Στο πολυσέλιδο αφιέρωμα του Ριζοσπάστη της Κυριακής 19 Δεκεμβρίου 2021 με τίτλο «30 χρόνια από τη διάλυση της ΕΣΣΔ» και στο άρθρο «Ο αντισοβιετισμός του οπορτουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα» που υπογράφεται από τον Λουκά Αναστασόπουλο, ιδεολογικό υπεύθυνο της ΚΕ του ΚΚΕ, αναφέρεται: «το «Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο» ..διατείνονται ότι η ΕΣΣΔ αποτέλεσε έναν «ιδιόμορφο εκμεταλλευτικό τρόπο παραγωγής», που την εξουσία δεν είχε η εργατική τάξη, αλλά είχαν σχηματιστεί νέες «εκμεταλλευτικές δομές».
Έτσι ξερά και καθαρίσαμε.
Στην πολιτική όμως πρόταση του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου με τίτλο «Για τις Επαναστάσεις και τον Κομμουνισμό του 21ου Αιώνα, Ζητήματα Στρατηγικής, πρόταση διαλόγου» και στο μέρος με υπότιτλο «Ένα μεγαλειώδες εγχείρημα» αναφέρεται:
«Στη Σοβιετική Ένωση οι μπολσεβίκοι, και με διαφορετικό τρόπο στην Κίνα, οι επαναστάτες έδωσαν έμφαση σε αυτό που χαρακτήριζαν ως «ανάγκη ξεπεράσματος της πολυμορφίας», της συνύπαρξης δηλαδή διαφορετικών τρόπων παραγωγής (προκαπιταλιστικών – καπιταλιστικών) στη βάση όμως της κυριαρχίας των προωθούμενων σοσιαλιστικών – κομμουνιστικών σχέσεων κυρίως στη βιομηχανία.
Γι’ αυτό το σκοπό πήραν μια σειρά από πρώτα και κρίσιμα μέτρα:
Απαλλοτριώνουν και κρατικοποιούν βασικά μέσα παραγωγής…
Επιχείρησαν παράλληλα να πάρουν, και πήραν, ορισμένα μέτρα σοσιαλιστικού χαρακτήρα και προσανατολισμού. Ανολοκλήρωτα φυσικά, που μηδέποτε κυριάρχησαν.
Τα μέτρα αυτά αποκτούν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τα μελλούμενα.
Η απαραίτητη αναζήτηση και ανάδειξη τους πρέπει να εστιάσει κυρίως στο πεδίο των παραγωγικών σχέσεων και στην πολιτική δημοκρατία, στη νέα ενότητα και σχέση που διαμορφωνόταν ανάμεσα στην οικονομική, την πολιτική και την πολιτιστική σφαίρα.
Μπορούμε λοιπόν να υπογραμμίσουμε τα εξής:
√ Μαζί με την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων και την κρατικοποίηση βασικών μέσων παραγωγής, το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών και των σοβιέτ διεκδίκησε όχι μόνο τον έλεγχο αλλά και την ίδια την διεύθυνση της παραγωγής.
√ Δημιουργήθηκε, στην αρχή, νέος στρατός βασισμένος σε δημοκρατικές σχέσεις έξω από το πλέγμα της ιεραρχίας και της αστικής πειθαρχίας.
√ Ανασυγκροτήθηκε η «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» και επιχειρήθηκε να ενταχθεί στις λειτουργίες της λαϊκής αυτοδιοίκησης.
√ Το σχολείο επιχειρήθηκε να μετασχηματιστεί πάνω σε κολεκτιβιστικές βάσεις, δημιουργήθηκε το «ενιαίο σχολείο εργασίας» που συνδέει τη διαδικασία της μάθησης με την κοινωνική ζωή και τις ανάγκες της.
√ Σημαντικά βήματα γίνονται για την εξασφάλιση της ισότητας των γυναικών.
√ Στις τέχνες πνέει ένας άνεμος τολμηρού πειραματισμού με στόχο την κοινωνικοποίηση τους και την απαλλαγή τους από την αστική σκουριά.
