Το νομοσχέδιο που κατέβασε η Κυβέρνηση για την εγκατάσταση Ιδιωτικών Πανεπιστημίων στη χώρα, που για επικοινωνιακούς λόγους βαπτίστηκαν «Μη Κερδοσκοπικά», δεν αφορά μόνο τα τελευταία αλλά περιλαμβάνει πλήθος διατάξεων και για τα Δημόσια ΑΕΙ. Σίγουρα, πολλές από αυτές περιλαμβάνουν τεχνικές, φαινομενικά, διαστάσεις της λειτουργίας των ΑΕΙ που όμως έχουν και πολιτικό περιεχόμενο αφού αποσκοπούν στην ενδυνάμωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους. Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί το σύνολο αυτών των αλλαγών, ωστόσο θα επικεντρωθώ σε μια πλευρά η σημασία της οποίας δε έχει αναδειχθεί όσο απαιτεί το περιεχόμενό της.
Πρόκειται για το άρθρο 58 που έχει τον τίτλο «Εγγραφή αλλοδαπών-αλλογενών στα ελληνόγλωσσα προγράμματα σπουδών των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της ημεδαπής». Μέχρι την ψήφιση του νόμου Κεραμέως το 2022, δεν προβλεπόταν η εγγραφή αλλοδαπών φοιτητών στα ελληνικά ΑΕΙ εκτός αν επρόκειτο για μετανάστες συμπολίτες μας που είχαν δώσει πανελλήνιες εξετάσεις ή αποφοίτους της κυπριακής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (βάση των σχετικών διμερών συμφωνιών).
Ο νόμος Κεραμέως με μία σειρά άρθρων (101-108) προέβλεπε την ίδρυση και ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών[1] τα οποία απευθύνονταν σε αλλοδαπούς φοιτητές και για την παρακολούθησή τους απαιτούνταν η καταβολή διδάκτρων. Ωστόσο η ρύθμιση αυτή αφορά ξεχωριστά αγγλόφωνα προγράμματα σπουδών (υπήρξε ένα πρόγραμμα Ιατρικής στο ΑΠΘ και ένα πρόγραμμα Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ από όσο γνωρίζω) και δεν έχει καμία σχέση με τα υπάρχοντα ελληνόγλωσσα προγράμματα σπουδών που εισάγεται κανείς μέσω Πανελληνίων.
Τώρα επιχειρείται μια πολύ σημαντική τομή αφού με το άρθρο 58 προβλέπεται πως θα εισάγονται αλλοδαποί από σχολεία του εξωτερικού (ή αγγλόφωνα του εσωτερικού) στα ήδη υπάρχοντα ελληνόφωνα προγράμματα σπουδών και για την παρακολούθησή τους θα είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν δίδακτρα ενώ οι συμφοιτητές και οι συμφοιτήτριές τους, που θα έχουν εισαχθεί, μέσω Πανελληνίων δε θα καταβάλουν.
Δε θα σταθώ καθόλου σε πιθανές εκπαιδευτικές δυσλειτουργίες (το νομοσχέδιο προβλέπει για τους φοιτητές αυτούς ένα χρόνο εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας αλλά και ξενόγλωσσα μαθήματα αποκλειστικά γι’ αυτούς τους φοιτητές ή ακόμα και ξενόγλωσσα μαθήματα τα οποία θα παρακολουθούν και αυτοί οι φοιτητές- άρα ξενόγλωσσα και για τους ελληνόγλωσσους) αλλά θα με απασχολήσει αποκλειστικά το θέμα των διδάκτρων. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, όχι παράλογα, πως θα είναι πολύ μικρός ο αριθμός των αλλοδαπών φοιτητών που θα επιλέξουν αυτά τα προγράμματα σπουδών, άρα το όλο ζήτημα έχει πολύ περιορισμένη σημασία.
Ωστόσο, το πραγματικό περιεχόμενο της ρύθμισης είναι άλλο. Από το 1964 που καταργήθηκε κάθε μορφή διδάκτρων, τελών εγγραφής, εξέταστρων, κ.λπ., είναι η πρώτη φορά που προβλέπονται δίδακτρα στα ελληνόφωνα προπτυχιακά προγράμματα των δημοσίων πανεπιστημίων[2]. Ουσιαστικά με αυτή την κίνηση προχωρά η λειτουργία των δημόσιων (το τονίζω) πανεπιστημίων στην κατεύθυνση της πώλησης εκπαιδευτικών υπηρεσιών στους πελάτες- φοιτητές οι οποίοι θα καταβάλουν το ανάλογο αντίτιμο. Είπαμε πως αυτή η διαδικασία ξεκίνησε με τη λειτουργία του ΕΑΠ, συνεχίστηκε με τη νομιμοποίηση καταβολής διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, προχώρησε με τα αγγλόφωνα προπτυχιακά και τώρα ολοκληρώνεται ο κύκλος μιας μεταβατικής πορείας προς τη γενικευμένη επιβολή διδάκτρων στις προπτυχιακές σπουδές των δημοσίων πανεπιστημίων.
