Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών δεν υπογράμμισαν μόνο μία μερική φθορά του κυβερνώντος κόμματος, αλλά έφεραν στην επιφάνεια και την αδυναμία της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας να πείσει. Τα ερωτήματα που αναφύονται στην παρούσα κατάσταση είναι τούτα:
α) Τι σημαίνει κεντροαριστερά;
β) Γιατί βρίσκεται σε κρίση;
γ) Τι μας διδάσκει η ιστορική εμπειρία;
δ) Υπάρχει η ανάγκη κοινών απαντήσεων και αν ναι από ποιους και σε ποια βάση;
Ας τα δούμε ένα-ένα.
Α. ΠΕΡΙ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Είναι γνωστό ότι οι έννοιες αριστερά και δεξιά έλκουν την καταγωγή τους από τη γαλλική επανάσταση και ως ένα βαθμό η χρήση τους είναι συμβατική. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κενές περιεχομένου. Άλλωστε φέρουν ένα ιστορικό φορτίο που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η μεν δεξιά παραπέμπει στον συντηρητισμό και στη διατήρηση και αναπαραγωγή των κοινωνικών εκμεταλλευτικών σχέσεων. Η δε αριστερά συνδέεται με τους κοινωνικούς αγώνες, την καταγγελία του καπιταλισμού, τον αντιιμπεριαλισμό και το κοινωνικό όραμα του σοσιαλισμού. Η επιλογή του δρόμου προς το επιθυμητό κοινωνικό όραμα (μεταρρύθμιση ή επανάσταση) διαχωρίζει την αριστερά —σε πολύ αδρές γραμμές— σε επαναστατική και ρεφορμιστική.
Από αυτήν άποψη η έννοια του κέντρου είναι μία ιδεολογική κατασκευή που δεν εδράζεται σε κάποιο ιδιαίτερο ιδεολογικό πρόταγμα. Ή για την ακρίβεια το κέντρο καλύπτει την ταύτισή του με τη δεξιά και οι διαφορές μπορεί να είναι διαφορές ύφους ή διαφοροποιήσεις σε δευτερεύοντα και τριτεύοντα ζητήματα. Ποτέ, όμως, δεν αφορούν τον πυρήνα: την αμφισβήτηση των καπιταλιστικών δομών.
Αν, λοιπόν, στερείται περιεχομένου η έννοια του κέντρου, τότε ομοίως η έννοια της κεντροαριστεράς δεν αντιστοιχεί σε κάτι ριζικά διαφορετικό από το ιδεολογικό υπόβαθρο της δεξιάς.
Β. Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η αναφορά σε κεντροαριστερά αφορά κατά βάση τους απογόνους των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Όμως, η παλιά μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να κριθεί ως πολιτικό προϊόν πολιτικών ανδρών μεγάλου διαμετρήματος, ούτε γενικώς και αορίστως ως μία συλλογική έκφραση προοδευτικότητας. Πρέπει να κριθεί εντός του ιστορικού πλαισίου στο οποίο γεννήθηκε. Και αυτό το ιστορικό πλαίσιο καθορίστηκε από την επιλογή του κεφαλαίου να αλλάξει το διαχειριστικό υπόδειγμα μετά τη λήξη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου. Μιλάμε για το πέρασμα από το φιλελεύθερο υπόδειγμα στο κεϋνσιανό ως αποτέλεσμα της ανάγκης να συσσωρευτούν ταχέως κεφάλαια, να μην επαναληφθεί η κρίση του 1929, να απαντηθεί το σοβιετικό παράδειγμα και να ικανοποιηθούν εν μέρει οι απαιτήσεις του λαϊκού κινήματος προς αποφυγή κοινωνικών εκρήξεων.
