Εν όψει των επερχόμενων δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8ης Οκτώβρη δημοσιεύουμε κάποια σημεία της τοποθέτησης που έχουμε επεξεργαστεί από τον Απρίλη του 2023 για την παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο, στα κινήματα κατοίκων και την αυτοδιοίκηση. Η παρέμβαση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε αυτές γίνεται σε ένα δυσμενές πολιτικά τοπίο μετά το αρνητικό για την κοινωνία αποτέλεσμα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών. Ένα τοπίο όμως που ανοίγει και δυνατότητες για τα τοπικά σχήματα που έχουν αποκτήσει γείωση και σχέση με τις τοπικές κοινωνίες λόγω αφενός της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ αφετέρου της ρευστότητας που υπάρχει στο χώρο της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Για αυτό είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ η ενωτική μαχητική παρέμβαση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Σε μία κατεύθυνση πάλης για νίκες και κατακτήσεις, αλλά και κατοχύρωση καλύτερων θέσεων τόσο στο μαζικό κίνημα όσο και στη σφαίρα της πολιτικής. Προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την αντιλαϊκή επίθεση που ετοιμάζουν οι δυνάμεις του κεφαλαίου, αλλά και να αντιμετωπιστεί ο ιδιαίτερος κίνδυνος της ανόδου της ακροδεξιάς. Η παρέμβαση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο, όμως. από το καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα που θεσμοθετήθηκε ήδη από το 2021 με το νόμο Βορίδη. Η ανασυγκρότηση των τοπικών αριστερών ριζοσπαστικών σχημάτων και κινήσεων και η ενωτική συσπείρωση όλων των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς γίνεται επιτακτική και για αυτό. Ας αναλάβουν όλες οι δυνάμεις τις ευθύνες τους. Όσο μας αφορά θα δώσουμε όλες τις δυνάμεις μας για να εξασφαλιστεί η πολιτική συνέχεια αυτών των σχημάτων και κινήσεων, η μέγιστη δυνατή ενωτική συμπόρευσή τους σε κάθε δήμο και περιφέρεια και η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εκπροσώπησή τους παρά τα θεσμικά εμπόδια που ορθώνει το κράτος.
Η κρίση υπερσυσσώρευσης ώθησε το κεφάλαιο να αναζητήσει νέα πεδία επένδυσης και κερδοφορίας. Ένα τέτοιο πεδίο είναι και το πεδίο του δημόσιου χώρου. Είτε με την έννοια της εκχώρησης δημόσιων λειτουργιών που αφορούν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και εστιάζονται χωρικά σε πόλεις & γειτονιές (υπηρεσίες υγείας-εκπαίδευσης-καθαριότητας, φωτισμός, ύδρευση, τηλεφωνία, απορρίμματα κλπ.) είτε με την έννοια της εκχώρησης του ίδιου του δημόσιου χώρου ως αντικείμενο αγοραπωλησίας και επένδυσης για το ιδιωτικό κεφάλαιο (ιδιωτικοποίηση κατασκευής και λειτουργίας χωρικών υποδομών, τουριστικές επενδύσεις, real estate, αστικές αναπλάσεις, μεταφορές, γήπεδα κλπ.). Η ανάδειξη της σημασίας αυτής της διάστασης δεν φαίνεται μόνο στη σημερινή Ελλάδα, έχει διαφανεί ήδη από το ξέσπασμα της προηγούμενης μεγάλης παγκόσμιας κρίσης το ’74 στην καπιταλιστική Δύση. Η επένδυση στο δημόσιο χώρο αποτέλεσε ήδη από τότε σημαντικό πεδίο διοχέτευσης λιμναζόντων κεφαλαίων σε μητροπόλεις της Δύσης και συνδυάστηκε με αναμόρφωση των αστικών κέντρων και αντίστοιχες πολιτικές χωρικής αναδιάρθρωσης (αναπλάσεις, gentrification κλπ.).