√ Καινοτόμες απελευθερωτικές ιδέες έμπαιναν στην πράξη σε έναν μαζικό επαναστατικό πειραματισμό που προσπαθούσε σε όλους τους τομείς της ζωής των εργαζομένων:
√ Στην παραγωγή εμφανίστηκαν απόπειρες ποιοτικής ισχυροποίησης του ρόλου της αξίας χρήσης σε σχέση με την ανταλλακτική – εμπορευματική αξία.
√ Εμφανίστηκαν χαρακτηριστικά κλονισμού της αλλοτριωμένης εργασίας σαν βασικής παραγωγικής δύναμης.., στοιχεία της εργασίας με εσωτερική υποκίνηση σε αντίθεση με τον κυρίαρχο χαρακτήρα της εργασίας με εξωτερικό οικονομικό καταναγκασμό. Υπήρξε τάση βελτίωσης της αναλογίας αναγκαίου/πρόσθετου χρόνου εργασίας.
√ Εμφανίστηκαν στοιχεία παραγωγής με βάση τις ανάγκες και όχι ανάγκες με βάση το κέρδος….
√ Μέσω της σοβιετικής εξουσίας και της προλεταριακής πλευράς του κράτους εμφανίζονται στοιχεία διεκδίκησης της κυριαρχίας των πραγματικών παραγωγών στις δημόσιες υποθέσεις και στις συνολικές συνθήκες ύπαρξής τους…
Τα στοιχεία, όσο και αν περιορίστηκαν, όσο και αν ξεχάστηκαν και μηδέποτε κυριάρχησαν τελικά, όσο και αν κατασυκοφαντήθηκαν με την «αποκάλυψη» της κατάρρευσης, αποτελούν την κοσμοϊστορική προσφορά του Οκτώβρη στην ιστορική κίνηση της εργατικής τάξης για την κομμουνιστική απελευθέρωση….
Η εξέλιξη των αντιθέσεων
Ο Οκτώβρης μετά την πρώιμη ήττα των επαναστάσεων σε Γερμανία, Ουγγαρία, Αυστρία, βρέθηκε διεθνικά περιορισμένος. Τότε αναδείχθηκε και πήρε κατεπείγουσα μορφή ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα το “πως προχωράμε με δοσμένες επιπλέον και τις δυσμενείς διεθνείς συνθήκες”.
Οι επιφανείς επαναστάτες του περασμένου αιώνα είχαν να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρες πολιτικές και θεωρητικές δυσκολίες.
Και απάντησαν με τις γνωστές περιπέτειες.
Απάντησαν με την περιπλάνηση στον «πολεμικό κομμουνισμό».
Οι περισσότεροι τον αντιμετώπιζαν ως μοντέλο οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Αποδείχτηκε αναγκαία μεν πολιτική στις συνθήκες του εμφύλιου στην αυγή του Οκτώβρη, αλλά για μετά τον εμφύλιο ήταν αδιέξοδη καθώς οδηγούσε «στον κοινοτισμό της μιζέριας» (Γκράμσι).
Απάντησαν, στη συνέχεια, με το πέρασμα (το 1922), στη νέα οικονομική πολιτική και την αναγκαστική εγκατάλειψη της το ’27, το βαθμιαίο πέρασμα στη βίαιη κολεκτιβοποίηση και την εκβιομηχάνιση.
Η εκβιομηχάνιση όμως έγινε με όρους ενός ιδιότυπου καπιταλισμού, δίχως τους κλασσικούς καπιταλιστές: με την καθιέρωση πολλαπλών κλιμακίων αμοιβών, με την οικειοποίηση μέτρων αστικής διοίκησης στην εργασία, τη μαζική επαναφορά και στελέχωση στη διοίκηση, διαχείριση της οικονομίας και του κράτους «ανθρώπων από την τάξη που προηγήθηκε της δικής μας εξουσίας», την εγκαθίδρυση της «δικτατορίας του ενός» στην εργασία, την εξουσία των διευθυντών και των ανώτερων κρατικών στελεχών του σχεδιασμού. Με την αντιμετώπιση δηλαδή του εργοστασίου (και της παραγωγής) όχι σαν χώρου πολιτικής, όπου εκεί πριν απ’ όλα θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί και να ασκηθεί η εργατική εξουσία και δημοκρατία, αλλά περίπου σαν «τεχνικού χώρου» όπου κυριαρχούσε η «δικτατορία του ενός». Κατά την εξέλιξη αυτή οι σχέσεις ιδιοκτησίας μετατράπηκαν από ατομικές σε συλλογικές- κρατικές.