Η χρυσή εποχή του καπιταλισμού, η περίοδος των παχιών αγελάδων, φτάνει στο τέρμα της το 1973, οπότε και ενέσκηψε η λεγόμενη πετρελαϊκή κρίση. Είναι η στιγμή που η σχολή του Σικάγο βγαίνει από το περιθώριο και αντεπιτίθεται με σφοδρότητα. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο εφαρμόζεται στη Χιλή του Πινοτσέτ, στη Μεγάλη Βρετανία της Θάτσερ και στις ΗΠΑ του Ρέηγκαν. Κατόπιν διακτινίζεται σε όλο τον κόσμο. Έκτοτε έχουμε μία παρατεταμένη επίθεση στις κοινωνικές παροχές, στους μισθούς, στη δημόσια υγεία και παιδεία, στις συντάξεις, μία λυσσώδη επιχείρηση απέναντι στα εργατικά συνδικάτα και φυσικά μία εκτεταμένη πολιτική αποκρατικοποιήσεων/ιδιωτικοποιήσεων.
Οι δύο πυλώνες του αστικού κόσμου, τα κλασικά συντηρητικά κόμματα και η σοσιαλδημοκρατία, υιοθετούν τα νέα δόγματα σε επίπεδο φιλοσοφικό, σε επίπεδο οικονομικό, σε επίπεδο ιδεολογικό και κυρίως σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής. Είναι το σημείο στο οποίο η σοσιαλδημοκρατία δυσκολεύεται να ξεχωρίσει από τον άλλο πυλώνα και ακριβώς αυτό το στοιχείο είναι που την εισάγει σε παρατεταμένη κρίση. Αναζητά τις διαφορές σε ζητήματα όπως αυτά που άπτονται του δικαιωματισμού αλλά και σε αυτά η «άλλη πλευρά» παίρνει τις πρωτοβουλίες (βλέπε νομοσχέδιο για ομόφυλα ζευγάρια). Η σοσιαλδημοκρατία γίνεται περισσότερο από ποτέ φιλοευρωενωσιακή, φιλονατοϊκή, ενώ φυσικά δεν γίνεται λόγος για την άλλη κοινωνία, ούτε καν μέσω μιας μεταρρυθμιστικής λογικής.
Επομένως, η κρίση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, εντάσσεται στην παγκόσμια κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και αν είναι σωστή η διαπίστωση ότι τα κόμματα δεν είναι απλώς και μόνο συνενώσεις ιδεολογικών αρχών αλλά αντιστοιχούν σε ταξικά συμφέροντα, τότε η προσμονή για αλλαγή στη ρητορική τους, στην ιδεολογία τους και στην πρακτική τους δεν μπορεί παρά να είναι μία φενάκη. Άλλωστε, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν πάρει διαζύγιο με την έννοια της αριστεράς εδώ και πολύ καιρό.
Γ. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Η σοσιαλδημοκρατία έχει γράψει μελανές σελίδες στη ιστορία. Χαρακτηριστική είναι η στάση της πριν την έναρξη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου κατά τον οποίο υιοθέτησε τη λογική των ιμπεριαλιστικών κρατών ψηφίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις που προετοίμαζαν το ιμπεριαλιστικό σφαγείο. Το ίδιο χαρακτηριστική είναι η στάση της στην ανάπτυξη του ναζισμού στη Γερμανία (εξαίρεση αποτέλεσε το αριστερό της τμήμα). Αν μιλάμε για πιο πρόσφατα γεγονότα, ας θυμηθούμε σε επίπεδο ιδεολογικό πώς υιοθέτησε με ένα ταχυδακτυλουργικό τρόπο τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού μέσω της θεωρητικής παρέμβασης του Άντονυ Γκίντενς (ιδεολογικού γκουρού του Τόνυ Μπλερ) και πώς πρωτοστάτησε στον διαμελισμό και τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας. Θλιβερή είναι και η στάση της στον πόλεμο Ρωσίας-ΝΑΤΟ συντασσόμενη με τον ευρωατλαντικό άξονα. Όσον αφορά τα καθ’ ημάς θα μπορούσε κάποιος να γράψει διατριβή.