Αυτή η αυθόρμητη κίνηση του κεφαλαίου για την αναζήτηση νέων πεδίων κερδοφορίας συνδυάζεται, ακολουθείται αλλά και ενισχύεται από το σχεδιασμό και την υλοποίηση αντίστοιχων αστικών πολιτικών (πολιτικές χωρικής αναδιάρθρωσης, πολιτική μεταφορών και υποδομών, τουριστική πολιτική, πολιτική για το χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ.). Στη σημερινή συγκυρία, αυτές οι πολιτικές εντάσσονται στο γενικό μνημονιακό πλαίσιο και επιχειρούν να εξυπηρετήσουν τη διαμόρφωση του συγκεκριμένου αναπτυξιακού προτύπου που προβλέπει το μνημονιακό πρόγραμμα για την Ελλάδα και αντίστοιχες χώρες της «περιφέρειας» της Ευρώπης: μία χώρα που θα είναι διαμετακομιστικός κόμβος μεταξύ Ανατολής και Ευρώπης, θαλάσσια πύλη εισόδου μέσω μεγάλων λιμανιών με αναβαθμισμένες μεταφορικές υποδομές, με μία οικονομία έντασης εργασίας με έμφαση στις υπηρεσίες και τον τουρισμό, με χαμηλό εργατικό κόστος και φιλικό περιβάλλον για «επενδύσεις». Αναπτύσσεται παράλληλα μία ορισμένη στροφή στην «ποιότητα» και την καινοτομία για την ανάπτυξη των εξαγωγών για ένα δυναμικό τομέα επιχειρήσεων νέων τεχνολογιών, ωστόσο αφορούν αφενός συχνά επιχειρήσεις υπηρεσιών αφετέρου δεν θα αποτελούν παρά ένα μικρότερο κομμάτι παραγωγικών δραστηριοτήτων που δεν θα μπορεί να δίνει τον τόνο της μελλοντικής ελληνικής οικονομίας (ειδικά σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού της παραμονής στην ΟΝΕ-ΕΕ). Το συγκεκριμένο αναπτυξιακό πρότυπο προωθείται με όλους τους μνημονιακούς νόμους και ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση και ανάπτυξη έργων σε υποδομές, με την ιδιωτικοποίηση και ανάπτυξη υπαρχόντων υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια), με την συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και «διαρθρωτικών» μεταρρυθμίσεων, με την αλλαγή της νομοθεσίας για επενδύσεις και περιβαλλοντική προστασία κλπ.
Αυτή την κατεύθυνση εξυπηρετούν και οι διάφορες μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου της τοπικής αυτοδιοίκησης, που αποτελεί μέρος του κρατικού μηχανισμού και διαρθρώνεται σε δύο αυτοτελή επίπεδα: τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) α’ βαθμού (δήμους) και β’ βαθμού (περιφέρειες), με τα αντίστοιχα όργανά τους (ΚΕΔΕ ως η ένωση των δήμων πανελλαδικά με τις ΠΕΔΑ ως αντίστοιχες τοπικές περιφερειακές ενώσεις δήμων και ΕΝΠΕ ως η πανελλαδική ένωση των περιφερειών). Οι περιφέρειες έχουν αποκτήσει ένα πιο στρατηγικό – επιτελικό ρόλο, ρυθμίζοντας τις διαδικασίες και τα έργα σε διαδημοτικό περιφερειακό επίπεδο. Διαχειρίζονται μεγαλύτερα κονδύλια και τα διανέμουν έχοντας εν μέρει και ένα ρόλο διαχείρισης και ρύθμισης των ακραίων ανισοτήτων που μπορεί να υπάρχουν χωρικά εντός τους. Μέσω αυτών των χρηματοδοτήσεων και κυρίως του συγκεκριμένου πλαισίου προϋποθέσεων για τη λήψη τους κατανέμουν τη διανομή τους σε συγκεκριμένα πεδία (π.