Αλλά κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής σημαίνει ότι ο έλεγχος, η κατοχή, η κυριότητά τους και η ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου ανήκει άμεσα στους παραγωγούς και σε όλα τα μέλη της κοινωνίας μέσω των θεσμοθετημένων οργάνων.
Κάτι τέτοιο δεν υπήρξε στην ΕΣΣΔ, την Κίνα κ.α.
Με λίγα λόγια, η αναγκαία κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής, ο κεντρικός σχεδιασμός και η εξαιρετικής σημασίας κάλυψη βασικών κοινωνικών αγαθών (υγεία, παιδεία, στέγη κ.λπ. ) από το κράτος είναι αναγκαία, αλλά όχι και ικανή συνθήκη ώστε από μόνη της να οδηγήσει στην κοινωνικοποίησή τους. Γιατί, σε ό,τι αφορά την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, το ζήτημα τελικά δεν είναι ατομική ή συλλογική-κρατική ιδιοκτησία (σύγχρονες καπιταλιστικές εταιρείες είναι συλλογικές), αλλά αν είναι ιδιωτική ή πανκοινωνική ιδιοκτησία.
Η συνολική κατάσταση (προνόμια, πολλές βαθμίδες αμοιβών, τρόπος διοίκησης των εργοστασίων, συγχώνευση ανώτερων σοβιέτ και αντίστοιχων κομματικών οργάνων) οδήγησε βαθμιαία στη δημιουργία ενός στρώματος που ενώ δεν είχε ιδιόκτητα μέσα παραγωγής, εντούτοις, μέσω της ειδικής του θέσης στο κράτος και τη διοίκηση της κοινωνίας, αποσπόταν βαθμιαία από τους προλετάριους και τα σύμμαχα στρώματα, δρούσε στο όνομα του λαού και επί του λαού. Αυτή είναι και η ιδιομορφία της δημιουργούμενης από πολύ νωρίς σοβιετικής (αλλά και κινέζικης) κοινωνίας.
Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία τελικά μιας ιστορικά ανέκδοτης και δίχως ιστορική προοπτική εκμεταλλευτικής, τελικά, κοινωνίας που γεννιόταν στα σπλάχνα μιας κοινωνίας η οποία αρνιόταν όμως διακηρυκτικά, κατ’ αρχάς, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. …
Σε αυτή την κοινωνία, στην οποία οι αναπόφευκτες αρχικές αντιθέσεις εξελίχθηκαν σε ανταγωνιστικές, η λύση θα ήταν ή μια δεύτερη επανάσταση ή η κατάρρευση.
Αντ’ αυτού καλλιεργούσαν ήδη από τη δεκαετία του 1930 τη θεωρία περί του «σοσιαλισμού σε μια χώρα». Στην. ΕΣΣΔ π.χ. το ’61 διακηρύσσεται ότι «μπήκαμε στη φάση της οικοδόμησης του κομμουνισμού» και αργότερα ότι «η κομμουνιστική κοινωνία θα έχει σίγουρα οικοδομηθεί τη δεκαετία του ’80».
Η θεωρία όμως περί του σοσιαλισμού σε μια χώρα στην ουσία περιορίζει την όλη προσπάθεια στα αντικειμενικά όρια που θέτουν οι διεθνείς συσχετισμοί, ειδικά σε ό,τι αφορά την κατάργηση του κράτους ως μηχανή ταξικής κυριαρχίας και την κατάργηση των συνόρων. Ταυτόχρονα υποβαθμίζει την ανάγκη και την ουσία της διεθνούς επανάστασης.
Οι κοινωνίες αυτές, όπως εξελίχθηκαν, ήταν δίχως ιστορική προοπτική.
Γι’ αυτό και τελικά εκφυλίστηκαν, κατέρρευσαν, έδωσαν τροφή στην κατασυκοφάντηση του σοσιαλισμού».