Το ΠΑΣΟΚ με απίστευτη «προσαρμοστικότητα» εγκαταλείπει μετά το 1981 τα συνθήματα περί εξόδου από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, υπογράφει συμφωνία με τις ΗΠΑ για τις βάσεις που «θα έφευγαν» αλλά τελικά έμειναν και πολύ σύντομα, το 1985, ψηφίζει το πρώτο σταθεροποιητικό —βλέπε το πρώτο συνεκτικό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα— επί υπουργίας Σημίτη, ξεκαθαρίζοντας μάλιστα ότι αυτό δεν θα έχει προσωρινό χαρακτήρα. Την ίδια χρονιά διαπράττει και το πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ. Η άλλη συνιστώσα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ, αντέστρεψε το μήνυμα του δημοψηφίσματος του 2015, εφάρμοσε νέο σκληρότατο μνημόνιο, αφαίμαξε κι άλλο τα μεσαία στρώματα, προετοίμασε τη νέα συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις και από τα υποσχεθέντα ούτε καν αυτήν την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ δεν υλοποίησε.
Τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ φέρουν ιστορικές ευθύνες για το ξεθώριασμα των διαιρετικών τομών, για την εμπέδωση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, για την άμβλυνση των αντιιμπεριαλιστικών αισθημάτων του ελληνικού λαού, για τη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, για τις εκλογικές νίκες της ΝΔ, για την αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, για την τάση αποϊδεολογικοποίησης.
Δ. ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΕ ΠΟΙΑ ΒΑΣΗ;
Από το βράδυ, ήδη των εκλογών, στα τηλεοπτικά πάνελ οι συζητήσεις που αφορούσαν την ανασύνθεση της λεγόμενης κεντροαριστεράς είχαν την τιμητική τους. Γιατί άραγε;
Η ΝΔ δέχτηκε ένα ηχηρό χαστούκι από το εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό δεν σημαίνει πως απαραίτητα θα ακολουθήσει αδιαλείπτως από εδώ κι έπειτα μία φθίνουσα πορεία και αυτό για τρεις λόγους: έχει λαμβάνειν από τη δεξαμενή της αποχής, έχει λαμβάνειν από τη δεξαμενή της ακροδεξιάς και έχει λαμβάνειν μέσω μιας πολιτικής ψευτοπαροχών που όπως έχει αποδειχτεί στο πρόσφατο παρελθόν αποδίδει εκλογικά. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μία μελλοντική περαιτέρω συρρίκνωση και μία επιπλέον απαξίωσή της στα μάτια πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Αν αυτό συμβεί, η εναλλακτική πρέπει να είναι έτοιμη και αυτή την εναλλακτική δεν μπορεί να την εξυπηρετήσει ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά μόνο η πιθανή συνεργασία ή/και συνένωσή τους. Η εναλλακτική πρέπει να υπάρχει προς απορρόφηση των κοινωνικών κραδασμών και μιας πολιτικής αστάθειας που μπορεί να μετατραπεί σε πολιτική κρίση και αυτή η εναλλακτική επιτυγχάνεται μόνο με τη δημιουργία νέων αναχωμάτων.
Αν, όμως, υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο θα επιτευχθεί, τότε μετά βεβαιότητας υποστηρίζουμε ότι τίποτα νέο ελπιδοφόρο δεν θα φέρει. Η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα. Το να πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να επιστρέψει σε πρότερες κεϋνσιανές εποχές είναι μία ουτοπία. Και πολύ περισσότερο οι φραστικές διαφοροποιήσεις ή μία πολιτική που θα αύξανε κατά τι μισθούς, συντάξεις και επιδόματα δεν μπορεί να ανακουφίσει και να δώσει ριζικές λύσεις στα λαϊκά προβλήματα.
Καμία μορφή σοσιαλδημοκρατίας δεν θέλει ούτε και μπορεί να φορολογήσει γενναία το κεφάλαιο. Να κάνει μία ουσιαστική αναδιανομή υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Να συγκρουσθεί με τον ιμπεριαλισμό. Να διαγράψει το χρέος. Να καταργήσει όλους τους μνημονιακούς νόμους. Να καταστρώσει ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Επομένως, η συζήτηση για την ανασύνθεση της κεντροαριστεράς είναι για τους υποτελείς ένα αδειανό πουκάμισο ανεξάρτητα από το πώς αυτοί την αντιλαμβάνονται, ενώ για τους κρατούντες είναι «μια κάποια λύση».