χ. σε υποδομές, περιβάλλον, ψηφιοποίηση που είναι και άξονες έργων του Ταμείου Ανάκαμψης τώρα). Έτσι λειτουργούν και ως μοχλός πίεσης για την «ευθυγράμμιση» των δήμων πολιτικά και διαχειριστικά στο κυρίαρχο πλαίσιο. Οι δήμοι αποτελούν κι αυτοί μηχανισμούς του κράτους που όμως είναι πιο ευαίσθητοι στη λαϊκή πίεση λόγω της εγγύτητας με τις τοπικές κοινωνίες. Λειτουργούν πλέον υπό ένα καθεστώς σημαντικής υποχρηματοδότησης, που τους ωθεί να στρέφονται στην εκχώρηση λειτουργιών σε ιδιώτες (π.χ. λόγω υποστελέχωσης την ανάθεση έργων σε εξωτερικές εργολαβίες). Εφαρμόζοντας επί της ουσίας ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια στη λειτουργία τους με την υποχρεωτική εφαρμογή της λογικής της ανταποδοτικότητας σε όψεις τους (π.χ. υπηρεσίες καθαρισμού – φωτισμού, ο προϋπολογισμός για τις οποίες είναι ένας διακριτός προϋπολογισμός εντός του γενικού προϋπολογισμού του δήμου, που πρέπει να αυτοχρηματοδοτείται από τα ανταποδοτικά δημοτικά τέλη και απαγορεύεται η χρήση άλλων κονδυλίων του δήμου για τη χρηματοδότησή τους αν είναι ελλειμματικός – οπότε εμφανίζεται ως «μονόδρομος» η αύξηση των τελών – ή η χρήση κονδυλίων από τα ανταποδοτικά τέλη για άλλες λειτουργίες του δήμου αν είναι πλεονασματικός). Στο πλαίσιο αυτό, η τοπική αυτοδιοίκηση έχει πρακτικά χάσει σε πολύ σημαντικό βαθμό την σχετική αυτονομία της, στο βαθμό που το θεσμικό πλαίσιο ήδη από την περίοδο της μεταρρύθμισης του «Καποδίστρια» το 1997 και ακόμα περισσότερο του «Καλλικράτη» το 2010 πρακτικά της εκχωρεί περισσότερες αρμοδιότητες με μικρότερη χρηματοδότηση, πιέζοντας διαρκώς και ασφυκτικά για τη δημοσιονομική προσαρμογή σε τοπικό επίπεδο και την εκχώρηση λειτουργιών σε ιδιώτες ήδη από τότε. Ειδικά μετά την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων ο κύριος στόχος των μεταρρυθμίσεων του θεσμικού πλαισίου είναι:
α) η θεσμική και πολιτική συμπύκνωση της παραπάνω αναπτυξιακής κατεύθυνσης με θωράκιση του δημοσιονομικού πλαισίου λειτουργίας των ΟΤΑ (ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, παρατηρητήριο ΟΤΑ, εκχώρηση λειτουργιών σε ιδιώτες αν δεν εξασφαλίζεται η χρηματοδότησή τους μέσω των εσόδων των ΟΤΑ, εκχώρηση αρμοδιοτήτων είσπραξης κάποιων φόρων κλπ.),
β) η καλλιέργεια ενός πολιτικού κλίματος «συναίνεσης». Η γραμμή της «συναίνεσης» είναι αναγκαία για τη θωράκιση του αστικού πολιτικού συστήματος, για πιθανές ανασυνθέσεις και συνεργασίες. Και οικοδομείται σταδιακά ειδικά στο αυτοδιοικητικό πεδίο, όπου δυνάμεις της ΝΔ συναινούν σε πολλές επιλογές με τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ (αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ ενίοτε) και αναπτύσσονται στενότερες συνεργασίες των «κεντροαριστερών» δυνάμεων προετοιμάζοντας κεντρικότερες πολιτικές συγκλίσεις. Την κατεύθυνση αυτή εξυπηρετεί και η αποσύνδεση των αυτοδιοικητικών εκλογών από τις ευρωεκλογές που πραγματοποιήθηκε με το νόμο Βορίδη.
