλογικής βάσης. Το γεγονός αυτό δείχνει το χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων στα κόμματα και την αδυναμία των ίδιων των υπαρχόντων κομμάτων να παρουσιάσουν πειστικό και ρεαλιστικό πρόγραμμα θετικής και σταθερής διεξόδου από τη σημερινή κατάσταση που να το αποδέχονται και να το εμπιστεύονται ως πρόγραμμα δράσης οι πολίτες.
Η εκλογή υποψηφίων «του γυαλιού», της τηλεόρασης, αποκαλύπτει βαθύτερα φαινόμενα εντεινόμενης αλλοτρίωσης και παρακμής. Καρπός τους είναι το ΠΟΤΑΜΙ. Δημιουργήθηκε από τα μίντια μέσα σε 88 ημέρες καταιγιστικής πλύσης εγκεφάλου τύπου life style και πήρε, προτείνοντας το τίποτα, 6,7%. Ο τρόπος, η ευκολία, το «ανάλαφρο» της δημιουργίας τους, εκτός της παρακμής της αστικής τάξης, σχετίζεται και με την κατάσταση της Αριστεράς.
Στις ευρωεκλογές η ΝΔ και ΠΑΣΟΚ απώλεσαν το 11,2% (επί του συνόλου) των ψηφοφόρων τους, σε σχέση με το 2012. Να σημειωθεί εδώ ότι από το 2009 η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχουν χάσει περίπου 3.000.000 ψηφοφόρους. Σημαντικό μήνυμα αποτελεί η κατακρήμνιση της ΔΗΜΑΡ κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες (από το 6,25%, έπεσε κατακόρυφα στο 1,25%) ή 300.000 ψήφους.
Αθροιστικά τα κόμματα της αστικής διαχείρισης έχασαν 900.000 περίπου ψήφους ή 16% περίπου. Το ποσοστό αυτό μετακινήθηκε κυρίως στα μικρά πρωτοεμφανιζόμενα αστικά κόμματα που συμμετείχαν στις ευρωεκλογές, τα οποία αθροιστικά υπερ-τριπλασίασαν τη δύναμή τους κερδίζοντας και τα σημαντικά ποσοστά που έχασαν και οι Ανεξάρτητοι, στη ΧΑ (+2%) και στο Ποτάμι.
Η απώλειες αυτές συνιστούν μια σαφή καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής. Σε «άλλες εποχές» θα οδηγούσε σε μείζον πολιτικό πρόβλημα και σε παραίτηση της κυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξ αιτίας των αλλεπάλληλων μετακινήσεων του επί το συντηρητικότερο, απώλεσε τη δυναμική που είχε αποκτήσει κυρίως με το «καμιά θυσία για το ευρώ – κυβέρνηση της Αριστεράς». Διατήρησε τη δύναμή του, δεδομένου ότι έχασε λιγότερο από το 1/3 μιας εκατοστιαίας μονάδας και ήρθε πρώτο κόμμα.
Το ΚΚΕ με 6,11% και με 349.255 ψήφους αύξησε κατά το 1/3 τη δύναμή του. Το αποτέλεσμα όμως αυτό είναι από τα χειρότερα αποτελέσματά του τις τελευταίες δεκαετίες. Ανακτά μέρος των ψήφων που είχε χάσει όταν έπεσε στις 277.427 ψήφους (4,5%) τον Ιούνιο του 2012 (Μάιος 2012, 536.105, 8,48%), Εμφανίζει μια συνοχή και ταυτόχρονα μια περιχαράκωση.
Συνολικά τα κόμματα αριστερής αναφοράς, η Αριστερά όπως συνηθίζεται να λέγεται, στην Ελλάδα παρουσιάζεται ισχυρή (πάνω από 32%) αλλά στάσιμη. Εντός της διαπιστώνεται ένα μικρό ριζοσπαστικό ρεύμα αντικαπιταλιστικής αναφοράς και στόχευσης, εξαιρετικά ασταθές, αντιφατικό και σε μεγάλο βαθμό αδιαμόρφωτο που κινείται ακανόνιστα. Ενυπάρχει στο ΚΚΕ αλλά και στο ΣΥΡΙΖΑ που το ηγεμονεύει γενικότερα. Μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκαν ριζοσπαστικές τάσεις, με όχι τόσο εμφανές, αλλά αναγνωρίσιμο στοιχείο τους εκλεγέντες με σταυροδότηση ευρωβουλευτές του. Το ρεύμα αυτό που συνθλίβεται από την εφαρμοζόμενη πολιτική λιτότητας, προς το παρόν τουλάχιστον, έλκεται κυρίως από σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις.