Αν, όμως, όλα τα παραπάνω είναι βάσιμα πώς απαντιέται η ανάγκη ενότητας; Κατ΄αρχάς η ενότητα δεν αφορά μόνο τη σοσιαλδημοκρατία αλλά πρέπει να αφορά με άλλο τρόπο και την κομμουνιστική, ριζοσπαστική, αντιιμπεριαλιστική αριστερά και κυρίως την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία στρώματα. Και η ενότητα έχει πολλά επίπεδα: εκλογικό, πολιτικό, συνδικαλιστικό, ιδεολογικό, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι εφικτή πάντα σε όλα αυτά τα επίπεδα. Τα μέτωπα πρέπει να είναι και κοινωνικά και πολιτικά. Δεν μπορεί το ένα επίπεδο να υπάρξει χωρίς το άλλο. Τι σημαίνουν όλα αυτά πρακτικά; Σημαίνουν:
α) Συνεννόηση των κομμουνιστικών, ριζοσπαστικών και αντιιμπεριαλιστικών πολιτικών δυνάμεων προκειμένου να υπάρξουν κινηματικοί συντονισμοί. Και ναι! Η συνεννόηση σε επίπεδο κορυφών δεν είναι απορριπτέα αλλά αναγκαία.
β) Ενότητα στα εργατικά συνδικάτα, στα μεσαία στρώματα σε συνδικαλιστικό επίπεδο, στους φοιτητικούς συλλόγους, στους αγροτικούς αγώνες, σε επίπεδο γειτονιάς. Αυτή η ενότητα πρέπει και μπορεί να συμπεριλαμβάνει ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και όχι αποκλειστικά την αριστερά. Οι μαξιμαλισμοί δεν μπορούν να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση.
γ) Συντονισμένη ιδεολογική/κινηματική αντεπίθεση απέναντι στις δυνάμεις της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού.
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν την ενότητα στη βάση των προβλημάτων και όχι των ιδεολογικών αρχών. Προϋποθέτουν ακόμη μιαν άλλη κουλτούρα διαλόγου, έναν ανανεωμένο τρόπο πολιτικής προπαγάνδας και την προβολή ενός ήθους που υψώνει σινικά τείχη στην αστική ηθική. Προϋποθέτει την απόρριψη των ιδεολογικών καθαροτήτων που είναι ο σίγουρος δρόμος απραξίας και την αποκατάσταση της διαλεκτικής σχέσης τακτικής-στρατηγικής. Και επιτέλους την υιοθέτηση της κοινής λογικής. Τα Ενιαία Μέτωπα Πάλης είναι όρος ζωής του λαϊκού κινήματος αλλά και του ίδιου του λαού. Το ΕΑΜ διδάσκει, αρκεί να θέλουμε να διδαχτούμε.
(*) Εκπαιδευτικός-συγγραφέας
Υ.Γ.: η τωρινή άρνηση του Κασσελάκη να μπει σε συζητήσεις για την ανασύνθεση της λεγόμενης κεντροαριστεράς δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία, αφού είτε υποκρύπτει τον ναρκισσισμό του συγκεκριμένου ατόμου είτε μία άλλη στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου (ή ακόμη και του κόμματος των Δημοκρατικών των ΗΠΑ), δεν οδηγεί έτσι κι αλλιώς σε μία άλλη ελπιδοφόρα προοπτική για τα λαϊκά συμφέροντα για όλους τους λόγους που εξηγήσαμε στο παρόν κείμενο. Άλλωστε, η εμπειρία μάς διδάσκει πως αυτό που παρουσιάζεται ως ακλόνητη θέση στο σήμερα, με ευκολία ανατρέπεται αύριο.