Κι αυτό για δύο λόγους: ο πρώτος έχει να κάνει με την επικείμενη αναθεώρηση του άρθρου 16, γιατί πέρα από τον παρόντα νόμο είναι κι αυτό στους σχεδιασμούς της Κυβέρνησης, όπου μέσα από τα γνωστά παπαγαλάκια των ΜΜΕ θα αρχίσει να αναπτύσσεται η επιχειρηματολογία πως τα δεινά οικονομικά του Κράτους δεν επιτρέπουν την εύρωστη χρηματοδότηση των ΑΕΙ. Κατά συνέπεια θα πρέπει να θεσπιστούν «τέλη εγγραφής»[3], άλλωστε ήδη οι αλλοδαποί φοιτητές πληρώνουν δίδακτρα κ.λπ., κ.λπ.
Η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία μπορεί να πολεμηθεί από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες και από το λαϊκό κίνημα που θα αναπτυχθεί ώστε τελικά αυτή μεταρρύθμιση να μην περάσει. Τότε είναι, κι αυτό αποτελεί το δεύτερο λόγο, που θα εμφανιστεί μια «εξωγενής» πίεση για την επιβολή διδάκτρων κι αυτή δεν είναι άλλη από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Όλα αυτά τα χρόνια που η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι έλληνες φοιτητές/ φοιτήτριες που πηγαίνουν να σπουδάσουν σε χώρα της ΕΕ πληρώνουν ακριβώς τα ίδια δίδακτρα με τους συμφοιτητές τους που είναι πολίτες αυτής της χώρας, ή δεν πληρώνουν καθόλου δίδακτρα αν δε προβλέπονται. Σε αυτό το πλαίσιο από τη στιγμή που θα υπάρχει πρόβλεψη για καταβολή διδάκτρων από πολίτες της ΕΕ στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια θα έρθει το ευρωπαϊκό δικαστήριο και θα ζητήσει να υπάρχει ισότιμη μεταχείριση με τους έλληνες πολίτες. Και τότε, και με τη βοήθεια της προπαγάνδας των ΜΜΕ, θα τεθεί το νέο πλαίσιο που θα περιλαμβάνει τα δίδακτρα για όλους. Για να γίνει, δε, αυτό δε χρειάζονται παρά ελάχιστοι αλλοδαποί φοιτητές που θα εγγραφούν σε αυτά τα προγράμματα και θα θέσουν το αίτημα της «διακριτικής» μεταχείρισης είτε αυτοβούλως είτε μέσω παραινέσεων από κρατικά κέντρα λήψης αποφάσεων.
Συμπερασματικά, το νομοσχέδιο Πιερρακάκη περιλαμβάνει πληθώρα αντιδραστικών μέτρων που δεν αφορούν μόνο την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Στο χέρι μας είναι να μείνει κι αυτό στα χαρτιά!
[1] Για πρώτη φορά δημιουργία αγγλόφωνων προγραμμάτων σπουδών προβλεπόταν από τη δημιουργία του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος, όμως στα προπτυχιακά προγράμματα δεν είχαν θεσπιστεί δίδακτρα.
[2] Με την εξαίρεση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου όπου το Συμβούλιο της Επικράτειας με μια εξωφρενική του απόφαση αποφάνθηκε πως η εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση αποτελεί διαφορετική μορφή εκπαίδευσης για την πραγματοποίηση της οποίας απαιτείται η καταβολή διδάκτρων. Αντίστοιχης επιχειρηματολογίας ήταν και η απόφασή του για δυνατότητα καταβολής διδάκτρων και στο μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών.
[3] Έτσι, άλλωστε, ξεκίνησε και η επιβολή διδάκτρων στη Βρετανία: αρχικά καταβολή λίγων εκατοντάδων λιρών ως «τέλη» ώσπου πολύ σύντομα έφτασαν στις σημερινές πολλές χιλιάδες λίρες.