Στις βουλευτικές εκλογές επιδιώξαμε τη συνεργασία και κοινή εκλογική κάθοδο των δυνάμεων της μαχόμενης ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς γύρω από ένα πρόγραμμα ικανό να συνδέει τη σημερινή αφετηρία της πάλης για την υπεράσπιση των λαϊκών αναγκών με την προοπτική των ευρύτερων πολιτικών συγκρούσεων και ανατροπών που απαιτούνται. Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, επιδιώκουμε πρωταρχικά τη συσπείρωση των ριζοσπαστικών, αντικαπιταλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Αριστεράς στο χώρο της αυτοδιοίκησης, πάνω όμως στην αυτοτέλεια των αντίστοιχων σχημάτων και σε συμμαχία με ευρύτερα κινηματικά ρεύματα και δυνάμεις της Αριστεράς. Επιχειρούμε να παρέμβουμε ώστε να αποφεύγονται, όσο γίνεται πρακτικές, που στο όνομα της εκλογής συμβούλων είναι έτοιμες να θυσιάσουν αρχές και προγράμματα, όσο και άλλες που στο όνομα του “καθαρού προγράμματος” θυσιάζουν τη δυνατότητα μάχιμων συσπειρώσεων.
Η σημερινή συγκυρία και η πορεία των τοπικών κινημάτων των τελευταίων χρόνων δείχνει προκλήσεις και δυνατότητες για τη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά, αλλά πλέον και σημαντικές δυσκολίες για την ανάπτυξη ενός σχεδίου για την αριστερή ριζοσπαστική παρέμβαση στις γειτονιές. Η γειτονιά είναι ένας χώρος που συγκεντρώνει ένα εύρος κοινωνικών δυνάμεων κρίσιμων για την κοινωνική αντιπαράθεση που θα διεξαχθεί το επόμενο διάστημα (μη φοιτητική νεολαία, νέοι εργαζόμενοι/ες, μαθητές, μετανάστες, συνταξιούχοι, μικροεπαγγελματίες, γονείς κλπ.), πολλές από τις οποίες δεν είναι και εύκολο να τις προσεγγίσουμε σήμερα σε άλλο κοινωνικό χώρο. Τα παραπάνω επιβάλλουν και την ανάγκη για σταθερή παρέμβαση στη γειτονιά με συστηματικότητα, γείωση, πειραματισμό στις μορφές και φυσικά ορισμό των μετώπων πάλης και των περιεχομένων μίας παρέμβασης. Τα κύρια μέτωπα πάλης είναι:
α) η επίθεση στο δημόσιο χώρο και η προσπάθεια ιδιωτικοποίησής του, της επανεκκίνησης των «μεγάλων έργων» και των γηπέδων, της τουριστικής «αξιοποίησης»
β) η επίθεση στην ιδιόκτητη κατοικία με τον ΕΝΦΙΑ και τα «κόκκινα» δάνεια και πολύ περισσότερο με την απελευθέρωση των πλειστηριασμών και κατασχέσεων
γ) η ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των απορριμμάτων με παράλληλη προώθηση κοστοβόρων και περιβαλλοντοκτόνων πολιτικών καύσης
δ) η επίθεση στα δημόσια αγαθά σε τοπικό επίπεδο (υγεία, παιδεία, πολιτισμός-αθλητισμός), η αύξηση των δημοτικών τελών, η κατάρρευση των υποδομών και ο περιορισμός των κοινωνικών παροχών των δήμων με εκχώρηση των κοινωνικών υπηρεσιών σε ιδιώτες και με κριτήρια ανταποδοτικότητας
ε) η ελαστικοποίηση της εργασίας στους ΟΤΑ που χρησιμοποιείται ως μοχλός προώθησης τέτοιων μορφών εργασίας συνολικά στο δημόσιο τομέα
στ) το ζήτημα της ανεργίας και της επισφάλειας με έμφαση στη νέα γενιά
ζ) η κοινωνική και ταξική αλληλεγγύη στα πληττόμενα λαϊκά στρώματα και στους μετανάστες-πρόσφυγες στις γειτονιές
η) η αντιμετώπιση της ρατσιστικής και φασιστικής απειλής τοπικά
θ) η πολιτιστική παρέμβαση, δράσεις και χώροι όπου οι κάτοικοι μπορούν να ψυχαγωγηθούν οικονομικά, ποιοτικά και με συλλογικό τρόπο αναπτύσσοντας διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα.