Η ΧΑ πήρε συνολικά 536.910 ψήφους. Αύξησε κατά 110.885 τις ψήφους της σε σχέση με τον Ιούνη του 2012. Τη μεγαλύτερη ποσοστιαία άνοδο, πάνω από τέσσερις μονάδες, σημειώνει σε περιοχές που ήταν παραδοσιακά «κάστρα» της δεξιάς (Πέλλα, Κιλκίς, Καστοριά, Λακωνία, Β΄ Θεσσαλονίκης). Μικρότερη άνοδο σημειώνει στην Αττική. Στη Β΄ Πειραιά όπου δρούσε ο σκληρός πυρήνας της οργάνωσης έχει αυξήσει τις δυνάμεις της κατά 1.936 ψήφους ή ποσοστό 2,08%. Στη Β΄ Αθηνών παραμένει κάτω από το πανελλαδικό της ποσοστό (8,36%) και έχει καταγράψει άνοδο 1,99%.
Σοβαρό είναι το γεγονός – που αφορά όλη την Αριστερά και σχετίζεται με το περιεχόμενο και τη δράση της – πως σε Εκάλη και Φιλοθέη παίρνει κοντά στο μισό του πανελλαδικού ποσοστού της, ενώ στο Ρέντη και στο Κερατσίνι 12,13% και 10,71%, δηλαδή έως 30% παραπάνω από τη μέση πανελλαδική της δύναμη. Επίσης, αντίθετα με τα κόμματα της Αριστεράς, παρουσιάζει υψηλότατο ποσοστό συσπείρωσης της εκλογικής της βάσης.
Η ΧΑ αποκτά χαρακτηριστικά πιο συμβατά με τις πολιτικές ανάγκες του συστήματος. Με την πολιτική ενίσχυσή της από νέους εκπροσώπους, όπως είναι οι απόστρατοι ανώτατοι αξιωματικοί, και τις παράλληλες συλλήψεις και τις δικαστικές διώξεις της ηγεσίας της που αποκαλύπτουν, αλλά ταυτόχρονα την αποκαθάρουν από τον εγκληματικό της χαρακτήρα, ενισχύθηκε συνολικά. Η δυναμική της όμως περιορίστηκε σχετικά. Οι οπαδοί της, όχι κατ’ ανάγκην και οι ψηφοφόροι της, συνιστούν πλέον συνειδητό κοινωνικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία. Μετατρέπεται επομένως σε ανθεκτικό και ισχυρό ακροδεξιό κοινωνικό ρεύμα με ενσωματωμένο το νεοναζισμό και με ρίζες στα μεσαία και λαϊκά στρώματα.
Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες έχασαν 270.000 ψήφους (3,46% από 7,51% ή 462.406 τον Ιούνη του 2012 και 10,72% τον Μάιο του 2012) και έχουν μπει σε υπαρξιακή κρίση.
Το πολιτικό σκηνικό παρά την προσωρινή εκεχειρία παραμένει ρευστό και ήδη, πριν καλά-καλά καθίσει ο κουρνιαχτός των αποτελεσμάτων τα ποικίλα επιτελεία εργάζονται πυρετωδώς ή για να κατοχυρώσουν μια σχετική επιβίωση του κυβερνητικού σχήματος ή για να πάρουν θέση στην επόμενη ανακατάταξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ μένοντας από έγγειες δυνάμεις, καθώς η ΔΗΜΑΡ διαλύθηκε και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες αποσυντίθενται, εντατικοποιεί τα δεξιά του ανοίγματα.
3. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις ευρωεκλογές υπέστη μια οδυνηρή μείωση της δύναμής της σε σχέση με τις περιφερειακές εκλογές, ανάλογη του «δεύτερου γύρου» του Ιούνη του 2012. Παρά τον διπλασιασμό των ψήφων σε σχέση με εκείνη την εκλογική καταγραφή, παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά, πράγμα που, σε συνδυασμό και με τα προβλήματα στο εργατικό κίνημα (διάλυση συντονισμού σωματείων, υποχώρηση κινήματος) και τη διάρκεια του εγχειρήματος θέτει σοβαρά ερωτήματα.
