Συμπληρώθηκαν μόλις 2 έτη από την τραγική νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου, όπου δύο τρένα, ένα επιβατικό και ένα εμπορευματικό, συγκρούονται στα Τέμπη. Η σύγκρουση καθαυτή, όπως έχει αποδειχθεί—αλλά και διαψευσθεί από πολιτικά χείλη—δεν οδήγησε και τους 57 πολίτες στον θάνατο. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί (λ.χ. πόρισμα Πανεπιστημίου της Γάνδης), τα πλαστικά και τα έλαια των τρένων είναι βραδυφλεγή και, συνεπώς, δεν θα μπορούσαν να είχαν δημιουργήσει την μοιραία έκρηξη. Το παράνομο και κυρίως εύφλεκτο υλικό (λόγος γίνεται για τόνους ξυλόλιου και τολουόλιου) έκαψε τα σώματα πολλών συμπολιτών μας, αφήνοντας πίσω μόνον στάχτες.
Το τραγικό γεγονός, αποτελεί ένα μετασχηματιστικό γεγονός, που ανοίγει έναν συγκρουσιακό κύκλο. Ο τελευταίος έχει ως δέκτη κυρίως την παρούσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Εντούτοις αναφέρονται και παρελθούσες κυβερνήσεις, οι οποίες καθυστέρησαν την λεγόμενη «σύμβαση 717» από το 2016. Πομπός, από την άλλη, είναι ένα σύνολο ταξικά ετερογενών, πολιτικά ανομοιόμορφων πολιτών, οι οποίοι μαθαίνουν από ανεξάρτητες πηγές ενημέρωσης τα νέα για τα Τέμπη (παράνομο υλικό, Εξεταστική Επιτροπή, μπάζωμα κτλ). Το τραγικό γεγονός, γεννά θυμό, αγανάκτηση και δυσαρέσκεια, που αποτελούν τρόπον τινά«συγκολλητική ουσία», δημιουργώντας κινηματική δυναμική.
Το κίνημα που προέκυψε από τα Τέμπη δεν αποτελεί μέχρι στιγμής μία τοπική, βραχύβια κινητοποίηση. Πρόκειται για κίνημα, το οποίο έχει διεθνείς προεκτάσεις. Η σιδηροδρομική σύγκρουση έφερε στο προσκήνιο και ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό συστημική ανεπάρκεια, κρατική αδιαφορία, ισχυρά οικονομικά—κυρίως εργολαβικά—συμφέροντα και ζητήματα διαφθοράς. Το κίνημα, υπό αυτό τον φακό, δεν μάχεται μόνον για την διατήρηση της συλλογικής μνήμης και της απόδοσης δικαιοσύνης, αλλά και για την κρατική αδιαφορία. Ακούγοντας «διασφαλίζουμε την ασφάλεια» μόνο και μόνο για να διαψευστεί τραγικά λίγες μέρες αργότερα…
Εξετάζοντας την οργάνωση και τα χαρακτηριστικά του κινήματος θα παρατηρήσει κανείς πως αναπτύχθηκε σε ένα πλαίσιο αυθόρμητης λαϊκής, πλην όμως παρούσας, αγανάκτησης. Τα κοινωνικά δίκτυα και η ψηφιακή επικοινωνία, εν γένει, προώθησε σε κάθε έκφανση του κινήματος την μετάδοση μηνυμάτων και νέων, αφού η τηλεόραση μονοπωλούνταν από φιλοκυβερνητικό λόγο. Λειτούργησαν, δηλαδή, ως πλατφόρμες διάχυσης πληροφοριών και οργάνωσης κινητοποιήσεων. Τα hashtag, η ζωντανή μετάδοση γεγονότων και οι διαδικτυακές εκστρατείες διατήρησαν και πολλαπλασίασαν έτι περαιτέρω την ένταση της διαμαρτυρίας.
Η κοινωνική δημογραφία του κινήματος φαίνεται να προσέλκυσε κυρίως νέους, φοιτητές, εργαζόμενους, συνδικάτα και ακτιβιστές. Ωστόσο, παρακολουθώντας στενότερα το κίνημα θα λέγαμε ότι έχει πανσυλλεκτικά χαρακτηρισιτκά (catch-all), δανειζόμενος τον αντίστοιχο όρο που απέδωσε ο O. Kirchheimer (1966) στην εκλογική βάση των πολιτικών κομμάτων. Η πολύμορφη και υβριδική βάση του κινήματος κατέστησε δύσκολη την διαπόμπευσή του. Αντιθέτως, πολλά στελέχη της πολιτικής εξουσίας μοιράστηκαν με δημοσιεύσεις τις σκέψεις τους για απονομή δικαιοσύνης.