Απαιτείται φυσικά και μια σύνδεση της συνολικότερης κατάστασης που πλήττει τον κόσμο της εργασίας (ακρίβεια, χαμηλοί μισθοί, υψηλό κόστος ζωής και ενοίκια) με τα επιμέρους πεδία παρέμβασης που αναδεικνύονται στις γειτονιές
- Το περιεχόμενο της παρέμβασής μας εστιάζει:
α) στην υπεράσπιση και διεκδίκηση κατακτήσεων υπέρ του δημόσιου χώρου, των δημόσιων και ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών και της λαϊκής κατοικίας κόντρα στην προσπάθεια του ιδιωτικού κεφαλαίου να εισχωρήσει αναζητώντας νέα πεδία κερδοφορίας
β) στην υπεράσπιση και διεκδίκηση κατακτήσεων υπέρ του δικαιώματος σε μόνιμη, σταθερή και καλοπληρωμένη εργασία κόντρα στις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, την ανεργία και την επισφάλεια
γ) στην αντίθεση στην ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των απορριμμάτων και τη διεκδίκηση ενός μοντέλου δημόσιας διαχείρισης με κεντρικό συντονισμό και τοπική-διαδημοτική διαχείριση, με επαρκή χρηματοδότηση, διαλογή και διαχωρισμό στην πηγή, κομποστοποίηση, δημιουργία ΧΥΤΥ
δ) στη δημιουργία δομών και δράσεων ταξικής αλληλεγγύης σε πληττόμενους εργαζόμενους και ανέργους (στήριξη των αγώνων των εργαζομένων τοπικά σε ΟΤΑ, σχολεία, δομές υγείας, κινητοποιήσεις για επαναπροσλήψεις σε τοπικές απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα, καμπάνιες ενάντια σε συγκεκριμένους εργοδότες της γειτονιάς που αυθαιρετούν, παρέμβαση στους ανέργους κλπ.)
ε) στη δημιουργία δομών και δράσεων λαϊκής αλληλεγγύης και πολιτισμού (στέκια, λέσχες, προβολές, γλέντια, συνεταιρισμοί, χώροι υποδοχής μεταναστών-προσφύγων μες τον αστικό ιστό κλπ.)
ζ) στην αντιρατσιστική-αντιφασιστική δράση, ειδικά σε περιοχές με σημαντική παρουσία μεταναστών και προσφύγων ή έξαρση ρατσιστικών-φασιστικών κρουσμάτων, με προσπάθεια μαζικής αντίδρασης, κινητοποίησης και συντονισμού συλλογικών φορέων και νεολαίας της γειτονιάς, με αντιφασιστικές επιτροπές, δράσεις κλπ.
Όλα αυτά γνωρίζουμε ότι έρχονται σε αντιπαράθεση με τις κυρίαρχες πολιτικές της κυβέρνησης και της ΕΕ για την αυτοδιοίκηση και απαιτούν σύγκρουση και απειθαρχία στις πολιτικές τους. Το ασφυκτικό πλαίσιο για τα χρηματοδοτικά προγράμματα και τα αντίστοιχα κονδύλια που έχουν διαμορφώσει καταστρατηγεί ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα για λήψη μέτρων υπέρ των λαϊκών αναγκών από τους Δήμους και τις Περιφέρειες.