Και κυρίως, γιατί το εγχείρημα, με τη δημιουργία του ΝΑΡ και η μετωπική πολιτική που οδήγησε στη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν μπορεί να διαμορφώσει συμπαγείς δεσμούς με πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και της κοινωνίας και επιπλέον να καρπωθεί μέρος έστω της μεγάλης αναστάτωσης που προκαλεί η κρίση;
Εδώ πρέπει να γίνει μια προσπάθεια να διερευνηθούν οι αιτίες, τόσο της εκλογικής και πολιτικής τακτικής όσο και οι γενικότερες. Οι αιτίες είναι πολλές, με κυριότερες τις ακόλουθες:
● Οι επιπτώσεις του φαινομένου της χρησιμότητας της ψήφου. Είναι ένα ζήτημα που περιλαμβάνει τη σχέση που έχει το πρόγραμμα που εξαγγέλλει ένας φορέας και των δυνατοτήτων που έχει αυτός ο φορέας τη δοσμένη χρονική στιγμή και στις συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις να το εφαρμόσει.
● Το ίδιο, κυρίως, το πολιτικό πρόγραμμα που πρόβαλε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και ο τρόπος προβολής του. Ήταν ένα συνεχές και υπερβολικά εξαντλητικό, άρα ατελές, πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα είκοσι περίπου ανιεράρχητων, ισότιμα προβαλλόμενων και άμεσα διεκδικήσιμων στόχων που άρχιζαν από το «…Εμπρός λαέ, Κάτω η κυβέρνηση – για την εξουσία των εργαζομένων, για να πάρει ο κόσμος της δουλειάς το τιμόνι της οικονομίας και της κοινωνίας στα χέρια του» (!) και κατέληγε στη «μείωση της φορολογίας για τους εργαζόμενους, κατάργηση των χαρατσιών και του ΦΠΑ».
● Η προηγηθείσα αποτυχία της προσπάθειας συμπόρευσης (με το ΣΧΕΔΙΟ Β΄ και άλλες αριστερές κινήσεις και πρωτοβουλίες), και κυρίως ο τρόπος που αυτή έγινε και ο πολιτικός πολιτισμός που άφησε να φανεί στη διαδικασία.
● Η εμφάνιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εκεί ακριβώς που χρειαζόταν σοβαρότητα, εμφάνιση ενότητας και προβολή των ικανοτήτων των μελών, έγινε παρέλαση ομιλητών σύμφωνα με τον αριθμό των συνιστωσών και κουραστικές επαναλήψεις, δυσνόητα ιδεολογήματα, με ομιλίες που σαν να προσπαθούσαν να μην υστερήσουν σε αριστεροσύνη, μακριά από τα προβλήματα των ανθρώπων.
● Το πλήγμα που υπέστη η ίδια η ιδέα της «ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών που αποφασίζουν» καθώς σχεδόν όλα αποφασίζονταν από τις ηγεσίες των συνιστωσών και σε διαβουλεύσεις «κορυφών».
● Η εμφάνιση ακραίας προχειρότητας σε κάποιες περιπτώσεις που κατανοήθηκε ως οργανωτικό έλλειμμα και συνδέθηκε με αυτό που πολύ απλά λέει ο λαός μας «μ’ αυτούς προκοπή δε γίνεται».
Αυτά τα στοιχεία ωστόσο έχουν βαθύτερες αιτίες και θέτουν κρίσιμα ερωτήματα. Σε ποιο βαθμό έχουν αποσαφηνιστεί οι ιδεολογικοί στόχοι, η στρατηγική επιδίωξη του κομμουνισμού και της επανάστασης, ως κύρια στοιχεία της φυσιογνωμίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άρα των συνιστωσών της (και του ΝΑΡ), ώστε με βάση αυτούς τους στόχους να δημιουργηθούν ουσιαστικοί και σταθεροί δεσμοί με πρωτοπόρα τμήματα της κοινωνίας και κυρίως της εργατικής τάξης; Σε ποιο βαθμό διαμορφώνεται ένα ενιαίο πρόγραμμα άμεσων επιδιώξεων και μια ανάλογη τακτική που θα το υπηρετεί; Δοκιμάζονται η αλήθεια και η εμβέλεια αυτών των στόχων και εκτιμώνται μέσα στην πράξη, στους αγώνες και σε συνεχή αλληλεπίδραση με το εργατικό κίνημα; Πόσο αναπτύσσονται τέτοιου είδους πολιτικά αντανακλαστικά;
Οι διακηρύξεις των προθέσεων γίνονται πειστικό εργαλείο όταν συνοδεύονται από αποδείξεις της πράξης στην καθημερινή πολιτική αναμέτρηση.