Ως κίνημα δεν είχε κεντρική ηγεσία, όμως είχε συμβολικές, μη καθοδηγητικές, φιγούρες (βλ. Καρυστιανού, μητέρα θύματος, Πλακιάς, πατέρας θυμάτων). Αυτή η απουσία έδωσε χώρο σε πολλαπλές φωνές (μητέρα Κυριακής Γρίβα), γεγονός που ενίσχυσε τη δυναμική του. Κοινός πόνος, συλλογική οργή και δικαιολογημένη απαίτηση δικαιοσύνης για τα θύματα. Όπως προανέφερα, όμως, ο αγώνας δεν αφορά μόνον την απονομή δικαιοσύνης. Αφορά, επίσης, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία για τα χρόνια προβλήματα στο ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο.
Δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε τον ρόλο της κινητοποίησης ως αγώνα αντίστασης απέναντι στη λήθη. Η διατήρηση του αισθήματος αδικίας, η απανταχού κινητοποιήσεις για τα 2 έτη από το τραγικό συμβάν καταδεικνύουν ένα βαθιά ριζωμένο αίσθημα κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης. Οι διαδηλώσεις και τα συνθήματα όπως «Οι ζωές μας μετράνε» και «Ήταν η κακιά η (χ)ώρα» υποδηλώνουν έναν ευρύτερο αγώνα ενάντια στην κρατική αδιαφορία και την εμπορευματοποίηση βασικών υποδομών. Δεν έχω εντοπίσει ακόμα διεκδικητικές καινοτομίες. Φαίνεται το κίνημα να ακολουθεί τυπικές ατραπούς, όπως πανό, συνθήματα, ειρηνικές κι καθιστικές διαμαρτυρίες, αγόρευση ονοματεπωνύμων θυμάτων και άλλα.
Το κίνημα των Τεμπών φέρει αρκετές ομοιότητες με άλλα κινήματα, όπως το “NoTAV”στην Ιταλία, που διεκδικεί ασφάλεια στις δημόσιες υποδομές, ενάντια στις πολιτικές υποβάθμισής τους. Σε λίγο πιο αφαιρετικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως αυτές οι κινητοποιήσεις μοιάζουν με τις αντίστοιχες στην Αγγλία, που στρέφονταν κατά των ιδιωτικοποιήσεων (“SaveourNHS”). Η κοινή αντίθεση στην εμπορευματοποίηση βασικών κοινωνικών αγαθών συνδέει αυτά τα δύο κινήματα σε επίπεδο διεκδικήσεων.
Η μαζική αντίδραση υποστηρίχθηκε, όπως υποστήριξα παραπάνω από ένα ευρύ φάσμα πολιτών, κάνοντας αδύνατη της αγνόηση των διεκδικήσεων. Παράλληλα, η διαρκής διάδοση εικόνων και βίντεο αύξησε την ευαισθητοποίηση και ενίσχυσε τη νομιμοποίηση του αγώνα, ενώ η αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειριστεί την κρίση με αξιοπιστία και βασικά διαφάνεια ενίσχυσε το αίσθημα της ανάγκης για αυτό-οργάνωση των πολιτών.
Μόνον αυτά αποτελούν μερικούς λόγους για τους οποίους η κινητοποίηση ήταν από τις μαζικότερες αυτής της δεκαετίας. Παρόμοιες κινητοποιήσεις στο ΝόβιΣάντ της Σερβίας, αφού τσιμεντένιο γείσο σιδηροδρομικού σταθμού κατέρρευσε την 1η Νοεμβρίου του 2024, τρεις μήνες μετά την ολοκλήρωση της ανακαίνισης, σκοτώνοντας 15 ανθρώπους. Οι διαμαρτυρόμενοι ζητούν να αποδοθούν πολιτικές και ποινικές ευθύνες και διεκδικούν σεβασμό του Συντάγματος και του κράτους δικαίου. Τα κινήματα αυτά εντάσσονται σε μια παγκόσμια παράδοση κινημάτων διεκδίκησης διαφάνειας, ασφάλειας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η δυναμική τους αποδεικνύουν ότι οι πολίτες, όταν ενώνονται με κοινά αιτήματα και αξιοποιούν τα σύγχρονα εργαλεία επικοινωνίας, μπορούν να επιφέρουν ουσιαστικές πολιτικές αλλαγές.
O Αναστάσιος Ζησίμου είναι Πολιτικός Επιστήμονας