Στόχος μας είναι η κινηματική και πολιτική παρέμβαση στα τοπικά προβλήματα για να δημιουργήσουμε κινήματα υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών και του δημόσιου χώρου και να επιδιώξουμε την εφαρμογή άλλων λύσεων με κατακτήσεις κόντρα στις κατευθύνσεις του κεφαλαίου τοπικά όταν έχουμε θέσεις ευθύνης σε έναν ΟΤΑ. Και εντάσσουμε αυτή την παρέμβαση στο γενικότερο πλαίσιο οικοδόμησης μίας συνολικής εναλλακτικής πρότασης και κατεύθυνσης για την κοινωνία. Για αυτό επιδιώκουμε την παρέμβαση και συγκρότηση αντίστοιχων πολιτικών οχημάτων στο επίπεδο των ΟΤΑ που να εξυπηρετούν αυτούς τους στόχους. Η γενική κατεύθυνσή μας είναι η συμμετοχή σε υπάρχοντα ή δημιουργία νέων πλατιών αριστερών ριζοσπαστικών σχημάτων σε δήμους με αντιμνημονιακό-αντικαλλικρατικό-αντικυβερνητικό στίγμα, κινηματική φυσιογνωμία και παρέμβαση. Τέτοια σχήματα μπορούν και επιδιώκουμε να περιλαμβάνουν όλες τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιμπεριαλιστικής αριστεράς τοπικά και ενεργούς κατοίκους της τοπικής κοινωνίας. Η επιδίωξη μετωπικών συνευρέσεων με άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς και του κινήματος είναι βασικό στοιχείο της κίνησης μας τόσο στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο όσο και στο τοπικό κινηματικό και πολιτικό πεδίο. Το υπόδειγμα σχημάτων όπως στην Αγία Παρασκευή, τη Θεσσαλονίκη και τη Δυτική Μακεδονία που έχουν καταφέρει να εγκολπώσουν όλες τις δυνάμεις διατηρώντας μία εν δυνάμει μαζική φυσιογνωμία και απεύθυνση πρέπει να είναι οδηγός παντού. Σε κάθε περίπτωση πάντα αξιολογούμε τα υφιστάμενα σχήματα και κινήσεις, την ιστορικότητά τους και τις εκπροσωπήσεις που έχουν, αλλά και τις νέες δυναμικές που διαμορφώνονται σε τοπικό επίπεδο. Η τοπική αυτοδιοίκηση έχει αποδειχθεί και στο παρελθόν χώρος ζύμωσης ριζοσπαστικών και αριστερών δυνάμεων που μπορεί να πάρει μαζικά και πλειοψηφικά χαρακτηριστικά, ιδίως όταν δεν περιορίζεται στον χαρακτήρα της κομματικής παράταξης.
Οι αναγκαίες σήμερα ενωτικές – μετωπικές πρωτοβουλίες στις συνοικίες, τους Δήμους και τις Περιφέρειες πρέπει να έχουν στο κέντρο τους τις ανάγκες, τα δικαιώματα και τα αιτήματα πάλης του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας που ζει και δραστηριοποιείται στο πεδίο της γειτονιάς. Ένα αριστερό, ριζοσπαστικό σχήμα πρέπει να είναι μάχιμο, διεκδικητικό και να παλεύει ενάντια σε κάθε μορφής καπιταλιστική αναδιάρθρωση στο χώρο των ΟΤΑ, με έμφαση όμως στις άμεσες επιπτώσεις που έχει αυτή στους δημότες και όχι απλά με όρους οριοθέτησης ενός ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος. Θα πρέπει να είναι ενάντια σε κάθε μορφής συνδιαχείριση και να προασπίζει τη δημοκρατία, τη συλλογική συζήτηση, να παλεύει ενάντια στην ανάθεση και τον παραγοντισμό. Θα πρέπει να αγκαλιάζει όλους τους ταξικούς, κοινωνικούς αγώνες. Θα πρέπει να επεξεργάζεται και να πολιτικοποιεί όλες τις διαφορετικές εκδοχές πάλης ανα γειτονιά παρά τις επιμέρους αντιφάσεις τους και να τους δίνει πολιτικό κέντρο και κατεύθυνση. Χρειάζεται τα αριστερά, ριζοσπαστικά σχήματα να παλέψουν και στις γειτονιές για την οικοδόμηση του αναγκαίου πολιτικού και κοινωνικού μετώπου των δυνάμεων της εργασίας που θα βγάλει μπροστά τα συμφέροντα της απέναντι σε κάθε κυβέρνηση που παρατείνει τη συνθήκη διάλυσης του κοινωνικού κράτους. Παράλληλα θα πρέπει να είναι ανοικτά, πολυφωνικά και με σύγχρονες πρακτικές άσκησης πολιτικής, αφήνοντας πίσω τις πρακτικές που αποδεδειγμένα οδήγησαν το χώρο σε αποτυχίες στις προηγούμενες δεκαετίες. Αριστερά, ριζοσπαστικά σχήματα που θα μιλάμε ανοικτά για το τι Δήμους θέλουμε, τι γειτονιές θέλουμε, ακόμα και πως θα μπορούσε να είναι και μια αριστερή πολιτική πρόταση για μια εναλλακτική πολιτική λαϊκής διακυβέρνησης των Δήμων, προφανώς συγκρουόμενη σε καθημερινό επίπεδο με τα σημερινά όρια της λειτουργίας των Δήμων.