Οι στρατηγικές επιδιώξεις και οι άμεσες διεκδικήσεις συναρθρώνονται σε ένα συμπαγές πρόγραμμα ικανό να προβάλλει την ανάγκη διεκδίκησης μικρών και «ασήμαντων» στόχων επιβίωσης των εργαζομένων, ώστε ταυτόχρονα να πείθει για την ανάγκη μιας συνολικής ανατροπής; Στις σημερινές συνθήκες αντιδραστικής εξέλιξης και κρίσης του καπιταλισμού πόσο «μικρό» είναι το αίτημα για πέντε ώρες δουλειάς ή το αίτημα να παίρνουν αυξημένο το επίδομα ανεργίας όλοι οι άνεργοι και όσο είναι άνεργοι; Τι δυνάμεις και τι μορφές αγώνων απαιτεί;
Στις σημερινές συνθήκες πώς προβάλλεται και κυρίως πώς αποδεικνύεται η αναγκαιότητα και το ρεαλιστικό της κομμουνιστικής κοινωνίας; Πώς ενισχύεται ο νέος κομμουνιστικός πυρήνας – απαραίτητη κινητήρια δύναμη κάθε πολιτικού μετώπου και εν προκειμένω της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
Ο στόχος μας είναι η επανάσταση. Αυτή όμως θα είναι έργο των ίδιων των εργατών, οι οποίοι θα εκπαιδεύονται να την προσεγγίσουν και να παλέψουν τελικά για τη νίκη, όχι στα λόγια και στην από άμβωνος διδασκαλία, αλλά μέσα από μια σειρά (ενδεχομένως μακροχρόνιους) αγώνες για τη βελτίωση της ζωής τους και τη διαρκή πολιτική ζύμωση. Υποτιμώντας τους «μικρούς» δήθεν στόχους και τους αγώνες γι’ αυτούς και υπερτιμώντας το ρόλο και τις γεμάτες αυτοθυσία προσπάθειες των πρωτοποριών, οδηγούμε την κατάσταση σε μια διαρκή παλινδρόμηση, σε ένα αδιέξοδο.
Η έλλειψη ενός πολιτικού σχεδίου υποδοχής των εκατομμυρίων οπαδών και ψηφοφόρων της ΝΔ και ΠΑΣΟΚ που αποστοιχίζονται από αυτά τα κόμματα – λες και είναι μοιραίο να πάνε στη ΧΑ ή αλλού, λες και κάποιος άλλος θα τους προετοιμάσει για να τους υποδεχτούμε έτοιμους, ο φόβος μπροστά σε ανάλογες τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες, η έλλειψη μιας συμπαγούς στρατηγικής συμμαχιών, οδηγεί σε «υπερήφανες» απομονώσεις οι οποίες έχουν δυσμενή αποτελέσματα.