Αυτή είναι κατά λέξη η προσέγγιση του Κ-Σχεδίου σε ό,τι αφορά την ερμηνεία των συμβάντων στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η προσέγγιση αυτή δεν έχει σχέση με την αποσπασματική εικόνα που δίνει στο Ριζοσπάστη ο υπογράφων το κείμενο.
Προεκτείνει μάλιστα με ένα ιδιότυπο λογικοφανή τρόπο την προσέγγιση του καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «Αν τους πιστέψει κανείς θα θεωρήσει ότι η αναμέτρηση του Κόκκινου Στρατού με τους ναζί ήταν σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ολοκληρωτικά αυταρχικά καθεστώτα!»
Φυσικά αυτό δεν έχει ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα.
Η ιστορικής σημασίας νικηφόρα μάχη των σοβιετικών εναντίον του φασισμού με τα εκατομμύρια θυσιασμένους πολίτες, 25 μόλις χρόνια από το 17, ήταν ένας «δεύτερος, αλλιώτικος Οκτώβρης» που προστέθηκε στην αίγλη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Το Στάλινγκραντ απώθησε τα πως και τα γιατί αλλά δεν τα απάντησε.
Κι έτσι η επανάσταση του Οκτώβρη που νίκησε, δίχως να απαντά στα μεγάλα ερωτήματα που η ίδια έθετε στην εξέλιξη της και για την εξέλιξη της, φρέναρε, αντέστρεφε την πορεία της.
Και τελικά ο Οκτώβρης, παρά τις κατακτήσεις, από νικητής πέρασε στους ηττημένους, ορθότερα έκλεισε οριστικά ένα ιστορικό κύκλο.
Για τους λαούς του κόσμου ο τρόπος κυρίως που συντελέσθηκε η κατάρρευση του «Σοσιαλιστικού Στρατοπέδου» είναι μια τραγωδία. Έδωσε τα όπλα στους κατ’ αρχάς ηττημένους, τους αστούς, να οργανώσουν μια συνολική ιδεολογική αντεπίθεση. Αλλά και γέννησε βαθιές σκέψεις και σοβαρότατες αναρωτήσεις, βγαλμένες από το εσωτερικό της εργατικής τάξης: τι ήταν ο Οκτώβρης τελικά, προς τα πού και πως βαδίζουμε σήμερα;
Και αυτό γιατί από τα σπλάχνα της καταρρέουσας ΕΣΣΔ, αντί των 40000 συλληφθέντων και των 30.000 σκοτωμένων και εκτελεσμένων Παριζιάνων της υπερήφανα «ηττημένης» παρισινής κομμούνας, αναδύθηκαν τελικά η διαφθορά, τα προνόμια, ο σκανδαλώδης πλούτος λόγω και της παραοικονομίας, η φτώχεια, η ρώσικη μαφία, θρησκοληπτικά ρεύματα, η μόλυνση της φύσης, τα αναβολικά και ουσίες στον αθλητισμό – πρωταθλητισμό, τα κομματικοκρατικά στελέχη τα οποία λεηλάτησαν τον κοινωνικό πλούτο της χώρας και μεταμορφώθηκαν σε ολιγάρχες. Και μόνο ένα αδύναμο αλλά ελπιδοφόρο κοινωνικά μαρξιστικό ρεύμα επιζεί στην καπιταλιστική κοινωνία που συγκροτείται στη Ρωσία.
Υπάρχει επομένως η ανάγκη της κατανόησης και συνειδητοποίησης του βάθους της οπισθοχώρησης και του χτυπήματος που δέχθηκε το κομμουνιστικό αι εργατικό κίνημα.
Το εκτενές αυτό σημείωμα γράφεται σε μια προσπάθεια να αρθεί ο διάλογος τόσο στο ύψος του πραγματικού όσο και στο ύψος των απαιτήσεων αυτής της εξαιρετικά δύσκολης περιόδου, για κανένα άλλο λόγο.
Αθήνα Δεκέμβρης 2021
Η Συντονιστική Επιτροπή του «Κ- Σχεδίου»