Η επερχόμενη εκλογική μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών θα δοθεί για τα αριστερά ριζοσπαστικά σχήματα που παρεμβαίνουμε ακόμα και με όρους «υπαρξιακούς» εκλογικά με βάση το νέο εκλογικό νόμο. Οι δυνάμεις μας έχουν πλέον μία εμπειρία παρέμβασης τοπικά σε διάφορες περιοχές και υπαρκτές εκπροσωπήσεις τόσο κοινωνικά – κινηματικά όσο και αυτοδιοικητικά. Στις επερχόμενες εκλογές μέλη μας θα είναι υποψήφιοι ως τυπικά επικεφαλής των αντίστοιχων σχημάτων και παρεμβαίνουμε με τοπικές δυνάμεις σε αρκετούς δήμους της Αθήνας και της επαρχίας. Η μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών απαιτεί την ολόπλευρη στήριξη και στράτευση του δυναμικού μας για να υπάρξουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα σε ένα πιο δύσκολο τοπίο λόγω των δυσμενών αλλαγών του νόμου Βορίδη. Ειδική αντιμετώπιση χρειάζεται στο επίπεδο των μεγάλων μητροπολιτικών δήμων και στο επίπεδο των περιφερειών, όπου οι εκλογές έχουν και πιο κεντρικό πολιτικό χαρακτήρα, και εκεί πλέον θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να συγκροτηθούν πλατύτερες ενωτικές – μετωπικές κινήσεις.
Επιδιώκουμε τη συνεργασία όπου υπάρχουν παραπάνω του ενός δημοτικά ή περιφερειακά σχήματα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Το θεωρούμε αναγκαίο τόσο φυσιογνωμικά όσο και πολιτικά – εκλογικά. Τέτοιες συνεργασίες μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά τη λαϊκή πάλη στις γειτονιές και την τοπική αυτοδιοίκηση την επόμενη μέρα των εκλογών αλλά και να αντιμετωπίσουν τον υπαρκτό κίνδυνο συρρίκνωσης την εκπροσωπήσεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στα επόμενα δημοτικά ή περιφερειακά συμβούλια αν δεν γίνει αυτό. Οι συνεργασίες θα πρέπει να επιτευχθούν σε κάθε δήμο ή περιφέρεια, χωρίς ψυχοφθόρες εσωστρεφείς διαδικασίες και να προχωρήσουμε ενωτικά και αποφασιστικά. Με ανοιχτές διαδικασίες βάσης που θα εμπλέκουν όλο το μαχόμενο δυναμικό των σχημάτων και κινήσεων, ξεπερνώντας τις γνωστές πρακτικές κωλυσιεργίας ή αποτύπωσης ηγεμονισμών στο περιεχόμενο των συνεργασιών ή τους επικεφαλής, που από πίσω κρύβουν την απουσία πολιτικής βούλησης για ενωτικές παρεμβάσεις και υπερβάσεις. Την ανάγκη για αυτό την έχουμε επισημάνει εδώ και μήνες, είναι ήδη πολύ αργά. Ακόμα και τώρα επιμένουμε ότι πρέπει να υλοποιηθεί αυτή η κατεύθυνση χωρίς κωλυσιεργίες.