Το πρώτο και κυρίαρχο ζήτημα είναι οι πολιτικές δυνάμεις που συγκροτούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όλες ανεξαίρετα οι συνιστώσες της και πρωτίστως το ΝΑΡ, να πιστέψουμε στην ανάγκη ποιοτικής ανάπτυξη της στρατηγικής που έχουμε αποφασίσει. Να γίνει πίστη βαθιά ως αντικειμενικά αναγκαία και λαϊκά κατανοητή η επιδίωξή μας για ανατροπή του συστήματος. Αυτός είναι ο στρατηγικός μας στόχος και σε σχέση με αυτόν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται τα ζητήματα τακτικής. Να δοκιμάσουμε και να εκτιμήσουμε αντικειμενικά μέσα από τακτικές, που περιλαμβάνουν αγώνες και κινητοποιήσεις στις οποίες εμπλέκεται το λαϊκό εργατικό κίνημα, αν είναι ρεαλιστικές και αποδεκτές από αυτό το ίδιο το κίνημα οι προτάσεις μας. Αν το ίδιο το κίνημα τις κάνει κτήμα του, οδηγό στη δράση του, αν αγκαλιάζει και αναπτύσσει τη συνέχιση των αγώνων του σε σχέση με τις δικές μας πολιτικές δυνάμεις και προτάσεις. Αν οι δυνάμεις που συγκροτούν αυτό το κίνημα διευρύνονται σταθερά ή συρρικνώνονται ή εμφανίζουν διαρκή ρευστότητα. Ώστε με αυτή τη διαλεκτική σχέση κόμματος- κινήματος, που μεταβάλλεται συνεχώς και εκφράζεται με ατελή και αντιφατικό τρόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα, να μπορεί να αναπτυχθούν δεσμοί με τις μάζες. Δεσμοί όχι μικροαστικής φαντασίωσης αλλά κρινόμενοι στην πράξη. Η αποδοχή των ιδεών και των πολιτικών μας από το ίδιο το κίνημα είναι το μοναδικό κριτήριο για μας. Με μια τέτοια αντίληψη και δράση θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε βαθιές και στέρεες ρίζες στις μάζες. Βέβαια ζώντας μέσα σε καπιταλιστικό σύστημα με τις αστικές δυνάμεις κυρίαρχες δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι και στην περίπτωση που κάνουμε με επιτυχία τα παραπάνω, τα εκλογικά αποτελέσματα θα μεγαλώνουν συνεχώς. Δεν είναι κριτήριο του αγώνα μας και πολύ περισσότερο κίνητρο η εκλογή ευρωβουλευτή. Μια τέτοια αντίληψη είναι εσφαλμένη και οδηγεί σε άλλου είδους λάθη. Κριτήριο είναι η συσπείρωση ευρύτερων μαζών στον αγώνα για υλοποίηση του προγράμματός μας που θα εκφράζεται- όχι πάντα – και με εκλογικές επιτυχίες. Η δυνατότητα που μας δίνει η εκλογική διαδικασία να απευθυνθούμε σε ευρύτερα ακροατήρια είναι άλλος ένας δρόμος επαφής μας με τις μάζες.
Το σίγουρο είναι πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κατ’ επέκταση οι συνιστώσες της (και το ΝΑΡ) δεν μπορούν να συνεχίσουν ως είναι. Απέναντι στο χειρότερο, την περιρρέουσα απογοήτευση και το είδωλό της, την αδράνεια, του «συνεχίζουμε» προφασιζόμενοι πως «δεν τρέχει δα και τίποτα», να προτάξουμε την αισιοδοξία του συλλογικού και συντροφικού αγώνα και της απαιτητικότητας, της βαθύτερης γνώσης του καπιταλισμού, των αντιθέσεων και της προοπτικής του, των αντικειμενικών υλικών δυνατοτήτων του – που βρίσκονται σε αναμονή – για να φάει ψωμί ο εργάτης και να μεταβεί στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό, την κοινωνία της εργατικής δημοκρατίας.
ΤΑΚΗΣ ΚΥΠΡΑΙΟΣ
Πίνακες εκλογικών αποτελεσμάτων
Αποτελέσματα Ευρωεκλογών
|
Ψήφοι |
Ποσοστό |
ΣΥΡΙΖΑ |
1.518.608 |
26,57 |
ΝΔ |
1.298.713 |
22,72 |
ΧΑ |
536.910 |
9,39 |
ΕΛΙΑ |
458.403 |
8,02 |
ΠΟΤΑΜΙ |
377.438 |
6,60 |
ΚΚΕ |
349.255 |
6,11 |
ΑΝΕΛ |
197.701 |
3,46 |
ΛΑΟΣ |
154.027 |
2,69 |
ΕΛ.ΕΥΡ.ΠΟΛ. |
82.350 |
1,44 |
ΔΗΜΑΡ |
68.873 |
1,20 |
ΕΝ.ΠΑΤΡ. ΛΑΟ |
59.341 |
1,04 |
ΛΟΙΠΑ |
|
10,76 |
Οι ψήφοι που έλαβε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με κάποιο βάθος χρόνου:
2009 |
Ευρωεκλογές |
21.988 |
0,43% |
2010 |
Περιφερειακές |
97.499 |
1,79% |
2012 |
Βουλευτικές (Μάιος) |
75.000 |
1,27% |
2012 |
Βουλευτικές (Ιούνιος) |
20.416 |
0,33% |
2014 |
Περιφερειακές |
128.000 |
2,3% |
2014 |
Ευρωεκλογές |
41.307 |
0,72% |