Κρίσιμο, τέλος, είναι και το ζήτημα της τακτικής συμμαχιών με άλλες δυνάμεις εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών. Το νέο θεσμικό πλαίσιο με το νόμο Βορίδη δυσχεραίνει πολύ το τοπίο ειδικά σε επαρχιακούς μητροπολιτικούς δήμους και περιφέρειες. Εκτιμούμε ότι η ανάγκη είναι να υπάρξει μία ευρεία μετωπική συστράτευση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής, αντιμπεριαλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς για το σχηματισμό πλατειών ψηφοδελτίων, παρατάξεων, δημοτικών κινήσεων ή και εκλογικών συνεργασιών διαφορετικών παρατάξεων εφόσον υπάρχουν. Σε επίπεδο δήμων, δεν αποκλείουμε επί της αρχής και συνεργασίες με τις δυνάμεις και του ΚΚΕ και του ΜεΡΑ25 σε τοπικό επίπεδο, εφόσον βέβαια μας καλύπτει το πολιτικό πλαίσιο, εξασφαλίζονται όροι αυτοτέλειας και ισοτιμίας των δημοτικών κινήσεων και όροι εκπροσώπησης αν αυτό αναλογεί τοπικά. Με βάση τις τελευταίες εξελίξεις και ανακοινώσεις, βέβαια, το ΚΚΕ δηλώνει ότι «έχει κλειδώσει» τον τρόπο με τον οποίο θα προχωρήσουν τα ψηφοδέλτια της Λαϊκής Συσπείρωσης, προχωρώντας κυρίως σε κομματικές συγκροτήσεις που δυσχεραίνουν της διαμόρφωση ισότιμων συνεργασιών. Το ΜεΡΑ 25 διαθέτει μικρές δυνάμεις σε αυτοδιοικητικό επίπεδο και θα επιδιώξει ίσως να αξιοποιήσει τα σχήματα τα οποία στηρίζονται από τη ΛΑΕ σε περιφέρειες για καταγραφή των δυνάμεών του όπου μπορεί. Τέλος, σχετικά με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, φαίνεται δυστυχώς πως κινείται με λογική καταγραφής και όχι συμβολής σε μια ενωτική ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική συσπείρωση. Τα παραπάνω, δυσκολεύουν σημαντικά τη δυνατότητα συνεργασιών σε μεγάλη κλίμακα, δεν αποκλείουν, ωστόσο, επιμέρους θετικές διαφορετικές στάσεις από τις παραπάνω δυνάμεις και την επίτευξη συνεργασιών υπό το βάρος της πίεσης των μαχόμενων δυναμικών στη βάση αυτών των σχηματισμών αλλά και των αναγκών για μια αποτελεσματική παρέμβαση και εκλογική καταγραφή σε συγκεκριμένους δήμους ή περιφέρειες.
Από τη μεριά μας τονίζουμε ότι είναι αναγκαίο τα υπαρκτά αριστερά ριζοσπαστικά δημοτικά σχήματα που συμμετέχουμε να κάνουν ανοιχτό, δημόσιο και πλατύ κάλεσμα σε όλες τις δυνάμεις της τοπικής Αριστεράς (στις οποίες φυσικά δεν συμπεριλαμβάνουμε το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ήδη κινείται για τη συγκρότηση πλατιών κινήσεων και ψηφοδελτίων της «κεντροαριστεράς» με το ΠΑΣΟΚ, ενίοτε ακόμα και με αντάρτες δεξιούς).
Στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται υπάρχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ για την ανασυγκρότηση των μαχόμενων αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων στην τοπική αυτοδιοίκηση. Να επανέλθει ο πλούτος, η πολυμορφία και ο κοινωνικός πειραματισμός των τοπικών κινημάτων για το περιβάλλον, τους δημόσιους χώρους, τις συνθήκες ζωής και τον πολιτισμό στη γειτονιά, συνδεδεμένα με το ζήτημα της εργασίας, της ακρίβειας, των λαϊκών αναγκών. Η πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα, ενάντια στον κρατικό αυταρχισμό και τη φασιστική απειλή. Για να γίνουν όλα τα παραπάνω και να αποκτήσουν προοπτική είναι απαραίτητη η συσπείρωση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και η αγωνιστική συμπόρευση με όλο το δυναμικό των αγώνων και των κινημάτων. Απευθύνουμε κάλεσμα για μια τέτοια ενωτική αγωνιστική πολιτική κατεύθυνση προς όλες αυτές τις δυνάμεις και τους αγωνιστές/τριες και δηλώνουμε ότι θα συνεχίσουμε να λαμβάνουμε διαρκώς πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
(Αριστερή Ανασύνθεση, Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, ανένταχτοι/ες)